ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-201): Ο Πρόλογος διαιρείται σε δυο σκηνές: στην πρώτη έως το στίχο 87 και στη δεύτερη έως το στίχο 201.
Η πρώτη σκηνή είναι μονόλογος της γερόντισσας βασίλισσας Ιοκάστης, μάνας και γυναίκας του Οιδίποδα. Θλιμμένη βγαίνει από το βασιλικό παλάτι της Θήβας. Δεν έχει να θυμηθεί καμιά ευτυχία. Είναι η πιο δυστυχισμένη μάνα του πιο δυστυχισμένου ανθρώπου που γεννήθηκε στον κόσμο, του Οιδίποδα, που μοίρα σκληρή του είχε γράψει να γίνει φονιάς του πατέρα του και, όταν δοξαστεί σκοτώνοντας τη Σφίγγα, να πέσει στη μεγάλη ντροπή να παντρευτεί τη μάνα του.
Αλλά το κυνηγητό της άγριας μοίρας δε σταμάτησε. Ο Ετεοκλής κι ο Πολυνείκης, τα παιδιά τα γεννημένα από τον ανόσιο το γάμο, επιβαρημένα με την κατάρα του πατέρα τους, που δεν τον σεβάστηκαν καθόλου, αλλά τον έκλεισαν στο σπίτι, για να ξεχαστεί η ντροπή του, τώρα ήρθαν σε πόλεμο για τη μοιρασιά της κληρονομιάς.
Η μητρική όμως στοργή θα παλέψει. Η πικραμένη μάνα θα κοιτάξει να αλλάξει τη ροή των γεγονότων, που καθόρισε η κακή μοίρα του βασιλικού σπιτιού, που άγριοι αλάστορες[1] χρόνια τώρα το χτυπούν και το βυθίζουν από δυστυχία σε δυστυχία. Κάλεσε λοιπόν τον Πολυνείκη, που με στρατό πολιορκεί τη Θήβα, να συναντηθεί μπροστά της με τον αδελφό του τον Ετεοκλή και να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές. «Ας κάνει λοιπόν ο Δίας το θαύμα του από τα φωτεινά βάθη του ουρανού! Δώσε ομόνοια στα παιδιά μου, μη χτυπάς με δυστυχίες τον ίδιο πάντα άνθρωπο», φωνάζει η δυστυχισμένη βασίλισσα στους τελευταίους στίχους (84-87), που είναι και θερμή δέηση και πικρό παράπονο προς τον Δία για τη μεγάλη δυστυχία του σπιτιού της. Έτσι μέχρις εδώ μάθαμε τα έξω του δράματος. Η Ιοκάστη ξαναμπήκε στο παλάτι.
Στη δεύτερη σκηνή του προλόγου η προσοχή μας μετατοπίζεται από την πρόσοψη στο δώμα του παλατιού. Εκεί η Αντιγόνη με το γέρο-παιδαγωγό βγήκαν για να αγναντέψουν, όπως ο γέρο-Πρίαμος και η Ελένη στην «Τειχοσκοπία» της Ιλιάδας (Γ 161 κ.ε.), τον εχθρικό στρατό, που τον ζωγραφίζουμε τόσο ζωηρά στο νου μας με την κατάπληξη της βασιλοπούλας, την τόσο ταιριαστή σε μια κοπέλα (109-111):
«Ω! σεβάσμια κόρη της Λητώς, Εκάτη, χαλκοσκέπαστος όλος ο κάμπος αστράφτει».
Από επάνω από το δώμα δείχνει ο γέρος στην Αντιγόνη τους αρχηγούς του εχθρικού στρατού. Κάτω εκεί της δείχνει και τον αδελφό της τον Πολυνείκη. Τον βλέπει η Αντιγόνη και ξεσπάει ο πόνος και η λαχτάρα της για το διωγμένο από την πατρίδα αδελφό της σε μια κραυγή γεμάτη στοργή, που αποτελεί χτυπητή αντίθεση στο αδυσώπητο μίσος, που θα φέρει τα δυο αδέλφια της, τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή, στη φρικτή μονομαχία. Μας επιφυλάσσεται παρακάτω να δούμε στη συνάντηση των δύο αδελφών όλη τη λυσσαλέα έκρηξη της έχθρας και του μίσους που τους χωρίζουν και πιο μετά θα ακούσουμε από έναν μαντατοφόρο, που ήρθε από το πεδίο της μάχης, με πόση μανία χτύπησε ο ένας αδελφό τον άλλον. Τώρα, όμως, επάνω στο δώμα λάμπει η δύναμη και το μεγαλείο της αδελφικής αγάπης της Αντιγόνης, που ξεσπάει μαζί με στοργή και απερίφραστο θαυμασμό για τη λεβεντιά του αδελφού της του διωγμένου από την πατρίδα (163 κ.ε.): «Αχ, ας μπορούσα», φωνάζει, «σαν σύννεφο γοργοκίνητο να τρέξω προς τον αδελφό μου, που λάμπει σαν πρωινή αχτίδα του ήλιου μέσα στη χρυσή αρματωσιά του και να τον αγκαλιάσω!».
ΠΑΡΟΔΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ (202-260): Όταν κατέβηκε στο παλάτι από το δώμα η Αντιγόνη με το γέρο-παιδαγωγό, 15 νέες, που αποτελούν το Χορό της τραγωδίας, έρχονται στη σκηνή από τη δεξιά πάροδο. Είναι από τη Φοινίκη και γι’ αυτό ονομάζονται «Φοίνισσαι» (Φοινικίωτισσες), από τις οποίες πήρε και το όνομά της η τραγωδία. Τις στέλνουν από την Τύρο στο Δελφικό Μαντείο, για να αφιερωθούν στη λατρεία του Φοίβου. Ζωηρή η ανάμνηση των εντυπώσεων από το ταξίδι τους, επισημαίνει την εξαίσια συναυλία των πνοών του Ζέφυρου, που τις συνόδεψε πάνω στα πλάτη της θάλασσας. Και ασυγκράτητος σαν ελπίδα ευτυχίας τινάζεται ο πόθος τους να λούσουν τα πλούσια τους μαλλιά στα νερά της Κασταλίας, καθώς θα είναι αφοσιωμένες στην υπηρεσία του ναού του Δελφικού θεού.
Κλεισμένες μέσα στην πολιορκημένη πόλη και φοβισμένες από τους πολεμικούς αλαλαγμούς φέρνουν το νου τους στην εξαίσια ζωγραφιά της διπλής κορυφής του Παρνασσού, που καταυγάζεται από τις φλόγες των νυχτερινών βακχικών γιορτών. Και με την ψυχολογία των ανθρώπων που θέλουν να φύγουν από την κατάθλιψη των δεινών οραματίζονται το θαυμαστό κλήμα που σκιάζει την είσοδο της σπηλιάς του Διόνυσου, υψώνουν τα μάτια της ψυχής τους πάνω εκεί στις κορυφές των βουνών, απ’ όπου αγναντεύουν οι θεοί και στα φαράγγια των Δελφών, όπου ας είχαν την τύχη να βρίσκονταν και να χόρευαν εκεί μακριά από τους τωρινούς πολεμικούς κινδύνους.
