22/10/09

Εισαγωγή στην «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη

Η σκηνή σε μια εξοχή κοντά στα σύνορα της Αργολίδας. Ο θεατής βλέπει ένα χωριατόσπιτο φτωχού γεωργού. Χαμηλά κυλάει τα νερά του ο ποταμός Ίναχος. Ξημερώματα.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-166): Ο άντρας της Ηλέκτρας, ένας άσημος Μυκηναίος γεωργός, καθώς βγήκε από το φτωχικό του χωριατόσπιτο, για να πάει να σπείρει το χωράφι του, στέκει και κοιτάει μια προς το Άργος και μια προς τον ποταμό Ίναχο. Πλήθος αναμνήσεις έρχονται στο νου του, που τις φανερώνει με ένα μονόλογο, κι έτσι διηγείται όλα τα έξω του δράματος.
Ξαναθυμάται το μεγαλείο του τρανού βασιλιά, του Αγαμέμνονα, που μια μέρα ξεκίνησε από τούτους εδώ τους τόπους, για να κουρσέψει πέρα από τη θάλασσα το Ίλιο, και που ξαναγύρισε στην πατρίδα, σε τούτους εδώ πάλι τους τόπους, με πλούσια λάφυρα δοξασμένος και τιμημένος νικητής. Και με τη μελαγχολία ενός χαμένου μεγαλείου ξαναθυμάται, καθώς μας δείχνει η συνέχεια του μονόλογου, ότι τον πορθητή του Ίλιου, όταν έφτασε στο σπίτι του, δεν τον περίμενε η ευτυχία, αλλά ο δόλος της γυναίκας του και το δολοφονικό το χέρι του Αίγισθου, που θα σκότωνε και το μικρό βασιλόπουλο, τον Ορέστη, αν δεν τον άρπαζε, για να τον στείλει στη Φωκίδα στο παλάτι του Στρόφιου ο παλιός παιδαγωγός του παλατιού, που είχε μεγαλώσει στα χέρια του.
Την Ηλέκτρα, τη δυστυχισμένη κόρη του Αγαμέμνονα, δεν τη σκότωσε ο φονιάς του πατέρα της, αλλά κάτι άλλο είχε στο νου του να κάνει. Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου, αν και τη ζητούσανε οι καλύτεροι στην Ελλάδα, δεν την πάντρεψε με κανέναν από αυτούς. «Με μένα την πάντρεψε, που είμαι φτωχός κι από ξεπεσμένο σπίτι», λέει ο γεωργός με την ειλικρίνεια του αμόλυντου από ψευτοπερηφάνεια ταπεινού ανθρώπου. Και με ειλικρίνεια πάλι εξηγεί την αιτία του αταίριαστου γάμου μιας βασιλοπούλας με ένα ζευγολάτη: Με φτωχό την πάντρεψε, για να μην έχει μεγάλο φόβο. Μα αγνός κι αδιάφθορος χωριάτης αυτός σεβάστηκε την κλίνη της βασιλοπούλας. Τηρεί το γάμο του λευκό, όπως θα λέγαμε σήμερα, κι έτσι η Ηλέκτρα, και παντρεμένη που είναι, πάλι παρθένα μένει.
Πονετικά είναι τα λόγια που λέει ο γεωργός και για τον Ορέστη. Πόσο θα λυπηθεί ο δυστυχισμένος, αν έρθει καμιά φορά στο Άργος και δει τόσο κακοπαντρεμένη την αδελφή του... Ξέρει ότι οι έξυπνοι θα τον κορόιδευαν για το ανόητο φέρσιμό του προς την Ηλέκτρα, το τόσο γεμάτο σεβασμό προς το ξεπεσμένο βασιλικό γένος, αλλά η σωφροσύνη δε μετριέται με τα μέτρα του αισχρού στοχασμού.
Όταν έφτασε σ’ αυτό το σημείο του μονολόγου (50-54) ο γεωργός, βγήκε από το σπίτι και η Ηλέκτρα με μια στάμνα στο κεφάλι, για να φέρει νερό από το ποτάμι. Έτσι μπορεί η βασιλοπούλα να εξοργίσει τους θεούς εναντίον των εχθρών της για το άθλιο κατάντημά της και στο κάτω-κάτω πρέπει να βοηθάει τον άντρα της στις δουλειές. Δεν είναι αχάριστη προς την καλοσύνη του. Γι’ αυτό δεν ακούει τη σύστασή του να μη παιδεύεται.
Όταν έφυγαν εκείνος για το χωράφι και η Ηλέκτρα για το ποτάμι, στην άδεια πια σκηνή παρουσιάζεται ο Ορέστης με τον Πυλάδη (82-111). Ο Ορέστης διηγείται στο φίλο του - όχι βέβαια για το φίλο του, αλλά για το ακροατήριο - ότι πήγε στον τάφο του πατέρα του κι έκλαψε τον άδικο θάνατό του και τώρα ήρθε εδώ, όπου είχε μάθει ότι κατοικεί η αδελφή του, για να συνεννοηθεί μαζί της, με ποιο τρόπο θα μπορέσουν, υπάκουοι στο χρησμό του Απόλλωνα, να σκοτώσουν τους φονιάδες του πατέρα τους.
Ώσπου να τελειώσει τα λόγια του ο Ορέστης, φαίνεται (107) να ανηφορίζει από το ποτάμι η Ηλέκτρα με τη στάμνα στο κεφάλι. Ο Ορέστης κι ο Πυλάδης την περνούν για σκλάβα και κρυμμένοι την περιμένουν να πλησιάσει για να τη ρωτήσουν σχετικά με το ζήτημα που τους έχει φέρει ως εδώ.
Η Ηλέκτρα δεν τους είδε. Περπατάει μοιρολογώντας μια παθητική μονωδία (112-166), όπου, μέσα στη γαλήνη του τοπίου αυτήν την ώρα της αυγής, εκφράζεται έντονα το κορύφωμα του πόνου της αδικημένης βασιλοπούλας κι ο ψυχικός της συγκλονισμός για το φόνο του πατέρα της, για το διώξιμο του αδελφού της, που τον καλεί μέσα στους στεναγμούς της να γυρίσει στην πατρίδα, για να τη λυτρώσει από τα βάσανα και να εκδικηθεί για το φονικό, που σε τόση δυστυχία έχει βυθίσει και τα δύο αδέλφια.

ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (167-212): Δεκαπέντε χωριατοπούλες από την Αργολίδα, που αποτελούν το χορό της τραγωδίας, μπαίνουν στην ορχήστρα και με το τραγούδι τους καλούν την Ηλέκτρα στη μεγάλη γιορτή που θα γίνει σε τρεις μέρες στο ναό της Ήρας. Αλλά η βασιλοπούλα απαντάει ότι δεν έχει καρδιά για γιορτές και πανηγύρια. Αρνιέται, δε θα πάει. Οι θεοί δεν ακούνε την κραυγή της για τις τόσες συμφορές της (το θάνατο του πατέρα της, το διώξιμο του αδελφού της, τη δική της κατάντια, τη ντροπή της μάνας της), κι ούτε θυμούνται και τις θυσίες που τους πρόσφερε ο μεγάλος βασιλιάς.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (213-431): Σίγουρος πια ο Ορέστης κι από τη μονωδία της νέας, που ανηφόρισε από το ποτάμι με τη στάμνα στο κεφάλι, κι από το άσμα (την Πάροδο) του χορού, ότι αυτή είναι η Ηλέκτρα, σηκώνεται κι αυτός κι ο Πυλάδης από τη θέση που είχαν καθίσει και προχωρεί με τα χέρια ανοικτά να αγκαλιάσει την ποθητή του αδελφή. Τρομαγμένη η Ηλέκτρα από την απροσδόκητη εμφάνιση των δύο ξένων τρέχει προς το σπίτι της για να κρυφτεί. Τη φτάνει όμως ο Ορέστης, την πιάνει από το χέρι και τη βεβαιώνει ότι δε θέλει το κακό της και ότι τον έστειλε τάχα ο αδελφός της ο Ορέστης για να μάθει ποια είναι η κατάστασή της και πώς ζει.
Η Ηλέκτρα παίρνει θάρρος και του ιστορεί τη ζωή της, που την ξέρουμε κι από το μονόλογο του άντρα της. Αλλά δεν παραλείπει να παινέσει και τον άντρα της για τη φρονιμάδα του και για το σεβασμό που της έχει και για τη σωστή τη γνώμη του, ότι δεν την όριζε την ορφανή την κόρη του Αγαμέμνονα ο φονιάς του ο Αίγισθος, που την πάντρεψε με αυτόν τον φτωχό το γεωργό, αλλά ο Ορέστης ο διωγμένος από το σπίτι του και την πατρίδα του.
Μια μονάχα παραγγελία έχει για τον Ορέστη: Να γυρίσει στο Άργος και να σκοτώσει τους φονιάδες του πατέρα τους, τον Αίγισθο και τη σκληρή τη μάνα τους την Κλυταιμνήστρα. Και καθώς έχει συμπυκνωθεί μέσα της το μίσος όλα αυτά τα χρόνια που υπέφερε σιωπηλά και χωρίς να μπορεί να προσφέρει στην ψυχή της την αγαλλίαση της εκδίκησης, ένα πόθο έχει: Αν μπορούσε κι αυτή να βοηθούσε τον αδελφό της και μαζί του να σκότωνε τη μάνα τους με εκείνο το ίδιο το τσεκούρι που χτύπησε τον πατέρα τους και ύστερα ας πεθάνει! Ας δοκιμάσει αυτή τη μεγάλη χαρά κι ας τελειώσει η ζωή της!
«Να χύσω της μάνας μου το αίμα κι ύστερα ας πεθάνω» (281), είναι η κραυγή της η γεμάτη μίσος και μανία, που φανερώνει ότι την εκδίκηση έχει ορίσει για σκοπό της ζωής της και ότι, αν την κατορθώσει, τότε θα είναι η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου.
