Συναθροισμένοι οι Αχαιοί με αρχηγό τον Αγαμέμνονα στην Αυλίδα, απέναντι από τη Χαλκίδα, περιμένουν να φυσήξει ούριος άνεμος στα πανιά των καραβιών τους για να σαλπάρουν για την Τροία, που ήθελαν να καταστρέψουν, γιατί ο Πάρις, το βασιλόπουλο, είχε αρπάξει από τη Σπάρτη την ωραία Ελένη, γυναίκα του βασιλιά Μενέλαου. Αλλά οι μέρες περνούν κι ο στόλος δε μπορεί να βγει από το λιμάνι της Αυλίδας, γιατί η θεά η Άρτεμη, θυμωμένη[1] με τον Αγαμέμνονα, δεν αφήνει να φυσήξει άνεμος.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-163): Η βαθειά νύχτα σκεπάζει με τη γαλήνη της το στρατόπεδο των Αχαιών. Ο Αγαμέμνονας όμως αγρυπνεί στη σκηνή του. Έχει αναμμένο το λυχνάρι του και γράφει μια επιστολή σ’ ένα ξύλινο πινακάκι, τη σβήνει και την ξαναγράφει και ανήσυχος πετάει το πινακάκι κατά γης και πάλι το ξαναπαίρνει. Και δείχνει με όλα αυτά ότι μεγάλη τρικυμία δέρνει την ψυχή του.
Τέλος ορμάει έξω από τη σκηνή με τη γραφή στα χέρια του και με ολοφάνερη την ψυχική του ταραχή και στη φωνή του και στο προσωπείο, κράζει τον πιστό του γέροντα σκλάβο. Ανήσυχος ο γέροντας για την ψυχική κατάσταση του βασιλιά τον ρωτάει τι του συμβαίνει. Κι ο Αγαμέμνονας εξιστορεί (49-110) όσα γίνανε ως την ώρα που αρχίζει η παράσταση (διδασκαλία) της τραγωδίας: ότι την Ελένη, τη μια από τις 3 κόρες του Τυνδάρεω, τη ζητούσανε για γυναίκα τους οι πιο καλοί από τους Αχαιούς, ότι μ’ ένα έξυπνο τέχνασμα ο Τυνδάρεως πρόλαβε τον αλληλοσπαραγμό των μνηστήρων και τους έδεσε με παντοτινή αναμεταξύ τους συμμαχία, ότι εξαιτίας αυτής της συμμαχίας πάνε τώρα οι Αχαιοί να καταστρέψουν το Ίλιο και να ξαναπάρουν την Ελένη και ότι δε θα μπορέσει να ξεκινήσει ο μαζεμένος πια στόλος, αν δε θυσιαστεί η Ιφιγένεια, όπως του είπε ο Κάλχας μπροστά στο Μενέλαο και στον Οδυσσέα.
Στην αρχή αρνήθηκε ο Αγαμέμνονας να σφάξει το παιδί του. Μα τον πίεσε ο αδελφός του ο Μενέλαος και γι’ αυτό με γράμμα κάλεσε την κόρη του στην Αυλίδα, τάχα για να την παντρέψει με τον Αχιλλέα. Σαν έφυγε αυτό το γράμμα, τρικυμία ξεσηκώνεται στην ψυχή του. Ξαναξυπνάει η πατρική στοργή και παλεύει με την απόφαση του βασιλιά και αρχιστράτηγου. Πατέρας και βασιλιάς συγκρούονται. Άγρυπνη σαν Ερινύα τον βαραίνει η συνείδησή του γι’ αυτό που πάει να κάνει και η πατρική του στοργή πνίγει τέλος κάθε άλλη σκέψη. Ο πατέρας νικάει πια τον βασιλιά και με το δεύτερο γράμμα, που το έγραψε μπροστά στα μάτια των θεατών και το δίνει στο γέροντα να το πάει στις Μυκήνες, παραγγέλλει στην Κλυταιμήστρα να μη στείλει την κόρη της στην Αυλίδα, γιατί τάχα ο γάμος δε θα γινόταν τώρα άμεσα.
ΠΑΡΟΔΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ (164-302): Όταν έφυγε ο γέροντας για τις Μυκήνες και μπήκε κι ο Αγαμέμνονας στη σκηνή του, έρχονται από τη δεξιά πάροδο 15 γυναίκες από τη Χαλκίδα, που θα αποτελέσουν το χορό της τραγωδίας. Μάθανε από τους άνδρες τους τη μεγάλη σύναξη των Αχαιών στην Αυλίδα κι από γυναικεία περιέργεια (171, 190, 233-4) - έτσι δικαιολογείται κι ο ερχομός του χορού - ήρθαν στην Αυλίδα να δουν το στόλο και το στρατό. Και μπροστά στη σκηνή του Αγαμέμνονα τραγουδούν το μεγαλείο του στόλου των Αχαιών, που ο ρόλος του θα είναι σημαντικός παρακάτω στην τραγωδία.[2]
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (303-543): Θόρυβος και φωνές δύο ανθρώπων που μαλώνουν, ακούονται να πλησιάζουν από την αριστερή πάροδο. Είναι ο Μενέλαος με το γέροντα. Του άρπαξε το γράμμα στο δρόμο και το διάβασε. Φτάσανε μπροστά στη σκηνή του Αγαμέμνονα κι ακόμα μαλώνουν τραβώντας το γράμμα ο ένας από τα χέρια του άλλου. Αλλά και ο Αγαμέμνονας που προβάλλει στην πόρτα της σκηνής του και προστάζει το Μενέλαο να ξαναδώσει το γράμμα. Τώρα φιλονικούν οι δυο βασιλιάδες κι έχουν να πουν πάνω στο θυμό τους πολλές πικρές αλήθειες ο ένας για τον άλλο.
