7/10/09

Εισαγωγή στην «Ιφιγένεια την εν Ταύροις» του Ευριπίδη

Η «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» διδάχτηκε το 414 π.Χ. περίπου. Η «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι» παίχτηκε μετά το θάνατο του Ευριπίδη, είναι έργο μεταγενέστερο, παρόλο που προηγείται σαν μύθος. Η «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» είναι ένα από τα πιο τεχνικά έργα του Ευριπίδη και κατορθώνει να μας πληροφορήσει για όλα τα βάσανα της γενιάς των Ατρειδών.
Η Ιφιγένεια δε σφάχτηκε στην Αυλίδα. Η Άρτεμη την αντικατέστησε πάνω στο βωμό με ένα ελάφι και την έφερε στη χώρα των Ταύρων, όπου είχε ναό, ενώ οι Έλληνες τη θεωρούν θυσιασμένη. Στη χώρα των Ταύρων η Ιφιγένεια γίνεται ιέρεια της Άρτεμης και συνεργεί στο προκαταρκτικό στάδιο αιματηρών θυσιών προς τιμή της θεάς.
Ο Ορέστης, μετά το φόνο της μητέρας του και αφού αθωώνεται στην Αθήνα, κυνηγιέται από μια ομάδα Ερινύες που διαφώνησαν με την απόφαση. Ο Απόλλωνας, στον οποίον καταφεύγει, του δίνει εντολή να πάει στην Ταυρίδα, να αρπάξει το άγαλμα της Άρτεμης και να το φέρει στην Αττική, στην περιοχή της Βραυρώνας, κοντά στη Ραφήνα.
Ο Ορέστης με τον ξάδελφό του Πυλάδη φτάνουν στην Ταυρίδα και σχεδιάζοντας την αρπαγή του αγάλματος συλλαμβάνονται στην ακτή από αγελαδάρηδες, που τους οδηγούν στο βασιλιά της χώρας Θόα. Εκείνος δίνει εντολή να θυσιαστούν. Οι δυο νέοι οδηγούνται μπροστά στην Ιφιγένεια για σφαγή. Σ’ ένα πολύ μακρύ επεισόδιο, ο Ευριπίδης μεθοδεύει την αναγνώριση των δύο αδελφών, που ο καθένας αγνοεί πως ο άλλος ζει.
Οι δύο νέοι σχεδιάζουν και πετυχαίνουν απόδραση εξαπατώντας τον άρχοντα της χώρας. Όταν η απάτη αποκαλύπτεται, εμφανίζεται από μηχανής θεά η Αθηνά και ευλογεί την πράξη. Οι νέοι αναχωρούν με το άγαλμα της θεάς με πλώρη για την Αθήνα. Ο χορός είναι γυναίκες Ελληνίδες αιχμάλωτες στη χώρα των Ταύρων.
Πίσω από την αστυνομική υπόθεση του έργου, τα πρόσωπα δεν μπορούν να κρύψουν την τραγική τους καταγωγή. Δέσμια, παγιδευμένα σε θεϊκές αποφάσεις, καταφεύγουν σε τεχνάσματα και πανουργίες για να ανταποκριθούν στο θεϊκό σχέδιο και να το υπηρετήσουν, πέφτουν σε άπειρες ασέβειες. Παραβιάζουν εντολές, προσβάλλουν έθιμα, εξαπατούν, ασεβούν στα θεία, διακωμωδούν τις ιερές τελετές.