Και για να μεταδώσει στον αδελφό της όλη την οργή και όλη τη μανία της αγριεμένης και γεμάτης από το μίσος ψυχής της, λέει στον ξένο να πει του Ορέστη ότι είναι βυθισμένη σε μεγάλη φτώχεια, ενώ η μάνα της χαίρεται όλα τα αγαθά που κέρδισε ο πατέρας τους με το σπαθί του και ότι το σκήπτρο του πατέρα τους το κρατάει στα ματωμένα χέρια του ο φονιάς του, που σαν να μη φτάνει αυτό το αφόρητο κακό, χοροπηδάει κιόλας μεθυσμένος πάνω στον τάφο του μεγάλου βασιλιά και φωνάζει γεμάτος σαρκασμό λόγια πικρά για τον Ορέστη (330-331):
«Πού είναι ο γιος σου ο Ορέστης; Είναι κοντά στον τάφο και σου τον υπερασπίζει με ωραίο ζήλο;» Τέλειωσε, μια είναι η σκέψη της: Να εκδικηθεί! Πότε να έρθει ο Ορέστης!...
Την ώρα αυτή γυρίζει από το χωράφι ο άντρας της Ηλέκτρας και σαν έμαθε ότι οι νεαροί ξένοι (που, μόλις τους είδε, δεν του καλάρεσε να μιλούν με τη νεαρή γυναίκα του), έρχονται από τον Ορέστη, τους μπάζει πρόθυμα στο σπίτι του, για να τους φιλοξενήσει. Και για να μπορέσει να τους φιλοξενήσει καθώς πρέπει, τρέχει με τη συμβουλή της Ηλέκτρας για το καλύβι ενός αγαπημένου γέροντα που κατοικεί εκεί κοντά, να του πει να έρθει στο σπίτι τους και να φέρει και τρόφιμα για να φιλέψουν τους ξένους. Αυτός είναι εκείνος που είχε μεγαλώσει τον Αγαμέμνονα και είχε γλυτώσει τον Ορέστη από το θάνατο. Τώρα διωγμένος κι αυτός από το παλάτι ζει στην εξοχή, όπου βόσκει πρόβατα, με τη ψυχή του γεμάτη από την ανάμνηση του μικρού Ορέστη, που άμα τον δει θα τον αναγνωρίσει. Ώστε πρέπει να έρθει αυτός ο γέρος. Το επιβάλλει η οικονομία του έργου. Αυτός θα αναγνωρίσει τον Ορέστη.

ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (432-486): Ο Χορός, όταν έμεινε μόνος στη σκηνή, τραγουδάει το θαυμάσιο ταξίδι για την Τροία του μεγάλου στόλου, που με τον ήχο των αυλών με τη γλυκιά φωνή, για τη ρύθμιση της κωπηλασίας, μάγεψε τα δελφίνια του Αιγαίου κι αυτά πηδώντας γύρω από τα καράβια ξεπροβοδίζανε το δυνατό βασιλιά των Μυκηνών και τον ανεμοπόδαρο γιο της Θέτιδας. Εδώ περιγράφεται και η ασπίδα του Αχιλλέα, του ανίκητου πολεμιστή μέσα στο στρατό του Αγαμέμνονα, για να καταλήξει ο Χορός και στην επιτιμητική αναφώνηση, ότι τον αρχηγό τέτοιων κονταρομάχων δε δίστασε να τον σκοτώσει η Κλυταιμνήστρα, και στη σιγουριά της ότι δίχως άλλο δε θα την αφήσουν τη φόνισσα ατιμώρητη οι θεοί.
Έτσι με τους τελευταίους στίχους συνδέεται το Χορικό με το θέμα της τραγωδίας.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (487-698): Σκυφτός από τα γεράματα έρχεται με τρόφιμα για τους ανθρώπους τους σταλμένους από τον Ορέστη ο γέρος, ο τώρα βοσκός και άλλοτε παιδαγωγός του βασιλικού παλατιού. Τα μάτια του είναι δακρυσμένα από κάποια δυνατή συγκίνηση. Καθώς περνούσε από τον παραμελημένο τον τάφο του Αγαμέμνονα, στάθηκε να κλάψει, να χύσει σπονδή και να τον στολίσει με κλαδιά μυρσίνης. Αλλά εκεί αντίκρισε περίεργα πράγματα! Ποιος να έσφαξε, τάχα, τώρα και λίγη ώρα ένα πρόβατο εκεί και να πρόσφερε βοστρύχους από τα μαλλιά του; Ο Ορέστης είναι, δεν αμφιβάλλει ο γέρος. Γύρισε ο Ορέστης και πάει να προσκυνήσει στον τάφο του πατέρα του! Να και τα μαλλιά του, που μοιάζουν με τα μαλλιά της αδελφής του της Ηλέκτρας. Ας τον κοροϊδεύει κι ας μην πιστεύει η Ηλέκτρα, αυτός είναι βέβαιος: γύρισε ο Ορέστης!
Βγήκανε και οι ξένοι από το καλύβι του γεωργού και ο γέρος αναγνωρίζει ότι ο ένας είναι ο Ορέστης. Κυνηγώντας μικρός ένα ελαφάκι, εκείνα τα ευτυχισμένα χρόνια στο παλάτι, έπεσε και χτύπησε στο φρύδι κι από τότε του έμεινε σημάδι. Από αυτό τον γνώρισε ο γέρος. Τον αναγνωρίζει και η Ηλέκτρα - ο Ορέστης ήξερε από το πρωί ότι ήταν η αδελφή του - και αγκαλιάζονται τα δυο αδέλφια. Οι θεοί που τους σμίξανε θα βοηθήσουν, βέβαια, να τιμωρηθούν οι φονιάδες του πατέρα τους.
Και το σχέδιο της τιμωρίας καταστρώνεται αμέσως. Πρώτα θα οδηγήσει ο γέρος τον Ορέστη στα χωράφια, όπου σήμερα ο Αίγισθος προσφέρει μια θυσία. Και όταν τον δει ο Αίγισθος τον ξένο, θα τον καλέσει στο τραπέζι κι αυτός κάπως θα βρει τρόπο να τον σκοτώσει. Μετά θα πάει ο γέρος και στη φόνισσα την Κλυταιμνήστρα στις Μυκήνες και θα την καλέσει με ένα ψέμα να έρθει εδώ στο σπίτι της Ηλέκτρας. Θα της πει ότι η Ηλέκτρα έχει γεννήσει παιδί εδώ και δέκα μέρες. Ας έρθει λοιπόν να προσφέρει τη συνηθισμένη θυσία. Κι άμα έρθει εδώ, ο θάνατός της είναι βέβαιος.
Και φωνάζουν για βοηθούς το μεγάλο Δία και την Ήρα την κυρία των Μυκηναϊκών βωμών, και γονατίζοντας και οι τρεις, Ορέστης, Ηλέκτρα και γέρος, χτυπούν με τις παλάμες τους τη γη και φωνάζουν το μεγάλο στρατηλάτη να βγει από τον Κάτω Κόσμο και να τους βοηθήσει με όλους τους νεκρούς των Τρωικού πολέμου και με όλους εκείνους που μισούν τους ανόσιους κακούργους.
Κι όταν σηκώθηκαν και φεύγει ο Ορέστης με το γέρο, «να φανείς άντρας» είναι ο τελευταίος λόγος, που διψασμένη για εκδίκηση, του κραυγάζει με δυνατή φωνή σαν προσταγή η Ηλέκτρα. Οι φονιάδες πρέπει να σκοτωθούν!

ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (699-746): Τον παλιό το θρύλο για το θαυμαστό χρυσόμαλλο αρνί, που άρπαξε ο Θυέστης από τον αδελφό του τον Ατρέα, όταν του πλάνεψε τη γυναίκα την Αερόπη, θυμάται εδώ ο Χορός. Τότε άλλαξε το δρόμο του ο ήλιος, τα άστρα και η αυγή, γιατί τα ανόσια δεν τα θέλει ο Δίας. Αλλά αυτό δεν το σκέφτηκε η Κλυταιμνήστρα και, ξεχνώντας τους θεούς, σκότωσε τον άνδρα της. Και ο κάθε θεατής θα αναρωτιέται: Θα αφήσουν τάχα τούτο το κακούργημα ατιμώρητο οι θεοί;

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (747-853): Πέρα από τα χωράφια ακούγονται φωνές. Κάτι γίνεται εκεί. Ποιος σκοτώθηκε τάχα; Ο Ορέστης ή ο Αίγισθος; Ανήσυχη ρωτάει η Ηλέκτρα, που είναι αποφασισμένη να σφαχτεί, αν σκοτώθηκε ο αδελφός της. Αλλά έρχεται ένας αγγελιαφόρος. Ο Αίγισθος σκοτώθηκε, ο Ορέστης νίκησε. Ήρθε η μέρα της χαράς!

ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (υπόρχημα, 859-879): Χαίρεται ο Χορός με την αγγελία της νίκης του Ορέστη κι ολόχαρος χοροπηδάει και καλεί την Ηλέκτρα να μπει στο χορό κι αυτή. «Όσα στολίδια έχω», απαντάει η Ηλέκτρα, «θα τα φέρω εδώ, για να στεφανώσω το νικητή».

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (880-1146): Τον Ορέστη και τον Πυλάδη, που φτάνουν κι αυτοί σε λίγο, χαρούμενη τους περιμένει η Ηλέκτρα και με στεφάνια και διαδήματα, που κρατάει στα χέρια της, τους στεφανώνει και τους δυο. Νικήσανε τον εχθρό. Τούτη είναι νίκη κι όχι εκείνες οι άλλες στους αθλητικούς αγώνες!
Αλλά κι ο Ορέστης έχει ένα δώρο για την αδελφή του: Δούλοι που τον ακολουθούν, αφήνουν μπροστά στα πόδια της τον Αίγισθο νεκρό. Μπορεί να τον κάνει ό,τι θέλει. Είναι δικός της πια. Ας μην έχει κανένα φόβο. Και η Ηλέκτρα βγάζει το άχτι της, του λέει όσα δεν μπορούσε να του πει τότε που ήταν ζωντανός και της γέμιζε με φόβο την ψυχή.
Ο Ορέστης όμως δεν ξεχνάει ότι το έργο δεν τέλειωσε. Η Κλυταιμνήστρα ζει κι όπου να είναι θα έρθει. Γι’ αυτό μεταφέρεται μέσα στο καλύβι ο Αίγισθος, για να μη τον δει η γυναίκα του και μάνα τους, που την περιμένουν να έρθει αυτήν την ώρα από τις Μυκήνες.
Από μακριά προβάλλει ένα βασιλικό αμάξι. Έρχεται η Κλυταιμνήστρα. Με όλη τη μεγαλοπρέπεια που ταιριάζει σε μια βασίλισσα. Αλλά ο Ορέστης τώρα δειλιάζει. Πώς θα σκοτώσει τη μάνα τους Δεν του φαίνεται λογικός ο χρησμός που τον πρόσταξε να κάνει αυτόν το φόνο. Κοντά του όμως βρίσκεται η Ηλέκτρα με την ψυχή γεμάτη από εκδικητική μανία και του φωνάζει: «Μη δειλιάσεις και χάσεις το θάρρος σου. Μόνον έμπα μέσα και στήσε της τον ίδιο δόλο, που μ’ αυτόν και με το χέρι του Αίγισθου ξάπλωσε κάτω τον άντρα της νεκρό». Και τον σπρώχνει να μπει στο σπίτι, όπου σε λίγο θα μπει και η μάνα του. Εκεί θα την περιμένει να τη σφάξει. Αλλά η καρδιά του είναι βαριά καθώς δείχνει ο λόγος του:
«Πικρός είναι ο αγώνας και δεν έχει καμιά χαρά».
Έφτασε πια το αμάξι με την Κλυταιμνήστρα. Όλες τρέχουν, και οι γυναίκες του Χορού και η Ηλέκτρα, να βοηθήσουν να κατέβει. Αλλά η βασίλισσα δε χρειάζεται καμιά βοήθεια, έχει τις σκλάβες της.
Η Ηλέκτρα όμως για να την ερεθίσει, είπε τον πικρό το λόγο της: «Άσε με να σε βοηθήσω. Σκλάβα είμαι κι εγώ, διωγμένη από το πατρικό μου».
Έτσι ανοίγεται ένας διάλογος μεταξύ της μάνας και της κόρης, από αυτούς που του αρέσουν του Ευριπίδη να βάζει στο στόμα δύο προσώπων που μισούνται μεταξύ τους. Τέλος η Κλυταιμνήστρα, στενοχωρημένη για τα έργα της και για την κακή παντρειά της κόρης της, μπαίνει στο φτωχικό καλύβι, για να προσφέρει τις θυσίες που πρέπει για τον τοκετό της Ηλέκτρας.
Λυσσασμένη την ακολουθεί η Ηλέκτρα μιλώντας στο Χορό με δίσημα λόγια, που οι θεατές τα καταλαβαίνουν ότι είναι υπαινιγμοί για την πραγματική θυσία που θα γίνει τώρα μέσα στο καλύβι από τον αδελφό της, που με τα χέρια της τον έσπρωξε μέσα καθώς του φώναζε να φανεί άντρας.

ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' (1147-1171): «Τα κακά ξεπληρώνονται!», φωνάζει στο τραγούδι του ο Χορός, γιατί ξέρει ότι τώρα πια δεν πρόκειται να βγει από εκεί μέσα ζωντανή η Κλυταιμνήστρα. Και θυμάται το θάνατο του Αγαμέμνονα και την απελπισμένη κραυγή του προς τη φόνισσα γυναίκα του, που έδειξε δίψα για αίμα, σαν να ήταν καμιά λέαινα από αυτές που ζουν στους λόγγους των βουνών.
Και σαν ακούει ο Χορός την παρακαλεστική της τη φωνή προς τα παιδιά της να μη τη σκοτώσουν, τη συμπαθάει βέβαια για το θάνατο που βρίσκει από τα τέκνα της, αλλά πάλι θυμάται ότι έχει πράξει ανόσια έργα κι αυτή στον άντρα της και καταλήγει στην πεποίθηση:
«Ναι, ο θεός μοιράζει το δίκαιο, όταν έρθει η ώρα η μοιρόγραφτη».

ΕΞΟΔΟΣ (1172-1359): Έντρομοι και καταματωμένοι βγαίνουν στη σκηνή οι φονιάδες της μητέρας τους. Το εκκύκλημα παρουσιάζει στους θεατές τα πτώματα του Αίγισθου και της Κλυταιμνήστρας. Φριχτά οράματα έχουν μπροστά στα μάτια τους τα δυο αδέλφια και φρικτά ακούσματα βουίζουν ακόμα στα αφτιά τους. Το κορμί τους το συγκλονίζει η φρίκη. Του κάκου η δόλια η μάνα εξόρκισε τα τέκνα της στο γάλα που τα πότισε να μην τη σκοτώσουν! Του κάκου γονάτισε μπροστά τους, του κάκου τον αγκάλιασε το γιο της! Αυτός σκέπασε τα μάτια του με το μανδύα και βύθισε το μαχαίρι του στο λαιμό της μάνας του βοηθούμενος σε τούτο κι από την αδελφή του.
Και συγκλονισμένος ο Ορέστης για το φονικό που έκανε μιλάει προς τη νεκρή πια μάνα του μετανοιωμένος:
«Να, που γέννησες παιδιά για να σε σφάξουν».
Και η Ηλέκτρα, καθώς τη σκεπάζει, χύνει κι αυτή τα δάκρυα της μετανοιωμένης:
«Να, που αγαπημένη εσέ και μισημένη με τα πέπλα σε σκεπάζουμε».
Ο Χορός συμμερίζεται τη φρίκη τους, γιατί, με το φρικτό κακούργημα που έχουν πράξει, ανέβασαν στο κατακόρυφο τη μεγάλη δυστυχία του σπιτιού των Ατρειδών.
Αλλά καιρός πια να γαληνέψουν οι ψυχές! Γι’ αυτό εμφανίζονται οι ουράνιοι καβαλάρηδες, οι δυο Διόσκουροι Κάστορας και Πολυδεύκης, που θα κλείσουν τη συγκλονιστική τραγωδία μ’ έναν τόνο ειρήνης. Κρίνουν και συμπονούν. Δίκαιη ήταν - βεβαιώνουν - η τιμωρία της αδελφής τους Κλυταιμνήστρας, αλλά όχι και η πράξη του Ορέστη, του γελασμένου - το βεβαιώνουν κι αυτό - από άσοφο χρησμό του Φοίβου. Ας τρέξει ο Ορέστης στον Άρειο Πάγο στην Αθήνα. Εκεί θα αθωωθεί, γιατί το φταίξιμο δεν είναι δικό του, ο θεός της μαντικής βαρύνεται γι’ αυτό. Αλλά να κατοικεί στην πατρίδα του, όπου έχυσε το αίμα της μάνας του, δεν επιτρέπεται. Υπάρχει τόπος να κατοικήσει στην Αρκαδία, κοντά στον Αλφειό. Η Ηλέκτρα ας παντρευτεί με τον Πυλάδη. Κι ο γεωργός, που τόσο διακριτικός στάθηκε μαζί της, ας πάρει πλούσια δώρα. Τον Αίγισθο θα τον θάψουν οι κάτοικοι του Άργους και την Κλυταιμνήστρα ο Μενέλαος, που την ώρα αυτή μπαίνει στο αραξοβόλι της Ναυπλίας.
Έτσι όμως τα δυο αγαπημένα αδέλφια, που χρόνια είχαν ζήσει με τον πόθο να ανταμωθούν κάποτε και να ζήσουν μαζί, μόλις ανταμώθηκαν, αναγκάζονται να χωριστούν και γι’ αυτό ξεσπούν, καθώς αποχαιρετίζονται σφιχταγκαλιασμένα, σε λόγια συγκινητικά. Δυστυχισμένοι θνητοί!
Και οι δυο θεοί, όταν είπαν όσα παρηγορητικά λόγια είχαν να πουν, φεύγουν για τη θάλασσα της Σικελίας. Εκεί θαλασσοδέρνονται μερικά πλεούμενα. Πάνε να τα γλιτώσουν από την τρικυμία.
Στην ενδόμυχη ερώτηση του κάθε θεατή, ποιος άνθρωπος μπορεί να είναι ευτυχισμένος, δίνουν απάντηση οι τρεις τελευταίοι στίχοι της τραγωδίας:
«Όποιος θνητός μπορεί να είναι χαρούμενος
Και δεν τον βασανίζει καμιά συμφορά,
Αυτός είναι ευτυχισμένος
».

Ένα ηθικό πρόβλημα παρουσιάζεται στο μύθο της Ηλέκτρας.
Η Κλυταιμνήστρα μαζί με τον Αίγισθο έχει πράξει ένα βδελυρό κακούργημα: Σκότωσε τον άντρα της. Και τώρα οι δυο φονιάδες χαίρονται τα κέρδη που τους πρόσφερε το έγκλημα. Αυτοί ορίζουν το σπίτι του σκοτωμένου κι όλα τα αγαθά του. Τα παιδιά του νεκρού, που ζουν σε μια κοινωνία, όπου η αυτοδικία είναι υψηλό ηθικό χρέος, πρέπει, αν δε θέλουν να λογαριάζονται για τιποτένιοι άνθρωποι, να αρνηθούν κάθε χαρά της ζωής και κάθε άλλη ασχολία, ώσπου να διορθωθεί η αδικία και να ικανοποιηθεί με φόνους εκδίκησης ο σκοτωμένος. Μια αλύγιστη ηθική επιταγή επιβάλλει στον Ορέστη και στην Ηλέκτρα να σκοτώσουν τους φονιάδες, και τους δυο φονιάδες, έστω κι αν ο ένας από αυτούς είναι η μάνα τους.
Αλλά η πιο φρικτή πράξη για κάθε άνθρωπο είναι να σκοτώσει τη μάνα του.
Πρέπει λοιπόν να προχωρήσουν τα δυο αδέλφια ως τη φρικτή εκδίκηση να σκοτώσουν τη μάνα τους; Να εκτελέσουν ένα καθήκον και να διαπράξουν κι ένα έγκλημα; Αν αποφύγουν το έγκλημα, δε θα παραβούν ένα καθήκον;
Αυτό το θέμα πραγματεύτηκε ο Αισχύλος στις «Χοηφόρους» του. Εκεί εκτελείται ένα καθήκον και διαπράττεται κι ένα έγκλημα. Ο Ορέστης σκοτώνει τη μάνα του σύμφωνα με την προσταγή του δελφικού θεού, αλλά αμέσως παραφρονεί - τον καταδιώκουν οι Ερινύες. Η πράξη αυτή, η προσταγμένη από ένα θεό και γι’ αυτό αναμφισβήτητα σωστή, ξεπερνάει την αντοχή της ανθρώπινης ψυχής. Και γι’ αυτό θα χρειαστεί θεϊκή επέμβαση στις «Ευμενίδες» για να απαλλαγεί ο Ορέστης από το κυνηγητό των Ερινυών.
Στην «Ηλέκτρα», που έγραψε ο Σοφοκλής, στην πολύ λαμπρή αυτή τραγωδία με τις ασυνήθιστες συγκρούσεις και τις ασύγκριτες τραγικές στιγμές, όταν ήρθε η ώρα να εκδικηθούν τα δύο αδέλφια, κανένας δισταγμός δεν τα αναχαίτισε πριν το φόνο και κανένα πάλι κλονισμό στα νεύρα τους ούτε κανένα βάρος στη συνείδησή τους ένιωσαν μετά το φόνο. Σκότωσαν με μεγάλη ευκολία, όπως, σκότωναν πάντοτε στο σπίτι των απογόνων του Πέλοπα. Έδειξε στην τραγωδία του ο Σοφοκλής την ικανοποίηση της δικαιοσύνης και την εκπλήρωση ενός καθήκοντος προς τον άδικα σκοτωμένο πατέρα από δυο βασανισμένα παιδιά, που το ένα, τον Ορέστη, μόλις και με μεγάλη δυσκολία μπόρεσαν να τον γλιτώσουν από τη σφαγή χέρια φιλικά, και το άλλο, η Ηλέκτρα, είχε την καθημερινή την πίκρα να βλέπει στο πατρικό παλάτι τα όργια των φονιάδων του πατέρα της, που είχαν γίνει κι αυτής της ίδιας τύραννοι σκληρόψυχοι. Στην τραγωδία αυτή η συνείδηση δεν ταράσσεται. Τέτοιο ζήτημα δεν παρουσιάζεται. Εκτελείται ένα καθήκον, που το παράγγειλε ο θεός. Δεν αντιμετωπίζεται το έγκλημα και τα φρικτά του επακόλουθα.
Στην τραγωδία του ο Ευριπίδης παρουσιάζει το ψυχικό βάθος της Ηλέκτρας, με μοναδική σχεδόν στο αρχαίο θέατρο διεισδυτική ανάλυση. Αδίστακτη κι αυτή μπροστά στο φόνο, όπως οι πρόγονοί της, έχει δηλητηριαστεί κι από το μίσος, που χρόνια τώρα συμπυκνώνεται στην καρδιά της εκεί στο χωριατόσπιτο, όπου έχει εξοριστεί. Πάντα το ανικανοποίητο μίσος της συλλογίζεται και πάντα τη στέρηση της αγάπης και τον καταποντισμό της μέσα στη φτώχεια, αυτή η κακοπαντρεμένη μ’ έναν άνθρωπο του λαού, που αν τον ευγνωμονεί για την καλοσύνη του, όμως δεν ήταν κι άξιος να γίνει άντρας αυτής της βασιλοπούλας. Η βασανισμένη της ζωή της έχει σκληρύνει την ψυχή της. Αυτή θα οδηγήσει το χέρι του Ορέστη, αφού πρώτα θα κοιτάξει να βγάλει από το νου του τους δισταγμούς για τη λογικότητα του δελφικού χρησμού και να του στυλώσει την καρδιά μεταδίδοντας και σ’ αυτόν, το μεγαλωμένο στην εξορία, όλο το μίσος της κι όλη τη λύσσα που νιώθει η ίδια. Η δυνατότερη θέλησή της θα παρασύρει και τον Ορέστη, που, ενώ με τόσο θάρρος είχε ξεκινήσει εδώ και λίγη ώρα να βρει τον Αίγισθο και να τον σκοτώσει, δείλιασε την ώρα που είδε τη μάνα του να έρχεται από τις Μυκήνες.
Όταν όμως θα τελειώσουν το φόνο της Κλυταιμνήστρας μέσα στο καλύβι του γεωργού και θα βγουν στη σκηνή καταματωμένα τα δυο αδέλφια, το βήμα τους θα κλονίζεται και, μετανιωμένα καθώς θα είναι για το φόνο της μάνας τους, θα δείξουν με τα λόγια τους τη βαριά τύψη που θα δέρνει τη συνείδησή τους. «Αχ! τι κάναμε!», θα λένε.
Έτσι ο Ευριπίδης, με τον παμπάλαιο μύθο του φόνου της Κλυταιμνήστρας, έδειξε το έγκλημα και την ψυχική ταραχή και φρίκη που προκαλείται από αυτό. Στέκουν οι φονιάδες της μάνας τους μπροστά μας με την ψυχή συντριμμένη από το φόβο και τη φρίκη, γεμάτοι κι οι δυο αμφιβολία και μεταμέλεια για ό,τι έπραξαν. Κι είναι δυστυχείς και οι δυο οι φονιάδες, γιατί το νιώθουν ότι είναι δυστυχείς.
Και σε άλλες τραγωδίες, π.χ. στη «Μήδεια», στην «Εκάβη», μελέτησε την εκδίκηση ο βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής. Αλλά, αν σ’ εκείνες φαίνεται σχεδόν γοητευμένος από την άγρια εκδίκηση ανθρώπων που πάθανε μια μεγάλη αδικία, εδώ άλλο δίδαγμα κατασταλάζει στην ψυχή μας: Μην περιμένετε καλό από την εκδίκηση! Θα σκοτώσετε τη γαλήνη της ψυχής σας!
Η μεγάλη φόνισσα, η Κλυταιμνήστρα, παρουσιάζεται στην τραγωδία αυτή λιγότερο άγρια προς την κόρη της από ό,τι παρουσιάζεται από το Σοφοκλή. Θλιμμένη και μετανιωμένη για ό,τι έκανε αυτή η δυστυχισμένη μητέρα περιορίζει τις εξάψεις της, αποζητάει τη συνδιαλλαγή με την κόρη της κι έχει στεναγμούς για την κατάντια της αποδιωγμένης σ’ ένα χωριατόσπιτο βασιλοπούλας.
Αλλά κι άλλες καινοτομίες παρουσιάζονται στην «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη.
Η εκδίκηση δεν διαδραματίζεται μέσα στο παλάτι των Ατρειδών, το ραντισμένο από το αίμα του δολοφονημένου Αγαμέμνονα, αλλά σ’ ένα χωριατόσπιτο χτισμένο έξω από το Άργος.
Εδώ προβάλλει μια νέα μορφή αμόλυντη από την κοινωνία: Από έναν απλοϊκό χωρικό, το γεωργό άντρα της Ηλέκτρας, πλάθει ο Ευριπίδης τον έντιμο άνθρωπο της τραγωδίας, που είναι απαλλαγμένος από ελαττώματα που βρίσκουμε σε κάθε πολυάνθρωπη κοινωνία. Και καταπολεμείται ακόμα (367-390) η πρόληψη που συνδέει την αρετή με την αρχοντική καταγωγή ή με τον πλούτο ή με τη φυσική δύναμη. Περιφρονητής των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και καταστροφέας των ομηρικών ηρώων, που πολλοί θαύμαζαν, ο Ευριπίδης στρέφει τη συμπάθειά του προς τους αδύνατους και τους άσημους. Στους απλοϊκούς βρίσκει την ειλικρίνεια, την τιμιότητα, τη διακριτικότητα, τη μεγαλοψυχία.

Η «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη παίχτηκε («διδάχθηκε») το 413 π.Χ., δηλαδή πολύ πιο μετά από τα δύο άλλα δράματα με την ίδια υπόθεση, τις «Χοηφόρους» του Αισχύλου (458 π.Χ.) και την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή (ίσως 430 π.Χ.).
Τη δολοφονία του Αγαμέμνονα από τον Αίγισθο με τη βοήθεια της Κλυταιμνήστρας και την επιστροφή κι εκδίκηση του Ορέστη την ξέρει και ο Όμηρος, χωρίς όμως να αναφέρει ρητά ότι ο Ορέστης σκότωσε και τη μάνα του.[1]Ύστερα από τον Όμηρο, στους «Νόστους» ξαναβρίσκουμε απήχηση του τραγικού θρύλου του οίκου των Ατρειδών. Εκεί ο Πυλάδης παρουσιαζόταν για σύντροφος του Ορέστη. Αργότερα στην «Ορέστεια» του Στησιχόρου (640-555 περίπου) γινόταν λόγος για το χρησμό του Απόλλωνα, που πρόσταξε την τιμωρία των φονιάδων του Αγαμέμνονα, και την καταδίωξη του Ορέστη από τις Ερινύες. Το θρύλο τον αναφέρει αργότερα (474 π.Χ.) και ο Πίνδαρος στον ΧΙ Πυθιονίκη του (στ. 15-37).

[1] Ομήρου Οδύσσεια α 298-300, γ 303-310, δ 91-92, λ 410-417.