3/12/09

Εισαγωγή στον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη

Δεξιά και αριστερά της πύλης του βασιλικού παλατιού στην Τροιζήνα βρίσκονται τα αγάλματα δύο αντίπαλων θεών, της Αφροδίτης και της Άρτεμης και ένας βωμός μπρος στο καθένα.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-120): Ψηλά στο «θεολόγειο», αιωρούμενη ανάμεσα σε ουρανό και γη, η όμορφη θεά Αφροδίτη υπερηφανεύεται για την ανίκητη μεγαλοσύνη της και στους ουρανούς και στη γη. Με όσους πειθαρχούν στο θέλημά της είναι, λέει, καλή, ανάλγητη όμως και άγρια σε όσους της αλαζονεύονται (5-6). Κι έτσι με τα λόγια αυτά προαναγγέλλονται κάποια φοβερά γεγονότα, όπως με τη σύναξη των μαύρων νεφών στον ουρανό προαναγγέλλεται το ξέσπασμα των καταιγίδων.
Στόχος της άγριας οργής της πανέμορφης, αλλά φοβερής θεάς, όταν θυμώσει, είναι ο Ιππόλυτος, ο γιος του Θησέα και μιας Αμαζόνας. Δεν προσφέρει τη λατρεία του στη θεά του έρωτα. Αλλού βρίσκει τη χαρά του: Στην προσήλωση στη θεά της παρθενίας, στην Άρτεμη και στο κυνήγι μαζί της μέσα στα σκιερά τα δάση. Έτσι και η ζηλοτυπία - και ας την αρνείται (20) η πληγωμένη στον εγωισμό της θεά - της έχει μπήξει τα νύχια στην καρδιά. Θα εκδικηθεί.
Τα σχέδια της «δολοπλόκου» θεάς - έτσι τη χαρακτηρίζει η Σαπφώ - για την τιμωρία του Ιππόλυτου έχουν καταστρωθεί και θα τη χορτάσουν εκδίκηση. Με άγρια σκληρότητα τα εκθέτει (20-50): Πάει καιρός τώρα που η Φαίδρα, η γυναίκα του Θησέα, ξελογιάστηκε για τον πρόγονό της τον Ιππόλυτο. Φλογίστηκε για τα νιάτα του και μαραίνεται το ανθηρό κορμί της από μέρα σε μέρα, αλλά η άτυχη δε μιλάει σε κανένα για το μαράζι της (38-40):
«στενάζοντας η άμοιρη και με το νου χαμένο από τις σαϊτιές του έρωτα μαραίνεται χωρίς να βγάζει μιλιά».
Η Αφροδίτη αποφάσισε γι’ αυτήν το θάνατο, επειδή της χρειάζεται αυτό το θύμα, που σε όλη την τραγωδία δε φαίνεται να της έφταιξε σε τίποτα. Την εξυπηρετεί σ’ αυτό που είναι ο σκοπός της, στο θάνατο του Ιππόλυτου. Ο Θησέας θα παρασυρθεί σε αμείλικτη οργή από το θάνατο της Φαίδρας και θα ζητήσει από τον Ποσειδώνα τη θανάτωση του Ιππόλυτου. Και το ακατάδεχτο παλληκάρι θα πεθάνει. Αυτός ο θάνατος θα την κάνει να χαρεί.
Έτσι κατατοπισμένοι πια στην προϊστορία και στην έκβαση του δράματος, ξέρουμε βέβαια τι θα γίνει. Δε μας υπολείπεται πια παρά μονάχα να παρακολουθήσουμε το πώς, την πλοκή του υλικού από τον καλλιτέχνη.
Χαρούμενη μελωδία φτάνει στα αυτιά μας από την αριστερή πάροδο. Κάποιοι έρχονται κι από ψηλά τους βλέπει η Αφροδίτη και ξεχωρίζει και το τραγούδι τους. Είναι - μας λέει η θεά (51-56) - ο Ιππόλυτος με τη συντροφιά του και το άσμα τους εξυμνεί την Άρτεμη, τη «θεά» (55), όπως τονίζει με πικρία για την προτίμηση και την ξεχωριστή ευλάβεια που δείχνουν σ’ εκείνη. Αλλά πριν φύγει η Αφροδίτη, έχει κάτι να προσθέσει (56-57), που και γι’ αυτήν την ίδια θα είναι πολύ ευχάριστο να το πει και να το ακούσει και σ’ εμάς θα δείξει την αδυσώπητη απόφασή της: Δεν ξέρουν τα χαρούμενα παλληκάρια ότι σήμερα οι πόρτες του Άδη άνοιξαν και περιμένουν τον αφέντη τους.
Φεύγει η θεά και ο Ιππόλυτος πεταχτός κι ευκίνητος μ’ ένα στεφάνι πλεγμένο από άνθη στο χέρι και πίσω του η χαρούμενη συντροφιά του, με ύμνους στην Άρτεμη (61-72), μπαίνουν στην ορχήστρα, που γεμίζει από νιάτα και δροσιά.
Εκείνο που ακούσαμε από την Αφροδίτη, το βλέπουμε τώρα με τα μάτια μας: Στο άγαλμα της Άρτεμης κατευθύνεται ο Ιππόλυτος, δε ρίχνει ούτε ένα βλέμμα στο άγαλμα της Αφροδίτης. Εκείνη είναι η μόνη θεά που λατρεύει. Γονατίζει μπροστά της, την προσφωνεί και το στεφάνι το αποθέτει στο βωμό της.

ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (121-169): Ορχήστρα και σκηνή έχουν αδειάσει και Χορός γυναικών από την Τροιζήνα έρχεται από τη δεξιά πάροδο, ανήσυχος για τη βαριά αρρώστια που έριξε στο κρεβάτι τη βασίλισσα. Μαθεύτηκε ότι η Φαίδρα δεν τρώει πια και αναζητάει το θάνατο για λυτρωτή από κάποια βάσανα, που σε κανένα δε θέλει να τα εξομολογηθεί. Τι να βάλει τάχα κανείς με το νου του; Μήπως της πήρε τα λογικά κανένας θεός; Μήπως έχει τον καημό καμιάς απιστίας του άνδρα της; (Τραγική ειρωνεία!) Μήπως της έφεραν κακό μήνυμα για τους γονείς της από την πατρίδα της την Κρήτη; Είναι πιθανή και μια τελευταία υπόθεση. Όλη η ανησυχία, η ανορεξία και η κακοκεφιά της μπορεί να οφείλονται και σε εγκυμοσύνη, λέει με την πείρα του ο Χορός και προσθέτει τη συμβουλή να φωνάξει βοηθό της την Άρτεμη, τη θεά του τοκετού.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (170-524): Με το τέλος του άσματος του Χορού προβάλλει η Φαίδρα στη μεσαία πύλη του παλατιού. Ανήμπορη να περπατήσει μόνη της, στηρίζεται στην τροφό της. Στα γόνατά της την είχε μεγαλώσει η τροφός και την αγαπάει σαν να ήταν κόρη από τα σπλάχνα της. Προχωρούν λίγα βήματα και την ξαπλώνει σ’ ένα ανάκλιντρο. Τι έγινε μέχρι τώρα μέσα στο παλάτι, το μαθαίνουμε από τα λόγια της τροφού. Η βασίλισσα μέσα, κατάκοιτη στο κρεβάτι, δεν εύρισκε ησυχία. Στο φως του ήλιου ήθελε να βγει. Αλλά δεν ξέρει τι να της κάνει, πώς να την ξαλαφρώσει από το βάρος της αρρώστιας και γι’ αυτό θα προτιμούσε να ήταν αυτή η ίδια άρρωστη. «Αχ, γεμάτη πίκρες είναι η ζωή», αναστενάζει η τροφός, που η θλίψη της είναι ολοφάνερη για την αρρώστια της κυράς της, αφού μάλιστα δεν ξέρει πώς να της γιατρέψει το κακό.
Βγάζοντας ο Ευριπίδης τη Φαίδρα μέσα από το παλάτι στο φως και μπροστά μας, έδωσε στον εαυτό του την ευκαιρία να μας παρουσιάσει το πάθος της, όχι βέβαια στη σύλληψή του (αυτή ανήκει στο παρελθόν), μόνο στα αποτελέσματά του, που έχουν σημαδευτεί στο σώμα της (την είδαμε ανήμπορη να περπατάει αβοήθητη) και στην ψυχή της, που έχει ολότελα καταρρακωθεί.
Πολύ ενδιαφέρουσα από άποψη ψυχολογική είναι η αρχή (197-238) του πρώτου αυτού επεισοδίου. Δυνατός ο έρωτας έχει δαμάσει τη βασίλισσα και η ψυχή της ορμάει σε νοερή παρακολούθηση του λατρευτού της, που τη φανερώνουν τα παραληρήματα τα γεμάτα από τον πόθο να πιει νερό από βρύσες των βουνών, να πλαγιάσει σε χλοερά λιβάδια και κάτω από λεύκες, να βρεθεί μέσα σε δάση και να κυνηγήσει εκεί ελάφια. Αλλά αυτοί είναι τόποι, όπου συχνάζει ο Ιππόλυτος. Έτσι με όσα λέει η Φαίδρα αφήνει τους πόθους της να ξεχυθούν ορμητικοί από την καρδιά της, αλλά έτσι φανερώνεται και το μυστικό της. Είναι βαθιά κρυμμένο. Το νόημα του παραληρήματός της δεν το καταλαβαίνει ούτε η τροφός ούτε ο Χορός. Ο θεατής μόνο το καταλαβαίνει, κατατοπισμένος στον καημό της Φαίδρας από τα λόγια της Αφροδίτης.
Αλλά θα ήταν δυνατό να συναντήσει το λατρευτό της και στον ιππόδρομο, όπου γυμνάζει τα άλογά του. Μακάρι να μπορούσε, φωνάζει τελευταία (215 κ.ε.) στο παραλήρημά της, να βρεθεί εκεί. Ξεστόμισε κι αυτόν τον πόθο της και τρόμαξε (239 κ.ε.) από τα ίδια της τα λόγια. Της φάνηκε ότι μιλώντας για τον ιππόδρομο, που ήταν ο πιο συνηθισμένος τόπος του Ιππόλυτου, δεν άφησε καμιά αμφιβολία στην τροφό και στο Χορό για το τι ήταν αυτός ο καημός της, που προσπαθούσε να τον κρατήσει στο βάθος της φλογισμένης της καρδιάς. Ντρέπεται λοιπόν, δε θέλει να τη βλέπουν, σκεπάζει το κεφάλι της και πέφτει σε αγωνία προς μεγάλη ανησυχία της τροφού, αλλά και του Χορού, που, επειδή δεν κατάλαβε τίποτα, ρωτάει την τροφό τι είδους συμφορά είναι επιτέλους αυτή που χτύπησε τη βασίλισσα.
Και η τροφός, που μέχρι τώρα δεν είχε κατορθώσει να αποσπάσει από τη Φαίδρα το μυστικό του πόνου, τώρα εδώ μπρος στο Χορό, που θέλει να τον έχει μάρτυρα των προσπαθειών της και του ενδιαφέροντός της προς το βασιλικό σπίτι, γονατιστή την ικετεύει και με επίμονα παρακάλια βάζει όλα της τα δυνατά (284 κ.ε.) να ανιχνεύσει την αιτία της αρρώστιας. Τέλος ακούει την απροσδόκητη ομολογία της Φαίδρας ότι ερωτεύθηκε το βασιλόπουλο. Ξαφνιάζεται τότε και καταριέται τη ζωή της. Σαν να ήταν μάνα της, η τροφός αγαπάει τη Φαίδρα και η συμφορά της αγαπημένης της, που τώρα δα άκουσε την ίδια να την εξομολογείται, τη ρίχνει, όπως θα έριχνε και μια μητέρα σε μαύρη απελπισία (355-7). Δε θέλει πια να ζήσει ύστερα από τα τόσα φρικτά καμώματα της Αφροδίτης πάνω σ’ ένα πολύ αγαπητό πρόσωπο.
Ξαφνιασμένος και ο Χορός για την τρομερή ομολογία του αθέμιτου έρωτα, που ήταν αδύνατο και να τον φανταστεί, φοβάται ότι σήμερα κιόλας κι άλλα πολλά δεινά, σταλμένα από την Αφροδίτη, θα πλήξουν το βασιλικό παλάτι και την άμοιρη Κρητικοπούλα (362-72). Βλέπει οργή των θεών.
Σαν μόλυνση ψυχής είχε δει (317, 323) η Φαίδρα το πάθος που τη μαραζώνει. Θα της ήταν ανυπόφορο να υποκύψει σε πάθος που αναστατώνει σπίτια και καρδιές, που κηλιδώνει με ανυποληψία το γυναικείο γένος. Πάθος και υπερηφάνεια παλεύουν στο στήθος της. Και στον αγώνα της να δαμάσει αυτό το άγριο πάθος, κατάλαβε ένα πράγμα: Είναι φοβερό και ανίκητο και μονάχα ο θάνατος τη σώζει από τη ντροπή (400-2) κι από την υποκρισία απέναντι στον άνδρα της (413-18). Με το θάνατο θα φυλάξει ακηλίδωτη και τη δική της και του ανδρός της και των παιδιών της την υπόληψη (419-25). Η απόφασή της είναι τελειωτική, δε θα την αλλάξει.
Είπε και προκαλεί με τα λόγια της αυτά ανεπιφύλακτο το θαυμασμό του Χορού (431-32) για τον αγώνα της κατά του πάθους: Είναι ωραίο πράγμα η φρόνηση και φέρνει τιμή σε όποιον την έχει.
Την τροφό όμως τώρα την κατέχει άλλο συναίσθημα. Τρόμος την έπιασε για την απόφαση της κυράς της. Ποτέ δε θα ήθελε να τη δει νεκρή. Μπροστά στη στοργή που της έχει, όλα τα παραβλέπει, ακόμα και τον κίνδυνο να τη δει να ξεγλιστρήσει σε αθέμιτο έρωτα. Και η σκέψη να την πισωγυρίσει από τη φοβερή απόφαση, θα της δώσει το θάρρος να πισωγυρίσει αυτή πρώτη από το δρόμο της αποδοκιμασίας, που μόλις (358-61) είχε περπατήσει και να καταδικάσει και να αποκηρύξει τα όσα είχε πει για το ανόσιο πάθος της κυράς της. Και με την ευκολία ανθρώπου που δε θα είχε κανέναν δισταγμό να υπογράψει και με δύο του χέρια το αξίωμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», διακηρύττει ότι ένα είναι το κυριότερο, η σωτηρία της ζωής, όλα τ’ άλλα είναι δευτερεύοντα (433-42). Και με την ευγλωττία κάποιων γυναικών, που είναι απόμαχες του έρωτα, πολύπειρες όμως σύμβουλοι και βοηθοί στην οργάνωση ερωτικών εκμαυλισμών, της αραδιάζει τα επιχειρήματά της (443-481): Συνηθισμένη περιπέτεια στη ζωή των ανθρώπων είναι ο έρωτας. Ανίκητη είναι η Αφροδίτη. Αυτό το ξέρει και η σοφία των παλαιών ποιητών, που μας μιλούν και για υποταγή θεών στο απαραβίαστο θέλημα της ανίκητης θεάς. Τέλειωσε: Χρέος της και προσταγή της θεάς – δηλαδή χρέος της θρησκευτικό - είναι να υποκύψει στο θεϊκό θέλημα, αλλιώς δε γίνεται. Έπειτα υπάρχουν και μάγια. Ας τα δοκιμάσουμε. Αλλά το συμπέρασμα αυτό της τροφού αναστατώνει με φρίκη τη βασίλισσα και την ικετεύει να σωπάσει, γιατί νιώθει ότι η καρδιά της, βαθιά οργωμένη από τον έρωτα, δεν αντέχει σ’ αυτήν την ξαφνική επίθεση (503-506).
Η επιμονή της τροφού δεν έχει εξαντληθεί: Τα βότανα που έχει στο σπίτι θα της πραΰνουν την αγάπη (509) και θα της κόψουν την αρρώστια, χωρίς να την ντροπιάσουν και χωρίς να της πειράξουν το νου (511-512).
Δεν έδωσε τη συγκατάθεσή της ρητά και απερίφραστα η Φαίδρα. Διασώζει τον εγωισμό της μεταφέροντας αλλού την κουβέντα. Ρωτάει τι είναι αυτά τα βότανα, που της λέει η τροφός (516). Θάλασσα φουρτουνιασμένη με κάθε είδους κύματα είναι η ανθρώπινη ψυχή.
Αλλά καθώς είναι έτοιμη η τροφός να ξαναμπεί στο παλάτι, για να μεταφέρει στον Ιππόλυτο το μήνυμα του έρωτα, ξαναγυρίζει η βασίλισσα στην πρώτη της απόφαση να κρατήσει μυστικό τον καημό της, και με έντρομη κραυγή (520) διατυπώνει τη βασανιστική της ανησυχία.
«Μήπως πεις τίποτα στο γιο του Θησέα».
Αλλά η τροφός τρεχάτη, όσο της επιτρέπουν τα γεράματά της, τραβάει για το παλάτι, απαντώντας στη βασίλισσα με επίκληση στην Αφροδίτη (522-24) να τη βοηθήσει στην ερωτική συνάντηση, που γεμάτη προθυμία τρέχει να πραγματώσει.

ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (525-564): Ο τρόμος των γυναικών του Χορού από όσα είδαν και άκουσαν στο 1ο επεισόδιο υπαγορεύει τούτο το θαυμάσιο χορικό. Με την ψυχή τους γεμάτη δέος για το φτερωτό παιδί της Αφροδίτης, που τη δύναμη των βελών του δεν τη φτάνει ούτε η φωτιά ούτε η ορμή των κεραυνών, καταφεύγουν στην κοινή ικεσία «φύλαγέ μας, θεέ μου», που την εκφράζουμε όταν βλέπουμε ή μαθαίνουμε ότι κάποιον τον χτύπησε μια τρομερή συμφορά, και ζητούν από τον Έρωτα να μη πέσει πάνω τους σφοδρός και μανιασμένος (στροφή 1). Αυτός είναι τρομερός θεός, σ’ αυτόν πρέπει να προσφέρονται θυσίες, γιατί, όπου χτυπήσει αυτός, το χτύπημά του είναι όλεθρος και αφανισμός (αντιστροφή 1). Φέρνοντας το νου του ο Χορός τώρα στην Αφροδίτη, θυμάται δυο φρικτά της έργα: Την ξέφρενη τρεχάλα της Ιόλης στην Οιχαλία προς την αγκαλιά του φονιά των δικών της (στροφή 2) και το θάνατο της Σεμέλης μέσα στους κεραυνούς του εραστή της (αντιστροφή 2).