Βέβαια στο έργο θριαμβεύει η λογική των Ελλήνων πάνω στην αφελή δεισιδαιμονία των βαρβάρων. Ο Ευριπίδης όμως δεν παίρνει θέση. Συμπαθεί τους ήρωες, αλλά παραμένει πρόβλημα το αν εγκρίνει τις μεθόδους τους. Το σίγουρο είναι ότι ο ποιητής στέκεται κριτικά απέναντι στους μύθους και προσπαθεί να συλλάβει το νόημα που έχουν οι ανθρώπινες πράξεις και ποιο σκοπό εξυπηρετούν. Στην Ιφιγένεια δεν υπάρχουν οι διαστάσεις του τραγικού που βρίσκουμε στον Αισχύλο και στο Σοφοκλή. Οι ήρωες έχουν χάσει το μέγεθός τους και συμπεριφέρονται σαν κοινοί άνθρωποι. Είναι φυσικό, γιατί βρισκόμαστε στην πιο δραματική περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου, στη Σικελική εκστρατεία, όταν παίζεται η «Ιφιγένεια». Μέσα στην Αθήνα αμφισβητούσαν όλες τις αξίες και όλους τους θεσμούς. Είναι λοιπόν αδύνατο ένας οξυδερκής ποιητής να μην εντάξει στο έργο του το πνεύμα της εποχής.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το δράμα εξελίσσεται στην αφιλόξενη χώρα των Ταύρων, τη σημερινή Κριμαία. Επάνω σ’ ένα πετρώδες βουνό, κοντά στη θάλασσα, υψώνεται ένας ναός ελληνικού ρυθμού, αφιερωμένος στη λατρεία της Άρτεμης. Μπροστά από το ναό υπάρχει ένας βωμός, στον οποίον σύμφωνα με μια παμπάλαια συνήθεια των βαρβάρων Ταύρων θυσιάζονται οι Έλληνες που έφταναν με τα πλοία τους στη χώρα. Από τους θριγκούς του ναού κρέμονται λάφυρα αυτών που θυσιάζονταν, δηλαδή όπλα, κρανία, σκελετοί.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-122): Περίλυπη βγαίνει από το ναό η Ιφιγένεια και διηγείται τα έξω του δράματος, πώς δηλαδή οδηγήθηκε στην Αυλίδα, δήθεν για να παντρευτεί τον Αχιλλέα, στην πραγματικότητα όμως για να θυσιαστεί στη θεά Άρτεμη και πως την έσωσε η Άρτεμη και την έφερε σε τούτο το ναό, όπου υποχρεώθηκε ως ιέρεια πλέον να ετοιμάζει για θυσία τους Έλληνες που έφταναν μέχρι εκεί.
Αλλά στη θλίψη της για την απώλεια της πατρίδας, τη σκληρότητα του πατέρα και το φρικτό λειτούργημα που της ανέθεσαν, προστέθηκε τώρα και μια ταραχή: από ένα φοβερό όνειρο, που είδε την περασμένη νύχτα, νομίζει ότι πέθανε στις Μυκήνες ο αδελφός της Ορέστης. Σ’ αυτόν τώρα θέλει να προσφέρει νεκρικές τιμές (χοές). Αλλά επειδή δε φάνηκαν ακόμα οι σκλάβες Ελληνίδες που της δόθηκαν από τον βασιλιά των Ταύρων για να την υπηρετούν, μπαίνει πάλι στο ναό της θεάς, ο οποίος είναι και κατοικία της.
Στην άδεια ήδη σκηνή παρουσιάζονται δύο νέοι, ο Ορέστης και ο Πυλάδης. Προχωρούν με πολλή προσοχή (μπροστά είναι ο Πυλάδης) και κοιτάζουν γύρω φοβισμένοι μήπως τους δει κανένας. Ο Ορέστης λέει ότι υπακούοντας σε χρησμό του Απόλλωνα ήρθε έως αυτή τη χώρα, για να κλέψει το άγαλμα της θεάς Άρτεμης και να το μεταφέρει στην Αθήνα. Αν το κατόρθωνε, θα απαλλασσόταν από την καταδίωξη των Ερινυών για το φόνο της μητέρας του. Η φρικτή διακόσμηση του θριγκού του ναού τους πείθει ότι αυτός είναι ο ναός που ζητάνε, στον οποίον βρίσκεται το άγαλμα της θεάς. Αφήνοντας την κλοπή για τη νύχτα αποσύρονται, για να κρυφτούν στους βράχους της ακρογιαλιάς.

ΠΑΡΟΔΟΣ (123-235): Με θρησκευτική ευλάβεια βαδίζουν οι 15 υπηρέτριες Ελληνίδες, που αποτελούν το Χορό, προς το ναό της Άρτεμης, τραγουδώντας προς τιμή της θεάς τους στίχους 126-136, που μπορούν να θεωρηθούν ως προσόδιο άσμα. Οι λίγες λέξεις των στίχων αυτών αρκούν για να ζωγραφίσουν με τις εικόνες που παρελαύνουν όλο το θέλγητρο του ελληνικού τοπίου με τα καλλιεργημένα δέντρα, τα κλήματα και τις ελιές, που φανερώνουν την πολιτισμένη χώρα, για την οποία τόση νοσταλγία αισθάνεται ο Χορός των Ελληνίδων εκεί στη βάρβαρη χώρα.
Η Ιφιγένεια βγαίνει από το ναό και απαρηγόρητη για το θάνατο του αδελφού της (τόσο δυνατή είναι η πίστη της στο όνειρο) του προσφέρει τις νεκρικές τιμές καθώς πνίγεται από τα δάκρυα.
Τη θλίψη της συμμερίζεται και ο Χορός που απαντά στους λυγμούς της με ταιριαστό μοιρολόι για όσα κακά χτυπούν αδιάκοπα το γονικό της Ιφιγένειας. Και σαν επιστέγασμα όλων των δυστυχιών ήρθε τώρα, λέει η Ιφιγένεια, και ο θάνατος του Ορέστη, του οποίου η ανάμνηση των τρυφερών παιδικών χρόνων της γεμίζει την καρδιά με τόση γλυκιά περιπάθεια, με όση και ο θάνατός του πίκρα και απόγνωση.
Κομματική είναι η πάροδος από τους στίχους 142-235, επειδή αποτελείται από κομμό (μοιρολόι) της Ιφιγένειας και του Χορού.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (236-391): Ένας βουκόλος έρχεται και διακόπτει το μοιρολόι της Ιφιγένειας. Αναγγέλλει ότι συνελήφθηκαν στην ακρογιαλιά δύο Έλληνες, εξαίρετα θύματα για τη θεά.
Αφού έφυγε ο βουκόλος, η Ιφιγένεια μονολογεί ερευνώντας (στίχοι 344-391) τι συμβαίνει στην καρδιά της: Άλλοτε αισθανόταν λύπη για τη θυσία ξένων. Τώρα όμως βρίσκει ότι σκλήρυνε η καρδιά της από το όνειρο που της ανάγγειλε το θάνατο του αδελφού της. Δεν υπάρχει πλέον θέση στην καρδιά της για ξένους καημούς! Θα είναι σκληρή προς τους Έλληνες που συνελήφθηκαν... Τι τραγική ειρωνεία! Θα είναι σκληρή προς εκείνον τον οποίον ίσα-ίσα τόσο αγαπά! Μαλακώνει όμως στο τέλος του μονόλογου και κατηγορεί το φρικτό έθιμο των Ταύρων να θυσιάζουν ανθρώπους. Δεν είναι αλήθεια, διακηρύττει η Ελληνίδα ιέρεια, ότι οι θεοί αρέσκονται στην ανθρωποθυσία ή την ανθρωποφαγία.

ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (392-455): Θαρραλέοι ναυτικοί θα είναι αυτοί που συνελήφθηκαν, διακηρύττει ο Χορός, τους οποίους θα παρέσυρε μέχρι τους άξενους Ταύρους η ελπίδα του πλούτου. Και αναπλάθοντας οι παρθένες του Χορού με τη φαντασία τους το ταξίδι μέσα από επικίνδυνες θάλασσες των νεαρών που συνελήφθηκαν, ενώνουν με τη διαύγεια των θαλασσινών εντυπώσεων τη συγκίνησή τους για τους ατρόμητους άντρες, που είχαν τη γενναιότητα να αψηφήσουν τους κινδύνους. Τέλος συμμερίζονται την εκδικητική μνησικακία της Ιφιγένειας για την Ελένη και εύχονται να προσάραζε κανένας εκεί για να τις σώσει από την πικρή σκλαβιά και τη βάρβαρη χώρα.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (456-1088): Βουκόλοι φέρνουν στην Ιφιγένεια δεμένους τον Ορέστη και τον Πυλάδη, για να θυσιαστούν. Αλλά σκληρότητα και μνησικακία, όπως είχε πει στους στίχους 348-350, δεν υπήρχε πια στην καρδιά της. Οίκτος την κατέχει. Και μαθαίνει από τον Ορέστη, που για αυτονόητη οικονομία του δράματος αρνήθηκε να πει το όνομά του, ότι είναι Μυκηναίοι, ότι κυριεύθηκε το Ίλιο, ότι χάθηκε ο μάντης Κάλχας, ότι ο οίκος του Οδυσσέα είναι τελείως δυστυχισμένος. Τα τελευταία ερωτήματα τα είχε κάνει για πρόσωπα αγαπητά: Ο Αχιλλέας δεν ζει, τον Αγαμέμνονα τον έσφαξε η γυναίκα του κι αυτήν ο γιος της. Και όταν άκουσε από τον ξένο ότι ο Ορέστης ζει, μια κραυγή χαράς πέταξε από το στήθος της:
«Ψεύτικα όνειρα, άμετε στο καλό. Κούφια ήσαστε όπως βλέπω!»