Συγγενείς καθώς είναι των Θηβών, γιατί κατάγονται από κοινούς προγόνους, τους συμπονούν και φοβούνται την ανδρεία των Αργείων, αλλά και την πιθανότητα, μήπως οι θεοί βοηθήσουν τον αδικημένο Πολυνείκη και ο εχθρικός στρατός κυριεύσει τη Θήβα.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (261-637): Με τα τελευταία λόγια του Χορού προβάλλει από την αριστερή πάροδο ένα παλληκάρι με σπαθί στο χέρι. Προχωρεί ρίχνοντας γύρω του φοβισμένες ματιές. Φοβάται μη πέσει σε καμιά ενέδρα. Είναι ο Πολυνείκης, που έρχεται να συναντηθεί με τον αδελφό του, σύμφωνα με την απαίτηση της μάνας τους της Ιοκάστης, που ελπίζει να τους συμφιλιώσει.
«Τρέξε γρήγορα κυρά μου», φωνάζει στην Ιοκάστη ο Χορός, «τρέξε, ήρθε ο γιος σου!». Και τώρα μάνα και γιος συναντιούνται σε μια θαυμάσια σκηνή, κι έχουν να πουν πάρα πολλά. Η μάνα μιλάει για τη χαρά της, μέσα σε δάκρια και θερμούς εναγκαλισμούς, που ξαναβλέπει το εξόριστο παιδί της, και ο γιος με δύναμη θα ιστορίσει τις πίκρες, τα βάσανα και τους εξευτελισμούς που δοκιμάζει στην ξενιτειά ένας διωγμένος από την πατρίδα του. Η αδικία του αδελφού του τον αναγκάζει να στερηθεί την πατρίδα και - μάρτυρές του οι θεοί - αυτή η αδικία είναι που τον ανάγκασε να έρθει τώρα με ξένο στρατό για να αποχτήσει ξανά και να πάρει το δίκιο του από την πατρική κληρονομιά. Έλαμψαν εδώ τα συναισθήματα της μητρικής στοργής και στα λόγια του Πολυνείκη οι αγαπητές στους Έλληνες ιδέες, δηλαδή η αγάπη της πατρίδας και η απέχθεια της ξένης γης, που καταλήγει, για να στερεωθεί η συμπάθειά μας προς αυτόν, σε παράκληση στη μάνα του να τον συμφιλιώσει με τον αδελφό του.
Επάνω στη συνομιλία Ιοκάστης και Πολυνείκη έρχεται και ο Ετεοκλής, που, όπως αμέσως δηλώνει στη μάνα του, σαν πρώτη πινελιά στην προσωπογραφία του, μόνο για το χατίρι της παράτησε στη μέση την οργάνωση της άμυνας εκεί έξω στους πύργους του κάστρου. Άκαρπη στάθηκε η συνάντηση των δύο αδελφών μπροστά στη μάνα τους. Μάταια πάσχισε να συμφιλιώσει τα παιδιά της η Ιοκάστη. Άκαρδος, άρπαγας, αρχομανής, κυνικότατα συμφεροντολόγος ο Ετεοκλής, και για όλα αυτά τόσο ασυμπαθής, όσο συμπαθής προβάλει ο αδικημένος Πολυνείκης, δε δέχεται κανένα συμβιβασμό. Το σπαθί θα ξεδιαλύνει τη διαφορά. Τα δυο αδέλφια με ανίκητο μίσος στην καρδιά τους χωρίζονται αποφασισμένα να ξανασυναντηθούν αργότερα με το σπαθί στο χέρι. Έτσι τερματίζεται η συνάντηση των δύο αδελφών που ξετυλίγεται σε μια σκηνή, που είναι μια θαυμάσια καινοτομία του Ευριπίδη στις «Φοίνισσες» (Weil).
ΣΤΑΣΙΜΟ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ (638-689): Τους παλιούς τους θρύλους θυμάται ο Χορός εδώ για το χτίσιμο της Θήβας από τον Κάδμο πλάι στους χλοϊσμένους και βαθιά σκαμμένους κάμπους, όπου χύνουν τη δροσιά της τα τρεχούμενα και καθαρά νερά της Δίρκης. Τούτος ο τόπος αγιάστηκε με τη γέννηση ενός θεού, του Διόνυσου, του γιου της Θηβαίας Σεμέλης και του Δία. Με θεϊκή βοήθεια ήρθε και τον έκανε δικό του ο παλιός ο πρόγονος ο Κάδμος, που κρατάει από άλλον γιο του Δία, τον Έπαφο. Γι’ αυτό ο Χορός καταλήγει σε επίκληση προς το μακρινό πρόγονο, τον Έπαφο, να βοηθήσει την πόλη που κινδυνεύει και να φέρει μαζί του και τη Δήμητρα και την κόρη της την Περσεφόνη - προστάτισσες κι αυτές της Θήβας.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (590-783): Στη σκηνή έρχεται ξανά ο Ετεοκλής και στέλνει να φωνάξουν τον αδελφό της μάνας του, τον Κρέοντα. Έρχεται ο Κρέοντας και, πολύπειρος καθώς είναι, συμβουλεύει τον ανεψιό του, βασιλιά Ετεοκλή, πώς να οργανώσει την άμυνα. Αδιάλλακτος και γεμάτος λυσσαλέο μίσος για τον αδελφό του ο Ετεοκλής, έχει έναν ασίγαστο πόθο και μια ευχή: Να βρει αντίκρυ του τον αδελφό του Πολυνείκη, για να τον σκοτώσει με το χέρι του, που ήρθε - προσθέτει (756) με «ιερή» αγανάκτηση - να κυριεύσει την πατρίδα. Θα τον μισεί τον αδελφό του και πέρα από το θάνατο. Γι’ αυτό τώρα που θα πάει στη μάχη, απ’ όπου δεν ξέρει αν θα γυρίσει, αφήνει παραγγελία στον Κρέοντα, αν σκοτωθεί, κι αυτός κι ο Πολυνείκης, να μη θάψουν το λείψανο του αδελφού του. Έτσι στη στοργή της Αντιγόνης προς τον Πολυνείκη, που ο αναγνώστης είδε προηγουμένως, τώρα αντιτίθεται ένα φρικτό μίσος αδελφού προς αδελφό και γίνεται και κάτι άλλο εδώ: Αστραπιαία, όσο μας επιτρέπει η ροή της τραγωδίας να σταματάμε σε ατομικές εικασίες, έρχεται στο νου μας ότι, αν θελήσει ο Κρέοντας να μείνει πιστός στην εντολή του Ετεοκλή, θα είναι μεγάλη η σύγκρουσή του με την Αντιγόνη, που την ψυχή της τη φλογίζει διάπυρη αδελφική αγάπη.
Έχει και μια άλλη παραγγελία για τον Κρέοντα: Να συμβουλευθεί τον μάντη Τειρεσία για τη σωτηρία της χώρας από τον εχθρό που την πολιορκεί. «Έστειλα», του λέει, «το γιο σου τον Μενοικέα να σου τον φέρει εδώ». Έτσι προετοιμάζεται ο ερχομός του Τειρεσία στο Επεισόδιο Γ'.
Ο Ετεοκλής φοράει την πανοπλία του και φεύγει για τη μάχη με την απόφαση και την ελπίδα να σκοτώσει τον αδελφό του.
ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (784-833): Τη θλίψη του δηλώνει εδώ ο Χορός και το παράπονό του προς τον Άρη, το θεό του πολέμου, γιατί μανιασμένος έρχεται να σύρει τους Θηβαίους στον πολεμικό χορό. Η πικρή και μαύρη μοίρα του Οιδίποδα είναι η αρχή όλων αυτών των δεινών. Αυτή ξεσπάει τώρα στα παιδιά του και η δυστυχία διαδέχεται την παλιά ευτυχία και την λαμπρή δόξα της Θήβας.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (834-1018): Ο Μενοικέας, ο γιος του Κρέοντα, φέρνει τον μάντη Τειρεσία. Ο αλάθευτος μάντης βυθίζει τα μάτια της ψυχής του: στα τωρινά, στα μελλοντικά και στα περασμένα και λέει:
«Αίμα χρωστάει η Θήβα αχνιστό στη Γη. Στα παλιά τα χρόνια είχε σκοτώσει ο Κάδμος το γιο της το δράκοντα. Γι’ αυτό τώρα απόγονος του Κάδμου πρέπει να σφαχτεί επάνω στη σπηλιά εκείνου του δράκοντα. Έτσι θα σωθεί η Θήβα. Κι αυτός που πρέπει να σφαχτεί είναι ένας από τους γιους του Κρέοντα, ο Μενοικέας». Είπε τη μαντεία, ανάλγητος σαν τη Μοίρα, ο μάντης κι έφυγε.
Αλλά ο Κρέοντας με κανέναν τρόπο δε δέχεται να σφαχτεί ο γιος του.
«Φύγε γρήγορα», λέει στο γιο του. «Πήγαινε στο Δωδωναίο ιερό. Πάω να σου φέρω χρήματα για το μακρινό ταξίδι».
Ο Μενοικέας, όμως, είχε πάρει την απόφασή του: Προσποιείται ότι δέχεται το σχέδιο του πατέρα του, αλλά τρέχει να συμμορφωθεί με την εντολή του μάντη, για να σώσει την πατρίδα του.
ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (1019-1066): Την καταστροφή, που στα παλιά τα χρόνια είχε φέρει η Σφίγγα στη Θήβα και τη φρικτή δυστυχία του Οιδίποδα θρηνούν εδώ οι γυναίκες του Χορού (1019-1054). Και όπως επισύρει πάντοτε το θαυμασμό η ηρωική πράξη, επαινετικά λόγια θαυμασμού (1054 κ.ε.) έχει για το Μενοικέα ο Χορός, αφού δε δίστασε να θυσιάσει τη ζωή του για την πατρίδα. Κι ο θαυμασμός τους κορυφώνεται στην ευχή να γίνουν κι αυτές μανάδες τέτοιων θαυμάσιων παιδιών.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (1067-1283): Ένας μαντατοφόρος από το πεδίο της μάχης φέρνει στην Ιοκάστη την είδηση, ότι τα παιδιά της ετοιμάζονται να μονομαχήσουν. Τρομαγμένη η Ιοκάστη από τη φρικτή αυτή είδηση φωνάζει την Αντιγόνη από μέσα από το παλάτι και τρέχουν και οι δύο να εμποδίσουν τον αδελφικό σκοτωμό.
ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' (1284-1309): Φρίκη για τον αδελφικό σκοτωμό και συμπόνια για τη δυστυχισμένη μάνα νιώθει ο Χορός στο χορικό αυτό, που το σταματάει, καθώς βλέπει να έρχεται θλιμμένος ο Κρέοντας.
ΕΞΟΔΟΣ (1310-1766): Ο Κρέοντας φέρνει με θρήνους το λείψανο του Μενοικέα, για να το παραδώσει στην αδελφή του την Ιοκάστη να το λούσει και να το νεκροστολίσει. Δεν ξέρει ο Κρέοντας τίποτα για τη μονομαχία των δύο αδελφών και ούτε ότι η Ιοκάστη έχει φύγει από το παλάτι για να προλάβει το κακό.
Αλλά να, ο μαντατοφόρος έρχεται και λέει την τριπλή συμφορά: Σκοτώθηκαν τα δυο αδέλφια και η Ιοκάστη αυτοκτόνησε.
Μια νεκρική πομπή φέρνει τους τρεις νεκρούς. Την οδηγεί η Αντιγόνη θρηνώντας τις συμφορές του πατρικού της σπιτιού. Ακούει από μέσα από το παλάτι το θρήνο της ο Οιδίποδας και βγαίνει να ρωτήσει τι γίνεται. Και μαθαίνει από την κόρη του ότι δεν ζουν πια ούτε η Ιοκάστη ούτε τα παιδιά του. Τώρα στο θρήνο της κόρης προσθέτει και το δικό του. Και έτσι έχουμε τον «κομμό» Αντιγόνης και Οιδίποδα (1485-1624).
«Σταματήστε τους θρήνους», φωνάζει ο Κρέοντας, βασιλιάς πια μετά το θάνατο του Ετεοκλή, και προστάζει τον Οιδίποδα να φύγει από τη Θήβα. Δεν τον μισεί καθόλου, μόνο φοβάται μήπως βλάψει ο κακός του δαίμονας την πόλη. Με κλάμα για τη μοίρα του απαντάει ο Οιδίποδας: Σκληρή του στάθηκε σε όλη τη ζωή του μέχρι τώρα που τον διώχνουν από την πατρίδα τυφλό και αβοήθητο.
Αλλά βασιλιάς πια ο Κρέοντας δεν έχει καιρό για χάσιμο με τους θρήνους του Οιδίποδα. Γι’ αυτό προχωράει σε άλλη διαταγή: Να θάψουν τον Ετεοκλή και να πετάξουν μακριά από το θηβαϊκό τόπο τον Πολυνείκη, και ορίζει θάνατο στον παραβάτη της διαταγής του. Έχει και για την Αντιγόνη μια διαταγή: Να αφήσει τους νεκρούς και κλεισμένη στο παλάτι να περιμένει τη μέρα του γάμου της με το γιο του τον Αίμονα.
Αλλά η Αντιγόνη βεβαιώνει ότι δε θέλει να παντρευτεί. Θα τον σκοτώσει, σαν τις παλιές Δαναΐδες, τον άντρα που θα της δώσουν. Με το ζόρι δεν παντρεύεται. Άλλα έργα την περιμένουν. Θα θάψει τον αδελφό της και θα γίνει οδηγός στην εξορία του τυφλού πατέρα της, που θυμάται ότι παλιός χρησμός του Φοίβου του όρισε τον ιερό Ίππιο Κολωνό στην Αθήνα για τελευταία του κατοικία και για τόπο της ταφής του.
Τον παίρνει από το χέρι η Αντιγόνη και, καθώς αργοδιαβαίνει το θλιβερό ζευγάρι για να πάει σε ξένους τόπους, ξεσπάει ένας λυγμός από τα στήθη του Οιδίποδα, που μια σκληρή Μοίρα τον έριξε από το ύψος του μεγαλείου του στα πιο σκοτεινά βάθη της πιο φριχτής συμφοράς.
Αλλά η εγκαρτέρηση, η υπομονή και η υποταγή στο θέλημα των θεών ξανάρχονται στην καρδιά του: «Θνητός είμαι», λέει, «κι ό,τι ορίζουν οι θεοί πρέπει να το δέχομαι. Μάταιοι και ανώφελοι είναι οι θρήνοι».
Στις «Φοίνισσες» (ίσως το 410 π.Χ.) ο Ευριπίδης συνδυάζει σε μια ευρεία σύνθεση, με ποικιλία προσώπων και γεγονότων, με πλούτο συγκινητικών επεισοδίων, με πολύ ωραίες σκηνές, με παθητικότητα και με χτυπητή λαμπρότητα, το περιεχόμενο των «Επτά επί Θήβας» (467 π.Χ.), της «Αντιγόνης» (440 π.Χ.), του «Οιδίποδα Τυράννου» (425 π.Χ.) και έναν αττικό μύθο για τον ερχομό του Οιδίποδα στον Κολωνό, που αργότερα (406 π.Χ.) κι ο Σοφοκλής, γέρος πια, τον δραματοποίησε στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ».
Τραβάει βέβαια η πορεία της τραγωδίας προς τη μονομαχία των δύο παιδιών του Οιδίποδα, αλλά η ποικιλία των προσώπων, η αφθονία των γεγονότων των πλεγμένων στις «Φοίνισσες» φαίνονται σαν να φέρουν διάσπαση στην εσωτερική ενότητα του έργου. Γι’ αυτό και ο Patin έκρινε ότι δεν είναι εύκολο να βρεθεί με ακρίβεια η υπόθεση των «Φοινισσών». Το μίσος των δύο αδελφών και η θανάσιμη μονομαχία τους, αλλά και η καταστροφή του θηβαϊκού βασιλικού οίκου από τη μια, και από την άλλη ο κίνδυνος της Θήβας από τους Αργείους που την πολιορκούν κι η αυτοθυσία του Μενοικέα για την πατρίδα και η νίκη των Θηβαίων, μας δίνουν την εντύπωση ότι προβάλλουν μπροστά μας δυο παράλληλες, όχι βέβαια άσχετες τραγωδίες, που πότε σμίγουν και πότε οδεύουν σε παράλληλη πορεία, ώσπου επέρχεται η λύση, διπλή κι αυτή, όπως διπλή ήταν και η πορεία της τραγωδίας: Νίκη κατά των Αργείων, θλίψη για τον αλληλοσκοτωμό των δύο αδελφών. Γι’ αυτό και είναι εύστοχη η κρίση του μαντατοφόρου, που ήρθε από το μέτωπο (1478-79):
«Έτσι για τη χώρα, άλλοι αγώνες είχαν τέλος παρά πολύ καλό κι άλλοι πάρα πολύ κακό».
Αλλά οι θρήνοι της Αντιγόνης για το θάνατο των αδελφών της και της μάνας της κι ο αντίλαλος του Οιδίποδα στους θρήνους της κόρης του (1485-1580), δεν αφήνουν να ακουστεί κανένα επινίκιο τραγούδι για τη σωτηρία της Θήβας. Απόλυτα κυριαρχικό απλώνεται το κλάμα της Αντιγόνης και του Οιδίποδα για τους νεκρούς, που κείτονται μπροστά τους, και για τα νέα δεινά που προσμένουν τον άμοιρο τυφλό γέροντα, γιατί δεινό είναι να φύγεις από την πατρίδα σου.
Σφιχτοδεμένη ενότητα ίσως να μην υπάρχει στο δράμα αυτό που η αρχαία «Υπόθεση» το βρίσκει «παραπληρωματικό», δηλαδή παραγεμισμένο με πιο πολλές σκηνές, όπως το ανέβασμα της Αντιγόνης στο δώμα, ο ερχομός του Πολυνείκη στη Θήβα κι η εξορία του Οιδίποδα. Εδώ ο Ευριπίδης μάζεψε όλα τα θλιβερά επεισόδια του θηβαϊκού μύθου για τον Οιδίποδα και το σπίτι του κι όλες τις βίαιες σκηνές που θα μπορούσαν να του χρησιμέψουν για να δώσει δραματικότητα και παθητικότητα στην τραγωδία του. Και το πέτυχε μέσα στο δράμα αυτό με το πλήθος των προσώπων, που με τα συναισθήματά τους, συναισθήματα ζωντανών ανθρώπων, καθώς παρελαύνουν σε σκηνές εξαιρετικής ομορφιάς στην πλατειά δραματική εξέλιξη, μας δίνουν πολλαπλές εντυπώσεις. Αυτό είναι και η πλούσια αποζημίωση που καταβάλλει ο ποιητής για τη χαλαρή σύνδεση του δράματος, που τόσο αγαπήθηκε και στην αρχαιότητα και στο Βυζάντιο και στους νεώτερους χρόνους.
Τη δημοτικότητα του έργου στην αρχαιότητα δείχνουν τα πολλά αρχαία σχόλια και τα συχνά ανεβάσματα στη σκηνή.[2] Στο Βυζάντιο το είχαν σχολικό βιβλίο. Πλήθος είναι οι μεταφράσεις που έγιναν στα νεώτερα χρόνια στα Λατινικά και σε νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Ας αναφερθούν εδώ μόνο δύο: Ο Ολλανδός Ουμανιστής και ιδρυτής της Επιστήμης του Διεθνούς Δικαίου, Grotius, που τον είπαν «το θαύμα της εποχής του», τύπωσε στο Παρίσι το 1630 λατινική μετάφραση των «Φοινισσών» και ο Schiller μετάφρασε έμμετρα στη γερμανική γλώσσα μέρη της τραγωδίας και μιμήθηκε στο δράμα του «Η νύμφη της Μεσσήνης» την προσπάθεια της Ιοκάστης στις «Φοίνισσες» να συμφιλιώσει τα παιδιά της.
Για το πότε ανέβηκαν στη σκηνή (διδάχθηκαν) οι «Φοίνισσες», δε συμφωνούν οι φιλόλογοι. Κατά τον Αριστοφάνη το Βυζάντιο, ήταν το τρίτο δράμα της τριλογίας «Οινόμαος» - «Χρύσιππος» (χάθηκαν και τα δυο) – «Φοίνισσαι».
[1] Αλάστορες είναι οι θεότητες που τιμωρούν τα εγκλήματα.
[2] Αυτό είναι και το κακό του αποτέλεσμα: Οι ηθοποιοί έκαναν στο κείμενο πολλές αλλοιώσεις.
Η πρώτη σκηνή είναι μονόλογος της γερόντισσας βασίλισσας Ιοκάστης, μάνας και γυναίκας του Οιδίποδα. Θλιμμένη βγαίνει από το βασιλικό παλάτι της Θήβας. Δεν έχει να θυμηθεί καμιά ευτυχία. Είναι η πιο δυστυχισμένη μάνα του πιο δυστυχισμένου ανθρώπου που γεννήθηκε στον κόσμο, του Οιδίποδα, που μοίρα σκληρή του είχε γράψει να γίνει φονιάς του πατέρα του και, όταν δοξαστεί σκοτώνοντας τη Σφίγγα, να πέσει στη μεγάλη ντροπή να παντρευτεί τη μάνα του.
Αλλά το κυνηγητό της άγριας μοίρας δε σταμάτησε. Ο Ετεοκλής κι ο Πολυνείκης, τα παιδιά τα γεννημένα από τον ανόσιο το γάμο, επιβαρημένα με την κατάρα του πατέρα τους, που δεν τον σεβάστηκαν καθόλου, αλλά τον έκλεισαν στο σπίτι, για να ξεχαστεί η ντροπή του, τώρα ήρθαν σε πόλεμο για τη μοιρασιά της κληρονομιάς.
Η μητρική όμως στοργή θα παλέψει. Η πικραμένη μάνα θα κοιτάξει να αλλάξει τη ροή των γεγονότων, που καθόρισε η κακή μοίρα του βασιλικού σπιτιού, που άγριοι αλάστορες[1] χρόνια τώρα το χτυπούν και το βυθίζουν από δυστυχία σε δυστυχία. Κάλεσε λοιπόν τον Πολυνείκη, που με στρατό πολιορκεί τη Θήβα, να συναντηθεί μπροστά της με τον αδελφό του τον Ετεοκλή και να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές. «Ας κάνει λοιπόν ο Δίας το θαύμα του από τα φωτεινά βάθη του ουρανού! Δώσε ομόνοια στα παιδιά μου, μη χτυπάς με δυστυχίες τον ίδιο πάντα άνθρωπο», φωνάζει η δυστυχισμένη βασίλισσα στους τελευταίους στίχους (84-87), που είναι και θερμή δέηση και πικρό παράπονο προς τον Δία για τη μεγάλη δυστυχία του σπιτιού της. Έτσι μέχρις εδώ μάθαμε τα έξω του δράματος. Η Ιοκάστη ξαναμπήκε στο παλάτι.
Στη δεύτερη σκηνή του προλόγου η προσοχή μας μετατοπίζεται από την πρόσοψη στο δώμα του παλατιού. Εκεί η Αντιγόνη με το γέρο-παιδαγωγό βγήκαν για να αγναντέψουν, όπως ο γέρο-Πρίαμος και η Ελένη στην «Τειχοσκοπία» της Ιλιάδας (Γ 161 κ.ε.), τον εχθρικό στρατό, που τον ζωγραφίζουμε τόσο ζωηρά στο νου μας με την κατάπληξη της βασιλοπούλας, την τόσο ταιριαστή σε μια κοπέλα (109-111):
«Ω! σεβάσμια κόρη της Λητώς, Εκάτη, χαλκοσκέπαστος όλος ο κάμπος αστράφτει».
Από επάνω από το δώμα δείχνει ο γέρος στην Αντιγόνη τους αρχηγούς του εχθρικού στρατού. Κάτω εκεί της δείχνει και τον αδελφό της τον Πολυνείκη. Τον βλέπει η Αντιγόνη και ξεσπάει ο πόνος και η λαχτάρα της για το διωγμένο από την πατρίδα αδελφό της σε μια κραυγή γεμάτη στοργή, που αποτελεί χτυπητή αντίθεση στο αδυσώπητο μίσος, που θα φέρει τα δυο αδέλφια της, τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή, στη φρικτή μονομαχία. Μας επιφυλάσσεται παρακάτω να δούμε στη συνάντηση των δύο αδελφών όλη τη λυσσαλέα έκρηξη της έχθρας και του μίσους που τους χωρίζουν και πιο μετά θα ακούσουμε από έναν μαντατοφόρο, που ήρθε από το πεδίο της μάχης, με πόση μανία χτύπησε ο ένας αδελφό τον άλλον. Τώρα, όμως, επάνω στο δώμα λάμπει η δύναμη και το μεγαλείο της αδελφικής αγάπης της Αντιγόνης, που ξεσπάει μαζί με στοργή και απερίφραστο θαυμασμό για τη λεβεντιά του αδελφού της του διωγμένου από την πατρίδα (163 κ.ε.): «Αχ, ας μπορούσα», φωνάζει, «σαν σύννεφο γοργοκίνητο να τρέξω προς τον αδελφό μου, που λάμπει σαν πρωινή αχτίδα του ήλιου μέσα στη χρυσή αρματωσιά του και να τον αγκαλιάσω!».
ΠΑΡΟΔΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ (202-260): Όταν κατέβηκε στο παλάτι από το δώμα η Αντιγόνη με το γέρο-παιδαγωγό, 15 νέες, που αποτελούν το Χορό της τραγωδίας, έρχονται στη σκηνή από τη δεξιά πάροδο. Είναι από τη Φοινίκη και γι’ αυτό ονομάζονται «Φοίνισσαι» (Φοινικίωτισσες), από τις οποίες πήρε και το όνομά της η τραγωδία. Τις στέλνουν από την Τύρο στο Δελφικό Μαντείο, για να αφιερωθούν στη λατρεία του Φοίβου. Ζωηρή η ανάμνηση των εντυπώσεων από το ταξίδι τους, επισημαίνει την εξαίσια συναυλία των πνοών του Ζέφυρου, που τις συνόδεψε πάνω στα πλάτη της θάλασσας. Και ασυγκράτητος σαν ελπίδα ευτυχίας τινάζεται ο πόθος τους να λούσουν τα πλούσια τους μαλλιά στα νερά της Κασταλίας, καθώς θα είναι αφοσιωμένες στην υπηρεσία του ναού του Δελφικού θεού.
Κλεισμένες μέσα στην πολιορκημένη πόλη και φοβισμένες από τους πολεμικούς αλαλαγμούς φέρνουν το νου τους στην εξαίσια ζωγραφιά της διπλής κορυφής του Παρνασσού, που καταυγάζεται από τις φλόγες των νυχτερινών βακχικών γιορτών. Και με την ψυχολογία των ανθρώπων που θέλουν να φύγουν από την κατάθλιψη των δεινών οραματίζονται το θαυμαστό κλήμα που σκιάζει την είσοδο της σπηλιάς του Διόνυσου, υψώνουν τα μάτια της ψυχής τους πάνω εκεί στις κορυφές των βουνών, απ’ όπου αγναντεύουν οι θεοί και στα φαράγγια των Δελφών, όπου ας είχαν την τύχη να βρίσκονταν και να χόρευαν εκεί μακριά από τους τωρινούς πολεμικούς κινδύνους.
Συγγενείς καθώς είναι των Θηβών, γιατί κατάγονται από κοινούς προγόνους, τους συμπονούν και φοβούνται την ανδρεία των Αργείων, αλλά και την πιθανότητα, μήπως οι θεοί βοηθήσουν τον αδικημένο Πολυνείκη και ο εχθρικός στρατός κυριεύσει τη Θήβα.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (261-637): Με τα τελευταία λόγια του Χορού προβάλλει από την αριστερή πάροδο ένα παλληκάρι με σπαθί στο χέρι. Προχωρεί ρίχνοντας γύρω του φοβισμένες ματιές. Φοβάται μη πέσει σε καμιά ενέδρα. Είναι ο Πολυνείκης, που έρχεται να συναντηθεί με τον αδελφό του, σύμφωνα με την απαίτηση της μάνας τους της Ιοκάστης, που ελπίζει να τους συμφιλιώσει.
«Τρέξε γρήγορα κυρά μου», φωνάζει στην Ιοκάστη ο Χορός, «τρέξε, ήρθε ο γιος σου!». Και τώρα μάνα και γιος συναντιούνται σε μια θαυμάσια σκηνή, κι έχουν να πουν πάρα πολλά. Η μάνα μιλάει για τη χαρά της, μέσα σε δάκρια και θερμούς εναγκαλισμούς, που ξαναβλέπει το εξόριστο παιδί της, και ο γιος με δύναμη θα ιστορίσει τις πίκρες, τα βάσανα και τους εξευτελισμούς που δοκιμάζει στην ξενιτειά ένας διωγμένος από την πατρίδα του. Η αδικία του αδελφού του τον αναγκάζει να στερηθεί την πατρίδα και - μάρτυρές του οι θεοί - αυτή η αδικία είναι που τον ανάγκασε να έρθει τώρα με ξένο στρατό για να αποχτήσει ξανά και να πάρει το δίκιο του από την πατρική κληρονομιά. Έλαμψαν εδώ τα συναισθήματα της μητρικής στοργής και στα λόγια του Πολυνείκη οι αγαπητές στους Έλληνες ιδέες, δηλαδή η αγάπη της πατρίδας και η απέχθεια της ξένης γης, που καταλήγει, για να στερεωθεί η συμπάθειά μας προς αυτόν, σε παράκληση στη μάνα του να τον συμφιλιώσει με τον αδελφό του.
Επάνω στη συνομιλία Ιοκάστης και Πολυνείκη έρχεται και ο Ετεοκλής, που, όπως αμέσως δηλώνει στη μάνα του, σαν πρώτη πινελιά στην προσωπογραφία του, μόνο για το χατίρι της παράτησε στη μέση την οργάνωση της άμυνας εκεί έξω στους πύργους του κάστρου. Άκαρπη στάθηκε η συνάντηση των δύο αδελφών μπροστά στη μάνα τους. Μάταια πάσχισε να συμφιλιώσει τα παιδιά της η Ιοκάστη. Άκαρδος, άρπαγας, αρχομανής, κυνικότατα συμφεροντολόγος ο Ετεοκλής, και για όλα αυτά τόσο ασυμπαθής, όσο συμπαθής προβάλει ο αδικημένος Πολυνείκης, δε δέχεται κανένα συμβιβασμό. Το σπαθί θα ξεδιαλύνει τη διαφορά. Τα δυο αδέλφια με ανίκητο μίσος στην καρδιά τους χωρίζονται αποφασισμένα να ξανασυναντηθούν αργότερα με το σπαθί στο χέρι. Έτσι τερματίζεται η συνάντηση των δύο αδελφών που ξετυλίγεται σε μια σκηνή, που είναι μια θαυμάσια καινοτομία του Ευριπίδη στις «Φοίνισσες» (Weil).
ΣΤΑΣΙΜΟ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ (638-689): Τους παλιούς τους θρύλους θυμάται ο Χορός εδώ για το χτίσιμο της Θήβας από τον Κάδμο πλάι στους χλοϊσμένους και βαθιά σκαμμένους κάμπους, όπου χύνουν τη δροσιά της τα τρεχούμενα και καθαρά νερά της Δίρκης. Τούτος ο τόπος αγιάστηκε με τη γέννηση ενός θεού, του Διόνυσου, του γιου της Θηβαίας Σεμέλης και του Δία. Με θεϊκή βοήθεια ήρθε και τον έκανε δικό του ο παλιός ο πρόγονος ο Κάδμος, που κρατάει από άλλον γιο του Δία, τον Έπαφο. Γι’ αυτό ο Χορός καταλήγει σε επίκληση προς το μακρινό πρόγονο, τον Έπαφο, να βοηθήσει την πόλη που κινδυνεύει και να φέρει μαζί του και τη Δήμητρα και την κόρη της την Περσεφόνη - προστάτισσες κι αυτές της Θήβας.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (590-783): Στη σκηνή έρχεται ξανά ο Ετεοκλής και στέλνει να φωνάξουν τον αδελφό της μάνας του, τον Κρέοντα. Έρχεται ο Κρέοντας και, πολύπειρος καθώς είναι, συμβουλεύει τον ανεψιό του, βασιλιά Ετεοκλή, πώς να οργανώσει την άμυνα. Αδιάλλακτος και γεμάτος λυσσαλέο μίσος για τον αδελφό του ο Ετεοκλής, έχει έναν ασίγαστο πόθο και μια ευχή: Να βρει αντίκρυ του τον αδελφό του Πολυνείκη, για να τον σκοτώσει με το χέρι του, που ήρθε - προσθέτει (756) με «ιερή» αγανάκτηση - να κυριεύσει την πατρίδα. Θα τον μισεί τον αδελφό του και πέρα από το θάνατο. Γι’ αυτό τώρα που θα πάει στη μάχη, απ’ όπου δεν ξέρει αν θα γυρίσει, αφήνει παραγγελία στον Κρέοντα, αν σκοτωθεί, κι αυτός κι ο Πολυνείκης, να μη θάψουν το λείψανο του αδελφού του. Έτσι στη στοργή της Αντιγόνης προς τον Πολυνείκη, που ο αναγνώστης είδε προηγουμένως, τώρα αντιτίθεται ένα φρικτό μίσος αδελφού προς αδελφό και γίνεται και κάτι άλλο εδώ: Αστραπιαία, όσο μας επιτρέπει η ροή της τραγωδίας να σταματάμε σε ατομικές εικασίες, έρχεται στο νου μας ότι, αν θελήσει ο Κρέοντας να μείνει πιστός στην εντολή του Ετεοκλή, θα είναι μεγάλη η σύγκρουσή του με την Αντιγόνη, που την ψυχή της τη φλογίζει διάπυρη αδελφική αγάπη.
Έχει και μια άλλη παραγγελία για τον Κρέοντα: Να συμβουλευθεί τον μάντη Τειρεσία για τη σωτηρία της χώρας από τον εχθρό που την πολιορκεί. «Έστειλα», του λέει, «το γιο σου τον Μενοικέα να σου τον φέρει εδώ». Έτσι προετοιμάζεται ο ερχομός του Τειρεσία στο Επεισόδιο Γ'.
Ο Ετεοκλής φοράει την πανοπλία του και φεύγει για τη μάχη με την απόφαση και την ελπίδα να σκοτώσει τον αδελφό του.
ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (784-833): Τη θλίψη του δηλώνει εδώ ο Χορός και το παράπονό του προς τον Άρη, το θεό του πολέμου, γιατί μανιασμένος έρχεται να σύρει τους Θηβαίους στον πολεμικό χορό. Η πικρή και μαύρη μοίρα του Οιδίποδα είναι η αρχή όλων αυτών των δεινών. Αυτή ξεσπάει τώρα στα παιδιά του και η δυστυχία διαδέχεται την παλιά ευτυχία και την λαμπρή δόξα της Θήβας.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (834-1018): Ο Μενοικέας, ο γιος του Κρέοντα, φέρνει τον μάντη Τειρεσία. Ο αλάθευτος μάντης βυθίζει τα μάτια της ψυχής του: στα τωρινά, στα μελλοντικά και στα περασμένα και λέει:
«Αίμα χρωστάει η Θήβα αχνιστό στη Γη. Στα παλιά τα χρόνια είχε σκοτώσει ο Κάδμος το γιο της το δράκοντα. Γι’ αυτό τώρα απόγονος του Κάδμου πρέπει να σφαχτεί επάνω στη σπηλιά εκείνου του δράκοντα. Έτσι θα σωθεί η Θήβα. Κι αυτός που πρέπει να σφαχτεί είναι ένας από τους γιους του Κρέοντα, ο Μενοικέας». Είπε τη μαντεία, ανάλγητος σαν τη Μοίρα, ο μάντης κι έφυγε.
Αλλά ο Κρέοντας με κανέναν τρόπο δε δέχεται να σφαχτεί ο γιος του.
«Φύγε γρήγορα», λέει στο γιο του. «Πήγαινε στο Δωδωναίο ιερό. Πάω να σου φέρω χρήματα για το μακρινό ταξίδι».
Ο Μενοικέας, όμως, είχε πάρει την απόφασή του: Προσποιείται ότι δέχεται το σχέδιο του πατέρα του, αλλά τρέχει να συμμορφωθεί με την εντολή του μάντη, για να σώσει την πατρίδα του.
ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (1019-1066): Την καταστροφή, που στα παλιά τα χρόνια είχε φέρει η Σφίγγα στη Θήβα και τη φρικτή δυστυχία του Οιδίποδα θρηνούν εδώ οι γυναίκες του Χορού (1019-1054). Και όπως επισύρει πάντοτε το θαυμασμό η ηρωική πράξη, επαινετικά λόγια θαυμασμού (1054 κ.ε.) έχει για το Μενοικέα ο Χορός, αφού δε δίστασε να θυσιάσει τη ζωή του για την πατρίδα. Κι ο θαυμασμός τους κορυφώνεται στην ευχή να γίνουν κι αυτές μανάδες τέτοιων θαυμάσιων παιδιών.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (1067-1283): Ένας μαντατοφόρος από το πεδίο της μάχης φέρνει στην Ιοκάστη την είδηση, ότι τα παιδιά της ετοιμάζονται να μονομαχήσουν. Τρομαγμένη η Ιοκάστη από τη φρικτή αυτή είδηση φωνάζει την Αντιγόνη από μέσα από το παλάτι και τρέχουν και οι δύο να εμποδίσουν τον αδελφικό σκοτωμό.
ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' (1284-1309): Φρίκη για τον αδελφικό σκοτωμό και συμπόνια για τη δυστυχισμένη μάνα νιώθει ο Χορός στο χορικό αυτό, που το σταματάει, καθώς βλέπει να έρχεται θλιμμένος ο Κρέοντας.
ΕΞΟΔΟΣ (1310-1766): Ο Κρέοντας φέρνει με θρήνους το λείψανο του Μενοικέα, για να το παραδώσει στην αδελφή του την Ιοκάστη να το λούσει και να το νεκροστολίσει. Δεν ξέρει ο Κρέοντας τίποτα για τη μονομαχία των δύο αδελφών και ούτε ότι η Ιοκάστη έχει φύγει από το παλάτι για να προλάβει το κακό.
Αλλά να, ο μαντατοφόρος έρχεται και λέει την τριπλή συμφορά: Σκοτώθηκαν τα δυο αδέλφια και η Ιοκάστη αυτοκτόνησε.
Μια νεκρική πομπή φέρνει τους τρεις νεκρούς. Την οδηγεί η Αντιγόνη θρηνώντας τις συμφορές του πατρικού της σπιτιού. Ακούει από μέσα από το παλάτι το θρήνο της ο Οιδίποδας και βγαίνει να ρωτήσει τι γίνεται. Και μαθαίνει από την κόρη του ότι δεν ζουν πια ούτε η Ιοκάστη ούτε τα παιδιά του. Τώρα στο θρήνο της κόρης προσθέτει και το δικό του. Και έτσι έχουμε τον «κομμό» Αντιγόνης και Οιδίποδα (1485-1624).
«Σταματήστε τους θρήνους», φωνάζει ο Κρέοντας, βασιλιάς πια μετά το θάνατο του Ετεοκλή, και προστάζει τον Οιδίποδα να φύγει από τη Θήβα. Δεν τον μισεί καθόλου, μόνο φοβάται μήπως βλάψει ο κακός του δαίμονας την πόλη. Με κλάμα για τη μοίρα του απαντάει ο Οιδίποδας: Σκληρή του στάθηκε σε όλη τη ζωή του μέχρι τώρα που τον διώχνουν από την πατρίδα τυφλό και αβοήθητο.
Αλλά βασιλιάς πια ο Κρέοντας δεν έχει καιρό για χάσιμο με τους θρήνους του Οιδίποδα. Γι’ αυτό προχωράει σε άλλη διαταγή: Να θάψουν τον Ετεοκλή και να πετάξουν μακριά από το θηβαϊκό τόπο τον Πολυνείκη, και ορίζει θάνατο στον παραβάτη της διαταγής του. Έχει και για την Αντιγόνη μια διαταγή: Να αφήσει τους νεκρούς και κλεισμένη στο παλάτι να περιμένει τη μέρα του γάμου της με το γιο του τον Αίμονα.
Αλλά η Αντιγόνη βεβαιώνει ότι δε θέλει να παντρευτεί. Θα τον σκοτώσει, σαν τις παλιές Δαναΐδες, τον άντρα που θα της δώσουν. Με το ζόρι δεν παντρεύεται. Άλλα έργα την περιμένουν. Θα θάψει τον αδελφό της και θα γίνει οδηγός στην εξορία του τυφλού πατέρα της, που θυμάται ότι παλιός χρησμός του Φοίβου του όρισε τον ιερό Ίππιο Κολωνό στην Αθήνα για τελευταία του κατοικία και για τόπο της ταφής του.
Τον παίρνει από το χέρι η Αντιγόνη και, καθώς αργοδιαβαίνει το θλιβερό ζευγάρι για να πάει σε ξένους τόπους, ξεσπάει ένας λυγμός από τα στήθη του Οιδίποδα, που μια σκληρή Μοίρα τον έριξε από το ύψος του μεγαλείου του στα πιο σκοτεινά βάθη της πιο φριχτής συμφοράς.
Αλλά η εγκαρτέρηση, η υπομονή και η υποταγή στο θέλημα των θεών ξανάρχονται στην καρδιά του: «Θνητός είμαι», λέει, «κι ό,τι ορίζουν οι θεοί πρέπει να το δέχομαι. Μάταιοι και ανώφελοι είναι οι θρήνοι».
Στις «Φοίνισσες» (ίσως το 410 π.Χ.) ο Ευριπίδης συνδυάζει σε μια ευρεία σύνθεση, με ποικιλία προσώπων και γεγονότων, με πλούτο συγκινητικών επεισοδίων, με πολύ ωραίες σκηνές, με παθητικότητα και με χτυπητή λαμπρότητα, το περιεχόμενο των «Επτά επί Θήβας» (467 π.Χ.), της «Αντιγόνης» (440 π.Χ.), του «Οιδίποδα Τυράννου» (425 π.Χ.) και έναν αττικό μύθο για τον ερχομό του Οιδίποδα στον Κολωνό, που αργότερα (406 π.Χ.) κι ο Σοφοκλής, γέρος πια, τον δραματοποίησε στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ».
Τραβάει βέβαια η πορεία της τραγωδίας προς τη μονομαχία των δύο παιδιών του Οιδίποδα, αλλά η ποικιλία των προσώπων, η αφθονία των γεγονότων των πλεγμένων στις «Φοίνισσες» φαίνονται σαν να φέρουν διάσπαση στην εσωτερική ενότητα του έργου. Γι’ αυτό και ο Patin έκρινε ότι δεν είναι εύκολο να βρεθεί με ακρίβεια η υπόθεση των «Φοινισσών». Το μίσος των δύο αδελφών και η θανάσιμη μονομαχία τους, αλλά και η καταστροφή του θηβαϊκού βασιλικού οίκου από τη μια, και από την άλλη ο κίνδυνος της Θήβας από τους Αργείους που την πολιορκούν κι η αυτοθυσία του Μενοικέα για την πατρίδα και η νίκη των Θηβαίων, μας δίνουν την εντύπωση ότι προβάλλουν μπροστά μας δυο παράλληλες, όχι βέβαια άσχετες τραγωδίες, που πότε σμίγουν και πότε οδεύουν σε παράλληλη πορεία, ώσπου επέρχεται η λύση, διπλή κι αυτή, όπως διπλή ήταν και η πορεία της τραγωδίας: Νίκη κατά των Αργείων, θλίψη για τον αλληλοσκοτωμό των δύο αδελφών. Γι’ αυτό και είναι εύστοχη η κρίση του μαντατοφόρου, που ήρθε από το μέτωπο (1478-79):
«Έτσι για τη χώρα, άλλοι αγώνες είχαν τέλος παρά πολύ καλό κι άλλοι πάρα πολύ κακό».
Αλλά οι θρήνοι της Αντιγόνης για το θάνατο των αδελφών της και της μάνας της κι ο αντίλαλος του Οιδίποδα στους θρήνους της κόρης του (1485-1580), δεν αφήνουν να ακουστεί κανένα επινίκιο τραγούδι για τη σωτηρία της Θήβας. Απόλυτα κυριαρχικό απλώνεται το κλάμα της Αντιγόνης και του Οιδίποδα για τους νεκρούς, που κείτονται μπροστά τους, και για τα νέα δεινά που προσμένουν τον άμοιρο τυφλό γέροντα, γιατί δεινό είναι να φύγεις από την πατρίδα σου.
Σφιχτοδεμένη ενότητα ίσως να μην υπάρχει στο δράμα αυτό που η αρχαία «Υπόθεση» το βρίσκει «παραπληρωματικό», δηλαδή παραγεμισμένο με πιο πολλές σκηνές, όπως το ανέβασμα της Αντιγόνης στο δώμα, ο ερχομός του Πολυνείκη στη Θήβα κι η εξορία του Οιδίποδα. Εδώ ο Ευριπίδης μάζεψε όλα τα θλιβερά επεισόδια του θηβαϊκού μύθου για τον Οιδίποδα και το σπίτι του κι όλες τις βίαιες σκηνές που θα μπορούσαν να του χρησιμέψουν για να δώσει δραματικότητα και παθητικότητα στην τραγωδία του. Και το πέτυχε μέσα στο δράμα αυτό με το πλήθος των προσώπων, που με τα συναισθήματά τους, συναισθήματα ζωντανών ανθρώπων, καθώς παρελαύνουν σε σκηνές εξαιρετικής ομορφιάς στην πλατειά δραματική εξέλιξη, μας δίνουν πολλαπλές εντυπώσεις. Αυτό είναι και η πλούσια αποζημίωση που καταβάλλει ο ποιητής για τη χαλαρή σύνδεση του δράματος, που τόσο αγαπήθηκε και στην αρχαιότητα και στο Βυζάντιο και στους νεώτερους χρόνους.
Τη δημοτικότητα του έργου στην αρχαιότητα δείχνουν τα πολλά αρχαία σχόλια και τα συχνά ανεβάσματα στη σκηνή.[2] Στο Βυζάντιο το είχαν σχολικό βιβλίο. Πλήθος είναι οι μεταφράσεις που έγιναν στα νεώτερα χρόνια στα Λατινικά και σε νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Ας αναφερθούν εδώ μόνο δύο: Ο Ολλανδός Ουμανιστής και ιδρυτής της Επιστήμης του Διεθνούς Δικαίου, Grotius, που τον είπαν «το θαύμα της εποχής του», τύπωσε στο Παρίσι το 1630 λατινική μετάφραση των «Φοινισσών» και ο Schiller μετάφρασε έμμετρα στη γερμανική γλώσσα μέρη της τραγωδίας και μιμήθηκε στο δράμα του «Η νύμφη της Μεσσήνης» την προσπάθεια της Ιοκάστης στις «Φοίνισσες» να συμφιλιώσει τα παιδιά της.
Για το πότε ανέβηκαν στη σκηνή (διδάχθηκαν) οι «Φοίνισσες», δε συμφωνούν οι φιλόλογοι. Κατά τον Αριστοφάνη το Βυζάντιο, ήταν το τρίτο δράμα της τριλογίας «Οινόμαος» - «Χρύσιππος» (χάθηκαν και τα δυο) – «Φοίνισσαι».
[1] Αλάστορες είναι οι θεότητες που τιμωρούν τα εγκλήματα.
[2] Αυτό είναι και το κακό του αποτέλεσμα: Οι ηθοποιοί έκαναν στο κείμενο πολλές αλλοιώσεις.