Πανούργος, ανειλικρινής, δημοκόπος, άστατος, αναξιοπρεπής, στραβοκέφαλος, ύπουλος, δοξομανής και άβουλος είναι κατά το Μενέλαο ο αδελφός του ο αρχιστράτηγος των Αχαιών. Αλλά πικρά βέλη δε λείπουν κι από τη φαρέτρα του Αγαμέμνονα, που βρίσκει τον αδελφό του αναίσχυντο παραβιαστή ξένης επιστολής, χαζό και αισχρό στον έρωτά του προς μια άπιστη γυναίκα και ανίκανο να φυλάξει τη συζυγική του τιμή. Τέλος ορθά-κοφτά του λέει: Ας διαλυθεί ο στρατός. Δε θα σκοτώσει το παιδί του.
Ο Μενέλαος αρχίζει να τον φοβερίζει, αλλά ξαφνικά ένας αγγελιαφόρος πηδάει χαρούμενος στην ορχήστρα, από την αριστερή πάροδο και φέρνει το απροσδόκητο άγγελμα ότι ήρθε η Κλυταιμήστρα, η Ιφιγένεια κι ο μικρός Ορέστης. Ετοιμαστείτε λοιπόν και οι δυο σας, φωνάζει γελαστός στα δύο τα αδέλφια, για τον ευτυχισμένο γάμο κι ας αρχίσουν οι χοροί και οι αυλοί για τούτη τη μέρα του γάμου και της μεγάλης χαράς!
Αλαλάζει και χοροπηδάει ο αγγελιαφόρος για το καλό το άγγελμα που αξιώθηκε να φέρει στο βασιλιά του και για να του δώσει περισσότερης ώρας χαρά, παρατείνει τη διήγησή του. Και όμως κάθε λέξη του είναι και μια μαχαιριά για την καρδιά του πατέρα, που καρφωμένος εκεί στη θέση του πέφτει σε μαύρη απελπισία, μηχανικά στέλνει τον αγγελιαφόρο μέσα στη σκηνή, ενώ θα έπρεπε να ξαναγυρίσει στις γυναίκες που συνόδευε, μονολογεί σαν να μη βρίσκεται κανένας εκεί μπροστά του και φιλοσοφεί.
Το επιφώνημα «οίμοι», οι μικρές ερωτήσεις και το ασύνδετο (422-5) δείχνουν την αγωνία του. Καταλαβαίνει πια ότι η κόρη του δε θα γλυτώσει από τη σφαγή. Άκαρπη θα είναι κάθε του προσπάθεια και με τη μοίρα κανένας δε μπορεί αν τα βάλει. Και γι’ αυτό καταθέτει τα όπλα.
Πονάει, αλλά να κλάψει δε μπορεί, δεν του επιτρέπεται, δεν πάει σ’ ένα βασιλιά να θρηνεί. Πιο καλά οι άνθρωποι του λαού, που μπορούν και να κλάψουν και να φανερώσουν τον πόνο τους!
Πνίγεται ακόμα κι από την αγωνία, όταν συλλογίζεται ότι σε λίγο θα συναντηθεί με τη γυναίκα του και με μια σειρά από ερωτήσεις μικρές κι ασύνδετες, που δείχνουν την ταραχή του, αναρωτιέται τι θα κάνει. Ο πόνος του είναι μεγάλος, καθώς φαντάζεται τα δάκρυα της κόρης του και του φαίνεται ότι ακούει το παράπονό της: «Πατέρα, θα με σκοτώσεις;» Αλλά και του μικρού Ορέστη γοεροί θα είναι οι θρήνοι που θα του μεγαλώνουν τον πόνο.
Έτσι με τη συντριβή του πατέρα, που οι σκληρές βουλές της μοίρας τον αναγκάζουν να σφάξει το παιδί του, προκαλείται ο έλεος των θεατών για το δυστυχισμένο βασιλιά.
Η συντριβή του Αγαμέμνονα όμως φέρνει ένα αναπάντεχο αποτέλεσμα. Ο Μενέλαος συγκινείται. Καταλαβαίνει πόσο σκληρό ήταν αυτό που ζητούσε από τον αδελφό του. Τώρα τον λυπάται κι αυτόν και την τραγική την κόρη, που την πλανέψανε μ’ ένα ψεύτικο γάμο και τη φέρνε στην Αυλίδα για να πληρώσει αυτή η αθώα τις αμαρτίες μιας άπιστης γυναίκας. Γι’ αυτό με κομμένη φωνή από τους λυγμούς, που δεν μπορεί να τους πνίξει, συστήνει στον αδελφό του να απολύσει το στρατό και να μη θυσιάσει την κόρη του. Έτσι γίνεται μεταβολή ψυχολογικά δικαιολογημένη στο ήθος του Μενέλαου: Δε θέλει πια να γίνει αυτή η φοβερή θυσία.
Αλλά τώρα είναι πολύ αργά, δηλώνει ο Αγαμέμνονας. Το μυστικό το ξέρουν κι άλλοι, ο Κάλχας κι ο Οδυσσέας. Αυτός ο πονηρός δημαγωγός θα ξεσηκώσει το στρατό και θα σφάξει και τους Ατρείδες και την Ιφιγένεια. Κι αν ακόμα πάρει την κόρη του και φύγει κρυφά για τις Μυκήνες, λυσσασμένος από την οργή του ο στρατός θα τον κυνηγήσει έως εκεί, όπου δε θα αφήσει λιθάρι πάνω σε λιθάρι. Μες στην αγωνία του η ανάγκη της θυσίας του γίνεται πια έμμονη ιδέα κι έτσι συντελείται μεταβολή και στο ήθος του Αγαμέμνονα από το φόβο του, που θα του κλείσει την καρδιά προς τις φωνές των πατρικών συναισθημάτων και που θα τον κάνει να ξαναγυρίσει στο δρόμο, που τον είχε αφήσει με το δεύτερο το γράμμα. Τέλειωσε, αποφάσισε να θυσιάσει την κόρη του, το αντίθετο δε μπορεί να γίνει.
ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (543-589): Ύμνος της αρετής είναι τούτο το χορικό, που τη δέχεται ο Ευριπίδης, σύμφωνα με τη σωκρατική διδαχή, για αποτέλεσμα της αγωγής, που διπλή είναι η δύναμή της: δημιουργεί ηθικό συναίσθημα στις ψυχές των ανθρώπων και φυτεύει και τη δύναμη να βλέπουμε ποιο είναι το καθήκον μας μπρος σε κάθε σταυροδρόμι που συναντάμε στη ζωή μας. Ο Πάρις όμως, που είχε μεγαλώσει ανάμεσα σε βουκόλους πάνω στα βουνά, δεν πήρε καλή αγωγή κι έτσι, επειδή δε μπορούσε να ξεχωρίσει το σωστό από το στραβό, έγινε, με τον ανούσιό του έρωτα, ο αίτιος τόσων κακών.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (590-750): Ενώ ο χορός τραγουδάει το στίχο 589, μπαίνει από την αριστερή πάροδο το αμάξι που φέρνει την Κλυταιμήστρα, την Ιφιγένεια και τον Ορέστη. Σκλάβοι και σκλάβες αποτελούν τη συνοδεία κι ένα ή δύο άλλα αμάξια ακολουθούν με τα πλούσια προικιά της νύφης. Κίνηση μεγάλη στην ορχήστρα. Σκλάβοι και σκλάβες κουβαλούν τα προικιά στη βασιλική σκηνή, οι γυναίκες του χορού βοηθούν τη βασίλισσα και τη βασιλοπούλα να κατέβουν από το αμάξι, παίρνουν στην αγκαλιά τους τον Ορέστη και συγκρατούν τα άλογα. Το παρουσιαστικό, το φέρσιμο και οι λόγοι της βασίλισσας δείχνουν ότι έχει έντονο το συναίσθημα της ευτυχίας της, που η πραγματικότητα, γνωστή στους θεατές, δε θα αργήσει να την αποδείξει ψεύτικη. Η Ιφιγένεια, γεμάτη παιδική αφέλεια και νεανική ζωηρότητα, ορμάει προς τον πατέρα της μ’ ένα ξέσπασμα θερμής στοργής και άδολης χαράς, που μας συγκινούν, γιατί ξέρουμε ότι και η στοργή και η χαρά της θα πληρωθούν μ’ ένα δολοφονικό μαχαίρι. Χαριτωμένα και παιδικά είναι τα λόγια της Ιφιγένειας, χωρίς ειρμό πηδάει από το ένα θέμα στο άλλο και καταριέται τον πόλεμο που τη χώρισε από τον πατέρα της.
Συγκινημένος ο Αγαμέμνονας προσπαθεί να κρύψει τα μυστικά της καρδιάς του με δίσημες εκφράσεις (645, 647, 651, 659, 665, 667, 669, 675), που τόσο αντίθετες είναι προς την αθωότητα της κόρης, προς την αληθινή χαρά και την απροσποίητη αφέλειά της. Τελικά, όμως, ασυγκράτητος θα ξεσπάσει ο πόνος του και θα την αγκαλιάσει ο δυστυχισμένος ο πατέρας την κόρη του μ’ ένα πάθος που συγκλονίζει και θα της δώσει τον τελευταίο ασπασμό (679-684) και θα τη στείλει μέσα στη σκηνή, που στην ταραχή του θα τη φανταστεί για μυκηναϊκό παλάτι του όπου, όπως πάντα, έχουν έρθει οι φιλενάδες της και την περιμένουν.
Μπήκε στη σκηνή του πατέρα της η Ιφιγένεια, αλλά η Κλυταιμήστρα έχει πολλά να ρωτήσει για το γαμπρό, που σύμφωνα με τις πληροφορίες που της δίνει ο άνδρας της τον βρίσκει θαυμάσιο. Κι όταν ο Αγαμέμνονας, γεμάτος υποκρισία προσπάθησε να πείσει τη γυναίκα του να μη περιμένει να γίνει ο γάμος, αλλά να γυρίσει αμέσως στις Μυκήνες, αυτή εκπλήσσεται γι’ αυτήν την πρωτάκουστη πρόταση και με αλύγιστη αποφασιστικότητα δηλώνει ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει, δε θα φύγει, πριν παρασταθεί στο γάμο της κόρης της και νευριασμένη κάπως μπαίνει στη σκηνή. Κι ο Αγαμέμνονας, βλέποντας πια ότι με την άρνηση της Κλυταιμήστρας να φύγει, μπλέκονται τα πράγματα, πηγαίνει να βρει τον Κάλχα να τον συμβουλευτεί. Αλλά και για μας έχει κάποιο αποτέλεσμα η άρνηση της Κλυταιμήστρας να φύγει: ύστερα από το φόβο μας για την άμοιρη την κόρη, μας φαίνεται ότι χαράζει θαμπά μια αδύνατη ελπίδα, ότι μπορεί να γλυτώσει η Ιφιγένεια από τη σφαγή.
ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (751-800): Έχοντας στο νου του ο Χορός την απόφαση του Αγαμέμνονα να θυσιάσει το παιδί του, τρέχει με τη φαντασία του στα αποτελέσματα αυτής της θυσίας. Θα ξεκινήσει πια ο στόλος και θα φτάσει στο Ίλιο, όπου του κάκου θα αντισταθούν οι Τρώες. Το Ίλιο θα πέσει στα χέρια των Αχαιών, φρικτή τύχη περιμένει τις γυναίκες της Τροίας και η Ελένη θα χύσει μαύρο δάκρυ.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (801-1035): Χαριτωμένη και διασκεδαστική, όμοια με κωμωδία, είναι αυτή η σκηνή. Ο Αχιλλέας, που δεν ξέρει τίποτα από όσα γίνανε μέχρι τώρα, έρχεται για να αναφέρει στον αρχιστράτηγο ότι οι Μυρμιδόνες του ανυπομονούν να ταξιδεύσουν για το Ίλιο. Τον ακούει από τη σκηνή η Κλυταιμήστρα και πετιέται έξω για να γνωρίσει το γαμπρό της, και τον χαιρετάει με εγκάρδια λόγια και διαχυτικότητα.
Ντροπαλός ο νεαρός πολεμιστής, παρεξηγεί τα λόγια της ωραίας κυρίας, που του ζητάει μάλιστα να του πιάσει και το χέρι, για να αρχίσουν απ’ αυτό μια ευτυχισμένη ένωση, τρομάζει, οπισθοχωρεί όσο περισσότερο τον πλησιάζει η Κλυταιμήστρα και θέλει να φύγει από την παράξενη αυτή γυναίκα. «Μείνε», του φωνάζει, «είσαι γαμπρός μου από θυγατέρα». Αλλά τώρα εκπλήσσεται και η Κλυταιμήστρα, όταν έμαθε ότι ο Αχιλλέας δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτόν το γάμο.
Ψίθυρος ακούεται από μια μισόκλειστη πόρτα. Είναι ο γέροντας, που τον είχε στείλει νύχτα ακόμα ο Αγαμέμνονας να πάει το δεύτερο γράμμα στην Κλυταιμήστρα και φανερώνει όλη τη φρικτή απάτη. Ο γάμος με τον Αχιλλέα ήταν δόλωμα για τη μητέρα. Εμβρόντητη μένει η Κλυταιμήστρα κι ο Αχιλλέας οργίζεται, που δεν τον λογαριάσανε και μεταχειρίζονται το όνομά του χωρίς την άδειά του. Η Κλυταιμήστρα δεν αργεί να καταλάβει ότι πρέπει να πέσει στα πόδια του και να τον παρακαλέσει να σώσει την κόρη της, που ακούστηκε επιτέλους ότι θα γίνει γυναίκα του και που αν δεν την προστατεύσει θα είναι μεγάλη του ντροπή. Ο Αχιλλέας πρόθυμα δίνει την υπόσχεση, ότι θα φτάσει και σε πόλεμο για την προστασία της κόρης, και φεύγει για το στρατόπεδο.
ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (1036-1097): Ένα πολύ ωραίο χορικό είναι αυτό το στάσιμο, όπου με εξαίσιες και γοητευτικές εικόνες περιγράφονται οι γάμοι του Πηλέα και της Θέτιδας, των γονέων του ηρωικού Αχιλλέα. Μα τι φοβερή αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτόν τον ωραίο γάμο, απ’ όπου γεννήθηκε ο Αχιλλέας, και στον ψεύτικο γάμο της Ιφιγένειας, που σαν μοσχαράκι του βουνού θα οδηγηθεί στο βωμό και θα θυσιαστεί! Τέτοια αδικία και ανομία κυβερνάει τον κόσμο! Δυο συναισθήματα λοιπόν εκφράζει ο χορός, το θαυμασμό του για εκείνους τους ευτυχισμένους γάμους και τη φρίκη του για τη θυσία της Ιφιγένειας και την ηθική εξάρθρωση των ανθρώπων, που την έβλεπε να υπάρχει και στην εποχή του ο ποιητής και γι’ αυτό ίσα-ίσα και στενάζει (1089-1097).
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (1098-1275): Το πιο τραγικό μέρος της τραγωδίας, όπου το έλεος και ο φόβος για την τύχη της μαρτυρικής Ιφιγένειας πλημμυρίζουν τις καρδιές των θεατών. Μητέρα και κόρη (η κόρη με δάκρυα) ενοχοποιούν τον Αγαμέμνονα, που ξαναγυρίζει στη σκηνή από το στρατόπεδο, όπου είχε πάει να συναντήσει τον Κάλχα. Κι αυτός ερείπιο πια, δηλώνει ότι μια αλύγιστη ανάγκη τον ωθεί σ’ αυτή τη θυσία. Αν δε θυσιαστεί η κόρη του, δε θα μπορέσει να ξεκινήσει ο στόλος για το Ίλιο και γελασμένος ο στρατός, που τον θέλει αυτόν τον πόλεμο για να τιμωρήσει τους βαρβάρους, θα σκοτώσει κι αυτούς εδώ και τις άλλες κόρες του στις Μυκήνες. Αλλά είναι και προσφορά προς την Ελλάδα αυτή η θυσία. Τη ζητάει η πατρίδα. Αυτά λέει και ξαναφεύγει για το στρατόπεδο.
Έτσι κι εδώ ο Ευριπίδης, όπως και στην «Εκάβη» και στις «Τρωάδες» με τον Οδυσσέα και στον «Ορέστη» με το Μενέλαο, μας παρουσιάζει στο πρόσωπο του πονεμένου στρατηλάτη τον τύπο που πολύπλοκοι πολιτειακοί και κοινωνικοί δεσμοί (κατάρα της ζωής, θα την έλεγε ο Τολστόι) του αφαιρούν το δικαίωμα να είναι σπλαχνικός, να πονάει τέλος πάντων το παιδί του και τον κάνουν όργανο των πολλών και της εξουσίας που κατέχει.
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' θρήνος επί σκηνής (1276-1335): Οι δυο γυναίκες θρηνούν μπροστά στην πόρτα της βασιλικής σκηνής. Το θρήνο της Ιφιγένειας (αναπαιστική μονωδία, που λέγεται «θρήνος από σκηνής»), τον συνοδεύει αυλητής. Η κόρη δεν έχει πια καμιά ελπίδα. Άκουσε την καταδίκη της από το στόμα του πατέρα της. Σε λίγο θα τη χωρίσουν από τη γλυκιά ζωή. Ασυγκράτητος χείμαρρος πόνου και απελπισίας για τον πρόωρο χαμό της ζωής ξεχύνεται από την πονεμένη της καρδιά. Καταριέται τον Πάρη και την Ελένη και ανόσιο σφαγέα ονομάζει τον πατέρα της.
Αλλά ο καθένας μας αναρωτιέται: Πού είναι ο Αχιλλέας με τις υποσχέσεις του;
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Ε' (1336-1509): Έρχεται οπλισμένος ο Αχιλλέας. Τον συνοδεύουν μερικοί πιστοί του στρατιώτες. Κακές ειδήσεις φέρνει: Ο στρατός και πρώτοι οι Μυρμιδόνες του έχουν στασιάσει και ζητούν επίμονα να θυσιαστεί η Ιφιγένεια και όταν θέλησε να την υπερασπιστεί, χιμήσανε κατά πάνω του να τον λιθοβολήσουν. Τώρα θα έρθουν μαζί με τον Οδυσσέα πλήθος Αχαιοί, που θα την αρπάξουν από τα μαλλιά για να τη σύρουν στο βωμό. Αυτός όμως, τις διαβεβαιώνει, θα πολεμήσει. Έχει και μερικούς πιστούς στρατιώτες. Όσο έχει τα μάτια ανοιχτά, δε θα πεθάνει η Ιφιγένεια.
Ακούστε με, φωνάζει ξαφνικά η Ιφιγένεια, που μέχρι τώρα άκουε σιωπηλή. Αποφάσισα να πεθάνω. Τι αξίζει η ζωή μου μπρος στη ζωή του Αχιλλέα; Γοητευμένη από την αυτοθυσία του παλληκαριού, που το είχε ονειρευτεί για άνδρα της, δε θέλει να το εκθέσει σε κίνδυνο. Έπειτα γιατί να δεχθεί να τη σύρουν από τα μαλλιά προς το βωμό; Μόνη της θα πάει στο μαχαίρι του θύτη, την καλεί η εθνική φωνή. Τόσος στρατός έχει μαζευτεί κι είναι πρόθυμος να πολεμήσει και να πεθάνει για ένα μεγάλο σκοπό κι αυτή θα δειλιάσει; Θαμπωμένη από το μεγαλείο του στρατού και του στόλου, όπως ο χορός των γυναικών από τη Χαλκίδα, χαίρεται ότι μια κόρη αδύνατη αυτή μπορεί να τους δώσει μεγάλη βοήθεια. Θαρραλέα θα βαδίσει προς το θάνατο η ηρωική κόρη και χαρούμενη θα θυσιάσει τη ζωή της για την Ελλάδα. Κι αν απαιτεί τη θυσία της η θεά, θνητή αυτή θα απειθήσει στο θεϊκό πρόσταγμα; Και καταλήγει ο ωραίος της μονόλογος σε στίχους που λες και είναι άσμα πανηγυρικό κι εμβατήριο θριάμβου:
«Θυσιάστε με, κουρσέψετε την Τροία...
Οι Έλληνες πρέπει να ορίζουν τους βαρβάρους, μάνα, κι όχι οι βάρβαροι
τους Έλληνες, γιατί σκλάβοι είναι εκείνοι κι ελεύθεροι εμείς».
Αν παρουσίαζε ο ποιητής την Ιφιγένεια πρόθυμη από την αρχή να προσφέρει τη ζωή της, θα έλεγε ένα ψέμα αντίθετο προς τη φυσική αλήθεια. Η αγάπη της ζωής είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Την αγαπούσε τη ζωή της η Ιφιγένεια, όπως την αγαπούσε και ο ήρωας της Αλαμάνας, που καθώς βάδιζε θαρραλέος προς το μαρτύριο, αναστέναξε για τον πρόωρο χαμό του, όταν ολάνθιστη η πλάση και μέσα στην ανοιξιάτικη ομορφιά της με χίλιες φωνές τον καλούσε στη ζωή. Αλλά αυτή η αγάπη της για τη ζωή δείχνει το χαρακτήρα της ηρωικό: αποφάσισε να πεθάνει κι ας γελούσαν όλα γύρω της.[3]
Ο Αχιλλέας υποχωρεί στην απόφαση της Ιφιγένειας και τώρα, που τόσο λαμπρά ακτινοβόλησε η αρετή της, γεμάτος θαυμασμό, όχι ερωτευμένος όπως τον παρουσίασε ο Racine στην περίφημη «Ιφιγένεια» του, δηλώνει ότι θα ήταν ευτυχισμένος αν την έκανε γυναίκα του. Αλλά αν μετανιώσει και τον χρειαστεί και την τελευταία ακόμα στιγμή που θα δει κοντά στο λαιμό της το σπαθί, θα την βοηθήσει. Θα στέκει πλάι στο βωμό με τους οπλοφόρους του. Αλλά ούτε κι αυτή η δήλωση του Αχιλλέα, ότι αν ήθελε η Ιφιγένεια, αυτός θα ματαίωνε τη θυσία, την έκανε να αλλάξει γνώμη. Έτσι εξαίρεται η ηθική αξία της θυσίας, που εμφανίζεται ακόμα μια φορά ότι με το θέλημά της τη δέχεται η Ιφιγένεια.
Όταν έφυγε ο Αχιλλέας, η μελλοθάνατη δίνει στη μάνα της τις τελευταίες της παραγγελίες: να μη μαυροφορεθούν ούτε αυτή ούτε οι αδελφές της. Και σαν να προβάλλει από τώρα μπρος στα μάτια της η σκιά της δολοφόνισσας, παρακαλεί τη μάνα της να μη μισεί τον πατέρα που τη θανατώνει για την Ελλάδα.
Η Ιφιγένεια πηγαίνει πια προς το βωμό (1475), όπου την περιμένει ο θάνατος και καθώς περπατάει άφοβη, τραγουδάει ένα πολύ συγκινητικό άσμα (1475-1509, που λέγεται κομμός), όπου φανερώνονται τα συναισθήματα που την κατέχουν για το ένδοξο και ωφέλιμο για τους Αχαιούς θάνατο και για το ταξίδι της σ’ άλλον κόσμο και με περιπάθεια αποχαιρετάει το γλυκό φως της ημέρας, που για τελευταία φορά το βλέπει.
Η νέα που είδαμε να πονάει μπροστά μας, να κλαίει πεσμένη στα γόνατα του πατέρα της, άλλαξε, δεν είναι η ίδια. Θρήνος και στεναγμός και απελπισμένες κραυγές έχουν σβήσει πια. Ηρωικό τραγούδι λέει και μας θυμίζει τον αχό όλων των ηρωικών τραγουδιών που αχολογήσανε στη γη μας από πλήθος άντρες και γυναίκες, όταν η μοίρα έδωσε την προσταγή της να κάνουν τον πόνο τους αγαλλίαση για τη θυσία και να κατέβουν στον Άδη με τραγούδια και χαρές.
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΤΑΣΙΜΟ Ε' μονωδία της Κορυφαίας (1510-1531): Όταν έφυγε η Ιφιγένεια, ίσως η Κορυφαία του Χορού (πολλοί λένε ότι ολόκληρος ο Χορός) τραγουδάει με τη συνοδεία αυλητή αυτή τη μονωδία, όπου εξυμνείται η ηρωική κόρη και ζητείται από την Άρτεμη να πάνε με το καλό οι Αχαιοί στο Ίλιο και να νικήσουν τους Τρώες.
ΕΞΟΔΟΣ (1532-τέλος): Έρχεται ένας άνδρας από εκείνους που είχανε συνοδεύσει την Ιφιγένεια στο βωμό. Ένα θαυμάσιο άγγελμα έχει για την Κλυταιμήστρα. Η θεά Άρτεμη έδωσε άλλη τροπή στη φρικτή μοίρα της κόρης. Την άρπαξε από το βωμό και την πήγε στους ουρανούς και για τη θυσία άφησε μια ελαφίνα.
Έρχεται και ο Αγαμέμνονας και βεβαιώνει τα λόγια του αγγελιαφόρου. «Η κόρη μας μάς έκανε ευτυχισμένους» φωνάζει. «Τώρα ζει με τους θεούς. Πάρε τον Ορέστη και πήγαινε στο Άργος. Και καλώς να ανταμωθούμε».
Ο Χορός εύχεται καλό ταξίδι και καλό γυρισμό με πλούσια λάφυρα.
Από το στόμα της Κλυταιμήστρας δε βγήκε καμιά ευχή.
Την τραγωδία αυτήν την έγραψε ο Ευριπίδης στη Μακεδονία, όπου γέροντας πια, στους τελευταίους 18 μήνες της ζωής του, φιλοξενήθηκε από τον ικανό βασιλιά (Θουκυδίδης Β 100) Αρχέλαο, που είχε τη φιλοδοξία να φιλοξενεί τους πιο έξοχους Έλληνες
Αλλά η τραγωδία βρέθηκε στα κατάλοιπά του ατελείωτη. Ίσως να την τέλειωσε ο ομώνυμος γιος του Ευριπίδης, τραγικός ποιητής κι αυτός, που την ανέβασε στο θέατρο το 405 π.Χ.
Στους στίχους 1-163 διακρίνονται δύο Πρόλογοι. Ο ένας 49-114 είναι μονόλογος του Αγαμέμνονα σε στίχους ιαμβικούς τρίμετρους,[4] σύμφωνος με τους άλλους άλλων τραγωδιών του Ευριπίδη μονολογικούς Προλόγους. Ο άλλος Πρόλογος, που αποτελούν οι στίχοι 1-48, 115-163, είναι μια ωραία σε μέτρο αναπαιστικό διαλογική σκηνή με χρώμα λυρικό, που ίσως την πρόσθεσε ο γιος του, γιατί θα έκρινε πως θα συμφωνούσε πολύ περισσότερο με την καλαισθησία της εποχής, που εύρισκε μονότονους και ανιαρούς του μονολογικούς Προλόγους του Ευριπίδη. Μερικοί φιλόλογοι πάλι θεωρούν ότι η Άρτεμη με μονόλογο, που δεν έφτασε ως εμάς, θα έλεγε, όπως η Αφροδίτη στον Ιππόλυτο, τα όσα θα παρουσίαζε το έργο. Αλλά και η Έξοδος από το στίχο 1568 μέχρι το τέλος θεωρείται για ξένη προσθήκη.
Με λόγια θαυμασμού επαινείται αυτή η τραγωδία και από τον H. Patin και από άλλους ξένους και από τον Δημήτριο Βερναρδάκη, που τη βρίσκει ασύγκριτο αριστούργημα.
Η αγωνία του πατέρα που κυβερνάει ένα στρατό και που γι’ αυτόν είναι υποχρεωμένος να σφάξει τη παιδί του, ο πόνος και η οργή της μητέρας που της αρπάζουν το παιδί για να το θανατώσουν, η πορεία της ψυχής του θύματος από τη μαύρη απελπισία ως την απόφαση της θεληματικής αυτοθυσίας, το θάμπωμα του Αχιλλέα μπρος σ’ αυτό το ψυχικό μεγαλείο της μελλοθάνατης, όλα αυτά άριστα απεικονίζονται σ’ αυτήν εδώ την τραγωδία, που ο Schiller τη θαύμαζε και τη μετέφρασε στη γερμανική γλώσσα και ο Racine και ο Jean Moréas τη μιμηθήκανε.
Πικραμένος ο Ευριπίδης για τους ατελείωτους εμφύλιους πολέμους των Ελλήνων, που χρόνια τώρα τους είχε κυριέψει μια αθεράπευτη μανία αυτοκαταστροφής, τους καλεί με τούτο το κύκνειο άσμα του να γυρίσουν στα αχνάρια των προγόνων, που την ιστορική τους πορεία ρυθμίζανε σύμφωνα με το «Βαρβάρων δε Έλληνας άρχειν εικός».
Όλα προσφορά στην Ελλάδα είναι το σύνθημα που προβάλλει ο γέροντας ποιητής στους Έλληνες της εποχής του, που στα τελευταία χρόνια της ζωής του τους είδε να κατρακυλούν στη ζητιανιά της βοήθειας των βαρβάρων, αντίθετα με τις προηγούμενες γενιές που τους είχαν διώξει από τους τόπους όπου μεγαλουργούσε ο ελληνισμός.Έτσι με την τραγωδία αυτήν τοποθετείται ο ποιητής στη χορεία των αντρών που πιστεύανε ότι μπορούσε ο ελληνισμός να κάνει κάτι καλύτερο από τα ατελείωτα αδελφικά αιματοκυλίσματα. Ρίχνεται εδώ ο σπόρος της πανελλήνιας ιδέας που ο Ισοκράτης την έκανε σκοπό και κήρυγμα της ζωής του μέχρι τα βαθιά γεράματά του, και ο Φίλιππος και μετά ο γιος του ο Μ. Αλέξανδρος ζωντανή πραγματικότητα.
Υποσημειώσεις:
[1] Για ποιο λόγο είχε οργιστεί η Άρτεμη δεν αναφέρεται σ’ αυτήν εδώ την τραγωδία. Από το Σοφοκλή όμως (Ηλέκτρα 566 κ.ε.) μαθαίνουμε ότι ο Αγαμέμνονας, ενώ περπατούσε κάποτε στο άλσος της θεάς, ξεσήκωσε από την κοίτη της μια ελαφίνα και τη σκότωσε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, είπε κι ένα λόγο γεμάτο κομπασμό για το κατόρθωμά του, που δεν μας το λέει ο Σοφοκλής, τον ξέρουμε όμως από τον Πρόκλο (Χρηστομάθεια 455) και από το Σχολιαστή του Ευριπίδη (Ορέστης 647). Είπε δηλαδή ότι με τόση ευστοχία δε θα μπορούσε να χτυπήσει ούτε η θεά του κυνηγιού. Ο Ευριπίδης όμως παρουσιάζει άλλη αφορμή της οργής της θεάς στην άλλη του την Ιφιγένεια (Ιφιγένεια η εν Ταύροις 30 κ.ε.).
[2] Ενώ η Πάροδος κάθε τραγωδίας είναι άσμα λυρικό, αυτή εδώ με την επισκόπηση και την περιγραφή του στρατοπέδου, που μας θυμίζει από την Ιλιάδα τους στίχους Β 494 κ.ε. και Γ 121-244, έχει χαρακτήρα πιο πολύ επικό, δεν εκφράζει συναισθήματα παρά μονάχα ένα αδύνατο θαυμασμό προς τη μεγάλη στρατιά και τα λαμπρά παλληκάρια.
[3] Και όμως ο Αριστοτέλης (Περί ποιητικής ΧV) βρίσκει ανακόλουθο (ανώμαλο) το ήθος της Ιφιγένειας: «ουδέν γαρ έοικεν η ικετεύουσα τη υστέρα». Τη γνώμη αυτή δέχτηκαν και ο Racine, ο Schlegel και ο Γ. Μιστριώτης. Πρώτος την αντέκρουσε ο Schiller και το ανακόλουθο ήθος το θεώρησε για προτέρημα: «Εκείνο που κατηγορούν μερικοί στο χαρακτήρα της Ιφιγένειας, θα ένιωθα τον πειρασμό να το λογαριάσω για μια ωραία γραμμή. Αυτό το κράμα της αδυναμίας και της ρώμης, της δειλίας και της τόλμης είναι μια αληθινή και θελκτική εικόνα του ανθρώπινου φυσικού. Ήρεμα γίνεται η μετάβαση από τη μια στην άλλη ψυχική διάθεση και είναι ικανοποιητικά δικαιολογημένη». Αλλά και ο Gilbert Murray στο έργο του «Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας» (σελίδα 262) αποκρούει τη γνώμη του Αριστοτέλη με τη φράση «τοιαύτα τα ολισθήματα της ανθρώπινης κριτικής».
[4] Αν λογαριάσουμε μέσα στο μονόλογο και τους στίχους 107-114, που τους λέει στο γέροντα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου