ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-97): Μπροστά στη σκηνή του Αγαμέμνονα, του αρχηγού των Αχαιών, που, γυρνώντας από το Ίλιο στην πατρίδα, έχουν στρατοπεδεύσει σε μια ακρογιαλιά στη Θρακική χερσόνησο, παρουσιάζεται, χαράματα ακόμα, μετέωρο ένα φάντασμα νεκρού και μιλάει: Είναι ο Πολύδωρος, ο πιο μικρός από τους γιους του Πρίαμου και της Εκάβης. Για να τον φυλάξει από τους κινδύνους του πολέμου τον είχε εμπιστευθεί με πολύ χρυσάφι ο πατέρας του εδώ στη Θρακική χερσόνησο στο βασιλιά Πολυμήστορα. Μα το Ίλιο έπεσε, οι Αχαιοί έσφαξαν τον Πρίαμο και ο Πολυμήστορας, πατώντας και όρκο και φιλία, σκοτώνει τον Πολύδωρο για να του πάρει τους θησαυρούς και το λείψανό του το πετάει στη θάλασσα.
Αλλά της χαροκαμένης της μάνας του, της γερόντισσας Εκάβης, δεν πράυνε ακόμα η μοίρα. Ο Αχιλλέας, ο φονιάς του Έκτορα και τόσων άλλων παιδιών της στις μάχες κάτω από το κάστρα του Ίλιου, δε χόρτασε ακόμα. Θέλει να πιεί το αίμα της Πολυξένης, της κόρης του Πρίαμου, που βρίσκεται πια σκλάβα στα χέρια των Αχαιών. Γι’ αυτό πρόβαλε επάνω από τον τάφο του και ζήτησε από τους Αχαιούς να του την προσφέρουν γλυκό στον τάφο του σφαχτάρι και χάρισμα τιμητικό.
Θα τη σφάξουν βέβαια οι Αχαιοί - δηλώνει το φάντασμα - και ύστερα θα την παραδώσουν στη μάνα της την Εκάβη, για να τη θάψει. Και η Τρωαδίτισσα που θα σταλεί από την Εκάβη στη θάλασσα να φέρει νερό, για να πλύνουν το λείψανο της Πολυξένης, θα βρει στην ακροθαλασσιά και το λείψανο του Πολύδωρου. Κι έτσι η δόλια η Εκάβη θα θάψει σήμερα - λέει το φάντασμα του Πολύδωρα - δυο παιδιά της, αυτόν και την Πολυξένη.
Την ώρα που ακούγονται αυτά τα τελευταία λόγια, κάποιος βγαίνει από τη σκηνή του Αγαμέμνονα. Είναι η Εκάβη. Ακουμπάει στο ραβδί της και καθώς δυσκολεύεται να περπατήσει την κρατούν σκλάβες Τρωαδίτισσες από δεξιά και αριστερά για να μη πέσει κάτω.
Δεν ξέρει τίποτα για το γιο της τον Πολύδωρο. Τον θεωρεί ακόμα ζωντανό στο σπίτι του Πολυμήστορα. Αλλά ένα όνειρο ήρθε τούτη τη νύχτα και της έφερε μεγάλη αγωνία. Είδε στον ύπνο της ότι ένας λύκος της άρπαξε μια ελαφίνα μέσα από την αγκαλιά της. Μήπως αυτό το όνειρο είναι για το γιο της τον Πολύδωρο; - αναρωτιέται έντρομη η Εκάβη. Μήπως είναι για την κόρη της, την Πολυξένη;
Αλλά την τρομάζει και κάτι άλλο: Η απαίτηση του Αχιλλέα να του χαρίσουν στον τάφο του μια από τις πολύπαθες Τρωαδίτισσες. «Μακριά και τούτο το κακό από την κόρη μου την Πολυξένη», ικετεύει του θεούς, γεμάτη ανησυχία και αγωνία η πριν ευτυχισμένη και τώρα βυθισμένη στη δυστυχία της σκλαβιάς και χαροκαμένη βασίλισσα του Ίλιου.
ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (98-153): Αυτό όμως που φοβόταν η Εκάβη και παρακαλούσε τους θεούς να μη γίνει στην κόρη της, δε θα το αποφύγει. Δεκαπέντε Τρωαδίτισσες, που αποτελούν το Χορό της τραγωδίας, έρχονται από τη δεξιά πάροδο και η κορυφαία του Χορού της αναγγέλλει ότι οι Αχαιοί πήραν μια φοβερή απόφαση: Θα σφάξουν την Πολυξένη πάνω στον τάφο του Αχιλλέα. Ναι, σε λίγο θα έρθει ο Οδυσσέας να της την πάρει μέσα από την αγκαλιά της.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (154-443): Μπροστά σ’ αυτό το φρικτό άγγελμα τι λόγια έπρεπε να ειπωθούν; Μονάχα «ο κομμός», όπως έλεγαν το θρήνο πάνω στη σκηνή, η γλώσσα των θλιβερών συναισθημάτων, θα μπορέσει να δείξει τον πόνο της μάνας που σε λίγο θα της αρπάξουν αλύπητα την κόρη για το μαχαίρι του θύτη. Η Εκάβη κλαίει (154-194) την αβάσταχτη δυστυχία της, την ερημιά της, που έχασε γέροντα και παιδιά, την εγκατάλειψή της από όλους τους θεούς, και απελπισμένη κράζει με φωνή σπαρακτική την Πολυξένη να βγει να ακούσει το φρικτό που σχεδιάσανε οι Αχαιοί.
Τρομαγμένη από την κραυγή της μάνας της η Πολυξένη πετιέται έξω από τη σκηνή και μαθαίνει τι την περιμένει. Αλλά το περίεργο είναι ότι δεν κλαίει για το δικό της θάνατο, γιατί έτσι που κατάντησε δεν τη θέλει τη ζωή η υπερήφανη, ευγενική παρθένα, αλλά τη μάνα της κλαίει (197-215) που σε λίγο θα της αρπάξουν την κόρη, για να την στείλουν στο σκοτάδι του Άδη. Και μάνα και κόρη πέφτουν με λυγμούς η μία στην αγκαλιά της άλλης.
Έρχεται βιαστικός ο Οδυσσέας και ανακοινώνει την απόφαση των Αχαιών να σφαχτεί στον τάφο του Αχιλλέα η Πολυξένη. Μάταια τον ικετεύει η Εκάβη και, όταν έμεινε αμετάπειστος, μάταια πάλι του θυμίζει ότι δεν έμεινε ασυγκίνητη στις ικεσίες του και τον έσωσε, όταν είχε μπει κατάσκοπος στο Ίλιο. Ναι, δεν έμεινε ασυγκίνητη, ο Οδυσσέας το παραδέχεται κι αυτός και με κυνικότητα προσθέτει, ότι πολλά σοφίστηκε και της είπε, για να γλυτώσει από το θάνατο.
Αλλά δεν μπορεί να μη θυσιαστεί η Πολυξένη. Είναι απαίτηση του πρώτου ήρωα, του Αχιλλέα, που τη σέβονται απόλυτα οι Αχαιοί. Ήρθε να πάρει την Πολυξένη και θα την πάρει, δηλώνει ανάλγητα και απερίφραστα, όργανο των πολλών τώρα αυτός, που δεμένος στο πλέγμα των πολιτικών και κοινωνικών περιπλοκών και εξαρτήσεων, όπως και στις «Τρωάδες» ο ίδιος πάλι, όπως και ο Αγαμέμνονας στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», δεν μπορεί, αλλά ούτε και του επιτρέπεται να νιώθει κανένα οίκτο.
Η Εκάβη στρέφεται τώρα στην κόρη της: Ας τον παρακαλέσει και αυτή. Αλλά η Πολυξένη έχει πάρει την απόφασή της. Δε θέλει να ζήσει στη σκλαβιά και στους εξευτελισμούς της. Χίλιες φορές προτιμότερος ο θάνατος.
«Σκοτώστε με εμένα», φωνάζει απελπισμένη η Εκάβη, «εγώ γέννησα τον Πάρη, που σκότωσε τον Αχιλλέα». Και όταν δε δέχτηκε την προσφορά της ο Οδυσσέας, «Σκοτώστε με κι εμένα», ξαναφωνάζει η Εκάβη, «για να χορτάσει ο νεκρός με το αίμα και των δυο μας» και σφίγγει στην αγκαλιά της την κόρη της.
Αλλά η Πολυξένη δεν αλλάζει γνώμη. Όταν έσφιξε τη μάνα της για τελευταία φορά στην αγκαλιά της, άφοβη βαδίζει προς το θάνατο, που λυτρωτής θα την προφυλάξει από τις πίκρες και τους εξευτελισμούς της σκλαβωμένης γυναίκας.
Η Εκάβη λιποθυμάει.
ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (444-483): Τώρα που θα θυσιαστεί η Πολυξένη, το θαλασσινό αεράκι θα φέρει τα καράβια των Αχαιών στην πατρίδα. Γι’ αυτό οι ανυπεράσπιστες στα χέρια των Αχαιών γυναίκες του Χορού εκφράζουν την αγωνία τους για την πικρή ζωή της σκλαβιάς. Που τις περιμένει, σε αλλεπάλληλα ερωτήματα για τον τόπο που θα τις φέρει το ταξίδι πάνω στα κύματα.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (484-628): Έρχεται ο αγγελιαφόρος των Αχαιών, Ταλθύβιος και, συγκινημένος από την αστάθεια της ανθρώπινης ευτυχίας, που τη βλέπει τώρα ενσαρκωμένη στην πριν ευτυχισμένη βασίλισσα του Ίλιου, καλεί με λόγια συμπόνιας την Εκάβη να βγει από το βάθος της λιποθυμίας και να σταθεί στα πόδια της.
Για μια στιγμή φαντάστηκε η Εκάβη ότι ο Ταλθύβιος ήρθε να την πάρει κι αυτήν, για να την οδηγήσει στον τάφο του Αχιλλέα, και ότι εκεί την προσμένει λυτρωτικό το μαχαίρι του θύτη. Γι’ αυτό βρήκε τη δύναμη και τινάχτηκε στα πόδια της όρθια και τον παρακαλεί να την οδηγήσει μια ώρα νωρίτερα στον τόπο της σφαγής:
«Τρέχουμε, μην αργούμε! Δείχνε μου το δρόμο, γέρο» (507).
Αλλά ο Ταλθύβιος δεν ήρθε γι’ αυτό. Την καλεί να φροντίσει για την ταφή της κόρης της, που έχει πια σφαχτεί.
Ο καθένας θέλει να μην είναι άγριες οι τελευταίες στιγμές των αγαπημένων του προσώπων και γι’ αυτό η Εκάβη του ζητάει πληροφορίες: «Της δείχνατε συμπόνια; Ή τη σφάξατε σκληρόψυχα;» Κι εκείνος της εξιστορεί τις τελευταίες στιγμές της κοπέλας, που όλος ο στρατός των Αχαιών τη θαύμασε, γιατί άφοβα, με αξιοπρέπεια και γεμάτη αυτοσεβασμό αντίκρισε το θάνατο.
Αυτό το φέρσιμο της Πολυξένης την ώρα της σφαγής της είναι για την πικραμένη μάνα της ένα ξαλάφρωμα του πόνου. Και λέει:
«Όμως από το βαρύ πάλι το στεναγμό με ελάφρωσες, όταν έμαθα ότι στάθηκε ατρόμητη» (590-91).
Γιατί δε γεννήθηκε ακόμα γονιός, που δε θα ήθελε να ξεχωρίσουν μέσα στον κόσμο τα παιδιά του.
Τώρα την Εκάβη καλεί άλλο καθήκον, όχι ασυνήθιστο γι’ αυτήν: Πρέπει να θάψει τη σφαγμένη της κόρη. Παραγγέλλει λοιπόν με τον Ταλθύβιο στους Αχαιούς να μην αγγίξει κανένας την Πολυξένη της και στέλνει μια Τρωαδίτισσα να φέρει νερό από τη θάλασσα για το στερνό λουτρό της νεκρής.
ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (629-656): Δάκρυα και συμφορές έφερε και στην Τροία και στην Ελλάδα ο παράφορος έρωτας του Πάρη, λέει σ’ αυτό το Στάσιμο ο Χορός, ύστερα από τη θλιβερή ιστορία που άκουσε από τον Ταλθύβιο για την ανείπωτη συμφορά που βρήκε την Εκάβη.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (657-904): Έρχεται η Τρωαδίτισσα που είχε πάει να φέρει νερό από τη θάλασσα για να πλυθεί το λείψανο της Πολυξένης. Φέρνει τυλιγμένο το κορμί του Πολύδωρου, που το βρήκε στην ακρογιαλιά, όπου το είχαν βγάλει τα κύματα της θάλασσας και με φωνές και κλάματα το δείχνει στην Εκάβη.
Η Εκάβη μαντεύει ποιος είναι ο φονιάς του παιδιού της. Κι ενώ απελπισμένη θρηνεί πάνω στο κορμί του Πολύδωρου, έρχεται ο Αγαμέμνονας. Τώρα όλη η ψυχή της είναι δοσμένη στο πώς θα μπορέσει να πάρει τον Αγαμέμνονα βοηθό στην εκδίκησή της, γιατί το αποφάσισε πια: Θα εκτελέσει το χρέος της, θα εκδικηθεί.
Πέφτει, λοιπόν, στα πόδια του Αγαμέμνονα και τον παρακαλεί να τιμωρήσει τον Πολυμήστορα. Ο αρχηγός όμως των Αχαιών φαίνεται να διστάζει και σε μια σκηνή, που με μια του κίνηση δείχνει ότι θέλει να απαλλαγεί από τα ενοχλητικά παρακάλια της δυστυχισμένης βασίλισσας, εκείνη που έχει κατρακυλήσει πια στα πιο σκοτεινά βάθη της συμφοράς, δε θα διστάσει να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να πείσει το δυνατό βασιλιά να τη βοηθήσει στην εκδίκηση που σχεδιάζει. Το είπε και πιο πριν (756-7): Όλος της ο πόθος είναι να τιμωρήσει τον κακούργο. Αλλά από πουθενά δεν έχει να περιμένει βοήθεια. Χάθηκαν και τα παιδιά της, χάθηκε και η πατρίδα. Ας καταφύγει λοιπόν στην Αφροδίτη, δεν είναι καιρός για αξιοπρέπειες.
Την κόρη της την Κασσάνδρα, την αδελφή του Πολύδωρα, τη χαίρεται στο κρεβάτι του ο Αγαμέμνονας. Να, λοιπόν, μια ευκαιρία να δείξει ο τρανός βασιλιάς ότι για τις γλυκές τις νύχτες που του χαρίζει η Κασσάνδρα, έχει κάποιο χατίρι και η μάνα της, η άμοιρη Εκάβη. Ας τη βοηθήσει και για έναν άλλο ακόμα λόγο: Δεν επιτρέπεται στον καλό να αδιαφορεί για τα κακά που γίνονται, πρέπει να τα καταπολεμεί και παντού και πάντα χρέος του είναι να κάνει κακό στον κακό (844-45).
Τέλος, με όλους τους δισταγμούς του ο Αγαμέμνονας και με όλους τους φόβους του, μήπως παρεξηγηθεί από το στρατό, αποφασίζει να τηρήσει φιλική ουδετερότητα σε όσα πρόκειται να κάνει η Εκάβη στο φονιά του παιδιού της. Στο μεταξύ έφυγε μια Τρωαδίτισσα για να καλέσει τον Πολυμήστορα να έρθει να ανταμώσει την Εκάβη μαζί με τα δυο παιδιά του. Πρέπει να ακούσουν κι εκείνα το σπουδαίο μυστικό που η Εκάβη θα φανερώσει στον πατέρα τους.
ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (905-951): Ο Χορός, για να καλύψει το κενό ώσπου να έρθει ο Πολυμήστορας, θυμάται στο Στάσιμο αυτό εκείνη τη φρικτή νύχτα, που αντήχησαν μες στην πόλη οι άγριες πολεμικές κραυγές των Αχαιών, που αφού σκότωσαν τους άνδρες και κάψανε το Ίλιο παίρνουν τώρα με τα καΐκια σκλάβες στην Ελλάδα τις γυναίκες. Γι’ αυτό καταριούνται κι αυτές να μη φτάσει στο πατρικό της η Ελένη. Αυτή είναι η αιτία όλου αυτού του κακού.
ΕΞΟΔΟΣ (952-1295): Ο Πολυμήστορας, ο φονιάς του Πολύδωρου, έφτασε με τα δυο παιδιά του. Πώς θα αργούσε αυτός στο κάλεσμα φιλικού προσώπου; Μήπως δε θυμάται τη φιλιά που τον έδενε με τον ταλαίπωρο τον Πρίαμο; Γι’ αυτό δέρνεται και χτυπιέται και με φωνή υποκριτικά σπασμένη από τους τάχα ασυγκράτητους λυγμούς φωνάζει τους δύο αγαπημένους του, Πρίαμο και Εκάβη:
«Ω Πρίαμε, πιο αγαπημένε μου άνθρωπε, κι εσύ αγαπημένη Εκάβη» (952).
Και κλαίει και για την καταστροφή του Ίλιου και για την Πολυξένη. Τέτοια είναι, λέει, η μοίρα των ανθρώπων. Αβέβαιη και η δόξα του ευτυχισμένου, αβέβαιη και η ελπίδα του δυστυχισμένου, που κάποτε θα ευτυχήσει. Έλειπε μακριά από τα σύνορα και δεν ήξερε τίποτα. Τώρα που έλαβε το κάλεσμά της, να έφτασε.
Γεμάτη αηδία η Εκάβη μπροστά σε μια τέτοια σιχαμερή υποκρισία δε χάνει την ψυχραιμία της: Αν δε μπορεί να τον κοιτάξει κατάματα, τούτο γίνεται - βεβαιώνει - γιατί τον ντρέπεται που τη βλέπει τώρα τόσο ξεπεσμένη από την αρχοντιά της και γιατί τέτοιος είναι ο νόμος, να μη κοιτάνε οι γυναίκες κατάματα τους άνδρες.
Ακολουθεί ένας διάλογος Εκάβης και Πολυμήστορα, όπου ο ποιητής τραβάει ως τις τελευταίες της γραμμές την απεικόνιση του χαρακτήρα του Πολυμήστορα, που είναι ένας πολύ κυνικός υποκριτής, ψεύτης και αχόρταγος πλεονέκτης.
Υποκριτής, όταν βεβαιώνει τη μάνα του παιδιού, που με τα χέρια του το σκότωσε, ότι είναι πρόθυμος να τη βοηθήσει και ότι ο γιος της ζει κοντά του ευτυχισμένος. Και τόσο πλεονέκτης, που χάνει την ξαστεριά του μυαλού και ανυπόμονα ζητάει να μάθει πού είναι κρυμμένοι οι θησαυροί του Πρίαμου και απροστάτευτος από σωματοφύλακες βαδίζει προς το εσωτερικό της σκηνής, όπου η αδικημένη μάνα με την τιμωρία που του επιβάλει, θα φέρει στο νου μας τη λυσσαλέα φράση που είχε πει στον Πρίαμο για τον Αχιλλέα, τον άλλο φονιά του άλλου παιδιού της, του Έκτορα: «Ας μπορούσα κολλημένη πάνω του να του φάω το συκώτι» (Ιλιάδα Ω 212).
Τώρα που μπήκε στη σκηνή ο Πολυμήστορας, είναι βέβαιος ο Χορός ότι θα τον βρει εκεί μέσα η τιμωρία που του αξίζει. Και δεν άργησε. Ένα άγριο ουρλιαχτό ακούγεται. Οι Τρωαδίτισσες τυφλώνουν το φονιά και του σκοτώνουν και τα δυο παιδιά του. Ικανοποιημένη προβάλει από μέσα η Εκάβη. Πόσο έχει μεταμορφωθεί! Δεν έχουμε πια μπροστά μας ένα ανθρώπινο ράκος. Τη ζωντάνεψε η χαρά που της έδωσε η εκδίκηση. Με στητό το κορμί της και με φωνή που δείχνει την αγαλλίαση που γεμίζει την ψυχή της και που θα γέμιζε την ψυχή κάθε μητέρας που θα μπορούσε να κάνει κακό στο φονιά του παιδιού της, αναγγέλλει στο Χορό ότι εκδικήθηκε πια τον αδικητή.
Τυφλωμένος και με το πρόσωπο καταματωμένο προχωράει ψηλαφητά ο Πολυμήστορας. Μέσα στη σκηνή, που άνοιξε πια φαίνονται σφαγμένα τα δυο του τα παιδιά. Ουρλιάζοντας και βογκώντας ψάχνει με τα χέρια απλωμένα να πιάσει την Εκάβη και τις άλλες Τρωαδίτισσες, που τόσο κακό του έκαναν.
Την ώρα αυτή έρχεται ο Αγαμέμνονας και στην παράκληση του Πολυμήστορα, που πάλι δεν ξέχασε την υποκρισία του και δήλωσε στον τρανό βασιλιά ότι από φιλία προς τους Αχαιούς σκότωσε τον Πολύδωρο, εκφέρει την κρίση του για ό,τι έγινε: Δίκιο έχει η Εκάβη, αδικητής είναι ο Πολυμήστορας. Καλά έπαθε, γιατί έπραξε ένα ανόσιο κακούργημα.
Αφού δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο ο Πολυμήστορας, ανακοινώνει μια παλιά προφητεία, που την ξέρει από το μάντη των Θρακών το Διόνυσο, για τη φρικτή τύχη που περιμένει την Εκάβη (θα πέσει στη θάλασσα και θα μεταμορφωθεί σε σκύλα), για την κόρη της την Κασσάνδρα και τον Αγαμέμνονα (και οι δυο θα σκοτωθούν στο Άργος από την Κλυταιμνήστρα). Είναι κι η χαιρεκακία μια εκδίκηση και κάθε εκδίκηση είναι γλυκιά.
Αγριεμένος ο Αγαμέμνονας για όσα του λέει ο Πολυμήστορας, προστάζει τους ακολούθους του να τον πάρουν και να πετάξουν αυτόν τον κακομηνυτή σε κάποιο ερημονήσι.
Στέλνει και τις γυναίκες του Χορού να ετοιμαστούν για το ταξίδι, οι οποίες με θλίψη κι εγκαρτέρηση αποχωρούν από τη σκηνή.
Αλλά της χαροκαμένης της μάνας του, της γερόντισσας Εκάβης, δεν πράυνε ακόμα η μοίρα. Ο Αχιλλέας, ο φονιάς του Έκτορα και τόσων άλλων παιδιών της στις μάχες κάτω από το κάστρα του Ίλιου, δε χόρτασε ακόμα. Θέλει να πιεί το αίμα της Πολυξένης, της κόρης του Πρίαμου, που βρίσκεται πια σκλάβα στα χέρια των Αχαιών. Γι’ αυτό πρόβαλε επάνω από τον τάφο του και ζήτησε από τους Αχαιούς να του την προσφέρουν γλυκό στον τάφο του σφαχτάρι και χάρισμα τιμητικό.
Θα τη σφάξουν βέβαια οι Αχαιοί - δηλώνει το φάντασμα - και ύστερα θα την παραδώσουν στη μάνα της την Εκάβη, για να τη θάψει. Και η Τρωαδίτισσα που θα σταλεί από την Εκάβη στη θάλασσα να φέρει νερό, για να πλύνουν το λείψανο της Πολυξένης, θα βρει στην ακροθαλασσιά και το λείψανο του Πολύδωρου. Κι έτσι η δόλια η Εκάβη θα θάψει σήμερα - λέει το φάντασμα του Πολύδωρα - δυο παιδιά της, αυτόν και την Πολυξένη.
Την ώρα που ακούγονται αυτά τα τελευταία λόγια, κάποιος βγαίνει από τη σκηνή του Αγαμέμνονα. Είναι η Εκάβη. Ακουμπάει στο ραβδί της και καθώς δυσκολεύεται να περπατήσει την κρατούν σκλάβες Τρωαδίτισσες από δεξιά και αριστερά για να μη πέσει κάτω.
Δεν ξέρει τίποτα για το γιο της τον Πολύδωρο. Τον θεωρεί ακόμα ζωντανό στο σπίτι του Πολυμήστορα. Αλλά ένα όνειρο ήρθε τούτη τη νύχτα και της έφερε μεγάλη αγωνία. Είδε στον ύπνο της ότι ένας λύκος της άρπαξε μια ελαφίνα μέσα από την αγκαλιά της. Μήπως αυτό το όνειρο είναι για το γιο της τον Πολύδωρο; - αναρωτιέται έντρομη η Εκάβη. Μήπως είναι για την κόρη της, την Πολυξένη;
Αλλά την τρομάζει και κάτι άλλο: Η απαίτηση του Αχιλλέα να του χαρίσουν στον τάφο του μια από τις πολύπαθες Τρωαδίτισσες. «Μακριά και τούτο το κακό από την κόρη μου την Πολυξένη», ικετεύει του θεούς, γεμάτη ανησυχία και αγωνία η πριν ευτυχισμένη και τώρα βυθισμένη στη δυστυχία της σκλαβιάς και χαροκαμένη βασίλισσα του Ίλιου.
ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (98-153): Αυτό όμως που φοβόταν η Εκάβη και παρακαλούσε τους θεούς να μη γίνει στην κόρη της, δε θα το αποφύγει. Δεκαπέντε Τρωαδίτισσες, που αποτελούν το Χορό της τραγωδίας, έρχονται από τη δεξιά πάροδο και η κορυφαία του Χορού της αναγγέλλει ότι οι Αχαιοί πήραν μια φοβερή απόφαση: Θα σφάξουν την Πολυξένη πάνω στον τάφο του Αχιλλέα. Ναι, σε λίγο θα έρθει ο Οδυσσέας να της την πάρει μέσα από την αγκαλιά της.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (154-443): Μπροστά σ’ αυτό το φρικτό άγγελμα τι λόγια έπρεπε να ειπωθούν; Μονάχα «ο κομμός», όπως έλεγαν το θρήνο πάνω στη σκηνή, η γλώσσα των θλιβερών συναισθημάτων, θα μπορέσει να δείξει τον πόνο της μάνας που σε λίγο θα της αρπάξουν αλύπητα την κόρη για το μαχαίρι του θύτη. Η Εκάβη κλαίει (154-194) την αβάσταχτη δυστυχία της, την ερημιά της, που έχασε γέροντα και παιδιά, την εγκατάλειψή της από όλους τους θεούς, και απελπισμένη κράζει με φωνή σπαρακτική την Πολυξένη να βγει να ακούσει το φρικτό που σχεδιάσανε οι Αχαιοί.
Τρομαγμένη από την κραυγή της μάνας της η Πολυξένη πετιέται έξω από τη σκηνή και μαθαίνει τι την περιμένει. Αλλά το περίεργο είναι ότι δεν κλαίει για το δικό της θάνατο, γιατί έτσι που κατάντησε δεν τη θέλει τη ζωή η υπερήφανη, ευγενική παρθένα, αλλά τη μάνα της κλαίει (197-215) που σε λίγο θα της αρπάξουν την κόρη, για να την στείλουν στο σκοτάδι του Άδη. Και μάνα και κόρη πέφτουν με λυγμούς η μία στην αγκαλιά της άλλης.
Έρχεται βιαστικός ο Οδυσσέας και ανακοινώνει την απόφαση των Αχαιών να σφαχτεί στον τάφο του Αχιλλέα η Πολυξένη. Μάταια τον ικετεύει η Εκάβη και, όταν έμεινε αμετάπειστος, μάταια πάλι του θυμίζει ότι δεν έμεινε ασυγκίνητη στις ικεσίες του και τον έσωσε, όταν είχε μπει κατάσκοπος στο Ίλιο. Ναι, δεν έμεινε ασυγκίνητη, ο Οδυσσέας το παραδέχεται κι αυτός και με κυνικότητα προσθέτει, ότι πολλά σοφίστηκε και της είπε, για να γλυτώσει από το θάνατο.
Αλλά δεν μπορεί να μη θυσιαστεί η Πολυξένη. Είναι απαίτηση του πρώτου ήρωα, του Αχιλλέα, που τη σέβονται απόλυτα οι Αχαιοί. Ήρθε να πάρει την Πολυξένη και θα την πάρει, δηλώνει ανάλγητα και απερίφραστα, όργανο των πολλών τώρα αυτός, που δεμένος στο πλέγμα των πολιτικών και κοινωνικών περιπλοκών και εξαρτήσεων, όπως και στις «Τρωάδες» ο ίδιος πάλι, όπως και ο Αγαμέμνονας στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», δεν μπορεί, αλλά ούτε και του επιτρέπεται να νιώθει κανένα οίκτο.
Η Εκάβη στρέφεται τώρα στην κόρη της: Ας τον παρακαλέσει και αυτή. Αλλά η Πολυξένη έχει πάρει την απόφασή της. Δε θέλει να ζήσει στη σκλαβιά και στους εξευτελισμούς της. Χίλιες φορές προτιμότερος ο θάνατος.
«Σκοτώστε με εμένα», φωνάζει απελπισμένη η Εκάβη, «εγώ γέννησα τον Πάρη, που σκότωσε τον Αχιλλέα». Και όταν δε δέχτηκε την προσφορά της ο Οδυσσέας, «Σκοτώστε με κι εμένα», ξαναφωνάζει η Εκάβη, «για να χορτάσει ο νεκρός με το αίμα και των δυο μας» και σφίγγει στην αγκαλιά της την κόρη της.
Αλλά η Πολυξένη δεν αλλάζει γνώμη. Όταν έσφιξε τη μάνα της για τελευταία φορά στην αγκαλιά της, άφοβη βαδίζει προς το θάνατο, που λυτρωτής θα την προφυλάξει από τις πίκρες και τους εξευτελισμούς της σκλαβωμένης γυναίκας.
Η Εκάβη λιποθυμάει.
ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (444-483): Τώρα που θα θυσιαστεί η Πολυξένη, το θαλασσινό αεράκι θα φέρει τα καράβια των Αχαιών στην πατρίδα. Γι’ αυτό οι ανυπεράσπιστες στα χέρια των Αχαιών γυναίκες του Χορού εκφράζουν την αγωνία τους για την πικρή ζωή της σκλαβιάς. Που τις περιμένει, σε αλλεπάλληλα ερωτήματα για τον τόπο που θα τις φέρει το ταξίδι πάνω στα κύματα.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (484-628): Έρχεται ο αγγελιαφόρος των Αχαιών, Ταλθύβιος και, συγκινημένος από την αστάθεια της ανθρώπινης ευτυχίας, που τη βλέπει τώρα ενσαρκωμένη στην πριν ευτυχισμένη βασίλισσα του Ίλιου, καλεί με λόγια συμπόνιας την Εκάβη να βγει από το βάθος της λιποθυμίας και να σταθεί στα πόδια της.
Για μια στιγμή φαντάστηκε η Εκάβη ότι ο Ταλθύβιος ήρθε να την πάρει κι αυτήν, για να την οδηγήσει στον τάφο του Αχιλλέα, και ότι εκεί την προσμένει λυτρωτικό το μαχαίρι του θύτη. Γι’ αυτό βρήκε τη δύναμη και τινάχτηκε στα πόδια της όρθια και τον παρακαλεί να την οδηγήσει μια ώρα νωρίτερα στον τόπο της σφαγής:
«Τρέχουμε, μην αργούμε! Δείχνε μου το δρόμο, γέρο» (507).
Αλλά ο Ταλθύβιος δεν ήρθε γι’ αυτό. Την καλεί να φροντίσει για την ταφή της κόρης της, που έχει πια σφαχτεί.
Ο καθένας θέλει να μην είναι άγριες οι τελευταίες στιγμές των αγαπημένων του προσώπων και γι’ αυτό η Εκάβη του ζητάει πληροφορίες: «Της δείχνατε συμπόνια; Ή τη σφάξατε σκληρόψυχα;» Κι εκείνος της εξιστορεί τις τελευταίες στιγμές της κοπέλας, που όλος ο στρατός των Αχαιών τη θαύμασε, γιατί άφοβα, με αξιοπρέπεια και γεμάτη αυτοσεβασμό αντίκρισε το θάνατο.
Αυτό το φέρσιμο της Πολυξένης την ώρα της σφαγής της είναι για την πικραμένη μάνα της ένα ξαλάφρωμα του πόνου. Και λέει:
«Όμως από το βαρύ πάλι το στεναγμό με ελάφρωσες, όταν έμαθα ότι στάθηκε ατρόμητη» (590-91).
Γιατί δε γεννήθηκε ακόμα γονιός, που δε θα ήθελε να ξεχωρίσουν μέσα στον κόσμο τα παιδιά του.
Τώρα την Εκάβη καλεί άλλο καθήκον, όχι ασυνήθιστο γι’ αυτήν: Πρέπει να θάψει τη σφαγμένη της κόρη. Παραγγέλλει λοιπόν με τον Ταλθύβιο στους Αχαιούς να μην αγγίξει κανένας την Πολυξένη της και στέλνει μια Τρωαδίτισσα να φέρει νερό από τη θάλασσα για το στερνό λουτρό της νεκρής.
ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (629-656): Δάκρυα και συμφορές έφερε και στην Τροία και στην Ελλάδα ο παράφορος έρωτας του Πάρη, λέει σ’ αυτό το Στάσιμο ο Χορός, ύστερα από τη θλιβερή ιστορία που άκουσε από τον Ταλθύβιο για την ανείπωτη συμφορά που βρήκε την Εκάβη.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (657-904): Έρχεται η Τρωαδίτισσα που είχε πάει να φέρει νερό από τη θάλασσα για να πλυθεί το λείψανο της Πολυξένης. Φέρνει τυλιγμένο το κορμί του Πολύδωρου, που το βρήκε στην ακρογιαλιά, όπου το είχαν βγάλει τα κύματα της θάλασσας και με φωνές και κλάματα το δείχνει στην Εκάβη.
Η Εκάβη μαντεύει ποιος είναι ο φονιάς του παιδιού της. Κι ενώ απελπισμένη θρηνεί πάνω στο κορμί του Πολύδωρου, έρχεται ο Αγαμέμνονας. Τώρα όλη η ψυχή της είναι δοσμένη στο πώς θα μπορέσει να πάρει τον Αγαμέμνονα βοηθό στην εκδίκησή της, γιατί το αποφάσισε πια: Θα εκτελέσει το χρέος της, θα εκδικηθεί.
Πέφτει, λοιπόν, στα πόδια του Αγαμέμνονα και τον παρακαλεί να τιμωρήσει τον Πολυμήστορα. Ο αρχηγός όμως των Αχαιών φαίνεται να διστάζει και σε μια σκηνή, που με μια του κίνηση δείχνει ότι θέλει να απαλλαγεί από τα ενοχλητικά παρακάλια της δυστυχισμένης βασίλισσας, εκείνη που έχει κατρακυλήσει πια στα πιο σκοτεινά βάθη της συμφοράς, δε θα διστάσει να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να πείσει το δυνατό βασιλιά να τη βοηθήσει στην εκδίκηση που σχεδιάζει. Το είπε και πιο πριν (756-7): Όλος της ο πόθος είναι να τιμωρήσει τον κακούργο. Αλλά από πουθενά δεν έχει να περιμένει βοήθεια. Χάθηκαν και τα παιδιά της, χάθηκε και η πατρίδα. Ας καταφύγει λοιπόν στην Αφροδίτη, δεν είναι καιρός για αξιοπρέπειες.
Την κόρη της την Κασσάνδρα, την αδελφή του Πολύδωρα, τη χαίρεται στο κρεβάτι του ο Αγαμέμνονας. Να, λοιπόν, μια ευκαιρία να δείξει ο τρανός βασιλιάς ότι για τις γλυκές τις νύχτες που του χαρίζει η Κασσάνδρα, έχει κάποιο χατίρι και η μάνα της, η άμοιρη Εκάβη. Ας τη βοηθήσει και για έναν άλλο ακόμα λόγο: Δεν επιτρέπεται στον καλό να αδιαφορεί για τα κακά που γίνονται, πρέπει να τα καταπολεμεί και παντού και πάντα χρέος του είναι να κάνει κακό στον κακό (844-45).
Τέλος, με όλους τους δισταγμούς του ο Αγαμέμνονας και με όλους τους φόβους του, μήπως παρεξηγηθεί από το στρατό, αποφασίζει να τηρήσει φιλική ουδετερότητα σε όσα πρόκειται να κάνει η Εκάβη στο φονιά του παιδιού της. Στο μεταξύ έφυγε μια Τρωαδίτισσα για να καλέσει τον Πολυμήστορα να έρθει να ανταμώσει την Εκάβη μαζί με τα δυο παιδιά του. Πρέπει να ακούσουν κι εκείνα το σπουδαίο μυστικό που η Εκάβη θα φανερώσει στον πατέρα τους.
ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (905-951): Ο Χορός, για να καλύψει το κενό ώσπου να έρθει ο Πολυμήστορας, θυμάται στο Στάσιμο αυτό εκείνη τη φρικτή νύχτα, που αντήχησαν μες στην πόλη οι άγριες πολεμικές κραυγές των Αχαιών, που αφού σκότωσαν τους άνδρες και κάψανε το Ίλιο παίρνουν τώρα με τα καΐκια σκλάβες στην Ελλάδα τις γυναίκες. Γι’ αυτό καταριούνται κι αυτές να μη φτάσει στο πατρικό της η Ελένη. Αυτή είναι η αιτία όλου αυτού του κακού.
ΕΞΟΔΟΣ (952-1295): Ο Πολυμήστορας, ο φονιάς του Πολύδωρου, έφτασε με τα δυο παιδιά του. Πώς θα αργούσε αυτός στο κάλεσμα φιλικού προσώπου; Μήπως δε θυμάται τη φιλιά που τον έδενε με τον ταλαίπωρο τον Πρίαμο; Γι’ αυτό δέρνεται και χτυπιέται και με φωνή υποκριτικά σπασμένη από τους τάχα ασυγκράτητους λυγμούς φωνάζει τους δύο αγαπημένους του, Πρίαμο και Εκάβη:
«Ω Πρίαμε, πιο αγαπημένε μου άνθρωπε, κι εσύ αγαπημένη Εκάβη» (952).
Και κλαίει και για την καταστροφή του Ίλιου και για την Πολυξένη. Τέτοια είναι, λέει, η μοίρα των ανθρώπων. Αβέβαιη και η δόξα του ευτυχισμένου, αβέβαιη και η ελπίδα του δυστυχισμένου, που κάποτε θα ευτυχήσει. Έλειπε μακριά από τα σύνορα και δεν ήξερε τίποτα. Τώρα που έλαβε το κάλεσμά της, να έφτασε.
Γεμάτη αηδία η Εκάβη μπροστά σε μια τέτοια σιχαμερή υποκρισία δε χάνει την ψυχραιμία της: Αν δε μπορεί να τον κοιτάξει κατάματα, τούτο γίνεται - βεβαιώνει - γιατί τον ντρέπεται που τη βλέπει τώρα τόσο ξεπεσμένη από την αρχοντιά της και γιατί τέτοιος είναι ο νόμος, να μη κοιτάνε οι γυναίκες κατάματα τους άνδρες.
Ακολουθεί ένας διάλογος Εκάβης και Πολυμήστορα, όπου ο ποιητής τραβάει ως τις τελευταίες της γραμμές την απεικόνιση του χαρακτήρα του Πολυμήστορα, που είναι ένας πολύ κυνικός υποκριτής, ψεύτης και αχόρταγος πλεονέκτης.
Υποκριτής, όταν βεβαιώνει τη μάνα του παιδιού, που με τα χέρια του το σκότωσε, ότι είναι πρόθυμος να τη βοηθήσει και ότι ο γιος της ζει κοντά του ευτυχισμένος. Και τόσο πλεονέκτης, που χάνει την ξαστεριά του μυαλού και ανυπόμονα ζητάει να μάθει πού είναι κρυμμένοι οι θησαυροί του Πρίαμου και απροστάτευτος από σωματοφύλακες βαδίζει προς το εσωτερικό της σκηνής, όπου η αδικημένη μάνα με την τιμωρία που του επιβάλει, θα φέρει στο νου μας τη λυσσαλέα φράση που είχε πει στον Πρίαμο για τον Αχιλλέα, τον άλλο φονιά του άλλου παιδιού της, του Έκτορα: «Ας μπορούσα κολλημένη πάνω του να του φάω το συκώτι» (Ιλιάδα Ω 212).
Τώρα που μπήκε στη σκηνή ο Πολυμήστορας, είναι βέβαιος ο Χορός ότι θα τον βρει εκεί μέσα η τιμωρία που του αξίζει. Και δεν άργησε. Ένα άγριο ουρλιαχτό ακούγεται. Οι Τρωαδίτισσες τυφλώνουν το φονιά και του σκοτώνουν και τα δυο παιδιά του. Ικανοποιημένη προβάλει από μέσα η Εκάβη. Πόσο έχει μεταμορφωθεί! Δεν έχουμε πια μπροστά μας ένα ανθρώπινο ράκος. Τη ζωντάνεψε η χαρά που της έδωσε η εκδίκηση. Με στητό το κορμί της και με φωνή που δείχνει την αγαλλίαση που γεμίζει την ψυχή της και που θα γέμιζε την ψυχή κάθε μητέρας που θα μπορούσε να κάνει κακό στο φονιά του παιδιού της, αναγγέλλει στο Χορό ότι εκδικήθηκε πια τον αδικητή.
Τυφλωμένος και με το πρόσωπο καταματωμένο προχωράει ψηλαφητά ο Πολυμήστορας. Μέσα στη σκηνή, που άνοιξε πια φαίνονται σφαγμένα τα δυο του τα παιδιά. Ουρλιάζοντας και βογκώντας ψάχνει με τα χέρια απλωμένα να πιάσει την Εκάβη και τις άλλες Τρωαδίτισσες, που τόσο κακό του έκαναν.
Την ώρα αυτή έρχεται ο Αγαμέμνονας και στην παράκληση του Πολυμήστορα, που πάλι δεν ξέχασε την υποκρισία του και δήλωσε στον τρανό βασιλιά ότι από φιλία προς τους Αχαιούς σκότωσε τον Πολύδωρο, εκφέρει την κρίση του για ό,τι έγινε: Δίκιο έχει η Εκάβη, αδικητής είναι ο Πολυμήστορας. Καλά έπαθε, γιατί έπραξε ένα ανόσιο κακούργημα.
Αφού δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο ο Πολυμήστορας, ανακοινώνει μια παλιά προφητεία, που την ξέρει από το μάντη των Θρακών το Διόνυσο, για τη φρικτή τύχη που περιμένει την Εκάβη (θα πέσει στη θάλασσα και θα μεταμορφωθεί σε σκύλα), για την κόρη της την Κασσάνδρα και τον Αγαμέμνονα (και οι δυο θα σκοτωθούν στο Άργος από την Κλυταιμνήστρα). Είναι κι η χαιρεκακία μια εκδίκηση και κάθε εκδίκηση είναι γλυκιά.
Αγριεμένος ο Αγαμέμνονας για όσα του λέει ο Πολυμήστορας, προστάζει τους ακολούθους του να τον πάρουν και να πετάξουν αυτόν τον κακομηνυτή σε κάποιο ερημονήσι.
Στέλνει και τις γυναίκες του Χορού να ετοιμαστούν για το ταξίδι, οι οποίες με θλίψη κι εγκαρτέρηση αποχωρούν από τη σκηνή.
Η ενότητα της τραγωδίας
Δε συμμερίζεται ολόκληρη η νεώτερη κριτική το θαυμασμό των αρχαίων προς την «Εκάβη», που οι Βυζαντινοί από απεριόριστο κι αυτοί θαυμασμό την είχαν σχολικό βιβλίο. Ο Ευριπίδης κατηγορείται τώρα[1] ότι στην «Εκάβη» συνδέονται δύο μύθοι, της Πολυξένης και του Πολύδωρου, κάτω από έναν τίτλο. Λένε ότι ο σύνδεσμος της τραγωδίας είναι εξωτερικός: το πρόσωπο της Εκάβης.
Ο Müller στη Γραμματολογία του δέχεται ότι την ενότητα στην τραγωδία τη δίνει το πρωταγωνιστικό πρόσωπο, η Εκάβη.
Και πράγματι σε ολόκληρη την τραγωδία δεσπόζει η τραγική μορφή της Εκάβης. Με την εξέλιξη του ρόλου της και με την πορεία των κάθε φορά ψυχολογικών της καταστάσεων, από τα πρώτα προμηνύματα των συμφορών της ως την άγρια εκδίκηση, που επέβαλε στον Πολυμήστορα, για να ικανοποιήσει την εκδικητική μανία, που είχε γίνει σκοπός της ζωής της, δημιουργείται ένας χαρακτήρας που προβάλλει μπροστά μας με όλη την αλήθεια των ζωντανών πλασμάτων και της ζωής και της λογοτεχνίας. Είναι ο χαρακτήρας της μάνας, που αλλεπάλληλα πέφτουν πάνω της τα χτυπήματα της κακίας των καιρών και των ανθρώπων και τη φέρνουν στα έσχατα όρια μιας ωμής δοκιμασίας και που, όσο κι αν ένιωσε την αδυναμία της στις απελπισμένες προσπάθειές της να σώσει το ένα παιδί της, όταν κατόρθωσε να παγιδεύσει το φονιά του άλλου της παιδιού, αυτή που πριν ήταν συμμαζεμένη και στέναζε ανήμπορη κάτω από τα χτυπήματα του νόμου του πολέμου και του νικητή, εκδικήθηκε με τη μανία λέαινας που βρίσκει μέσα στη φωλιά της τον άρπαγα των μικρών της. Υπάρχει λοιπόν ενότητα, και βρίσκεται στο πρόσωπο της Εκάβης.
Ο Müller στη Γραμματολογία του δέχεται ότι την ενότητα στην τραγωδία τη δίνει το πρωταγωνιστικό πρόσωπο, η Εκάβη.
Και πράγματι σε ολόκληρη την τραγωδία δεσπόζει η τραγική μορφή της Εκάβης. Με την εξέλιξη του ρόλου της και με την πορεία των κάθε φορά ψυχολογικών της καταστάσεων, από τα πρώτα προμηνύματα των συμφορών της ως την άγρια εκδίκηση, που επέβαλε στον Πολυμήστορα, για να ικανοποιήσει την εκδικητική μανία, που είχε γίνει σκοπός της ζωής της, δημιουργείται ένας χαρακτήρας που προβάλλει μπροστά μας με όλη την αλήθεια των ζωντανών πλασμάτων και της ζωής και της λογοτεχνίας. Είναι ο χαρακτήρας της μάνας, που αλλεπάλληλα πέφτουν πάνω της τα χτυπήματα της κακίας των καιρών και των ανθρώπων και τη φέρνουν στα έσχατα όρια μιας ωμής δοκιμασίας και που, όσο κι αν ένιωσε την αδυναμία της στις απελπισμένες προσπάθειές της να σώσει το ένα παιδί της, όταν κατόρθωσε να παγιδεύσει το φονιά του άλλου της παιδιού, αυτή που πριν ήταν συμμαζεμένη και στέναζε ανήμπορη κάτω από τα χτυπήματα του νόμου του πολέμου και του νικητή, εκδικήθηκε με τη μανία λέαινας που βρίσκει μέσα στη φωλιά της τον άρπαγα των μικρών της. Υπάρχει λοιπόν ενότητα, και βρίσκεται στο πρόσωπο της Εκάβης.
Χρονολόγηση της τραγωδίας
Από την παρωδία του στίχου 172 της «Εκάβης», που κάνει ο Αριστοφάνης στις «Νεφέλες» (1165), συμπεραίνεται ότι η τραγωδία έχει παρασταθεί πριν από το 423 π.Χ. Αλλά ένας άλλος συσχετισμός με άλλον συγγραφέα μπορεί να μας οδηγήσει σε πιο ακριβή προσδιορισμό. Το χειμώνα του 426-425 οι Αθηναίοι, όταν καθάρισαν τη Δήλο από τους τάφους που βρίσκονταν εκεί, γιόρτασαν το Δήλια (Θουκυδίδης Γ', 104). Αν λοιπόν οι στίχοι 458 κ.ε., όπου γίνεται λόγος για το ιερό νησί της Δήλου και για τους χορούς των Δήλιων γυναικών, υπαινίσσονται τα Δήλια, τότε η πρώτη διδασκαλία της «Εκάβης» πρέπει να τοποθετηθεί στα 424.
[1] Την κατηγορία αυτή τη βρίσκει σωστή και από τους δικούς μας ο Μιστριώτης.