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (565-731): Υπήρχε ακόμα στην ψυχή της Φαίδρας ο αντίλαλος του χορικού, που είχε εξιστορήσει τις συμφορές που φέρνει ο Έρωτας στους ανθρώπους, και τώρα φωνές ακούγονται να τραντάζουν το παλάτι και η βασίλισσα τις θεωρεί μήνυμα ολέθρου:
«Για σωπάστε, γυναίκες. Χάθηκα!» (565).
Από μέσα ακούγεται οργισμένος ο Ιππόλυτος. Με άγριες κραυγές αποπαίρνει την τροφό και η Φαίδρα συμπεραίνει ότι της έχει κάνει μεγάλο κακό: μαρτύρησε το μυστικό της στον Ιππόλυτο.
«Με θανάτωσε. Τις συμφορές μου τις έβγαλε στη φόρα» (596).
Τώρα πια δεν υπάρχει άλλη γιατρειά του κακού εκτός από το θάνατο (600-1), που, όπως ακούσαμε τη Φαίδρα (373-430), τον έχει πια αποφασίσει. Είναι έμμονη ιδέα της.
Αλλά για την αιτία της οργής του Ιππόλυτου δε μένει ούτε η παραμικρή αμφιβολία. Βγήκαν στη σκηνή και ο Ιππόλυτος και η τροφός. Εκείνος είναι έξαλλος για την αισχρή πρόταση που του έκανε η γερόντισσα και την κρίση του για τις δύο ένοχες τη γενικεύει γεμάτος αγανάκτηση σε όλο το γυναικείο φύλο: Δεν υπάρχει για τους ανθρώπους μεγαλύτερη κατάρα δοσμένη από τους θεούς από τις γυναίκες, φωνάζει σ’ ένα από εκείνα τα δριμύτατα κατηγορητήρια κατά των γυναικών, από τα οποία κέρδισε ο Ευριπίδης τον τίτλο του μισογύνη.
Σιωπηλά ακούει το κατηγορητήριο η βασίλισσα. Τώρα, στην αγωνία που είχε από το πάθος, που από αυτοσεβασμό δε μπορούσε να ικανοποιήσει, προστίθεται και η πικρία της προσβολής. Το πικρόχολο κατηγορητήριο, που λέγεται κυρίως για να το ακούσει η ίδια, την ταπεινώνει. Αυτή πάλεψε με τον εαυτό της για την αρετή, έφτασε στην απόφαση να πεθάνει, για να μείνει ακηλίδωτη, κι εκείνος, που η καρδιά της τον είχε λατρέψει, την καταδυναστεύει με μια άδική περιφρόνηση, την κατατάσσει στις γυναίκες που κάθονται στο σπίτι και δεν κάνουν τίποτε άλλο, παρά όλο αισχρότητες και μηχανεύονται κακά και έχουν και τις παραδουλεύτρες για να βγάζουν πέρα τα κακά θελήματα. Αλλά ο Ιππόλυτος ξέρει να φυλάξει την υπόληψή του από τούτο το κακό συναπάντημα που του έτυχε. Όσο λείπει ο πατέρας του, θα φύγει μακριά από το σπίτι και θα επιστρέψει μαζί του, όχι για να του μαρτυρήσει τίποτε, γιατί είναι δεμένος με όρκο, αλλά για να δει με τι μάτια θα κοιτάζουν τον αφέντη του παλατιού οι δυο άπιστες, η σκλάβα που του παζάρεψε το κρεβάτι και η γυναίκα που σκέφτηκε να το μολύνει.
Αυτά είπε ο Ιππόλυτος και έφυγε γεμάτος αγανάκτηση και με παρμένη τελικά την απόφαση να μην πει ποτέ του λόγο καλό για τις γυναίκες. Πρώτα ας διορθωθούν.
Φοβερό τράνταγμα για τη Φαίδρα ήταν τα λυσσασμένα λόγια του Ιππόλυτου, που την κάνουν να ξεσπάσει σε πικρό μοιρολόι (669-79) για το κακότυχο γένος των γυναικών και τη δική της την κατάντια. Ταπεινωμένη πια, ανυπεράσπιστη και από θεούς και από θνητούς, αυτή η πιο δυστυχισμένη, ξαναγυρίζει μ’ έναν πολύ σαφή υπαινιγμό στην έμμονη ιδέα της αυτοκτονίας, στην οποία, προστίθεται και μια άλλη αιτία, την ντροπή της, - «πάθος», συμφορά το λέει - από το φανέρωμα του έρωτά της στον Ιππόλυτο:
«Δυσκολοπέραστη καταντάει για τη ζωή μου τούτη η τωρινή μου συμφορά» (677-8).
Είδαμε και πιο πριν ότι η υπερηφάνεια της την είχε κάνει να προτιμήσει το θάνατο. Τα πιθανά αποτελέσματα της απερισκεψίας της τροφού - η αλήθεια είναι ότι και η Φαίδρα δεν το πήρε ζεστά για να τη συγκρατήσει - έρχονται στο νου της και την αναστατώνουν (682 κ.ε.). Χάθηκε η υπόληψή της! Ο Ιππόλυτος δε θα κρατήσει τίποτα μυστικό. Όλα θα τα μάθει κι ο Πιτθέας, ο σεβάσμιος γέροντας, κι ο Θησέας κι όλος ο κόσμος.
Διώχνει την τροφό, δε θέλει πια να τη βλέπει μπροστά της (708), κι αφού πήρε όρκο από το Χορό, ότι όσα θα του πει δε θα μαρτυρήσει τίποτε (713-4), του εξομολογείται, ότι, περήφανη για την καταγωγή της και αποφασισμένη να μη γελάσει ούτε το Θησέα ούτε να ντροπιάσει τα παιδιά της, βρίσκει ότι το καλύτερο γι’ αυτήν, όπως ήρθαν τώρα τα πράγματα, είναι να δώσει σήμερα τέρμα στη ζωή της (715-23).
Ναι, θα πεθάνει, αλλά θα κάνει κακό και σ’ εκείνον που περιφρόνησε την καρδιά της (725-31). Είναι γλυκιά η εκδίκηση κι ο Ευριπίδης δε φροντίζει να απαλλάσσει τις ηρωίδες του απ’ αυτήν την αδυναμία. Στάθηκε η μεγαλύτερη ανακούφισή τους, όπως της Εκάβης, της Μήδειας. Δε θέλει κι ούτε σκέφτεται η Φαίδρα να αντισταθεί στην εκδικητική μανία. Αυτή που θεωρεί την ατίμωση για πολύ χειρότερη από το θάνατο, δε μπορεί να νιώσει για βαρύτερη προσβολή από το δει να την περιφρονεί αυτός που αυτή ολόθερμα αγάπησε. Τώρα αυτή θα πεθάνει κι εκείνος θα κομπάζει! Αλλά θα πάρει αυτή τα μέτρα της, θα του βάλει μυαλό. Θα δούμε παρακάτω ότι θα πατήσει πάνω στα αχνάρια της ομηρικής Άντειας (Ιλιάδα Ζ, 160).

ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (732-775): Καθώς μπήκε στο παλάτι η Φαίδρα με αέρα ανθρώπου που δε δειλιάζει για τη φοβερή απόφαση που πήρε, ο Χορός, γεμάτος φρίκη για το κακό που θα γίνει εκεί μέσα, θα ήθελε να μπορούσε να βρεθεί πολύ μακριά από τον τόπο της τόσης δυστυχίας, σε σπηλιές μέσα στα βάθη της γης ή με τα πουλιά που πετάνε στους ουρανούς. Αλλά καθώς ξετυλίγει τον πόθο του να φύγει από τη φρίκη και τον πόνο, προχωράει και στην κραυγή να βρεθεί σ’ έναν τόπο μακρινό, στην Αδριατική, που στα νερά της βυθίζεται ο Ήλιος και στο περιγιάλι της θρηνούν οι κόρες του για το γιο του και αδελφό τους, τον Φαέθοντα (στροφή 1).
Αλλά το άσμα προχωράει και μεταφέρει το Χορό σε άλλους τόπους ιδεώδεις. Εκεί θα γιατρευτούν οι πληγές τούτου του κόσμου, εκεί υπάρχει και κάλλος κι ευτυχία. Ας μπορούσε να φτάσει στο άλσος των Εσπερίδων, στην άκρη του κόσμου, όπου βρύσες αθάνατες χύνουν τα νερά που κρατούν σε αιώνια νεότητα τους θεούς. Ο Χορός έφυγε από τη δυστυχία στην περιοχή του κάλλους. Εκεί ανακουφίζεται από τον αφόρητο πόνο. Εκεί είναι η ευτυχία (αντιστροφή 1).
Αλλά και πάλι η μελαγχολία ξαναέρχεται στη σκέψη των γυναικών του Χορού: Καλορίζικο ούτε από την Κρήτη έφυγε ούτε στην Αττική έφτασε το καράβι που έφερε τη Φαίδρα για πικρό ταίρι του Θησέα από σπίτια ευτυχισμένα (στροφή 2). Η δυστυχία τη συνόδευε και γι’ αυτό ανόσιοι έρωτες της κομματιάζουν την καρδιά, που για να τους αποφύγει, μπλέκεται σ’ ένα κουραστικό αγώνα για την αρετή, που καταλήγει στο θάνατο μέσα στο θάλαμο, όπου χαρούμενη άλλοτε με τα τραγούδια του υμεναίου είχε μπει (αντιστροφή 2).

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (776-1101): Ξαφνικές φωνές μέσα απ’ το παλάτι επιβεβαιώνουν εκείνο που είχε υποψιαστεί ο Χορός. Κρεμάστηκε η βασίλισσα. Την ώρα αυτή που ακούγονται τα ξεφωνητά, παρουσιάζεται από την αριστερή πάροδο ο Θησέας με δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι του. Γυρίζει από κάποιο μαντείο. Αλλά δεν αργεί να πετάξει το στεφάνι. Μαθαίνει και από το Χορό το θάνατο της γυναίκας του και τη βλέπει και μόνος του νεκρή.
Πιστός εδώ ο Ευριπίδης στην παράδοση - ξεκινάει από τον Όμηρο - να παρουσιάζει με δάκρυα στα μάτια τους και με λυγμούς ακόμα τους χαλύβδινους άντρες των πανάρχαιων θρύλων, βάζει το Θησέα να φανερώνει στον αμοιβαίο θρήνο (κομμός 811-98) με τις γυναίκες του Χορού τον πόνο του για το χαμό της συζύγου του, που σαν πουλί μέσα από τα χέρια του ξαφνικά πέταξε και πάει κι αυτός δεν ξέρει τι την κακοκάρδισε.
Αλλά στην άρρητη λύπη του για τον ξαφνικό το θάνατο θα προστεθεί (874 κ.ε.) και λύσσα ασυγκράτητης οργής και αλύγιστο μίσος κατά του γιου του, όπως εκείνο που θα σκληρύνει κάποτε την καρδιά του Μ. Κωνσταντίνου κατά του Κρίσπου, του καλύτερού παιδιού του. Η πεθαμένη με γράμμα δεμένο στο χέρι της συκοφαντεί τον Ιππόλυτο στο Θησέα, ότι δε σεβάστηκε το κρεβάτι του κι έτσι την ανάγκασε να καταφύγει στα σκοτάδια του Άδη. Ο Θησέας έχει πρόχειρο το όπλο για να εκδικηθεί τώρα αμέσως τον αχάριστο, που του μόλυνε το κρεβάτι και του σκότωσε τη γυναίκα. Κάποτε ο Ποσειδώνας του είχε τάξει ότι για τρεις φορές ό,τι κι αν του ζητήσει, ή ευχή ή κατάρα, δε θα μείνει ανεκτέλεστο. Να η ώρα που του χρειάζεται το τάξιμο του πατέρα του[1] και θεού των θαλασσών. Του ζητάει λοιπόν με σκληρή καρδιά να στείλει θάνατο στον Ιππόλυτο και πάλι του προσθέτει ότι τη θανάτωσή του τη θέλει να γίνει σήμερα (887-890). Άδικα ο Χορός προσπαθεί να του πραΰνει την καρδιά και να τον πείσει να πάρει πίσω τη σκληρή κατάρα.[2] Το μόνο που πετυχαίνει με τα παρακάλια του, είναι η δήλωση του αμείλικτου πατέρα, ότι θα τον διώξει τον αχάριστο σε ξένους τόπους, για να δοκιμάσει και το ψωμί της εξορίας, αν δεν τον κατεβάσει αμέσως στον Άδη ο Ποσειδώνας (893-98).
Έρχεται και ο κατάδικος. Άκουσε τις κραυγές του πατέρα του κι έτρεξε να μάθει τι συμβαίνει και, πριν του μιλήσει ο Θησέας, βλέπει το πτώμα της πεθαμένης. Δεν καταλαβαίνει τι γίνεται, γιατί τώρα μόλις ήταν μαζί της, λέει. Δεν αμφιβάλλει τώρα καθόλου ο Θησέας για την ενοχή του Ιππόλυτου - και μάλιστα αφού τον άκουσε να βεβαιώνει ότι τώρα μόλις ήταν μαζί της και χωρίς να του απαντήσει για το πώς και γιατί πέθανε η Φαίδρα, τον κατακεραυνώνει με την κατηγορία ότι είναι ένας αισχρός υποκριτής, ένας από τους συνηθισμένους απατεώνες, που, έχοντας σκοπό να γελούν τον κόσμο, δίνουν με διάφορες υποκρισίες και επιδεικτικές εφαρμογές ορφικών κελευσμάτων την εντύπωση θεοφοβούμενων ανθρώπων. Κάτω από κάτι τέτοια κρύβουν την αισχρότητά τους:
«Βγαίνουν στο κυνήγι με λόγια σεμνά, αλλά αυτά που μαστορεύουν είναι ατιμίες» (955-56).[3]
Όχι, είναι απατεώνας και φονιάς, σκότωσε τη Φαίδρα. Να κι η απόδειξη, το γράμμα της πεθαμένης (959).
Άκαρπες όλες οι αντίθετες διαβεβαιώσεις του Ιππόλυτου, ότι σέβεται τους θεούς, ότι είναι ειλικρινής στη στοργή του προς τον πατέρα, ότι τηρεί αμόλυντο το κορμί του, ότι δεν ήταν και καμιά πανέμορφη η Φαίδρα, ώστε να τον βγάλει από τον ίσο δρόμο, ότι ούτε πάλι ο έρωτάς της μπορούσε να τον βοηθήσει σε τίποτε, ώστε να γίνει νοικοκύρης στο πατρικό το βιός. Μην του περάσει από το νου, τονίζει στον πατέρα του, ότι ενδιαφερόταν για το βασιλικό αξίωμα κι ότι κοίταξε να μπλέξει στα ερωτικά του δίχτυα τη βασίλισσα, για να τον βοηθήσει στην αρπαγή του θρόνου. Δεν τον ενδιαφέρει η εξουσία. Του φτάνει να έρχεται πρώτος στους πανελλήνιους αγώνες κι ας είναι δεύτερος στην Αθήνα μετά το βασιλιά. Αν ζούσε εκείνη κι αν υπήρχε κι ένας έντιμος μάρτυρας, τότε θα μπορούσε κι αυτός να δείξει ποιοι είναι οι φταίχτες. Τώρα δεν του απομένει για στήριγμα των διαβεβαιώσεών του παρά μονάχα ο όρκος (1025-27) και οι κατάρες κατά του εαυτού του να μη βρει, όταν πεθάνει, τάφο το κορμί του (1028-31) - πολύ βαριά κατάρα και τότε και πάντοτε. Περισσότερα δεν μπορεί να πει, είναι δεμένος με όρκο (1033-35).
Έτσι προστίθεται εδώ κι ένα ακόμα χαρακτηριστικό στη φυσιογνωμία του Ιππόλυτου. Στο νέο που η αγωγή του στα χέρια του Πιτθέα του έδωσε την αρετή του παππού του και παιδαγωγού του, την ευσέβεια, την οποία δυνάμωσε και στηρίζει η μύησή του σε δυο μεγάλες θρησκευτικές αποκαλύψεις, στο παλληκάρι που η γυμναστική και η μουσική (η ελληνική παιδεία) το έχουν κάνει έναν έφηβο υποδειγματικό, φίλαθλο και κυνηγό στα δάση με συντροφιά διαλεχτών φίλων, οι οποίοι με τον ύμνο τους στην Άρτεμη έδειξαν να έχουν τις ίδιες μ’ αυτόν ψυχικές ανατάσεις, στον Ιππόλυτο που κανένα στεφάνι δεν είναι τόσο ποθητό όσο το στεφάνι στους μεγάλους ελληνικούς αγώνες, στο βασιλόπουλο που δεν το γοητεύει η εξουσία και τα αγαθά της, στο νέο αυτόν παρουσιάζεται τώρα και ένα άλλο στοιχείο ηρωικό: Έχει τη γενναιότητα να θυσιάσει τη ζωή του στην τήρηση του όρκου, που έστω και με δόλο απέσπασε η τροφός απ’ αυτόν τον απονήρευτο.
Εξοργισμένος ο Θησέας και κρίνοντας πια ως υποκρισία το μαλακό τρόπο του γιου του και τον υιικό σεβασμό που του δείχνει, βγάζει το συμπέρασμα ότι ο Ιππόλυτος είναι πλάνος και αγύρτης και του επαναλαμβάνει την προσταγή να φύγει μακριά, εξόριστος σε ξένους τόπους (1064-65). Με δάκρυα στα μάτια ο αθώος, καλώντας τους συντρόφους του να τον ξεπροβοδήσουν, φεύγει από την Τροιζήνα (1090-101).

ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (1102-1150): Την ελπίδα του ο Χορός, ότι η θεία πρόνοια ποτέ δεν αποσύρει το μάτι της από τα ανθρώπινα, νιώθει να τη χάνει, όταν, καθώς λέει, η πορεία τους με την εμφάνιση γεγονότων διαφορετικών από αυτά που περιμένουμε, δεν επιβεβαιώνει την παρουσία ενδιαφέροντος στα ύψη του ουρανού (στροφή 1). Δεν απομένει πια τίποτε άλλο στον άνθρωπο παρά να ζητάει βέβαια καλοτυχία και ζωή από τους θεούς, αλλά - προσθέτει με σαρκασμό που είναι και διαμαρτυρία για την αδιαφορία των θεών μπρος στην κακοτυχία του αθώου - να μη προκαλεί και ο ίδιος τη συμφορά του με αλύγιστη προσήλωση στις ηθικές αρχές. Εξυπνάδα και προσαρμογή χρειάζεται στη ζωή (αντιστροφή 1). Με την αδικία που βλέπει ο Χορός να γίνεται από τον Θησέα στον Ιππόλυτο έχασε πια την ψυχική γαλήνη του και καθώς δε βλέπει κανέναν να θέλει να συμπονέσει τον αδικημένο, στέλνει στα άψυχα τους στεναγμούς του: στο περιγιάλι, όπου το παλληκάρι γύμναζε τα άλογά του και στους λόγγους των βουνών, όπου κυνηγούσε (στροφή 2). Δε θα ακουστεί ξανά στον ιππόδρομο της Λίμνης το ποδοκρότημα των αλόγων του παλληκαριού, κι ούτε στο σπίτι του οι μελωδίες της λύρας του. Οι ιεροί τόποι της κόρης της Λητώς θα μείνουν αστόλιστοι και για τις κοπέλες δεν υπάρχει άλλος νέος, για τον οποίον να μαλώνουν και να λένε ποια θα τον κάνει ταίρι της (αντιστροφή 2). Δε θα στεγνώσει το δάκρυ από το μάτι των γυναικών του Χορού για τη συμφορά του αδικημένου νέου, που δεν τον γέννησε η μάνα του για να ευτυχήσει. Και η δυστυχία που τον χτύπησε, προκαλεί την αγανάκτηση του Χορού κατά των θεών και την επιτιμητική ερώτηση στις Χάριτες, πώς δέχτηκαν, ενώ είναι προστάτισσες του γάμου, να διωχθεί από την Τροιζήνα το παλληκάρι και να ματαιωθεί ο γάμος του με κάποια νέα (επωδός).

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (1151-1267): Αλλά να, ένας αγγελιαφόρος έρχεται από την αριστερή πάροδο με μια είδηση πιο τρομερή από το διώξιμο του παλληκαριού. Αφηνιασμένα τα άλογά του από έναν άγριο ταύρο, που είχε βγει από τα κύματα της θάλασσας, τον έσυραν πάνω στις κακοτοπιές, μπερδεμένο στα λουριά. Οι πληγές του είναι θανάσιμες και λίγη ακόμα η ζωή του. Σκληρόκαρδος ο Θησέας, βρίσκει σε τούτο τη δίκαιη τιμωρία, που ταίριαζε στον καταραμένο γιο του, που δεν άργησε να του την επιβάλλει ο Ποσειδώνας, όπως τον παρακάλεσε. Χαρούμενος πια, επειδή έλαμψε η δικαιοσύνη, δέχεται να φέρουν τον ετοιμοθάνατο μπροστά του, γιατί, λέει, έχει πολλά να του πει για την ενοχή, που βεβαιώνεται και με τη θεόσταλτη συμφορά.

ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' (1268-1281): Ο Χορός είδε τις καταστροφές, που επιβεβαιώνουν την παντοδυναμία της Αφροδίτης και την παραδέχεται κι αυτός μ’ αυτή την ολιγόστιχη δοξολογία προς τη θεά του έρωτα.

ΕΞΟΔΟΣ (12821466): Τώρα στο «θεολόγειο» παρουσιάζεται άλλη θεά, η Άρτεμη. Θα δώσει τη λύση στην τραγωδία και θα δείξει τη δύναμή της κι αυτή. Το πρώτο που κάνει είναι βεβαιώσει το Θησέα ότι ο γιος του είναι αθώος και ότι όσα διάβασε στο γράμμα της Φαίδρας (1285-89) είναι συκοφαντίες. Και τις μομφές της για την ευπιστία του και την ισχυρογνωμοσύνη και την άδικη οργή του (1285-324) τις μαλακώνει με την αναγνώριση, ότι όλα αυτά ήταν θέλημα της Αφροδίτης, που η ίδια δε μπορούσε να το ματαιώσει. Τέτοιος νόμος υπάρχει στους θεούς, να κάνει ανεμπόδιστα ο καθένας το θέλημά του. Είναι λοιπόν άξιος συγγνώμης ο Θησέας. Θεά τον πλάνεψε (1325-34).
Βογκώντας από τους πόνους και στηριγμένος σε ακόλουθούς του έρχεται ο Ιππόλυτος. Αντηχούν στο θέατρο τα παράπονά του για την άδικη κατάρα του πατέρα του και για την αδιαφορία του Δία μπρος στην καταστροφή ενός σεμνού και θεοφοβούμενου ανθρώπου. Άσκοπα τα βάσανά του για την αρετή, κραυγάζει με την οδύνη του δίκαιου που τον καταθλίβει το άδικο:
«Του κάκου βασανίστηκα μπρος στους ανθρώπους με τους κόπους της ευσέβειας» (1367-69).[4]
Μονάχα ο θάνατος θα τον λυτρώσει από τους πόνους. Ας έρθει να τον αποκοιμίσει (1370-88).
Αλλά, τι θαύμα! Ξαφνικά ο νέος γαληνεύει, λες και δεν πονάει πια. Του μίλησε η θεά που λατρεύει και ξαλάφρωσε το κορμί του από τους φρικτούς πόνους (1392). Τώρα μαθαίνει από το στόμα της θεάς ότι η Αφροδίτη ήταν η καταστροφή του (1400) και καθώς δεν έσβησε η υιική στοργή του, τρεις φορές τον συνταράσσουν λυγμοί (1405, 07, 09) για τη δυστυχία του πατέρα του. Ακούει και τα μελλούμενα από το στόμα της θεάς: Το δίκαιο και η εκδίκηση θα ικανοποιηθούν, η θεά του θα σκοτώσει ένα πολύ αγαπημένο της Αφροδίτης (1416-22). Δε θα λησμονηθεί το άδικα σκοτωμένο παλληκάρι. Μεγάλες τιμές θα απολαμβάνει στην Τροιζήνα. Εκεί αιώνια θα του πλέκουν τραγούδια οι κοπέλες και θα του προσφέρουν το δάκρυ τους και τα μαλλιά τους (1423-30). Θα είναι στην Τροιζήνα ο προστάτης θεός της παρθενικής νεότητας.
Είπε όσα είχε να πει η θεά και έφυγε για να μη παρασταθεί στο ψυχομάχημά του. Τέτοιο πράγμα δεν επιτρέπεται να βλέπουν οι θεοί.[5] Τώρα το σκοτάδι του θανάτου έρχεται να σβήσει τα μάτια του παλληκαριού (1444), που στενάζοντας ο πατέρας του το κρατάει στην αγκαλιά του. Και λίγο πριν κλείσει για πάντα τα μάτια του ο γιος του, που δεν του έσβησε ούτε στο ψυχομάχημά του η υιική στοργή, συγχωρεί τον πατέρα του και με δίκαια υπερηφάνεια του εύχεται σαν αυτόν τον αδικοχαμένο να είναι και τα γνήσια τα παιδιά του. Ενάρετος έζησε, ενάρετος πέθανε.[6] Και γι’ αυτό πολλοί θα τον κλάψουν καθώς θα εξαπλώνεται η είδηση για το χαμό του, βεβαιώνει ο Χορός με τους τελευταίους ανάπαιστους, που ρυθμίζουν το βήμα της εξόδου του από την ορχήστρα, και που τους ακούμε σαν αντίλαλο επιβεβαιωτικό του πατρικού επαίνου (1459-60):
«Σύνορα της Αθήνας και της Παλλάδας ξακουστά, τι παλληκάρι θα στερηθείτε».
Στην κατάθλιψη, που απλόχερα σκόρπισε η Αφροδίτη με τις θανάσιμες απειλές της στον πρόλογο και με τις φονικές κατόπιν ενέργειές της, αντιτάσσεται η γαλήνη της τελευταίας σκηνής, όπου με την παρουσία και την επέμβαση της Άρτεμης λειώνει σιγά-σιγά και κατευνάζεται η σπαρακτική οδύνη. Η θλίψη και ο χαμός της ζωής του Ιππόλυτου, απόστολου και μάρτυρα της αγνείας, σύμβολου των φτερουγισμάτων της ψυχής προς τα ιδανικά και του αγώνα της κατά των ορμέφυτων δυνάμεων, τον εισαγάγουν στην αθανασία και στην αποθέωση. Και καθώς υποφέρει αθώος μπρος στα μάτια μας συντρίβεται, όπως πολλοί δίκαιοι κι αθώοι, που όταν συκοφαντηθούν με χίλια ψέματα, τους βρίσκει άδικος παιδεμός, έρχεται στο νου μας η σκέψη: Είναι κλήρος των όσων συνεπαίρνονται από τις ανώτερες ανατάσεις της ψυχής να μπαίνουν στην αθανασία περνώντας από την οδύνη και από τη θυσία. Από αυτόν το δρόμο πέρασε και τον Ιππόλυτο ο Ευριπίδης.

Τόπος λατρείας του Ιππόλυτου ως τοπικού θεού ή ημίθεου προστάτη της παρθενικής νεότητας ήταν η Τροιζήνα. Εκεί σ’ ένα ναό χτισμένο, κατά την παράδοση (Παυσανίας ΙΙ, 32, 1), από τον ομηρικό Διομήδη και στολισμένο με ένα άγαλμα, αφιερωμένο κι αυτό από τον ίδιο ήρωα, του πρόσφεραν κάθε χρόνο θυσίες και κάθε κοπέλα πριν το γάμο της του αφιέρωνε κοτσίδα από τα μαλλιά της, όπως μας πληροφορεί κι εδώ (1425-1430) η τραγωδία κι ο περιηγητής Παυσανίας (ΙΙ, 32) κι ο Λουκιανός («Περί της Συρίης θεού», 60) με τα λόγια: «Νόμο έβαλαν οι Τροιζήνιοι για τις κόρες και για τα παλληκάρια να μη κάνουν το γάμο τους πριν κόψουν τα μαλλιά τους για τον Ιππόλυτο».
Γεμάτη από θρύλους και αναμνήσεις για τον Ιππόλυτο βρήκε την Τροιζήνα ο Παυσανίας (2ος αιώνας μ.Χ.). Ένα σπίτι του έδειξαν για σπίτι του (Παυσανίας ΙΙ, 32, 3) και έλεγαν ότι ο Ιππόλυτος είχε χτίσει και το ναό της Άρτεμης της Λυκείας (Παυσανίας ΙΙ, 31, 4). Ο ναός της Κατασκοπίας Αφροδίτης (Παυσανίας 32, 3) πάνω από το στάδιο Ιππολύτου πληροφορούσε με το όνομά του εκείνο που βεβαίωνε και ο θρύλος, ότι απ’ αυτή τη θέση τα μάτια της Φαίδρας χαίρονταν το εφηβικό κάλλος του Ιππόλυτου, ο οποίος γυμναζόταν λίγο παρακάτω. Εδώ υπήρχε και μια μυρτιά με τρυπημένα τα φύλλα της. Τα είχε τρυπήσει με την περόνη της (Παυσανίας 32, 3 και Ι, 22, 2) η ταλαίπωρη ξελογιασμένη κάποτε σε ώρα που είχε φουντώσει η ερωτική της αγωνία. Εκεί κοντά έδειχναν και τον τάφο της Φαίδρας και όχι μακριά και μνημείο του Ιππόλυτου (Παυσανίας ΙΙ 32, 3, Ι 22, 2).
Οι κάτοικοι της Τροιζήνας πάλι είχαν και τον εξής θρύλο, κατά την πληροφορία που δίνει ο Παυσανίας (ΙΙ, 32, 2): Δεν πίστευαν ότι είχε πεθάνει ο Ιππόλυτος. Τον έβλεπαν τις νύχτες, όπως και στη γειτονική Επίδαυρο και όπως και στην Ιταλία οι άποικοι από την Τροιζήνα στην Αρικία, να οδηγεί στον ουρανό, λαμπερός ηνίοχος, ένα λαμπερό άρμα: Ήταν ο αστερισμός του Ηνίοχου.
Ο μύθος του Ιππόλυτου ήρθε και στην Αθήνα. Μνημείο του υπήρχε στους νότιους πρόποδες της Ακρόπολης μετά το ιερό του Ασκληπιού (Παυσανίας Ι, 22, 1).

Ο «Ιππόλυτος», δράμα με θέμα τον άτυχο έρωτα, τον τόσο συνηθισμένο στη νεώτερη σκηνή, ένα από τα ωραιότερα έργα του Ευριπίδη και για την πλοκή του και για την απεικόνιση του πάθους και για το ύψος των ιδεών, παίχτηκε στο θέατρο του Διονύσου κατά τα Μ. Διονύσια του 428 π.Χ. Δε ξέρουμε ποιες ήταν οι άλλες δύο τραγωδίες και το σατυρικό δράμα, που μαζί με τον «Ιππόλυτο» αποτελούσαν την τετραλογία του Ευριπίδη εκείνη τη χρονιά. Ξέρουμε μόνον ότι στο δραματικό αγώνα των Μ. Διονυσίων του 428 π.Χ. ο Ευριπίδης πήρε το πρώτο βραβείο.

Τραγωδία με θέμα της το μύθο του Ιππόλυτου είχε παρουσιάσει ο Ευριπίδης και το 432. «Ιππόλυτος καλυπτόμενος» ήταν ο τίτλος εκείνης της τραγωδίας, κατά τις πληροφορίες των αρχαίων γραμματικών, γιατί σ’ αυτήν ο Ιππόλυτος εμφανιζόταν να σκεπάζει από ντροπή το κεφάλι του, μόλις άκουσε από το στόμα της Φαίδρας την ερωτική της εξομολόγηση. Από αυτόν τον πρώτο «Ιππόλυτο» διατηρήθηκαν σε 19 αποσπάσματα 50 στίχοι. Στο δεύτερο «Ιππόλυτο», που έφτασε ως εμάς και που για το στεφάνι που προσφέρει (73 κ.ε.) στην Άρτεμη ο ήρωας της τραγωδίας ονομάστηκε «Ιππόλυτος στεφανηφόρος ή στεφανίας», παρουσιάζεται σεμνότερη η Φαίδρα, δεν εξομολογείται η ίδια τον έρωτά της στο ωραίο παλληκάρι, γιατί η άπρεπη συμπεριφορά της στον πρώτο «Ιππόλυτο τον καλυπτόμενο» δεν είχε κάνει καλή εντύπωση στο κοινό. Υπάρχουν βέβαια ερωτευμένες, που τη μεταφορά των σκέψεων και προτιμήσεών τους δεν την αναθέτουν σε τρίτο πρόσωπο, αλλά το αθηναϊκό κοινό δεν ήταν συνηθισμένο να βλέπει τέτοιες ενέργειες στη σκηνή του Διονυσιακού θεάτρου.
Σεμνότερη παρουσίαζε τη Φαίδρα και ο Σοφοκλής στη χαμένη πια τραγωδία του «Φαίδρα», που, αν την έγραψε μετά τον «Ιππόλυτο τον καλυπτόμενο», ήταν αποδοκιμασία του αδιάντροπου ήθους της Φαίδρας, που της είχε αποδώσει εκεί ο Ευριπίδης. Ο Σοφοκλής αναθέτει σε μια σκλάβα να φανερώσει τον έρωτα της Φαίδρας, δεν τον εκμυστηρεύτηκε η ίδια στο λατρευτό της παλληκάρι.

Η πλοκή του πρώτου «Ιππόλυτου» μας είναι γνωστή από τη «Φαίδρα» του Σενέκα (1ος αιώνας μ.Χ.), στην οποία προτιμήθηκε να εξομολογείται η βασίλισσα μόνη της τον έρωτά της στον Ιππόλυτο.
Δεν παρουσιάζονταν, φαίνεται, κατά την εποχή του Νέρωνα στην ακόλαστη Ρώμη οι λόγοι που είχαν επιβάλει στον Ευριπίδη, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα, να ξαναγράψει τροποποιημένη την τραγωδία του.
Την τραγωδία του Σενέκα τη μιμήθηκαν μετά την Αναγέννηση Γάλλοι και άλλοι δραματογράφοι. Αλλά όλων αυτών τους «Ιππόλυτους» και τις «Φαίδρες» τους έχει ρίξει στη σκιά της λησμονιάς η «Φαίδρα» του Ρακίνα (1677), που επηρεασμένη κι αυτή στις βασικές γραμμές από τη «Φαίδρα» του Σενέκα, θεωρείται ως σέμνωμα της γαλλικής λογοτεχνίας. Ωραία επεξεργασία του μύθου Ιππόλυτου-Φαίδρας θεωρείται η «Φαίδρα» του D’ Annunzio (1909). «Φαίδρα» στην ιταλική γλώσσα έγραψε κι ένας Κρητικός το 1578, ο Μπότσας (Bozza), που μίμησή της βρίσκουμε στο Κρητικό θέατρο, στην «Ερωφίλη» του Χορτάτση.
Από τον ίδιο μύθο δεν έμεινε ασυγκίνητη και η μουσική. Ο Gluck συνέθεσε (1744) το μελόδραμα «Φαίδρα» και ομώνυμη πάλι λυρική τραγωδία με μουσική του Lemoine ο Hoffmann (1786).
Το θέμα της Φαίδρας μπήκε και στη νέα ελληνική λογοτεχνία με τη «Φαίδρα» του Αριστομένη Προβελέγγιου, τραγωδία αξιόλογη κατά το χαρακτηρισμό του Δημήτρη Σάρου. Μίμηση του «Ιππόλυτου» του Ευριπίδη βρίσκουμε στη «Φαύστα», θεατρικό αριστούργημα του Δημήτρη Βερναρδάκη.
Την εντύπωση που έκαναν και στους αρχαίους και στους νεότερους σκηνές από τον «Ιππόλυτο» μας τη βεβαιώνουν έργα τέχνης: λίθινες λάρνακες (σαρκοφάγοι)[7] στα Μουσεία της Φλωρεντίας, του Ακράγαντα,[8] της Κωνσταντινούπολης, του Λένινγκραντ, τοιχογραφίες στην Πομπηία και στο Ηράκλειο της Ιταλίας, στα θερμά λουτρά του Τίτου στη Ρώμη, ζωγραφιές με θέμα το θάνατο του Ιππόλυτου, όπως π.χ. του Rubens, του Claude Lorrain στο Μουσείο του Βερολίνου, του δικού μας Γεώργιου Ροϊλού στην Εθνική Τράπεζα και άλλες πολλές αγγειογραφίες ακόμα και ανώνυμων αγγειογράφων.
Υποσημειώσεις:
[1] Ο Θησέας λέγεται γιος του Ποσειδώνα (στίχοι 887, 1167, 1169, 1318, 1411) και γιος του Αιγέα (στίχοι 1283 και 1431). Αυτή η διπλή του γενεαλογία εξηγείται από το ότι το «Αιγεύς» (=θεός των ορμητικών κυμάτων), πολύ παλιά δεν ήταν παρά επίθετο του θεού των θαλασσών, του Ποσειδώνα. Αργότερα ξεχάστηκε η επιθετική του σημασία και σχηματίσθηκε ιδιαίτερο πρόσωπο με το όνομα «Αιγεύς».
[2] Όλα θα μπορούσαν να τελειώσουν εδώ, αν αποφάσιζε ο Χορός να μαρτυρήσει την αλήθεια. Αλλά αυτό του απαγορεύεται και από τον όρκο που είχε δώσει (713-15) και από τη θεατρική παράδοση, που δεν ανακάτευε το Χορό στη δράση. Ο Χορός κρίνει μόνον.
[3] Από τη κακολογία του Θησέα, που συγκαταλέγει τον Ιππόλυτο στους διαβόητους κατά την εποχή του Ευριπίδη απατεώνες, που ατίμαζαν την αίρεση του ορφισμού, δείχνει ότι ο ποιητής ήθελε τον Ιππόλυτο μυημένο και στον ορφισμό, εκτός από τη μύησή του στα Ελευσίνια Μυστήρια (στίχοι 24-25). Ο Ευριπίδης ζύμωσε λοιπόν τον τύπο του Ιππόλυτου σύμφωνα με το πρότυπο των ορφικών με τη βακχεία των συνεπαρμένων από την πίστη σε μια αλήθεια που τους μετέφερε από τούτον τον κόσμο σε περιοχή υπερκόσμιου ονείρου, σύμφωνα με το οποίο ρύθμιζαν και τη ζωή τους.
[4] Το παράπονο του αδικημένου, που παρέχει εδώ η τραγωδία, το παρουσίασε αργότερα (42 π.Χ.) και η ζωή στους Φιλίππους με τον Βρούτο, ο οποίος κατά τον Δίωνα Κάσιο (47,49) «αναβοήσας τούτο δη τον Ηράκλειον ω τλήμον αρετή, λόγος άρ’ ήσθ’, εγώ δε σε ως έργον ήσκουν συ δ’ άρ’ εδούλευες τύχη, παρεκάλεσε τινά των συνιόντων ιν’ αυτόν αποκτείνη».
[5] Βλέπε στίχους 1437-37 και Άλκηστη, στίχους 22-23.
[6] Σε τρεις μόνον τραγωδίες (Σοφοκλή «Αίας», Ευριπίδη «Άλκηστις» και εδώ) του αρχαίου δραματολογίου παρουσιάζεται θάνατος προσώπου πάνω στη σκηνή μπρος στα μάτια των θεατών.
[7] Σαρκοφάγος: η λάρνακα ή νεκροθήκη από πέτρα με άφθονο γύψο, που έχει την ιδιότητα να κατατρώει τις σάρκες του νεκρού.
[8] Στον Ακράγαντα ο Γκαίτε θαύμασε μια σαρκοφάγο στολισμένη με 4 σκηνές από την ιστορία του Ιππόλυτου.

24/11/09

Εισαγωγή στην «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-116): Γονατιστή η Ανδρομάχη μπροστά στο άγαλμα της Θέτης που είναι τοποθετημένο στην είσοδο του ναού της, στη Φθία της Θεσσαλίας, εξιστορεί τις συμφορές της, που έχουν πέσει αδιάκοπες πάνω της. Είδε τον άνδρα της τον Έκτορα να τον σκοτώνει μπρος στα μάτια της εξαγριωμένος ο Αχιλλέας. Το γιο της τον Αστυάνακτα τον είδε να τον πετούν οι Αχαιοί πάνω από το κάστρο. Αυτήν την ίδια τη δώσανε σκλάβα στο Νεοπτόλεμο, το γιο του Αχιλλέα, του φονιά του Έκτορα. Δε λογάριασαν που ήταν μια βασιλοπούλα.
Από το Νεοπτόλεμο γέννησε παιδί η Ανδρομάχη. Σ’ αυτό το μοναχοπαίδι στηρίζει η δυστυχισμένη Τρωαδίτισσα την ελπίδα, ότι κάποτε μπορεί να δει κι αυτή μέρες καλές ύστερα από τόσες δυστυχίες. Είναι η ελπίδα κάθε δυστυχισμένης μάνας.
Αλλά από την πλοκή ενός ονείρου ευτυχίας ως την πραγμάτωσή του λίγες φορές δεν παρεμβάλλονται απροσδόκητα εμπόδια. Ο Νεοπτόλεμος παντρεύτηκε την Ερμιόνη, την κόρη του Μενέλαου και της Ελένης. Και τώρα η Ερμιόνη ζηλεύει την Ανδρομάχη. Λόγο καλό δεν έχει γι’ αυτήν την Τρωαδίτισσα, που μοιράζεται τον άνδρα της. Νομίζει ότι αυτή με ασιατικά μάγια την έχει κάνει στείρα και βέβαια μισητή στο Νεοπτόλεμο. Αποφάσισε λοιπόν το θάνατο κι αυτής και του παιδιού, του μισητού νόθου. Βοηθό της σ’ αυτά της τα σχέδια έχει τον πατέρα της Μενέλαο, που έφτασε από τη Σπάρτη με τροχισμένο μαχαίρι.
Και τώρα η Ανδρομάχη, ολομόναχη κι απροστάτευτη, αφού ο Νεοπτόλεμος λείπει στους Δελφούς, έχει κρύψει σε ξένο σπίτι το παιδί της κι αυτή έχει προσπέσει ικέτισσα, όπως τη βλέπουμε, στο άγαλμα της Θέτης, με την ελπίδα, ότι ίσως οι εχθροί της θα σεβαστούν το ιερό της καταφύγιο.
Αλλά οι εχθροί δεν ησυχάζουν. Μια υπηρέτρια αναγγέλλει στην Ανδρομάχη ότι ο Μενέλαος ψάχνει να βρει το κρυμμένο παιδί.
«Τρέξε γρήγορα», φωνάζει στην υπηρέτρια έντρομη η Ανδρομάχη, «να ειδοποιήσεις το γέρο Πηλέα». Και όταν έμεινε μόνη, ασυγκράτητοι ξεσπούν οι λυγμοί της (103-115), σε μια λυρική μονωδία, που έχει τη θέση μοιρολογιού για τα φρικτά δεινά της, που αφορμή τους είναι ο γάμος της Ελένης με τον Πάρη.

ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (117-146): Δεκαπέντε γυναίκες από τη Φθιώτιδα δείχνουν τη συμπόνια τους στην Ανδρομάχη. Θα ήθελαν να τη βγάλουν από τα αξεδιάλυτα δεινά, που την έριξε η εχθρότητα της Ερμιόνης (στροφή 1). Άνισος είναι ο πόλεμος που έχει να κάνει η Τρωαδίτισσα. Αντιμετωπίζει δύο γεννημένους στη Σπάρτη, το Μενέλαο και την Ερμιόνη. Θα χιμήξουν πάνω της οι δυνατοί και το κλάμα της σε τίποτα δεν μπορεί να τη βοηθήσει (αντιστροφή 1). Ένα μόνο της μένει να κάνει: Να φύγει μακριά από εδώ, από τον ξένο τόπο, όπου δεν υπάρχουν βοηθοί της (στροφή 2). «Ναι», προσθέτει ο Χορός στη δεύτερη αντιστροφή, «εκτός από τα δάκρια της συμπόνιας δε μπορούμε να σου προσφέρουμε κάτι άλλο, μας συγκρατεί ο φόβος».

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (147-273): Ντυμένη πολυτελέστατα και ξιπασμένη για τα πλούτη της, βγαίνει η Ερμιόνη από το παλάτι και με λόγια φαρμακερά μιλάει στην Ανδρομάχη. Αυτή η ξενοφερμένη, η σκλάβα από την Τροία, της πλάνεψε τον άνδρα, με μαγικά βότανα την έριξε στη δυστυχία της ατεκνίας. Και με τα νύχια της ζήλιας μπηγμένα στην καρδιά της δε βρίσκει άλλον τρόπο να εκδικηθεί την αντίζηλη παρά μόνον το θάνατο, που θα την απαλλάξει από τη φοβερή Ασιάτισσα. Και η εχθρότητά της για την Ανδρομάχη και η λύσσα της ζηλοτυπίας, της υπαγορεύει και μια σκληρή περιφρόνηση γι’ αυτή τη σκλάβα, που δίχως ντροπή πήγε να πλαγιάσει (σαν να μπορούσε να κάνει κι αλλιώς!) με το γιο εκείνου που σκότωσε τον άντρα της. Κακό, πολύ κακό αυτή η αδιαντροπιά της, όπως και πλήθος άλλα ελαττώματα, που δεν τα έχουν για τίποτα οι βάρβαροι και που τώρα που ήρθε στην Ελλάδα αυτή η Τρωαδίτισσα θα χαλάσουν τα ωραία ήθη των Ελλήνων. Ένας που μισεί, ό,τι κι αν πει, ποτέ δεν το βρίσκει υπερβολικό.
Δεν λείπει αξιοπρέπεια από την απάντηση της Ανδρομάχης (183-231). Μαντεύει η κατατρεγμένη Τρωαδίτισσα όλον τον κίνδυνο που την απειλεί από την άδικη και αλαζονική Ερμιόνη, αλλά δε θα αφήσει τον εαυτό της ανυπεράσπιστο, θα της δείξει της Σπαρτιάτισσας πόσο άδικο έχει. Με αλλεπάλληλες ερωτήσεις (192-204) υποδεικνύει πόσο αβάσιμο είναι το κατηγορητήριο. Κι αν ο άνδρας της μισεί την κόρη του Μενέλαου, το φταίξιμο δεν είναι αυτής της ίδιας. Αφόρητη έγινε με τους κακούς της τρόπους και με την έπαρσή της (205-214), για τα πλούτη του πατρικού σπιτιού της, για τη Σπάρτη, για τον πατέρα της το Μενέλαο. Αφόρητη ακόμα και με την ενοχλητική ζηλοτυπία της (215-228). Αχρησιμοποίητο δεν άφησε η Ανδρομάχη και το τελευταίο και πιο πικρό βέλος, που είχε στη φαρέτρα της. Συμβουλεύει (229-231) τη νεαρή κόρη της Ελένης να κοιτάξει να μη ακολουθεί στον πόθο της για τους άνδρες τα αχνάρια της μάνας της: «Των κακών μανάδων τις συνήθειες πρέπει να τις αποφεύγουν οι κόρες, αν είναι γνωστικές».
Μάταια προσπάθησε η Κορυφαία του Χορού (232-233) να υποδείξει στην Ερμιόνη ότι δεν έχει άδικο η Ανδρομάχη. Αλύγιστη στο μίσος της εκείνη (και με ποια ζηλοτυπία δε συνυφαίνεται το μίσος;) προκαλεί την Ανδρομάχη σε λογομαχία (234-260) και καταλήγει στη φοβέρα (261-273), ότι έχει τρόπο να την αποσπάσει από το άγαλμα της θεάς. Τώρα θα δει!

ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (274-308): Η Ερμιόνη έφυγε, αλλά οι φοβέρες της προς την Ανδρομάχη, που δείχνουν τη λύσσα της για την ξένη την παρείσακτη στο κρεβάτι του Νεοπτόλεμου, και που προαναγγέλλουν τους φοβερούς σκοπούς της νύφης από τη Σπάρτη για την Τρωαδίτισσα, θυμίζουν στις γυναίκες του Χορού ότι αρχή και αιτία όλων των δεινών είναι η κρίση του Πάρη για το ποια από τις τρεις θεές ήταν η πιο όμορφη (στροφή 1, αντιστροφή 1). Κανένα κακό δε θα χτυπούσε ούτε το Ίλιο ούτε την Ελλάδα, που δέκα χρόνια βασανίστηκαν τα παιδιά της γύρω από το κάστρο της Τροίας, ούτε και την ίδια την Ανδρομάχη, αν είχε πιστέψει η Εκάβη την προφητεία της Κασσάνδρας και σκότωνε τον ολέθριο Πάρη, νεογέννητο ακόμα βρέφος (στροφή 2, αντιστροφή 2). Πόθος ανικανοποίητος που οι γυναίκες του Χορού θα τον ήθελαν πραγματικότητα. Συμπονούν την Ανδρομάχη και χάσανε κι αυτές πατρίδα κι ευτυχία.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (309-464): Οδυνηρή έκπληξη επιφυλάσσεται στην Ανδρομάχη τώρα. Το παιδί της, που το είχε φυλαγμένο σε ξένο σπίτι, το βρήκε ο Μενέλαος και το κρατάει στα χέρια του. Το προορίζει για το μαχαίρι. Ένα τρομερό δίλημμα (316-318) θέτει στη μάνα του: Ή να τραβηχτεί από το άγαλμα της Θέτης και τότε θα γλυτώσει το παιδί ή να εξακολουθεί να παραμένει ικέτισσα και τότε κι αυτός θα της σκοτώσει το μοναχογιό. Ας διαλέξει ό,τι θέλει. Τελείωσε, ή αυτή ή το παιδί της θα πεθάνει.
Βέβαια η πρόταση του Μενέλαου δεν είναι κάτι από εκείνα που θα περίμενε να ακούσει από το στόμα ενός πολεμιστή, που καυχάται ότι πάτησε την Τροία και τώρα πολεμάει με μια δυστυχισμένη γυναίκα, κράζει με περιφρόνηση η Ανδρομάχη. Κι αν αυτός είναι ο λόγος της δεν τον φέρνει σε συναίσθηση, έχει κι άλλα επιχειρήματα, που με αυτά θα κοιτάξει να του γυρίσει τα μυαλά. Κάθε ενέργεια έχει κι ένα αποτέλεσμα, που κάθε φρόνιμος άνθρωπος πρέπει να το υπολογίζει. Και του απαριθμεί (335-349) τα πολύ δυσμενή αποτελέσματα και γι’ αυτόν τον ίδιο και για την κόρη του την Ερμιόνη, που θα προκύψουν από το θάνατο που της σχεδιάζουν. Αναπόφευκτη η βδελυγμία των ανθρώπων για τη μιαιφονία. Αν σκοτώσουν πάλι το παιδί , θα έχουν να κάνουν με τον πατέρα του. Μετά το θάνατο του παιδιού πρέπει να φύγει στο πατρικό της σπίτι η Ερμιόνη. Εκεί χήρα πια θα περιμένει τα γεράματα να της ασπρίσουν τα μαλλιά. Κανένας δε θα βρεθεί να πάρει γυναίκα του τη φόνισσα. Ας σκεφτεί σαν άντρας ο Μενέλαος κι ας μη παρασύρεται από μια άμυαλη κοπελίτσα σε αθεράπευτες ενέργειες.
«Άλλα είναι τα ελατήρια των πράξεών μου», απαντάει ο Μενέλαος (366-380). «Δε με παρασύρει μια γυναίκα». Η στοργή του τον οδηγεί. Δε θέλει να χάσει τον άντρα της η κόρη του. Κι επανέρχεται σκληρός στο δίλημμα: Ας διαλέξει η Ανδρομάχη το θάνατο το δικό της ή το θάνατο του παιδιού της.
«Ένας από τους δυο σας ανάγκη να φύγει από τη ζωή».
Τώρα πια μπροστά σε τόση ασπλαχνία, κύματα αλλεπάλληλα έρχονται οι θλιβερές αναμνήσεις στην Ανδρομέδα: Βουτηγμένη μέσα στις πιο πικρές δυστυχίες πέρασε η ζωή της. Μια τέτοια ζωή ας χαθεί για χάρη του παιδιού της. Και με την καρδιά της ξεχειλισμένη από στοργή για το παιδί της, αποτραβιέται από το άγαλμα της θεάς και παραδίνεται στα χέρια του εχθρού της. Ας ζήσει ο γιος της κι ας πεθάνει αυτή. Παντού οι γονείς ζωή τους έχουν τη ζωή των παιδιών τους:
«...Όλοι οι άνθρωποι ζωή έχουν τα παιδιά τους...» (418-419).
Και τώρα κοντά στην ασπλαχνία θα εμφανιστεί άλλο χαρακτηριστικό του Μενέλαου, η απιστία. Με προσταγή του δένεται πισθάγκωνα η Ανδρομάχη (425). Και για να μη λείψει κι ο κυνισμός από το βασιλιά της Σπάρτης μπρος στους θεατές της αθηναϊκής τραγωδίας. «Σε γέλασα», της λέει (426 κ.ε.), «θάνατος σας περιμένει κι εσένα και το γιο σου!».
Έτσι κι ο Μενέλαος, ο βασιλιάς της Σπάρτης, με τις πράξεις του, αλλά και όλοι οι Σπαρτιάτες, με την κρίση (445-452) της αγανακτισμένης Ανδρομάχης για την παγίδα που της έστησε ο βασιλιάς της Σπάρτης, φορτώνονται όλα τα ελαττώματα που έδειξαν και άλλα που το αθηναϊκό μίσος βρήκε στους αντιπάλους από την αρχή και σε όλη τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου και που με μεγάλη προθυμία σπεύδει να τα διαλαλήσει με την τραγωδία αυτή ο Ευριπίδης στο πλήθος των θεατών που θα την παρακολουθήσουν. Πρέπει να γίνει γνωστό τι άνθρωποι κατοικούν εκεί κάτω στον Ευρώτα και να έχει το νου του ο καθένας. Έτσι ο Ευριπίδης δίνει το «παρών» του στη μεγάλη σύγκρουση που έχει η πατρίδα του με τη Σπάρτη.
Και για να ολοκληρωθεί η ψυχογραφία της γελασμένης με δόλο Ανδρομάχης, που δεν έχει τίποτα να ελπίζει από ένα σκληρό και πανούργο αντίπαλο, τον ταπεινώνει και ξεθυμαίνει με την υπόμνηση της φυγής του μπρος το κοντάρι του άντρα της του Έκτορα κι επειδή δε μπορεί να αμυνθεί με άλλον τρόπο, καταφεύγει στο όπλο των ανίσχυρων που τους πνίγει η αγανάκτηση: Δεν αποκλείεται να δυστυχήσει κάποτε κι αυτός:
«...Κι αν τώρα εγώ δυστυχώ, καθόλου μην αλαζονεύεσαι. Μπορεί να δυστυχήσεις κι εσύ».

ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (465-500): Όταν οι ακόλουθοι του Μενέλαου έσυραν την Ανδρομάχη στο παλάτι δεμένη πισθάγκωνα και όταν μπήκε μέσα, πίσω από αυτούς κι ο ίδιος, ο Χορός που μένει πια μόνος στην ορχήστρα, αποδοκιμάζει τον έρωτα του ενός ανδρός σε δυο γυναίκες. Είναι πηγή διχασμών και πολλών δεινών μέσα στο σπίτι (στροφή 1), όμοια με τους δυο τους βασιλιάδες σε μια χώρα, σαν τους δυο τους τεχνίτες τραγουδιών, που μισούνται μεταξύ τους αν συνθέσουν τραγούδι με το ίδιο θέμα (αντιστροφή 1). Μια κυρά χρειάζεται μέσα στο σπίτι, όχι δύο, όπως και στο τιμόνι ένας τιμονιέρης, όχι πολλοί (στροφή 2). Να, στο σπίτι του Νεοπτόλεμου, όπου υπάρχουν δυο κυράδες, η μια σχεδιάζει τον ανόσιο αφανισμό της άλλης και του παιδιού. Αλλά το κακό θα πληρωθεί (αντιστροφή 2), βεβαιώνει τελευταία ο Χορός, με την πεποίθηση των αγανακτισμένων για την αδικία που βλέπουν να γίνεται μπροστά στα μάτια τους.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (501-765): Το κακό φαίνεται τελικά ότι θα γίνει. Ο Μενέλαος και οι ακόλουθοί του βγάζουν την Ανδρομέδα από το παλάτι, με τα χέρια ματωμένα από το σφιχτό το δέσιμο, για να τη θανατώσουν. Μαζί της φέρνουν και το παιδί της. Θα το σφάξουν κι αυτό. Οι λυγμοί των μελλοθάνατων παίρνουν τη μορφή «κομμού» (θρήνου) σε μια λυρική δυωδία, καθώς άσπλαχνα και ανέκκλητα σέρνονται στο μαχαίρι του φονιά (501-536). Άσπλαχνος ο Μενέλαος, μόνο σκληρά λόγια έχει να πει (515-522). Φρόνιμος άνθρωπος είναι αδύνατο να αφήσει να ζήσουν τα παιδιά των εχθρών του. Και στη γενιά των εχθρών ανήκει η Ανδρομάχη και το παιδί της. Μάταια πέφτει μπροστά στα πόδια του το παιδί. Ο Μενέλαος ο ίδιος το λέει, ότι στην καρδιά δε διαφέρει από θαλασσόβραχο ή από άσπλαχνο κύμα (537-538). Και σέρνει το σπαθί του. Τώρα θα τους σφάξει και τους δυο, μάνα και παιδί. Τέλειωσε, θα πεθάνουν.
Μα την κρίσιμη στιγμή φτάνει ο Πηλέας (547). Η οργή συνταράσσει το γέρικο κορμί του. Παίρνει την Ανδρομάχη από τα χέρια των δημίων της. Της λύνει τα δεσμά. Τη γλυτώνει από το θάνατο κι αυτή και το παιδί της. Έτοιμος είναι σπάσει με το σκήπτρο του και το κεφάλι του Μενέλαου και με λόγια γεμάτα πικρία και χλευασμό του τα ψάλλει, που πολύ ευχάριστα θα τα άκουγαν Αθηναίοι και φίλοι τους, γιατί τα λόγια του δε χτυπούν μόνο το Μενέλαο, βρίσκουν και τους Σπαρτιάτες μισητούς εχθρούς της Αθήνας στον πόλεμο που είχε ανάψει πια για καλά, όταν γραφόταν η «Ανδρομάχη». Κι όταν ο Μενέλαος δηλώνει απροσδόκητα, ότι τώρα φεύγει γιατί κάποιος πόλεμος τον καλεί και ότι θα ξανάρθει αργότερα για να ρυθμίσει τα πράγματα με το Νεοπτόλεμο, ενώ μόλις τώρα είχε σύρει το σπαθί του για να κόψει κεφάλια, μια βοή χλεύης αναδύεται από το πλήθος των θεατών. Γελούν. Ο βασιλιάς της Σπάρτης[1] παρουσιάστηκε γελοίος: εύκολα αλλάζει γνώμη, εύκολα τραβάει το σπαθί του κι ακόμα πιο εύκολα, χωρίς καθόλου να το ματώσει, το ξαναβάζει στο θηκάρι, ο ψευτοπαλληκαράς!

ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (766-801): Ο Χορός, φέρνοντας στο νου του την αναπάντεχη σωτηρία της Ανδρομάχης και του παιδιού, βρίσκει ότι μεγάλη σημασία έχει στη ζωή η λαμπρή καταγωγή. Η αίγλη των προγόνων (υπαινιγμός στον Αχιλλέα) σώζει τους απογόνους (στροφή). Ύμνος του δικαίου είναι η αντιστροφή, πολύ επίκαιρα βαλμένος ύστερα από την επιβολή δικαιοσύνης στο προηγούμενο επεισόδιο από τον γέρο-Πηλέα, που εξυμνείται πια κι αυτός στην επωδό, αφού και τώρα στα γεράματά του δε ξέχασε την ορμή του παλιού μαχητή των Κενταύρων, του ατρόμητου Αργοναύτη και του γενναίου συμπολεμιστή του Ηρακλή και υπεράσπισε το δίκαιο.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (802-1008): Από εδώ μπαίνουμε στο δεύτερο μέρος του δράματος. Πλέκεται από στοιχεία των θρύλων του Νεοπτόλεμου, του Ορέστη, της Ερμιόνης και από το θρύλο για την τελευταία τύχη της Ανδρομάχης.
Μια σκλάβα, η γερόντισσα Τροφός (Βάγια) της Ερμιόνης, έντρομη βγαίνει από το παλάτι και αναγγέλλει στο Χορό ότι οι συμφορές έρχονται απανωτές στο παλάτι. Η Ερμιόνη, τώρα που με την αναχώρηση του πατέρα της απέμεινε πια μόνη στο παλάτι, τρέμοντας μη κακοπάθει από το Νεοπτόλεμο για τα όσα σχεδίασε να κάνει στην Ανδρομέδα και στο παιδί τους, θέλει να αυτοκτονήσει. Σκλάβοι φρουροί μόλις τη συγκρατούν.
Αλλά να, με λυμένα μαλλιά η Ερμιόνη (έτσι φαίνεται η θλίψη της) προβάλλει από το παλάτι. Την αβάσταχτη απελπισία και τον τρόμο της και τον πόθο της να μπορούσε να έφευγε με φτερά πουλιού ή με γοργοτάξιδο πλεούμενο σε ξένους τόπους μακριά από τα δεινά, που την περιμένουν εδώ στη Φθία με τον ερχομό του Νεοπτόλεμου, δείχνουν οι λυρικοί στίχοι του «κομμού» της (829 κ.ε.).
Ένας ξένος ορμά από την αριστερή πάροδο. Είναι ο Ορέστης. Περαστικός από τη Φθία στο ταξίδι του για τη Δωδώνη, έμαθε τα βάσανα της Ερμιόνης, πρώτης του ξαδέλφης και παλιάς του αρραβωνιαστικιάς. Αλλά δε θα την εγκαταλείψει στην κακοτυχία της. Την παίρνει και φεύγει. Είναι πονετικός συγγενής, θα την πάει στο πατρικό της. Όσο για το Νεοπτόλεμο, τη λέει, θα έρθει σε λίγο. Τον έχει μπλέξει σε παγίδα θανάτου. Ζωντανός από τους Δελφούς δε θα γυρίσει στη Φθία.

ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' (1009-1016): Όλα τα δεινά που μπρος στα μάτια των θεατών έχει εμφανίσει μέχρι τώρα η «Ανδρομάχη», πρωταρχική αιτία έχουν τον Τρωικό πόλεμο. Αυτή την πρωταρχική αιτία θυμάται ο Χορός σε τούτο το Χορικό, που δεν προέρχεται βέβαια από την ουσία των πραγμάτων της τραγωδίας και ούτε αντιλαλεί τις μεγάλες συγκινήσεις που προκάλεσε η πλοκή του έργου. Μερικά δεινά που χτύπησαν και τους Τρώες και τους Έλληνες ιστορούνται εδώ σε στίχους, που η ομορφιά τους μας αφήνει ζωηρή εντύπωση.[2]

ΕΞΟΔΟΣ (1047-1288): Έρχεται ο Πηλέας και βεβαιώνεται ότι αυτό που είχε μάθει στα Φάρσαλα είναι αληθινό: Η Ερμιόνη έφυγε με τον Ορέστη (1047-1062). Μαθαίνει ακόμα ότι στους Δελφούς έχει οργανωθεί από τον Ορέστη δολοφονία του Νεοπτόλεμου (1063-1065).
Ο γέρο-Πηλέας προστάζει να τρέξει ένας γρήγορα και να ειδοποιήσει τον εγγονό του στους Δελφούς για όλα (1066-1069). Αλλά είναι πια αργά. Ένας αγγελιοφόρος έρχεται από τους Δελφούς και αναγγέλλει ότι ο φόνος έγινε (1070-1165). Σε λίγο δούλοι φέρνουν με φορείο το λείψανο του σκοτωμένου (1166-1172).
Ερείπιο ψυχικό πια, ο Πηλέας πέφτει πάνω στο νεκρό και με ασυγκράτητα αναφιλητά τον αγκαλιάζει. Και ο θρήνος του (κομμός 1173 κ.ε.), πικρός λυγμός και γόος από τα στήθη γέρου, που με το θάνατο του εγγονού του βλέπει το σπίτι του ρημάδι, απλώνει τη συγκίνηση σε κύματα αλλεπάλληλα για την αθεράπευτη συμφορά, που παρηγοριά δεν έχει. Χίλιες φορές καλύτερα να είχε πεθάνει αυτός ο γέρος, λέει σιγά με συμπόνια η Κορυφαία (1208) για τον Πηλέα, που του κάκου του είχαν ευχηθεί καλή μοίρα οι θεοί (1218) και τώρα έρημος κι ολομόναχος θα τριγυρνάει σε παλάτια άδεια από ανθρώπους (1221). «Τώρα μπορεί να έρθει», φωνάζει ο γέρος, «η Νηρηίδα η Θέτη από τις σκοτεινές σπηλιές της να δει το άθλιο κατάντημά μου» (1222-1225).
Αλλά δεν άργησε να έρθει κι αυτή. Ανάερη παρουσιάζεται η Θέτη «από μηχανή» κι από εκεί ψηλά του φανερώνει τι πρέπει να γίνει (1231-1272). Ας σταματήσει πια η θλίψη του. Να πάει το νεκρό του Νεοπτόλεμου στους Δελφούς και να τον θάψει εκεί, κοντά στο βωμό του Απόλλωνα, για να είναι αιώνια μαρτυρία της αδικίας των Δελφών και του Ορέστη. Για την Ανδρομάχη ορίζει να πάρει άνδρα της τον Έλενο, μάντη και γιο του Πρίαμου και να κατοικήσει μαζί του στη Μολοσσία της Ηπείρου, όπου θα μεγαλώσει ο γιος της από το Νεοπτόλεμο και θα γίνει βασιλιάς και πρόγονος ευτυχισμένων βασιλιάδων, που θα διαδέχονται αιώνια ο ένας τον άλλο. «Κι εσύ», του λέει του Πηλέα, «απαλλάσσεσαι πια από τα ανθρώπινα βάσανα». Θα γίνει αθάνατος θεός και θα κατοικεί αιώνια μαζί της στα παλάτια του Νηρέα.
Ηρέμησε πια ο Πηλέας. Δε θα παραλείψει τίποτα από όσα του είπε η θεά.
Θαυμασμός για τις απροσδόκητες λύσεις που δίνουν οι θεοί στα ανθρώπινα πράγματα είναι τα λόγια της Κορυφαίας (1284-1288), καθώς ο Χορός αποχωρεί από την ορχήστρα.

Στην «Ανδρομάχη» συνενώνονται δυο μύθοι: ο μύθος του Νεοπτόλεμου και της Ερμιόνης κι ο μύθος της Ανδρομάχης. Αυστηρή ενότητα δεν έχει το έργο αυτό. Διαβάζοντας την «Ανδρομάχη» και φτάνοντας στο στίχο 765 νομίζουμε ότι τέλειωσε το έργο, που μέχρις εδώ παρουσίασε το κυνηγητό του Μενέλαου και της Ερμιόνης κατά της Ανδρομάχης και του παιδιού της και τη σωτηρία τους από τον Πηλέα. Κι όμως προστίθεται και δεύτερο μέρος, χαλαρά συνδεδεμένο με το πρώτο, που αναφέρεται στη μεταμέλεια της Ερμιόνης για τα κακά της σχέδια, στην εμφάνιση του Ορέστη που παίρνει την Ερμιόνη και φεύγει, στο θάνατο του Νεοπτόλεμου και στην τύχη της Ανδρομάχης μετά το θάνατο του Νεοπτόλεμου. Σε όλο το έργο όμως δε ξεχνάμε την Ανδρομάχη, που γύρω της, έστω και χαλαρά συνδεδεμένη με αυτή σε μερικά σημεία, πλέκεται όλη η ιστορία.
Η «Ανδρομάχη» όμως έχει θαυμάσια μέρη όπου απεικονίζονται πολύ ζωηρά και αφήνουν δυνατή εντύπωση ψυχικές καταστάσεις των προσώπων, όπως η ζηλοτυπία και το αδυσώπητο μίσος της Ερμιόνης, της ξιπασμένης για τα πατρικά της πλούτη, όπως και η απελπισία της όταν συλλογίστηκε μετά τι κακό πήγαινε να κάνει, που καθόλου δε θα της το συγχωρούσε ο Νεοπτόλεμος. Ο τύπος του τιποτένιου ανθρώπου, που πολύ κυνικά είναι άπιστος, ούτε ντρέπεται ούτε διστάζει να εξαντλήσει όλη τη σκληρότητά του σε μια γυναίκα και σ’ ένα παιδάκι, απεικονίζεται στο Μενέλαο, που, όταν παρουσιάστηκε ο γέρο-Πηλέας και του πήρε τα θύματα από τα χέρια του, έγινε και γελοίος με μια απροσδόκητη υποχώρηση. Η συγκινητική στοργή της Ανδρομάχης εκδηλώνεται σε λόγια για το παιδί της, λόγια αιώνιας αλήθειας και συγκινητικά, και στην απόφασή της να παραδοθεί στα χέρια των εχθρών της, για να ζήσει ο μοναχογιός της, όπως θα έκανε κάθε μάνα, που θα της πρότειναν το δίλημμα να ζήσει ή αυτή ή το παιδί της. Και πολύ φυσικά μετά, αφρίζοντας από οργή, ξεσπάει σε σαρκασμούς και σε βρισιές προς το Μενέλαο. Δεν είχε άλλα όπλα, καλή και η ταπείνωση που του κάνει. Τύπος παρμένος από τη ζωή ο Πηλέας, όπου πάντοτε οι παππούδες λαχταρούν για τα εγγόνια τους. Η οργή του για τον κίνδυνο του δισέγγονου του ξαναφέρνει όλη την ορμή που είχε, όταν ήταν νέος και παλληκάρι.
Και η οδύνη του πάνω στο λείψανο του μονάχου εγγονού του, του Νεοπτόλεμου, είναι η οδύνη κάθε παππού, που του παιδιού του το παιδί είναι δυο φορές παιδί του, και οδύνη του κάθε γέροντα που βλέπει να ρημάζει το σπίτι του. Γνώριμος ο τύπος της Τροφού και από άλλες τραγωδίες (τη Μήδεια, τον Ιππόλυτο), που όταν μεγαλώσει στα γόνατά της τη κόρη της κυράς της, την κάνει μετά κυρά της και συμμερίζεται τις θλίψεις της.

Λυρικός ποιητής ως τα βάθη της ψυχής του ο Ευριπίδης, δεν αντιστέκεται στον πειρασμό να απλώσει το λυρικό στοιχείο και στα πρόσωπα της τραγωδίας (Πηλέας, Ανδρομάχη, παιδί), που τα συναισθήματα και οι στοχασμοί τους πολλές φορές δηλώνονται με λυρικούς στίχους μονωδιών και αμοιβαίων ασμάτων παθητικούς και υπέροχους, όσο και τα απαράμιλλα χορικά του.Η τραγωδία του Ευριπίδη δεν έμεινε απαρατήρητη σε δυο μεγάλα κέντρα πολιτισμού, στη αρχαία Ρώμη και στο Παρίσι του 17ου αιώνα. Με πρότυπο την «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη, έγραψε ομώνυμη τραγωδία ο Κόιντος Έννιος (3ος π.Χ. αιώνας), ο πατέρας, όπως τον είπαν, της λατινικής λογοτεχνίας, που και σε άλλες τραγωδίες του (Medea, Hecuba, Iphigenia κλπ.) μιμήθηκε τον Ευριπίδη. Ο Ρακίνας, μελετητής και ζηλωτής του Ευριπίδη, στόλισε τα Γαλλικά Γράμματα με την πεντάπρακτη τραγωδία του «Ανδρομάχη», που τον ανέδειξε μεγάλο τραγικό ποιητή.

Υποσημειώσεις:
[1] Κανένας δε σκέφτηκε ότι η Δωρική Σπάρτη του Πελοποννησιακού πολέμου και της εποχής της τραγωδίας μας δεν έχει καμιά σχέση με το βασιλιά και τους άνδρες της Αχαϊκής Σπάρτης της εποχής του Μενέλαου. Πίστευαν, όπως φαίνεται από τον Πλάτωνα (Νόμοι 6-2 d), ότι οι Αχαιοί, που είχαν διωχθεί μετά τον Τρωικό πόλεμο, ξανακατέβηκαν στη Λακωνική και την ξαναπήραν με το όνομά τους αλλαγμένο σε Δωριείς.
[2] Πολύ χαλαρή σχέση του Χορικού με την υπόθεση του έργου βρίσκουμε και σε άλλες τραγωδίες του Ευριπίδη. Ο Αριστοτέλης (Ποιητικά 1456α) αποδοκιμάζει αυτή την παρεμβολή χορικών που συνδέονται χαλαρά με την τραγωδία: «και τον χορό δε ανάγκη να θεωρούμε... ότι είναι μόριο του όλου και ότι λαμβάνει μέρος στο δράμα, όχι όπως στον Ευριπίδη, αλλά όπως στο Σοφοκλή». Παρόμοια επικρίνουν τον Ευριπίδη και αρχαίοι φιλόλογοι.

15/11/09

Εισαγωγή στις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-201): Ο Πρόλογος διαιρείται σε δυο σκηνές: στην πρώτη έως το στίχο 87 και στη δεύτερη έως το στίχο 201.
Η πρώτη σκηνή είναι μονόλογος της γερόντισσας βασίλισσας Ιοκάστης, μάνας και γυναίκας του Οιδίποδα. Θλιμμένη βγαίνει από το βασιλικό παλάτι της Θήβας. Δεν έχει να θυμηθεί καμιά ευτυχία. Είναι η πιο δυστυχισμένη μάνα του πιο δυστυχισμένου ανθρώπου που γεννήθηκε στον κόσμο, του Οιδίποδα, που μοίρα σκληρή του είχε γράψει να γίνει φονιάς του πατέρα του και, όταν δοξαστεί σκοτώνοντας τη Σφίγγα, να πέσει στη μεγάλη ντροπή να παντρευτεί τη μάνα του.
Αλλά το κυνηγητό της άγριας μοίρας δε σταμάτησε. Ο Ετεοκλής κι ο Πολυνείκης, τα παιδιά τα γεννημένα από τον ανόσιο το γάμο, επιβαρημένα με την κατάρα του πατέρα τους, που δεν τον σεβάστηκαν καθόλου, αλλά τον έκλεισαν στο σπίτι, για να ξεχαστεί η ντροπή του, τώρα ήρθαν σε πόλεμο για τη μοιρασιά της κληρονομιάς.
Η μητρική όμως στοργή θα παλέψει. Η πικραμένη μάνα θα κοιτάξει να αλλάξει τη ροή των γεγονότων, που καθόρισε η κακή μοίρα του βασιλικού σπιτιού, που άγριοι αλάστορες[1] χρόνια τώρα το χτυπούν και το βυθίζουν από δυστυχία σε δυστυχία. Κάλεσε λοιπόν τον Πολυνείκη, που με στρατό πολιορκεί τη Θήβα, να συναντηθεί μπροστά της με τον αδελφό του τον Ετεοκλή και να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές. «Ας κάνει λοιπόν ο Δίας το θαύμα του από τα φωτεινά βάθη του ουρανού! Δώσε ομόνοια στα παιδιά μου, μη χτυπάς με δυστυχίες τον ίδιο πάντα άνθρωπο», φωνάζει η δυστυχισμένη βασίλισσα στους τελευταίους στίχους (84-87), που είναι και θερμή δέηση και πικρό παράπονο προς τον Δία για τη μεγάλη δυστυχία του σπιτιού της. Έτσι μέχρις εδώ μάθαμε τα έξω του δράματος. Η Ιοκάστη ξαναμπήκε στο παλάτι.
Στη δεύτερη σκηνή του προλόγου η προσοχή μας μετατοπίζεται από την πρόσοψη στο δώμα του παλατιού. Εκεί η Αντιγόνη με το γέρο-παιδαγωγό βγήκαν για να αγναντέψουν, όπως ο γέρο-Πρίαμος και η Ελένη στην «Τειχοσκοπία» της Ιλιάδας (Γ 161 κ.ε.), τον εχθρικό στρατό, που τον ζωγραφίζουμε τόσο ζωηρά στο νου μας με την κατάπληξη της βασιλοπούλας, την τόσο ταιριαστή σε μια κοπέλα (109-111):
«Ω! σεβάσμια κόρη της Λητώς, Εκάτη, χαλκοσκέπαστος όλος ο κάμπος αστράφτει».
Από επάνω από το δώμα δείχνει ο γέρος στην Αντιγόνη τους αρχηγούς του εχθρικού στρατού. Κάτω εκεί της δείχνει και τον αδελφό της τον Πολυνείκη. Τον βλέπει η Αντιγόνη και ξεσπάει ο πόνος και η λαχτάρα της για το διωγμένο από την πατρίδα αδελφό της σε μια κραυγή γεμάτη στοργή, που αποτελεί χτυπητή αντίθεση στο αδυσώπητο μίσος, που θα φέρει τα δυο αδέλφια της, τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή, στη φρικτή μονομαχία. Μας επιφυλάσσεται παρακάτω να δούμε στη συνάντηση των δύο αδελφών όλη τη λυσσαλέα έκρηξη της έχθρας και του μίσους που τους χωρίζουν και πιο μετά θα ακούσουμε από έναν μαντατοφόρο, που ήρθε από το πεδίο της μάχης, με πόση μανία χτύπησε ο ένας αδελφό τον άλλον. Τώρα, όμως, επάνω στο δώμα λάμπει η δύναμη και το μεγαλείο της αδελφικής αγάπης της Αντιγόνης, που ξεσπάει μαζί με στοργή και απερίφραστο θαυμασμό για τη λεβεντιά του αδελφού της του διωγμένου από την πατρίδα (163 κ.ε.): «Αχ, ας μπορούσα», φωνάζει, «σαν σύννεφο γοργοκίνητο να τρέξω προς τον αδελφό μου, που λάμπει σαν πρωινή αχτίδα του ήλιου μέσα στη χρυσή αρματωσιά του και να τον αγκαλιάσω!».

ΠΑΡΟΔΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ (202-260): Όταν κατέβηκε στο παλάτι από το δώμα η Αντιγόνη με το γέρο-παιδαγωγό, 15 νέες, που αποτελούν το Χορό της τραγωδίας, έρχονται στη σκηνή από τη δεξιά πάροδο. Είναι από τη Φοινίκη και γι’ αυτό ονομάζονται «Φοίνισσαι» (Φοινικίωτισσες), από τις οποίες πήρε και το όνομά της η τραγωδία. Τις στέλνουν από την Τύρο στο Δελφικό Μαντείο, για να αφιερωθούν στη λατρεία του Φοίβου. Ζωηρή η ανάμνηση των εντυπώσεων από το ταξίδι τους, επισημαίνει την εξαίσια συναυλία των πνοών του Ζέφυρου, που τις συνόδεψε πάνω στα πλάτη της θάλασσας. Και ασυγκράτητος σαν ελπίδα ευτυχίας τινάζεται ο πόθος τους να λούσουν τα πλούσια τους μαλλιά στα νερά της Κασταλίας, καθώς θα είναι αφοσιωμένες στην υπηρεσία του ναού του Δελφικού θεού.
Κλεισμένες μέσα στην πολιορκημένη πόλη και φοβισμένες από τους πολεμικούς αλαλαγμούς φέρνουν το νου τους στην εξαίσια ζωγραφιά της διπλής κορυφής του Παρνασσού, που καταυγάζεται από τις φλόγες των νυχτερινών βακχικών γιορτών. Και με την ψυχολογία των ανθρώπων που θέλουν να φύγουν από την κατάθλιψη των δεινών οραματίζονται το θαυμαστό κλήμα που σκιάζει την είσοδο της σπηλιάς του Διόνυσου, υψώνουν τα μάτια της ψυχής τους πάνω εκεί στις κορυφές των βουνών, απ’ όπου αγναντεύουν οι θεοί και στα φαράγγια των Δελφών, όπου ας είχαν την τύχη να βρίσκονταν και να χόρευαν εκεί μακριά από τους τωρινούς πολεμικούς κινδύνους.
Συγγενείς καθώς είναι των Θηβών, γιατί κατάγονται από κοινούς προγόνους, τους συμπονούν και φοβούνται την ανδρεία των Αργείων, αλλά και την πιθανότητα, μήπως οι θεοί βοηθήσουν τον αδικημένο Πολυνείκη και ο εχθρικός στρατός κυριεύσει τη Θήβα.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (261-637): Με τα τελευταία λόγια του Χορού προβάλλει από την αριστερή πάροδο ένα παλληκάρι με σπαθί στο χέρι. Προχωρεί ρίχνοντας γύρω του φοβισμένες ματιές. Φοβάται μη πέσει σε καμιά ενέδρα. Είναι ο Πολυνείκης, που έρχεται να συναντηθεί με τον αδελφό του, σύμφωνα με την απαίτηση της μάνας τους της Ιοκάστης, που ελπίζει να τους συμφιλιώσει.
«Τρέξε γρήγορα κυρά μου», φωνάζει στην Ιοκάστη ο Χορός, «τρέξε, ήρθε ο γιος σου!». Και τώρα μάνα και γιος συναντιούνται σε μια θαυμάσια σκηνή, κι έχουν να πουν πάρα πολλά. Η μάνα μιλάει για τη χαρά της, μέσα σε δάκρια και θερμούς εναγκαλισμούς, που ξαναβλέπει το εξόριστο παιδί της, και ο γιος με δύναμη θα ιστορίσει τις πίκρες, τα βάσανα και τους εξευτελισμούς που δοκιμάζει στην ξενιτειά ένας διωγμένος από την πατρίδα του. Η αδικία του αδελφού του τον αναγκάζει να στερηθεί την πατρίδα και - μάρτυρές του οι θεοί - αυτή η αδικία είναι που τον ανάγκασε να έρθει τώρα με ξένο στρατό για να αποχτήσει ξανά και να πάρει το δίκιο του από την πατρική κληρονομιά. Έλαμψαν εδώ τα συναισθήματα της μητρικής στοργής και στα λόγια του Πολυνείκη οι αγαπητές στους Έλληνες ιδέες, δηλαδή η αγάπη της πατρίδας και η απέχθεια της ξένης γης, που καταλήγει, για να στερεωθεί η συμπάθειά μας προς αυτόν, σε παράκληση στη μάνα του να τον συμφιλιώσει με τον αδελφό του.
Επάνω στη συνομιλία Ιοκάστης και Πολυνείκη έρχεται και ο Ετεοκλής, που, όπως αμέσως δηλώνει στη μάνα του, σαν πρώτη πινελιά στην προσωπογραφία του, μόνο για το χατίρι της παράτησε στη μέση την οργάνωση της άμυνας εκεί έξω στους πύργους του κάστρου. Άκαρπη στάθηκε η συνάντηση των δύο αδελφών μπροστά στη μάνα τους. Μάταια πάσχισε να συμφιλιώσει τα παιδιά της η Ιοκάστη. Άκαρδος, άρπαγας, αρχομανής, κυνικότατα συμφεροντολόγος ο Ετεοκλής, και για όλα αυτά τόσο ασυμπαθής, όσο συμπαθής προβάλει ο αδικημένος Πολυνείκης, δε δέχεται κανένα συμβιβασμό. Το σπαθί θα ξεδιαλύνει τη διαφορά. Τα δυο αδέλφια με ανίκητο μίσος στην καρδιά τους χωρίζονται αποφασισμένα να ξανασυναντηθούν αργότερα με το σπαθί στο χέρι. Έτσι τερματίζεται η συνάντηση των δύο αδελφών που ξετυλίγεται σε μια σκηνή, που είναι μια θαυμάσια καινοτομία του Ευριπίδη στις «Φοίνισσες» (Weil).

ΣΤΑΣΙΜΟ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ (638-689): Τους παλιούς τους θρύλους θυμάται ο Χορός εδώ για το χτίσιμο της Θήβας από τον Κάδμο πλάι στους χλοϊσμένους και βαθιά σκαμμένους κάμπους, όπου χύνουν τη δροσιά της τα τρεχούμενα και καθαρά νερά της Δίρκης. Τούτος ο τόπος αγιάστηκε με τη γέννηση ενός θεού, του Διόνυσου, του γιου της Θηβαίας Σεμέλης και του Δία. Με θεϊκή βοήθεια ήρθε και τον έκανε δικό του ο παλιός ο πρόγονος ο Κάδμος, που κρατάει από άλλον γιο του Δία, τον Έπαφο. Γι’ αυτό ο Χορός καταλήγει σε επίκληση προς το μακρινό πρόγονο, τον Έπαφο, να βοηθήσει την πόλη που κινδυνεύει και να φέρει μαζί του και τη Δήμητρα και την κόρη της την Περσεφόνη - προστάτισσες κι αυτές της Θήβας.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (590-783): Στη σκηνή έρχεται ξανά ο Ετεοκλής και στέλνει να φωνάξουν τον αδελφό της μάνας του, τον Κρέοντα. Έρχεται ο Κρέοντας και, πολύπειρος καθώς είναι, συμβουλεύει τον ανεψιό του, βασιλιά Ετεοκλή, πώς να οργανώσει την άμυνα. Αδιάλλακτος και γεμάτος λυσσαλέο μίσος για τον αδελφό του ο Ετεοκλής, έχει έναν ασίγαστο πόθο και μια ευχή: Να βρει αντίκρυ του τον αδελφό του Πολυνείκη, για να τον σκοτώσει με το χέρι του, που ήρθε - προσθέτει (756) με «ιερή» αγανάκτηση - να κυριεύσει την πατρίδα. Θα τον μισεί τον αδελφό του και πέρα από το θάνατο. Γι’ αυτό τώρα που θα πάει στη μάχη, απ’ όπου δεν ξέρει αν θα γυρίσει, αφήνει παραγγελία στον Κρέοντα, αν σκοτωθεί, κι αυτός κι ο Πολυνείκης, να μη θάψουν το λείψανο του αδελφού του. Έτσι στη στοργή της Αντιγόνης προς τον Πολυνείκη, που ο αναγνώστης είδε προηγουμένως, τώρα αντιτίθεται ένα φρικτό μίσος αδελφού προς αδελφό και γίνεται και κάτι άλλο εδώ: Αστραπιαία, όσο μας επιτρέπει η ροή της τραγωδίας να σταματάμε σε ατομικές εικασίες, έρχεται στο νου μας ότι, αν θελήσει ο Κρέοντας να μείνει πιστός στην εντολή του Ετεοκλή, θα είναι μεγάλη η σύγκρουσή του με την Αντιγόνη, που την ψυχή της τη φλογίζει διάπυρη αδελφική αγάπη.
Έχει και μια άλλη παραγγελία για τον Κρέοντα: Να συμβουλευθεί τον μάντη Τειρεσία για τη σωτηρία της χώρας από τον εχθρό που την πολιορκεί. «Έστειλα», του λέει, «το γιο σου τον Μενοικέα να σου τον φέρει εδώ». Έτσι προετοιμάζεται ο ερχομός του Τειρεσία στο Επεισόδιο Γ'.
Ο Ετεοκλής φοράει την πανοπλία του και φεύγει για τη μάχη με την απόφαση και την ελπίδα να σκοτώσει τον αδελφό του.

ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (784-833): Τη θλίψη του δηλώνει εδώ ο Χορός και το παράπονό του προς τον Άρη, το θεό του πολέμου, γιατί μανιασμένος έρχεται να σύρει τους Θηβαίους στον πολεμικό χορό. Η πικρή και μαύρη μοίρα του Οιδίποδα είναι η αρχή όλων αυτών των δεινών. Αυτή ξεσπάει τώρα στα παιδιά του και η δυστυχία διαδέχεται την παλιά ευτυχία και την λαμπρή δόξα της Θήβας.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (834-1018): Ο Μενοικέας, ο γιος του Κρέοντα, φέρνει τον μάντη Τειρεσία. Ο αλάθευτος μάντης βυθίζει τα μάτια της ψυχής του: στα τωρινά, στα μελλοντικά και στα περασμένα και λέει:
«Αίμα χρωστάει η Θήβα αχνιστό στη Γη. Στα παλιά τα χρόνια είχε σκοτώσει ο Κάδμος το γιο της το δράκοντα. Γι’ αυτό τώρα απόγονος του Κάδμου πρέπει να σφαχτεί επάνω στη σπηλιά εκείνου του δράκοντα. Έτσι θα σωθεί η Θήβα. Κι αυτός που πρέπει να σφαχτεί είναι ένας από τους γιους του Κρέοντα, ο Μενοικέας». Είπε τη μαντεία, ανάλγητος σαν τη Μοίρα, ο μάντης κι έφυγε.
Αλλά ο Κρέοντας με κανέναν τρόπο δε δέχεται να σφαχτεί ο γιος του.
«Φύγε γρήγορα», λέει στο γιο του. «Πήγαινε στο Δωδωναίο ιερό. Πάω να σου φέρω χρήματα για το μακρινό ταξίδι».
Ο Μενοικέας, όμως, είχε πάρει την απόφασή του: Προσποιείται ότι δέχεται το σχέδιο του πατέρα του, αλλά τρέχει να συμμορφωθεί με την εντολή του μάντη, για να σώσει την πατρίδα του.

ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (1019-1066): Την καταστροφή, που στα παλιά τα χρόνια είχε φέρει η Σφίγγα στη Θήβα και τη φρικτή δυστυχία του Οιδίποδα θρηνούν εδώ οι γυναίκες του Χορού (1019-1054). Και όπως επισύρει πάντοτε το θαυμασμό η ηρωική πράξη, επαινετικά λόγια θαυμασμού (1054 κ.ε.) έχει για το Μενοικέα ο Χορός, αφού δε δίστασε να θυσιάσει τη ζωή του για την πατρίδα. Κι ο θαυμασμός τους κορυφώνεται στην ευχή να γίνουν κι αυτές μανάδες τέτοιων θαυμάσιων παιδιών.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (1067-1283): Ένας μαντατοφόρος από το πεδίο της μάχης φέρνει στην Ιοκάστη την είδηση, ότι τα παιδιά της ετοιμάζονται να μονομαχήσουν. Τρομαγμένη η Ιοκάστη από τη φρικτή αυτή είδηση φωνάζει την Αντιγόνη από μέσα από το παλάτι και τρέχουν και οι δύο να εμποδίσουν τον αδελφικό σκοτωμό.

ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' (1284-1309): Φρίκη για τον αδελφικό σκοτωμό και συμπόνια για τη δυστυχισμένη μάνα νιώθει ο Χορός στο χορικό αυτό, που το σταματάει, καθώς βλέπει να έρχεται θλιμμένος ο Κρέοντας.

ΕΞΟΔΟΣ (1310-1766): Ο Κρέοντας φέρνει με θρήνους το λείψανο του Μενοικέα, για να το παραδώσει στην αδελφή του την Ιοκάστη να το λούσει και να το νεκροστολίσει. Δεν ξέρει ο Κρέοντας τίποτα για τη μονομαχία των δύο αδελφών και ούτε ότι η Ιοκάστη έχει φύγει από το παλάτι για να προλάβει το κακό.
Αλλά να, ο μαντατοφόρος έρχεται και λέει την τριπλή συμφορά: Σκοτώθηκαν τα δυο αδέλφια και η Ιοκάστη αυτοκτόνησε.
Μια νεκρική πομπή φέρνει τους τρεις νεκρούς. Την οδηγεί η Αντιγόνη θρηνώντας τις συμφορές του πατρικού της σπιτιού. Ακούει από μέσα από το παλάτι το θρήνο της ο Οιδίποδας και βγαίνει να ρωτήσει τι γίνεται. Και μαθαίνει από την κόρη του ότι δεν ζουν πια ούτε η Ιοκάστη ούτε τα παιδιά του. Τώρα στο θρήνο της κόρης προσθέτει και το δικό του. Και έτσι έχουμε τον «κομμό» Αντιγόνης και Οιδίποδα (1485-1624).
«Σταματήστε τους θρήνους», φωνάζει ο Κρέοντας, βασιλιάς πια μετά το θάνατο του Ετεοκλή, και προστάζει τον Οιδίποδα να φύγει από τη Θήβα. Δεν τον μισεί καθόλου, μόνο φοβάται μήπως βλάψει ο κακός του δαίμονας την πόλη. Με κλάμα για τη μοίρα του απαντάει ο Οιδίποδας: Σκληρή του στάθηκε σε όλη τη ζωή του μέχρι τώρα που τον διώχνουν από την πατρίδα τυφλό και αβοήθητο.
Αλλά βασιλιάς πια ο Κρέοντας δεν έχει καιρό για χάσιμο με τους θρήνους του Οιδίποδα. Γι’ αυτό προχωράει σε άλλη διαταγή: Να θάψουν τον Ετεοκλή και να πετάξουν μακριά από το θηβαϊκό τόπο τον Πολυνείκη, και ορίζει θάνατο στον παραβάτη της διαταγής του. Έχει και για την Αντιγόνη μια διαταγή: Να αφήσει τους νεκρούς και κλεισμένη στο παλάτι να περιμένει τη μέρα του γάμου της με το γιο του τον Αίμονα.
Αλλά η Αντιγόνη βεβαιώνει ότι δε θέλει να παντρευτεί. Θα τον σκοτώσει, σαν τις παλιές Δαναΐδες, τον άντρα που θα της δώσουν. Με το ζόρι δεν παντρεύεται. Άλλα έργα την περιμένουν. Θα θάψει τον αδελφό της και θα γίνει οδηγός στην εξορία του τυφλού πατέρα της, που θυμάται ότι παλιός χρησμός του Φοίβου του όρισε τον ιερό Ίππιο Κολωνό στην Αθήνα για τελευταία του κατοικία και για τόπο της ταφής του.
Τον παίρνει από το χέρι η Αντιγόνη και, καθώς αργοδιαβαίνει το θλιβερό ζευγάρι για να πάει σε ξένους τόπους, ξεσπάει ένας λυγμός από τα στήθη του Οιδίποδα, που μια σκληρή Μοίρα τον έριξε από το ύψος του μεγαλείου του στα πιο σκοτεινά βάθη της πιο φριχτής συμφοράς.
Αλλά η εγκαρτέρηση, η υπομονή και η υποταγή στο θέλημα των θεών ξανάρχονται στην καρδιά του: «Θνητός είμαι», λέει, «κι ό,τι ορίζουν οι θεοί πρέπει να το δέχομαι. Μάταιοι και ανώφελοι είναι οι θρήνοι».

Στις «Φοίνισσες» (ίσως το 410 π.Χ.) ο Ευριπίδης συνδυάζει σε μια ευρεία σύνθεση, με ποικιλία προσώπων και γεγονότων, με πλούτο συγκινητικών επεισοδίων, με πολύ ωραίες σκηνές, με παθητικότητα και με χτυπητή λαμπρότητα, το περιεχόμενο των «Επτά επί Θήβας» (467 π.Χ.), της «Αντιγόνης» (440 π.Χ.), του «Οιδίποδα Τυράννου» (425 π.Χ.) και έναν αττικό μύθο για τον ερχομό του Οιδίποδα στον Κολωνό, που αργότερα (406 π.Χ.) κι ο Σοφοκλής, γέρος πια, τον δραματοποίησε στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ».
Τραβάει βέβαια η πορεία της τραγωδίας προς τη μονομαχία των δύο παιδιών του Οιδίποδα, αλλά η ποικιλία των προσώπων, η αφθονία των γεγονότων των πλεγμένων στις «Φοίνισσες» φαίνονται σαν να φέρουν διάσπαση στην εσωτερική ενότητα του έργου. Γι’ αυτό και ο Patin έκρινε ότι δεν είναι εύκολο να βρεθεί με ακρίβεια η υπόθεση των «Φοινισσών». Το μίσος των δύο αδελφών και η θανάσιμη μονομαχία τους, αλλά και η καταστροφή του θηβαϊκού βασιλικού οίκου από τη μια, και από την άλλη ο κίνδυνος της Θήβας από τους Αργείους που την πολιορκούν κι η αυτοθυσία του Μενοικέα για την πατρίδα και η νίκη των Θηβαίων, μας δίνουν την εντύπωση ότι προβάλλουν μπροστά μας δυο παράλληλες, όχι βέβαια άσχετες τραγωδίες, που πότε σμίγουν και πότε οδεύουν σε παράλληλη πορεία, ώσπου επέρχεται η λύση, διπλή κι αυτή, όπως διπλή ήταν και η πορεία της τραγωδίας: Νίκη κατά των Αργείων, θλίψη για τον αλληλοσκοτωμό των δύο αδελφών. Γι’ αυτό και είναι εύστοχη η κρίση του μαντατοφόρου, που ήρθε από το μέτωπο (1478-79):
«Έτσι για τη χώρα, άλλοι αγώνες είχαν τέλος παρά πολύ καλό κι άλλοι πάρα πολύ κακό».
Αλλά οι θρήνοι της Αντιγόνης για το θάνατο των αδελφών της και της μάνας της κι ο αντίλαλος του Οιδίποδα στους θρήνους της κόρης του (1485-1580), δεν αφήνουν να ακουστεί κανένα επινίκιο τραγούδι για τη σωτηρία της Θήβας. Απόλυτα κυριαρχικό απλώνεται το κλάμα της Αντιγόνης και του Οιδίποδα για τους νεκρούς, που κείτονται μπροστά τους, και για τα νέα δεινά που προσμένουν τον άμοιρο τυφλό γέροντα, γιατί δεινό είναι να φύγεις από την πατρίδα σου.

Σφιχτοδεμένη ενότητα ίσως να μην υπάρχει στο δράμα αυτό που η αρχαία «Υπόθεση» το βρίσκει «παραπληρωματικό», δηλαδή παραγεμισμένο με πιο πολλές σκηνές, όπως το ανέβασμα της Αντιγόνης στο δώμα, ο ερχομός του Πολυνείκη στη Θήβα κι η εξορία του Οιδίποδα. Εδώ ο Ευριπίδης μάζεψε όλα τα θλιβερά επεισόδια του θηβαϊκού μύθου για τον Οιδίποδα και το σπίτι του κι όλες τις βίαιες σκηνές που θα μπορούσαν να του χρησιμέψουν για να δώσει δραματικότητα και παθητικότητα στην τραγωδία του. Και το πέτυχε μέσα στο δράμα αυτό με το πλήθος των προσώπων, που με τα συναισθήματά τους, συναισθήματα ζωντανών ανθρώπων, καθώς παρελαύνουν σε σκηνές εξαιρετικής ομορφιάς στην πλατειά δραματική εξέλιξη, μας δίνουν πολλαπλές εντυπώσεις. Αυτό είναι και η πλούσια αποζημίωση που καταβάλλει ο ποιητής για τη χαλαρή σύνδεση του δράματος, που τόσο αγαπήθηκε και στην αρχαιότητα και στο Βυζάντιο και στους νεώτερους χρόνους.
Τη δημοτικότητα του έργου στην αρχαιότητα δείχνουν τα πολλά αρχαία σχόλια και τα συχνά ανεβάσματα στη σκηνή.[2] Στο Βυζάντιο το είχαν σχολικό βιβλίο. Πλήθος είναι οι μεταφράσεις που έγιναν στα νεώτερα χρόνια στα Λατινικά και σε νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Ας αναφερθούν εδώ μόνο δύο: Ο Ολλανδός Ουμανιστής και ιδρυτής της Επιστήμης του Διεθνούς Δικαίου, Grotius, που τον είπαν «το θαύμα της εποχής του», τύπωσε στο Παρίσι το 1630 λατινική μετάφραση των «Φοινισσών» και ο Schiller μετάφρασε έμμετρα στη γερμανική γλώσσα μέρη της τραγωδίας και μιμήθηκε στο δράμα του «Η νύμφη της Μεσσήνης» την προσπάθεια της Ιοκάστης στις «Φοίνισσες» να συμφιλιώσει τα παιδιά της.
Για το πότε ανέβηκαν στη σκηνή (διδάχθηκαν) οι «Φοίνισσες», δε συμφωνούν οι φιλόλογοι. Κατά τον Αριστοφάνη το Βυζάντιο, ήταν το τρίτο δράμα της τριλογίας «Οινόμαος» - «Χρύσιππος» (χάθηκαν και τα δυο) – «Φοίνισσαι».

[1] Αλάστορες είναι οι θεότητες που τιμωρούν τα εγκλήματα.
[2] Αυτό είναι και το κακό του αποτέλεσμα: Οι ηθοποιοί έκαναν στο κείμενο πολλές αλλοιώσεις.

9/11/09

Εισαγωγή στην «Εκάβη» του Ευριπίδη

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-97): Μπροστά στη σκηνή του Αγαμέμνονα, του αρχηγού των Αχαιών, που, γυρνώντας από το Ίλιο στην πατρίδα, έχουν στρατοπεδεύσει σε μια ακρογιαλιά στη Θρακική χερσόνησο, παρουσιάζεται, χαράματα ακόμα, μετέωρο ένα φάντασμα νεκρού και μιλάει: Είναι ο Πολύδωρος, ο πιο μικρός από τους γιους του Πρίαμου και της Εκάβης. Για να τον φυλάξει από τους κινδύνους του πολέμου τον είχε εμπιστευθεί με πολύ χρυσάφι ο πατέρας του εδώ στη Θρακική χερσόνησο στο βασιλιά Πολυμήστορα. Μα το Ίλιο έπεσε, οι Αχαιοί έσφαξαν τον Πρίαμο και ο Πολυμήστορας, πατώντας και όρκο και φιλία, σκοτώνει τον Πολύδωρο για να του πάρει τους θησαυρούς και το λείψανό του το πετάει στη θάλασσα.
Αλλά της χαροκαμένης της μάνας του, της γερόντισσας Εκάβης, δεν πράυνε ακόμα η μοίρα. Ο Αχιλλέας, ο φονιάς του Έκτορα και τόσων άλλων παιδιών της στις μάχες κάτω από το κάστρα του Ίλιου, δε χόρτασε ακόμα. Θέλει να πιεί το αίμα της Πολυξένης, της κόρης του Πρίαμου, που βρίσκεται πια σκλάβα στα χέρια των Αχαιών. Γι’ αυτό πρόβαλε επάνω από τον τάφο του και ζήτησε από τους Αχαιούς να του την προσφέρουν γλυκό στον τάφο του σφαχτάρι και χάρισμα τιμητικό.
Θα τη σφάξουν βέβαια οι Αχαιοί - δηλώνει το φάντασμα - και ύστερα θα την παραδώσουν στη μάνα της την Εκάβη, για να τη θάψει. Και η Τρωαδίτισσα που θα σταλεί από την Εκάβη στη θάλασσα να φέρει νερό, για να πλύνουν το λείψανο της Πολυξένης, θα βρει στην ακροθαλασσιά και το λείψανο του Πολύδωρου. Κι έτσι η δόλια η Εκάβη θα θάψει σήμερα - λέει το φάντασμα του Πολύδωρα - δυο παιδιά της, αυτόν και την Πολυξένη.
Την ώρα που ακούγονται αυτά τα τελευταία λόγια, κάποιος βγαίνει από τη σκηνή του Αγαμέμνονα. Είναι η Εκάβη. Ακουμπάει στο ραβδί της και καθώς δυσκολεύεται να περπατήσει την κρατούν σκλάβες Τρωαδίτισσες από δεξιά και αριστερά για να μη πέσει κάτω.
Δεν ξέρει τίποτα για το γιο της τον Πολύδωρο. Τον θεωρεί ακόμα ζωντανό στο σπίτι του Πολυμήστορα. Αλλά ένα όνειρο ήρθε τούτη τη νύχτα και της έφερε μεγάλη αγωνία. Είδε στον ύπνο της ότι ένας λύκος της άρπαξε μια ελαφίνα μέσα από την αγκαλιά της. Μήπως αυτό το όνειρο είναι για το γιο της τον Πολύδωρο; - αναρωτιέται έντρομη η Εκάβη. Μήπως είναι για την κόρη της, την Πολυξένη;
Αλλά την τρομάζει και κάτι άλλο: Η απαίτηση του Αχιλλέα να του χαρίσουν στον τάφο του μια από τις πολύπαθες Τρωαδίτισσες. «Μακριά και τούτο το κακό από την κόρη μου την Πολυξένη», ικετεύει του θεούς, γεμάτη ανησυχία και αγωνία η πριν ευτυχισμένη και τώρα βυθισμένη στη δυστυχία της σκλαβιάς και χαροκαμένη βασίλισσα του Ίλιου.

ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (98-153): Αυτό όμως που φοβόταν η Εκάβη και παρακαλούσε τους θεούς να μη γίνει στην κόρη της, δε θα το αποφύγει. Δεκαπέντε Τρωαδίτισσες, που αποτελούν το Χορό της τραγωδίας, έρχονται από τη δεξιά πάροδο και η κορυφαία του Χορού της αναγγέλλει ότι οι Αχαιοί πήραν μια φοβερή απόφαση: Θα σφάξουν την Πολυξένη πάνω στον τάφο του Αχιλλέα. Ναι, σε λίγο θα έρθει ο Οδυσσέας να της την πάρει μέσα από την αγκαλιά της.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (154-443): Μπροστά σ’ αυτό το φρικτό άγγελμα τι λόγια έπρεπε να ειπωθούν; Μονάχα «ο κομμός», όπως έλεγαν το θρήνο πάνω στη σκηνή, η γλώσσα των θλιβερών συναισθημάτων, θα μπορέσει να δείξει τον πόνο της μάνας που σε λίγο θα της αρπάξουν αλύπητα την κόρη για το μαχαίρι του θύτη. Η Εκάβη κλαίει (154-194) την αβάσταχτη δυστυχία της, την ερημιά της, που έχασε γέροντα και παιδιά, την εγκατάλειψή της από όλους τους θεούς, και απελπισμένη κράζει με φωνή σπαρακτική την Πολυξένη να βγει να ακούσει το φρικτό που σχεδιάσανε οι Αχαιοί.
Τρομαγμένη από την κραυγή της μάνας της η Πολυξένη πετιέται έξω από τη σκηνή και μαθαίνει τι την περιμένει. Αλλά το περίεργο είναι ότι δεν κλαίει για το δικό της θάνατο, γιατί έτσι που κατάντησε δεν τη θέλει τη ζωή η υπερήφανη, ευγενική παρθένα, αλλά τη μάνα της κλαίει (197-215) που σε λίγο θα της αρπάξουν την κόρη, για να την στείλουν στο σκοτάδι του Άδη. Και μάνα και κόρη πέφτουν με λυγμούς η μία στην αγκαλιά της άλλης.
Έρχεται βιαστικός ο Οδυσσέας και ανακοινώνει την απόφαση των Αχαιών να σφαχτεί στον τάφο του Αχιλλέα η Πολυξένη. Μάταια τον ικετεύει η Εκάβη και, όταν έμεινε αμετάπειστος, μάταια πάλι του θυμίζει ότι δεν έμεινε ασυγκίνητη στις ικεσίες του και τον έσωσε, όταν είχε μπει κατάσκοπος στο Ίλιο. Ναι, δεν έμεινε ασυγκίνητη, ο Οδυσσέας το παραδέχεται κι αυτός και με κυνικότητα προσθέτει, ότι πολλά σοφίστηκε και της είπε, για να γλυτώσει από το θάνατο.
Αλλά δεν μπορεί να μη θυσιαστεί η Πολυξένη. Είναι απαίτηση του πρώτου ήρωα, του Αχιλλέα, που τη σέβονται απόλυτα οι Αχαιοί. Ήρθε να πάρει την Πολυξένη και θα την πάρει, δηλώνει ανάλγητα και απερίφραστα, όργανο των πολλών τώρα αυτός, που δεμένος στο πλέγμα των πολιτικών και κοινωνικών περιπλοκών και εξαρτήσεων, όπως και στις «Τρωάδες» ο ίδιος πάλι, όπως και ο Αγαμέμνονας στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», δεν μπορεί, αλλά ούτε και του επιτρέπεται να νιώθει κανένα οίκτο.
Η Εκάβη στρέφεται τώρα στην κόρη της: Ας τον παρακαλέσει και αυτή. Αλλά η Πολυξένη έχει πάρει την απόφασή της. Δε θέλει να ζήσει στη σκλαβιά και στους εξευτελισμούς της. Χίλιες φορές προτιμότερος ο θάνατος.
«Σκοτώστε με εμένα», φωνάζει απελπισμένη η Εκάβη, «εγώ γέννησα τον Πάρη, που σκότωσε τον Αχιλλέα». Και όταν δε δέχτηκε την προσφορά της ο Οδυσσέας, «Σκοτώστε με κι εμένα», ξαναφωνάζει η Εκάβη, «για να χορτάσει ο νεκρός με το αίμα και των δυο μας» και σφίγγει στην αγκαλιά της την κόρη της.
Αλλά η Πολυξένη δεν αλλάζει γνώμη. Όταν έσφιξε τη μάνα της για τελευταία φορά στην αγκαλιά της, άφοβη βαδίζει προς το θάνατο, που λυτρωτής θα την προφυλάξει από τις πίκρες και τους εξευτελισμούς της σκλαβωμένης γυναίκας.
Η Εκάβη λιποθυμάει.

ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (444-483): Τώρα που θα θυσιαστεί η Πολυξένη, το θαλασσινό αεράκι θα φέρει τα καράβια των Αχαιών στην πατρίδα. Γι’ αυτό οι ανυπεράσπιστες στα χέρια των Αχαιών γυναίκες του Χορού εκφράζουν την αγωνία τους για την πικρή ζωή της σκλαβιάς. Που τις περιμένει, σε αλλεπάλληλα ερωτήματα για τον τόπο που θα τις φέρει το ταξίδι πάνω στα κύματα.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (484-628): Έρχεται ο αγγελιαφόρος των Αχαιών, Ταλθύβιος και, συγκινημένος από την αστάθεια της ανθρώπινης ευτυχίας, που τη βλέπει τώρα ενσαρκωμένη στην πριν ευτυχισμένη βασίλισσα του Ίλιου, καλεί με λόγια συμπόνιας την Εκάβη να βγει από το βάθος της λιποθυμίας και να σταθεί στα πόδια της.
Για μια στιγμή φαντάστηκε η Εκάβη ότι ο Ταλθύβιος ήρθε να την πάρει κι αυτήν, για να την οδηγήσει στον τάφο του Αχιλλέα, και ότι εκεί την προσμένει λυτρωτικό το μαχαίρι του θύτη. Γι’ αυτό βρήκε τη δύναμη και τινάχτηκε στα πόδια της όρθια και τον παρακαλεί να την οδηγήσει μια ώρα νωρίτερα στον τόπο της σφαγής:
«Τρέχουμε, μην αργούμε! Δείχνε μου το δρόμο, γέρο» (507).
Αλλά ο Ταλθύβιος δεν ήρθε γι’ αυτό. Την καλεί να φροντίσει για την ταφή της κόρης της, που έχει πια σφαχτεί.
Ο καθένας θέλει να μην είναι άγριες οι τελευταίες στιγμές των αγαπημένων του προσώπων και γι’ αυτό η Εκάβη του ζητάει πληροφορίες: «Της δείχνατε συμπόνια; Ή τη σφάξατε σκληρόψυχα;» Κι εκείνος της εξιστορεί τις τελευταίες στιγμές της κοπέλας, που όλος ο στρατός των Αχαιών τη θαύμασε, γιατί άφοβα, με αξιοπρέπεια και γεμάτη αυτοσεβασμό αντίκρισε το θάνατο.
Αυτό το φέρσιμο της Πολυξένης την ώρα της σφαγής της είναι για την πικραμένη μάνα της ένα ξαλάφρωμα του πόνου. Και λέει:
«Όμως από το βαρύ πάλι το στεναγμό με ελάφρωσες, όταν έμαθα ότι στάθηκε ατρόμητη» (590-91).
Γιατί δε γεννήθηκε ακόμα γονιός, που δε θα ήθελε να ξεχωρίσουν μέσα στον κόσμο τα παιδιά του.
Τώρα την Εκάβη καλεί άλλο καθήκον, όχι ασυνήθιστο γι’ αυτήν: Πρέπει να θάψει τη σφαγμένη της κόρη. Παραγγέλλει λοιπόν με τον Ταλθύβιο στους Αχαιούς να μην αγγίξει κανένας την Πολυξένη της και στέλνει μια Τρωαδίτισσα να φέρει νερό από τη θάλασσα για το στερνό λουτρό της νεκρής.

ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (629-656): Δάκρυα και συμφορές έφερε και στην Τροία και στην Ελλάδα ο παράφορος έρωτας του Πάρη, λέει σ’ αυτό το Στάσιμο ο Χορός, ύστερα από τη θλιβερή ιστορία που άκουσε από τον Ταλθύβιο για την ανείπωτη συμφορά που βρήκε την Εκάβη.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (657-904): Έρχεται η Τρωαδίτισσα που είχε πάει να φέρει νερό από τη θάλασσα για να πλυθεί το λείψανο της Πολυξένης. Φέρνει τυλιγμένο το κορμί του Πολύδωρου, που το βρήκε στην ακρογιαλιά, όπου το είχαν βγάλει τα κύματα της θάλασσας και με φωνές και κλάματα το δείχνει στην Εκάβη.
Η Εκάβη μαντεύει ποιος είναι ο φονιάς του παιδιού της. Κι ενώ απελπισμένη θρηνεί πάνω στο κορμί του Πολύδωρου, έρχεται ο Αγαμέμνονας. Τώρα όλη η ψυχή της είναι δοσμένη στο πώς θα μπορέσει να πάρει τον Αγαμέμνονα βοηθό στην εκδίκησή της, γιατί το αποφάσισε πια: Θα εκτελέσει το χρέος της, θα εκδικηθεί.
Πέφτει, λοιπόν, στα πόδια του Αγαμέμνονα και τον παρακαλεί να τιμωρήσει τον Πολυμήστορα. Ο αρχηγός όμως των Αχαιών φαίνεται να διστάζει και σε μια σκηνή, που με μια του κίνηση δείχνει ότι θέλει να απαλλαγεί από τα ενοχλητικά παρακάλια της δυστυχισμένης βασίλισσας, εκείνη που έχει κατρακυλήσει πια στα πιο σκοτεινά βάθη της συμφοράς, δε θα διστάσει να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να πείσει το δυνατό βασιλιά να τη βοηθήσει στην εκδίκηση που σχεδιάζει. Το είπε και πιο πριν (756-7): Όλος της ο πόθος είναι να τιμωρήσει τον κακούργο. Αλλά από πουθενά δεν έχει να περιμένει βοήθεια. Χάθηκαν και τα παιδιά της, χάθηκε και η πατρίδα. Ας καταφύγει λοιπόν στην Αφροδίτη, δεν είναι καιρός για αξιοπρέπειες.
Την κόρη της την Κασσάνδρα, την αδελφή του Πολύδωρα, τη χαίρεται στο κρεβάτι του ο Αγαμέμνονας. Να, λοιπόν, μια ευκαιρία να δείξει ο τρανός βασιλιάς ότι για τις γλυκές τις νύχτες που του χαρίζει η Κασσάνδρα, έχει κάποιο χατίρι και η μάνα της, η άμοιρη Εκάβη. Ας τη βοηθήσει και για έναν άλλο ακόμα λόγο: Δεν επιτρέπεται στον καλό να αδιαφορεί για τα κακά που γίνονται, πρέπει να τα καταπολεμεί και παντού και πάντα χρέος του είναι να κάνει κακό στον κακό (844-45).
Τέλος, με όλους τους δισταγμούς του ο Αγαμέμνονας και με όλους τους φόβους του, μήπως παρεξηγηθεί από το στρατό, αποφασίζει να τηρήσει φιλική ουδετερότητα σε όσα πρόκειται να κάνει η Εκάβη στο φονιά του παιδιού της. Στο μεταξύ έφυγε μια Τρωαδίτισσα για να καλέσει τον Πολυμήστορα να έρθει να ανταμώσει την Εκάβη μαζί με τα δυο παιδιά του. Πρέπει να ακούσουν κι εκείνα το σπουδαίο μυστικό που η Εκάβη θα φανερώσει στον πατέρα τους.

ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (905-951): Ο Χορός, για να καλύψει το κενό ώσπου να έρθει ο Πολυμήστορας, θυμάται στο Στάσιμο αυτό εκείνη τη φρικτή νύχτα, που αντήχησαν μες στην πόλη οι άγριες πολεμικές κραυγές των Αχαιών, που αφού σκότωσαν τους άνδρες και κάψανε το Ίλιο παίρνουν τώρα με τα καΐκια σκλάβες στην Ελλάδα τις γυναίκες. Γι’ αυτό καταριούνται κι αυτές να μη φτάσει στο πατρικό της η Ελένη. Αυτή είναι η αιτία όλου αυτού του κακού.

ΕΞΟΔΟΣ (952-1295): Ο Πολυμήστορας, ο φονιάς του Πολύδωρου, έφτασε με τα δυο παιδιά του. Πώς θα αργούσε αυτός στο κάλεσμα φιλικού προσώπου; Μήπως δε θυμάται τη φιλιά που τον έδενε με τον ταλαίπωρο τον Πρίαμο; Γι’ αυτό δέρνεται και χτυπιέται και με φωνή υποκριτικά σπασμένη από τους τάχα ασυγκράτητους λυγμούς φωνάζει τους δύο αγαπημένους του, Πρίαμο και Εκάβη:
«Ω Πρίαμε, πιο αγαπημένε μου άνθρωπε, κι εσύ αγαπημένη Εκάβη» (952).
Και κλαίει και για την καταστροφή του Ίλιου και για την Πολυξένη. Τέτοια είναι, λέει, η μοίρα των ανθρώπων. Αβέβαιη και η δόξα του ευτυχισμένου, αβέβαιη και η ελπίδα του δυστυχισμένου, που κάποτε θα ευτυχήσει. Έλειπε μακριά από τα σύνορα και δεν ήξερε τίποτα. Τώρα που έλαβε το κάλεσμά της, να έφτασε.
Γεμάτη αηδία η Εκάβη μπροστά σε μια τέτοια σιχαμερή υποκρισία δε χάνει την ψυχραιμία της: Αν δε μπορεί να τον κοιτάξει κατάματα, τούτο γίνεται - βεβαιώνει - γιατί τον ντρέπεται που τη βλέπει τώρα τόσο ξεπεσμένη από την αρχοντιά της και γιατί τέτοιος είναι ο νόμος, να μη κοιτάνε οι γυναίκες κατάματα τους άνδρες.
Ακολουθεί ένας διάλογος Εκάβης και Πολυμήστορα, όπου ο ποιητής τραβάει ως τις τελευταίες της γραμμές την απεικόνιση του χαρακτήρα του Πολυμήστορα, που είναι ένας πολύ κυνικός υποκριτής, ψεύτης και αχόρταγος πλεονέκτης.
Υποκριτής, όταν βεβαιώνει τη μάνα του παιδιού, που με τα χέρια του το σκότωσε, ότι είναι πρόθυμος να τη βοηθήσει και ότι ο γιος της ζει κοντά του ευτυχισμένος. Και τόσο πλεονέκτης, που χάνει την ξαστεριά του μυαλού και ανυπόμονα ζητάει να μάθει πού είναι κρυμμένοι οι θησαυροί του Πρίαμου και απροστάτευτος από σωματοφύλακες βαδίζει προς το εσωτερικό της σκηνής, όπου η αδικημένη μάνα με την τιμωρία που του επιβάλει, θα φέρει στο νου μας τη λυσσαλέα φράση που είχε πει στον Πρίαμο για τον Αχιλλέα, τον άλλο φονιά του άλλου παιδιού της, του Έκτορα: «Ας μπορούσα κολλημένη πάνω του να του φάω το συκώτι» (Ιλιάδα Ω 212).
Τώρα που μπήκε στη σκηνή ο Πολυμήστορας, είναι βέβαιος ο Χορός ότι θα τον βρει εκεί μέσα η τιμωρία που του αξίζει. Και δεν άργησε. Ένα άγριο ουρλιαχτό ακούγεται. Οι Τρωαδίτισσες τυφλώνουν το φονιά και του σκοτώνουν και τα δυο παιδιά του. Ικανοποιημένη προβάλει από μέσα η Εκάβη. Πόσο έχει μεταμορφωθεί! Δεν έχουμε πια μπροστά μας ένα ανθρώπινο ράκος. Τη ζωντάνεψε η χαρά που της έδωσε η εκδίκηση. Με στητό το κορμί της και με φωνή που δείχνει την αγαλλίαση που γεμίζει την ψυχή της και που θα γέμιζε την ψυχή κάθε μητέρας που θα μπορούσε να κάνει κακό στο φονιά του παιδιού της, αναγγέλλει στο Χορό ότι εκδικήθηκε πια τον αδικητή.
Τυφλωμένος και με το πρόσωπο καταματωμένο προχωράει ψηλαφητά ο Πολυμήστορας. Μέσα στη σκηνή, που άνοιξε πια φαίνονται σφαγμένα τα δυο του τα παιδιά. Ουρλιάζοντας και βογκώντας ψάχνει με τα χέρια απλωμένα να πιάσει την Εκάβη και τις άλλες Τρωαδίτισσες, που τόσο κακό του έκαναν.
Την ώρα αυτή έρχεται ο Αγαμέμνονας και στην παράκληση του Πολυμήστορα, που πάλι δεν ξέχασε την υποκρισία του και δήλωσε στον τρανό βασιλιά ότι από φιλία προς τους Αχαιούς σκότωσε τον Πολύδωρο, εκφέρει την κρίση του για ό,τι έγινε: Δίκιο έχει η Εκάβη, αδικητής είναι ο Πολυμήστορας. Καλά έπαθε, γιατί έπραξε ένα ανόσιο κακούργημα.
Αφού δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο ο Πολυμήστορας, ανακοινώνει μια παλιά προφητεία, που την ξέρει από το μάντη των Θρακών το Διόνυσο, για τη φρικτή τύχη που περιμένει την Εκάβη (θα πέσει στη θάλασσα και θα μεταμορφωθεί σε σκύλα), για την κόρη της την Κασσάνδρα και τον Αγαμέμνονα (και οι δυο θα σκοτωθούν στο Άργος από την Κλυταιμνήστρα). Είναι κι η χαιρεκακία μια εκδίκηση και κάθε εκδίκηση είναι γλυκιά.
Αγριεμένος ο Αγαμέμνονας για όσα του λέει ο Πολυμήστορας, προστάζει τους ακολούθους του να τον πάρουν και να πετάξουν αυτόν τον κακομηνυτή σε κάποιο ερημονήσι.
Στέλνει και τις γυναίκες του Χορού να ετοιμαστούν για το ταξίδι, οι οποίες με θλίψη κι εγκαρτέρηση αποχωρούν από τη σκηνή.

Η ενότητα της τραγωδίας
Δε συμμερίζεται ολόκληρη η νεώτερη κριτική το θαυμασμό των αρχαίων προς την «Εκάβη», που οι Βυζαντινοί από απεριόριστο κι αυτοί θαυμασμό την είχαν σχολικό βιβλίο. Ο Ευριπίδης κατηγορείται τώρα[1] ότι στην «Εκάβη» συνδέονται δύο μύθοι, της Πολυξένης και του Πολύδωρου, κάτω από έναν τίτλο. Λένε ότι ο σύνδεσμος της τραγωδίας είναι εξωτερικός: το πρόσωπο της Εκάβης.
Ο Müller στη Γραμματολογία του δέχεται ότι την ενότητα στην τραγωδία τη δίνει το πρωταγωνιστικό πρόσωπο, η Εκάβη.
Και πράγματι σε ολόκληρη την τραγωδία δεσπόζει η τραγική μορφή της Εκάβης. Με την εξέλιξη του ρόλου της και με την πορεία των κάθε φορά ψυχολογικών της καταστάσεων, από τα πρώτα προμηνύματα των συμφορών της ως την άγρια εκδίκηση, που επέβαλε στον Πολυμήστορα, για να ικανοποιήσει την εκδικητική μανία, που είχε γίνει σκοπός της ζωής της, δημιουργείται ένας χαρακτήρας που προβάλλει μπροστά μας με όλη την αλήθεια των ζωντανών πλασμάτων και της ζωής και της λογοτεχνίας. Είναι ο χαρακτήρας της μάνας, που αλλεπάλληλα πέφτουν πάνω της τα χτυπήματα της κακίας των καιρών και των ανθρώπων και τη φέρνουν στα έσχατα όρια μιας ωμής δοκιμασίας και που, όσο κι αν ένιωσε την αδυναμία της στις απελπισμένες προσπάθειές της να σώσει το ένα παιδί της, όταν κατόρθωσε να παγιδεύσει το φονιά του άλλου της παιδιού, αυτή που πριν ήταν συμμαζεμένη και στέναζε ανήμπορη κάτω από τα χτυπήματα του νόμου του πολέμου και του νικητή, εκδικήθηκε με τη μανία λέαινας που βρίσκει μέσα στη φωλιά της τον άρπαγα των μικρών της. Υπάρχει λοιπόν ενότητα, και βρίσκεται στο πρόσωπο της Εκάβης.
Χρονολόγηση της τραγωδίας
Από την παρωδία του στίχου 172 της «Εκάβης», που κάνει ο Αριστοφάνης στις «Νεφέλες» (1165), συμπεραίνεται ότι η τραγωδία έχει παρασταθεί πριν από το 423 π.Χ. Αλλά ένας άλλος συσχετισμός με άλλον συγγραφέα μπορεί να μας οδηγήσει σε πιο ακριβή προσδιορισμό. Το χειμώνα του 426-425 οι Αθηναίοι, όταν καθάρισαν τη Δήλο από τους τάφους που βρίσκονταν εκεί, γιόρτασαν το Δήλια (Θουκυδίδης Γ', 104). Αν λοιπόν οι στίχοι 458 κ.ε., όπου γίνεται λόγος για το ιερό νησί της Δήλου και για τους χορούς των Δήλιων γυναικών, υπαινίσσονται τα Δήλια, τότε η πρώτη διδασκαλία της «Εκάβης» πρέπει να τοποθετηθεί στα 424.

[1] Την κατηγορία αυτή τη βρίσκει σωστή και από τους δικούς μας ο Μιστριώτης.