Ζει ο Ορέστης! Τι άλλο θέλει; Δεν κατάλαβε το τρομακτικό νόημα του στίχου 568:
«Ζει. Ελεεινός και παντού και πουθενά».
Της παρουσιάζεται θαυμάσια ευκαιρία να στείλει στον αδελφό της μια επιστολή. Προτείνει λοιπόν στον Ορέστη να τον σώσει, για να φέρει επιστολή της προς τους συγγενείς της στο Άργος. Αλλά ο Ορέστης προτιμά να θυσιαστεί αυτός και να σωθεί ο φίλος του Πυλάδης. Και ο Χορός με σύντομο κομμό (643-656) κλαίει μεν τον Ορέστη για τη θυσία, ενώ μακαρίζει τον Πυλάδη για τη σωτηρία, και τελικά συμφωνεί με τον Πυλάδη ότι είναι δύσκολο να καθορίσει ποιος από τους δύο φίλους είναι περισσότερο δυστυχισμένος.
Στο τμήμα του επεισοδίου, μετά τον κομμό, η ιέρεια προσφέρει την επιστολή και από πρόνοια μήπως αυτή χαθεί σε κάποιο ναυάγιο, λέει το περιεχόμενό της στον Πυλάδη. Όταν ακούστηκε ότι είναι η Ιφιγένεια, που σώθηκε από την Άρτεμη στην Αυλίδα, έρχεται η αναγνώριση. Η Ιφιγένεια ήδη προετοιμάζει την απόδραση και την κλοπή του αγάλματος.

ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (1089-1151): Έντονη νοσταλγία πιάνει τις παρθένες του Χορού με την προετοιμασία της αναχώρησης της Ιφιγένειας και ολοφάνερη είναι η ζηλοτυπία τους, καθώς η φαντασία τους συλλαμβάνει το ταξίδι της κυράς τους. Αχ! Να μπορούσαν σαν πουλιά να πετάξουν κι αυτές προς την πατρίδα...
Γόνιμη φαντασία συσσωρεύει εδώ χαριτωμένες εικόνες, που γοητεύουν τα μάτια μας με την πλούσια ποικιλία τους. Και καθώς ο ποιητής είναι γνώστης του ψυχικού κόσμου, δίνει την απήχηση των συναισθημάτων των αιχμαλώτων νοσταλγών.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (1152-1233): Όταν ήρθε ο βασιλιάς των Ταύρων Θόας, για να δει αν έγινε η θυσία των ξένων, μαθαίνει ότι αυτοί είναι μολυσμένοι από το φόνο της μητέρας τους και πρέπει να καθαριστούν από το μόλυσμα στα νερά της θάλασσας. Το ίδιο πρέπει να γίνει και για το άγαλμα, επειδή κι αυτό μιάνθηκε από τους ξένους. Ο καθαρμός και των ξένων και του αγάλματος πρέπει να γίνει σε ερημικό μέρος της ακτής. Κατά τη μεταφορά των ξένων και του αγάλματος από το ναό στην ερημική ακτή οι πολίτες πρέπει να μένουν κλεισμένοι στα σπίτια τους και ο βασιλιάς μέσα στο ναό, για να μη μιανθούν. Με μεγάλη ευκολία τα πιστεύει όλα αυτά ο Θόας και είναι πολύ ευχαριστημένος για τα μέτρα που παίρνει η Ιφιγένεια υπέρ του λαού του και αυτού του ίδιου, κι έτσι δημιουργείται μια θυμηδία στο θέατρο. Η πομπή ξεκινάει από το ναό προς μια ερημική ακτή. Καμία αμφιβολία ότι το τέχνασμα της Ιφιγένειας θα πετύχει.

ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (1234-1283): Βέβαιος πια ο Χορός ότι πραγματοποιείται ο χρησμός του Απόλλωνα και ότι οι αιχμάλωτοι θα σωθούν μαζί με την Ιφιγένεια, εξυμνεί τον χρυσομάλλη θεό, με το χρυσό το τόξο και τη χρυσή κιθάρα.

ΕΞΟΔΟΣ (1283-1499): Ένας αγγελιαφόρος έρχεται τρέχοντας και αναγγέλλει στον Θόα με λεπτομέρειες, με πολλή σαφήνεια και γραφικότητα, ότι η Ιφιγένεια και οι δύο ξένοι επιβιβάστηκαν σ’ ένα πλοίο με 50 κωπηλάτες και πλέουν προς την έξοδο του λιμανιού. Το πλοίο όμως κλυδωνίζεται από τη θαλασσοταραχή και, αν τρέξουν, μπορούν να συλλάβουν και να τιμωρήσουν τους δραπέτες. Ο Θόας διατάζει να τρέξουν οι υπήκοοί του και να τους συλλάβουν, και απειλεί και τις παρθένες του Χορού, ότι θα τις τιμωρήσει μετά σαν συνένοχες.
Την ανησυχία μας όμως για την τύχη των φυγάδων έρχεται να σκορπίσει ο από μηχανής θεός. Φανερώνεται η Αθηνά και διατάζει το Θόα να πάψει την καταδίωξη, γιατί ο Ορέστης ήρθε στη χώρα των Ταύρων μετά από χρησμό του Φοίβου, για να πάρει την αδελφή του και το άγαλμα της θεάς.
Ο Θόας υπακούει στην Αθηνά και δέχεται ακόμα να στείλει στην Ελλάδα τις παρθένες που αποτελούν τον Χορό.

Στην τραγωδία αυτή ο ποιητής δείχνει την ακατανίκητη δύναμη της φιλίας και της αδελφικής αγάπης. Θερμή φιλία έκανε τον Πυλάδη συνταξιδιώτη του Ορέστη έως τη χώρα των Ταύρων. Η αδελφική αγάπη φανερώθηκε ασυγκράτητη στην Ιφιγένεια, η οποία, όπως τα αδέλφια του δημοτικού μας τραγουδιού, άρπαξε από τα νύχια του Χάρου τον αδελφό της, τον οποίον την ίδια εκείνη μέρα τον έκλαψε σαν νεκρό με συγκλονιστικούς λυγμούς και ζωντανό τον αγκάλιασε με απερίγραπτη χαρά, μόλις τον αναγνώρισε σε μια από τις πιο περίφημες σκηνές του παγκόσμιου θεάτρου.Η πλοκή της τραγωδίας είναι πολύ τεχνική, ζωηρός ο διάλογος, ευγενικά τα αισθήματα των προσώπων, αφού και ο βάρβαρος ο Θόας υποτάσσεται στο θεϊκό το θέλημα. Συγκινητική είναι η άμιλλα των δύο φίλων, ποιος να θυσιάσει τη ζωή του για να σώσει τον άλλο. Μας ανακουφίζει η ευπιστία του Θόα, γιατί μας αφαιρεί κάθε δισταγμό για την επιτυχία του σχεδίου απόδρασης που καταστρώθηκε. Λαμπρά είναι τα λυρικά μέρη, όπου φανερώνεται ο βαθύτερος συναισθηματικός κόσμος και της Ιφιγένειας και των παρθένων του Χορού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: