Ο Πελίας άρπαξε το θρόνο από τον αδελφό του Αίσονα, βασιλιά της Ιωλκού. Όταν μεγάλωσε ο γιος του Αίσονα, Ιάσονας και ζήτησε να του δοθεί η πατρική βασιλεία, ο Πελίας έμεινε σύμφωνος να του τη δώσει, αν του έφερνε το χρυσόμαλλο δέρας, που, αφιερωμένο από τον Φρίξο, το φύλαγε ένας άγρυπνος δράκος στο άλσος του Άρη στη μακρινή Κολχίδα. Ο Ιάσονας δέχεται και με τους γενναίους της εποχής του ταξιδεύει για την Κολχίδα με την Αργώ, που είχε ναυπηγήσει ο Άργος, γιος του Φρίξου.
Εκεί ο Αιήτης, ο βασιλιάς των Κόλχων, όταν του ζήτησε ο Ιάσονας το χρυσόμαλλο δέρας, του πρότεινε να ζέψει στο αλέτρι ταύρους που είχαν χάλκινα πόδια και έβγαζαν φωτιές από τα ρουθούνια τους. Ο Ιάσωνας το κατορθώνει με τη βοήθεια της πριγκίπισσας Μήδειας, που τον είχε ερωτευθεί. Ο Αιήτης όμως, δεν κρατάει την υπόσχεσή του. Τότε με τη βοήθεια πάλι της Μήδειας παίρνει το δέρας. Και με τη Μήδεια και τους συντρόφους του ανεβαίνει στην Αργώ και κάνει πανιά για την Ελλάδα. Ο Αιήτης τους κυνηγάει με καΐκι. Η Μήδεια όμως, για να τον αργοπορήσει, σφάζει τον αδελφό της Άψυρτο, που τον είχε πάρει μαζί της, τον κομματιάζει και τον πετάει στη θάλασσα. Έτσι ο Αιήτης απασχολήθηκε να μαζέψει τα κομμάτια του παιδιού του και η Αργώ γλύτωσε από την καταδίωξη και έφτασε στην Ιωλκό.
Εκεί ο Ιάσονας δε βρήκε ούτε τους γονείς του ούτε τον αδελφό του. Πατέρα και αδελφό τους είχε σκοτώσει ο Πελίας, που δεν πίστευε πως θα γύριζε ο Ιάσονας από το επικίνδυνο ταξίδι ο Ιάσονας. Η μητέρα του είχε πεθάνει από τη λύπη.
Τότε η Μήδεια, για εκδίκηση, μηχανεύτηκε ένα δόλο. Έσφαξε ένα γέρικο κριάρι, το έβρασε και με μάγια το έκανε αρνί. Κατάπληκτες από το θαύμα αυτό οι κόρες του Πελία, δέχονται να γίνει το ίδιο και στον πατέρα τους. Τον σφάζουν και τον βράζουν. Η Μήδεια όμως αρνείται να προφέρει τα μαγικά τα λόγια και έτσι ο Πελίας ούτε ζωντανός ούτε νέος γίνεται. Τότε ο Άκαστος, γιος του Πελία, διώχνει από την Ιωλκό τον Ιάσονα και τη Μήδεια, που με τα παιδιά τους καταφεύγουν στην Κόρινθο, όπου τους φιλοξενεί ο βασιλιάς ο Κρέοντας.
Ανάλυση της τραγωδίας
Η σκηνή στην Κόρινθο, μπροστά στο σπίτι της Μήδειας.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-130): Μια γερόντισσα σκλάβα, παλιά παραμάνα (τροφός) της Μήδειας, βγαίνει θλιμμένη από το σπίτι. Κάποια μεγάλη συμφορά έχει βρει την κυρά της. Αχ! Αν δεν ταξιδεύανε, λέει, οι Αργοναύτες για την Κολχίδα, κανένα κακό δε θα γινόταν από όσα έγιναν μετά. Δε θα ακολουθούσε ερωτοχτυπημένη η Μήδεια τον Ιάσονα στην Ιωλκό, όπου για το χατίρι του έσφαξε τον Πελία κι έτσι αναγκάστηκε κι αυτή κι ο Ιάσονας να πάρουν τα παιδιά τους και να καταφύγουν στην Κόρινθο. Εκεί άλλα βάσανα την περίμεναν. Ο άντρας της ξέχασε και γυναίκα και παιδιά και παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Κρέοντα. Γι’ αυτό τώρα λειώνει στο κλάμα η Μήδεια, νοσταλγεί το πατρικό της σπίτι, θυμάται τον πατέρα της, που τόσο μακριά του έφυγε. Θέλει να εκδικηθεί. Μισεί ακόμα και τα παιδιά της. Όταν τα βλέπει, δε γελάει το πρόσωπό της. Κάτι κακό θα κάνει. Την ξέρει η γερόντισσα.
Μα ο παιδαγωγός, που ήρθε από έξω την ώρα αυτή με τα παιδιά, έχει κι άλλα νέα: Ο Κρέοντας σκοπεύει να διώξει τη Μήδεια από την Κόρινθο μαζί με τα παιδιά. Αν το μάθει η Μήδεια; Γι’ αυτό με τρόμο στην ψυχή της η γερόντισσα συμβουλεύει τον παιδαγωγό να κρύψει τα παιδιά από την αγριεμένη μάνα τους. Την έχει δει να τα αγριοκοιτάζει, όταν βρίσκονται κοντά της. Με την οργή που έχει, κάποιο μεγάλο κακό θα κάνει.
Και δεν είναι ασύστατοι οι φόβοι της γερόντισσας. Αυτή την ώρα ένα άγριο ξεφωνητό ακούεται από μέσα από το σπίτι. Είναι η Μήδεια που τη δέρνει βαριά ταραχή και άγρια την πνίγει η απελπισία (97). Και σαν είδε τα παιδιά της, που μπήκαν μέσα μαζί με τον παιδαγωγό, με άλλη κραυγή ξεσπάει ασυγκράτητα το μίσος της και γι’ αυτά και για τον Ιάσονα και για όλο του το σπίτι (112-114).
Έτσι η άγρια κραυγή της Κολχίτισσας, που ακούστηκε σαν βροντή και σαν απόμακρο αχολόι θύελλας που ολοένα πλησιάζει, βεβαιώνει τα όσα είπε η παραμάνα για το χαρακτήρα της κυράς της.
ΠΑΡΟΔΟΣ (131-212): Δέκα πέντε Κορίνθιες - ο Χορός - ακούσανε τις κραυγές της Μήδειας. Έρχονται και στέλνουν την παραμάνα μέσα στο σπίτι να φωνάξει την κυρά της έξω. Ελπίζουν να την καταπραΰνουν.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (213-409): Βγήκε η Μήδεια από το σπίτι και στενάζει για την απιστία του άντρα της. Τώρα θέλει να πεθάνει. Πρώτα όμως θα εκδικηθεί τον άπιστο, τον καινούργιο πεθερό του και τη νεόνυμφη. Τη στιγμή αυτή παρουσιάζεται ο Κρέοντας (271) και την προστάζει να φύγει αμέσως από την Κόρινθο μαζί με τα παιδιά της. Αλλά η Μήδεια τον πείθει να την αφήσει για μια μέρα μονάχα, για να ετοιμαστεί.
Άλλα όμως είχε στο νου της η Μήδεια. Και τα εκμυστηρεύεται (364-409) στο Χορό. Της φτάνει αυτή η μια μέρα, λέει με άγρια χαρά, για να σκοτώσει τρεις εχθρούς, πεθερό, νύφη και γαμπρό.
«Θα φτάσω σε άγρια τόλμη» βεβαιώνει αποφασισμένη να μη λησμονήσει, γιατί δε θέλει να χαρούν οι εχθροί της με τις συμφορές της. Ξέρει να εκδικηθεί. Οι απόγονοι του Σίσυφου και η καλή του Ιάσονα δε θα γελάσουν με την εγγονή του Ήλιου. Πρέπει να εκδικηθεί.
ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (410-445): Φέρνοντας στο νου του ο Χορός το δόλο του Ιάσονα, που πάτησε τους όρκους του, ανυψώνεται σε γενικότερη θεώρηση και, καθώς παίρνει αφορμή ο ποιητής από τα προ του 431 π.Χ. χρόνια, οπότε συνθήκες είχαν καταπατηθεί, η δυσπιστία κι ο δόλος είχε κυριαρχήσει, η μια πόλη συκοφαντούσε την άλλη κι όλοι ετοιμάζονταν για πόλεμο, που τον κληρονομούσαν και τα εγγόνια τους, με δυσθυμία διαπιστώνει τη γενική των πάντων ανατροπή σε μια εικόνα, που κάθε αναστατωμένη εποχή θα την αναγνώριζε για καθρέφτισμα δικό της. Τίποτα δε μένει στη θέση του: «Πίσω πάνε τα ιερά νερά των ποταμών, κι ανάστροφα γυρνούν και η δικαιοσύνη κι όλα».
Και αυτό που λέγανε, ότι οι γυναίκες είναι πονηρές, τώρα αποδεικνύεται ότι οι άντρες είναι πονηροί.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (446-626): Έρχεται ο Ιάσονας και βρίσκει ότι σε όλα φταίει η Μήδεια, που κακολογεί το βασιλικό σπίτι. Κανένας δεν θα την έδιωχνε, αν είχε τη γλώσσα μαζεμένη. Μα πάλι αυτός έχει τη φροντίδα της και είναι, της λέει, έτοιμος να της δώσει χρήματα, για να μπορεί να ζήσει κι αυτή και τα παιδιά της στους ξένους τόπους που θα πάνε.
Αφρίζοντας από το κακό της η Μήδεια, απορεί για την αδιαντροπιά του άπιστου και, για να ξαλαφρώσει την ψυχή της, τον βρίζει με τα πιο καυτερά λόγια για την αχαριστία του.
Μα ο Ιάσονας δε δυσκολεύεται να απαντήσει. Δεν του λείπουν οι σοφιστικές δικαιολογίες. Ό,τι έκανε γι’ αυτόν η Μήδεια, δεν το έκανε από καλοσύνη της, αλλά γιατί τον είχε ερωτευθεί. Μα κι αυτή δε βγήκε ζημιωμένη. Κατοικεί πια στην Ελλάδα, όπου η σοφία της έγινε πασίγνωστη. Και πρέπει ακόμα να παραδεχτεί η Μήδεια, ότι για την ευτυχία και τα δική της και των παιδιών της παντρεύτηκε τη βασιλοπούλα. Τώρα θα γίνει πια πλούσιος και δε θα τους λείπει τίποτα. Θα είναι πολύ ευτυχισμένοι όλοι τους.
Αλλά και τώρα είναι έτοιμος να της δώσει χούφτες το χρυσάφι και να τη συστήσει στους φίλους του, για να την καλοδεχτούν.
Κι όταν η Μήδεια δήλωσε ότι δε θέλει καμιά βοήθεια από αυτόν, έκραξε τους θεούς μάρτυρες των καλών σκοπών, που είχε και για την Κολχίτισσα και τα παιδιά τους. Και φεύγει με ήσυχη τη συνείδηση, ενώ πικρά και χλευαστικά τον κυνηγούν τα λόγια της παρατημένης, να τρέξει γρήγορα στη νύφη, που καταλήγουν (626) στη φοβερή απειλή:
«Θα κάνεις τέτοιο γάμο, που γάμο δε θα τον λες».
ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (627-662): Τη συγκλονιστική εντύπωση των γυναικών του Χορού από την κακοτυχία της Μήδειας φανερώνει τούτο το Στάσιμο, όπου εύχονται να ζουν αρμονικά με τους άντρες τους στην πατρίδα και παράφορος έρωτας να μην τις χτυπήσει. Μαλακά ας είναι τα βέλη της Αφροδίτης. Και οι αίτιοι τέτοιων συμφορών σαν της Μήδειας να μη ζουν, γεμάτος συμπόνια για την ξένη ψάλλει ο Χορός.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (663-823): Μα να! ένας ξένος χαιρετάει τη Μήδεια. Είναι ο Αιγέας, ο βασιλιάς της Αθήνας. Έρχεται από τους Δελφούς, όπου ο Απόλλωνας του έδωσε ένα σκοτεινό χρησμό, όταν τον ρώτησε πώς θα αποχτήσει παιδιά. Του λέει και η Μήδεια τις συμφορές της και του υπόσχεται ότι θα του δώσει βοτάνια, για να αποχτήσει παιδιά, αν τη δεχτεί στη χώρα του. Δέχεται την πρότασή της ο Αιγέας και συνεχίζει το δρόμο του. Όταν θελήσει, μπορεί να πάει στην Αθήνα η Μήδεια.
Εξασφαλισμένη τώρα η Μήδεια ανακοινώνει στο Χορό τα σχέδια της. Θα καλέσει τον άντρα της και, κάνοντας τη μετανιωμένη για όσα του είπε, θα του πει να παρακαλέσει τον Κρέοντα να φύγει μονάχα αυτή και να μείνουν τα παιδιά κοντά στον πατέρα τους. Και για να το δεχτεί αυτό και η νεόνυμφη, θα της στείλει φανταχτερά δώρα, ένα πέπλο και χρυσό στεφάνι, που σαν τα φορέσει θα τη θανατώσουν. Μετά θα σφάξει και τα παιδιά της. Έτσι θα αφανίσει το σπίτι του Ιάσονα. Αυτό είναι εκδίκηση.
Του κάκου την αποτρέπει η Κορυφαία. Αυτή στέλνει την παραμάνα να της φέρει τον Ιάσονα. Ό,τι σχεδίασε, θα γίνει.
ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (824-865): Μα στη χώρα, όπου σκέφτεται να πάει, την αγαπημένη από τους θεούς, της λέει ο Χορός, οι ευτυχισμένοι εκεί άνθρωποι είναι και σοφοί και αγαπάνε με άδολη αγάπη κάθε ευγενικό και ωραίο. Δεν είναι το ίδιο οι έρωτες τους - θέλει να αφήσει στην ψυχή της Μήδειας ο Χορός σαν καταστάλαγμα του ύμνου της Αθήνας - δεν είναι το ίδιο οι έρωτες εκείνοι και η δική σου παραφορά, που σε σπρώχνει στο έγκλημα. Τέτοια πόλη πώς θα σε δεχτεί; ρωτάει με εναγώνια φωνή ο Χορός. Μη σκοτώσεις τα παιδιά σου! Και καλπάζοντας με τη φαντασία του φέρνει μπρος στα μάτια της ψυχής της μανιασμένης τη φρικτή σκηνή, να προσπέφτουν δακρυσμένα τα παιδιά μπροστά στην αδυσώπητη μητέρα, καθώς θα υψώνει από πάνω τους μαχαίρι ακονισμένο. Κι από εδώ, σαν από αδύνατη κλωστή, κρέμεται η ελπίδα του Χορού, ότι δε θα μπορέσει η αγριεμένη σκληρόκαρδη μητέρα να βάψει το χέρι της στο αίμα των παιδιών της.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (866-975): Ήρθε ο Ιάσονας και η συνάντησή του με τη Μήδεια είναι φιλικότατη. Του ζητάει συγχώρεση για τα πικρά της λόγια και φωνάζει τα παιδιά να έρθουν να φιλήσουν τον πατέρα τους. Αφού φιλιώθηκε η μάνα τους, ας φιλιωθούν κι αυτά μαζί του.
Όμως το κακό, που μελετάει για τα παιδιά της και το κρύβει βαθιά στο νου της, της φέρνει δάκρυα στα μάτια. Δακρυσμένες και οι γυναίκες του Χορού την παρακαλούν:
«Μακάρι να μη μεγαλώσει πιο πολύ ακόμα το κακό».
Ο Ιάσονας πέφτει στην παγίδα. Δεν καταλαβαίνει την απάτη. Επαινεί την τωρινή φρονιμάδα της Μήδειας και για τα παιδιά προβλέπει ζωή ευτυχισμένη. Ας μη θλίβεται η Μήδεια. Φροντίζει αυτός. Και η Μήδεια του ζητάει να μη φύγουν μαζί της τα παιδιά, ας μεγαλώσουν στα χέρια του πατέρα τους. Δέχεται ο Ιάσονας να μεσολαβήσει στον Κρέοντα. Και για να ευχαριστήσει τη νεόνυμφη βασιλοπούλα, η Μήδεια της στέλνει με τα παιδιά της τα θανατηφόρα δώρα, που είδαμε να γίνεται λόγος στο προηγούμενο επεισόδιο.
ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' (976-1001): Τώρα πια ο Χορός δεν έχει καμιά ελπίδα ούτε για τα παιδιά ούτε για τη νεόνυμφη. Γι’ αυτό κλαίει και τον Ιάσονα, που ανίδεος θα χάσει και νύφη και παιδιά, και στενάζει και για τη δυστυχισμένη μάνα, που για ένα νυφικό κρεβάτι θα σφάξει τα παιδιά της.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Ε' (1002-1080): Χαρούμενος έρχεται από το παλάτι ο παιδαγωγός και αναγγέλλει στη Μήδεια ότι όλα πάνε καλά: Η βασιλοπούλα ευχαριστήθηκε από τα δώρα, τα παιδιά δε θα φύγουν.
Τόσο ευχάριστο άγγελμα, κι όμως η Μήδεια σάστισε και κλαίει!
Βρισκόμαστε μπροστά σε πολύ τραγική σκηνή του δράματος. Δυο πολύ δυνατά πάθη παλεύουν στην ψυχή της Μήδειας: γλυκιά και τρυφερή στοργή της μάνας και ζήλεια ασυγκράτητη και μίσος άγριο της περιφρονημένης συζύγου για τον άντρα της. Δακρυσμένη αγκαλιάζει και φιλάει τα δυο μικρά της και τους μιλάει με λόγια διφορούμενα. Αυτά θα κατοικούν για πάντα κάπου - στον Άδη δηλαδή - κι αυτή θα πλανιέται ξένη κι αποδιωγμένη σε ξένους τόπους. Πικρή και θλιβερή θα είναι η ζωή της. Δε θα τη γηροκομήσουν τα παιδιά της - θα είναι στον Άδη.
Αλλά καθώς την κοιτάνε τα μικρά κατάματα και της χαμογελούν, της λυγίζουν την καρδιά κι αποφασίζει να μην τα σκοτώσει. Όχι, θα τα πάρει και θα φύγει!
«Στο καλό, η πρώτη μου βουλή. Θα τα πάρω τα παιδιά μου από εδώ».
Μα έτσι θα μείνει ατιμώρητος ο άντρας της και θα γελάει! Και νικημένη από το μίσος αλλάζει γνώμη. Αποφάσισε να τα σκοτώσει και τα στέλνει μέσα στο σπίτι, όπου θα μπει κι αυτή οπλισμένη μ’ ένα μαχαίρι.
Τώρα μόνη πια, πότε δειλιάζει και πότε την κυριεύει η εκδικητική μανία, που βρίσκει τρόπο να τη δικαιολογήσει: Αν δεν τα σκοτώσει αυτή, θα τα σκοτώσουν οι εχθροί της και μάλιστα με μαρτύρια.
Τα ξαναφωνάζει πάλι έξω και τους δίνει τον τελευταίο ασπασμό, με όλο τον πόνο της μητέρας που ξεπροβοδίζει τα παιδιά της για το αγύριστο ταξίδι και, όταν τα ξανάστειλε μέσα, εξομολογείται στο Χορό την τρικυμία της ψυχής της (1078-79):
«Και ξέρω το κακό που πάω να κάνω, μα νικάει το λογισμό μου ο θυμός».
ΜΕΣΩΔΙΚΟ (1081-1115): Η Κορυφαία του Χορού καλοτυχίζει όσους δεν απόχτησαν παιδιά, γιατί αυτοί δε γεύονται πόνους στη ζωή τους.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΣΤ' (1116-1250): Η Μήδεια δεν είχε πάει ακόμα να βρει τα παιδιά της με το μαχαίρι στα χέρια μες στο σπίτι. Περίμενε να μάθει το θάνατο της νύφης. Και το ευχάριστο άγγελμα δεν άργησε. Τρεχάτος ήρθε ο αγγελιαφόρος και της είπε ότι η νεόνυμφη κι ο πατέρας της κάηκαν από φλόγες που τινάχτηκαν από το χρυσό στεφάνι και το πέπλο.
Τώρα βρίσκει η Μήδεια ότι είναι πια καιρός να καταπιαστεί με το δεύτερο μέρος της εκδίκησης, με τη σφαγή των παιδιών της. Και με κραυγή δυνατή σαν αλαλαγμό και με αλύγιστη σκληρότητα ενθαρρύνει τον εαυτό της: «Εμπρός, καρδιά μου, ετοιμάσου! Λησμόνα τα για λίγο τώρα κι ύστερα τα κλαις». Και μεθυσμένη από τη μανία να ξεθεμελιώσει το σπίτι του Ιάσονα και να του προσφέρει την πιο πικρή οδύνη, ορμά προς την κάμαρα, όπου ανίδεα για το κακό που τα περιμένει, παίζουν τα παιδιά.
ΣΤΑΣΙΜΟ ΣΤ' (1251-1292): Τρομαγμένος ο Χορός από την άγρια μανία της Μήδειας, κράζει τον Ήλιο και τη Γη να προλάβουν το φρικτό κακούργημα και να διώξουν τη φόνισσα την αγριεμένη και διψασμένη για αίμα, που του κάκου πασχίζει να της ξυπνήσει τη στοργή, έστω και την τελευταία στιγμή, με την κραυγή:
«Του κάκου βασανίστηκες για τα παιδιά σου! Του κάκου, καθώς φαίνεται, τα γέννησες τα ακριβά σου...».
Μα τώρα ακούγεται πίσω από την κλεισμένη πόρτα η κραυγή των παιδιών, που ζητούν βοήθεια να τα γλυτώσει από την αγριεμένη μάνα τους. Ορμούν οι γυναίκες του Χορού στην πόρτα, τη χτυπούν, αλλά δεν ανοίγει, είναι αμπαρωμένη.
Τα παιδιά σφάζονται πίσω από την κλεισμένη πόρτα. Η φρίκη των θεατών, δυνατή και συγκλονιστική, έφτασε στο κατακόρυφο. Και ο Χορός θυμάται έναν παλιό θρύλο, που σ’ αυτόν μονάχα αναφέρεται ότι στα παλιά τα χρόνια, που σβήνουν στην ομίχλη των αιώνων, άλλη μια - μονάχα μια - μητέρα σκότωσε τα παιδιά της.
ΕΞΟΔΟΣ (1293-1419): Έρχεται ο Ιάσονας, για να σώσει τα παιδιά του από τα χέρια των συγγενών της νύφης και του πεθερού του. Μαθαίνει όμως από την Κορυφαία του Χορού πως η μάνα τους είναι η φόνισσα. Ορμά στην κλειστή την πόρτα, για να μπει στο σπίτι να σκοτώσει τη φόνισσα, αλλά δεν μπορεί κι αυτός να την ανοίξει και δε θα κάνει τίποτα. Η Μήδεια ανεβασμένη σ’ ένα άρμα, που το σέρνουν δράκοι φτερωτοί, βρίσκεται επάνω σ’ ένα ύψωμα. Έχει και τα σφαγμένα παιδιά μαζί της. Ο Ιάσονας μια τη βρίζει και μια την ικετεύει να του δώσει τα παιδιά του, για να τα αγκαλιάσει, να τα φιλήσει, να τα θάψει. Η Μήδεια χαίρεται με τον πόνο του και, ανένδοτη στα παρακάλια του, φεύγει με το φτερωτό της άρμα για την Αθήνα, όπου θα τη φιλοξενήσει ο Αιγέας.
Μια από τις πιο παθητικές και ίσως η πιο άψογη καλλιτεχνικά από τις τραγωδίες του Ευριπίδη είναι η Μήδεια, όπου ο τραγικός φανέρωσε την τρικυμία, που δέρνει την ψυχή μιας γυναίκας που την άφησε ο άντρα της.
Μήδεια: Η άγρια ζήλεια της προς τη γυναίκα, που της έκλεψε τον άντρα, θα της εμπνεύσει έναν πρωτότυπο σε σκληρότητα τρόπο να τη θανατώσει. Και θα αισθανθεί ως τα κατάβαθα της ψυχής την εντονότερη χαρά, όταν θα μάθει πόσο πικρές στάθηκαν οι τελευταίες στιγμές της βασιλοπούλας και του πατέρα της, που δεν τη συλλογίστηκε καθόλου αυτήν, μια γυναίκα ξένη σε ξένο τόπο, όταν τον άντρα της τον έκανε γαμπρό του.
Άγριο και αδυσώπητο είναι το μίσος της για τον Ιάσονα, που τον βοήθησε σε δύσκολες στιγμές της ζωής του, που για χατίρι του χωρίστηκε από τους δικούς της και τον ακολούθησε στην Ελλάδα, βασισμένη στους όρκους του. Και η μανία της θα την σπρώξει ως την απόφαση να σφάξει τα παιδιά της, που έχει από αυτόν. Έτσι θα του κάψει την καρδιά.
Και για να πετύχει όλους τους σκοπούς της, θα καταχωνιάσει την οργή στα βάθη της ψυχής της, και γλυκομίλητη θα παρασύρει στην παγίδα πρώτα τον Κρέοντα και μετά τον Ιάσονα, ώσπου να έρθει η ώρα να στείλει και στη νύφη γαμήλια δώρα. Και τότε θα δουν... Διψασμένη για εκδίκηση κρύβει και τη ζήλεια και το μίσος και τα θανάσιμα σχέδιά της. Ξέρει να υποκρίνεται.
Ξέρει πως η θανάτωση των παιδιών της θα βυθίσει τον Ιάσονα στη δυστυχία. Μα ίσα-ίσα που τη δυστυχία του θέλει και η Μήδεια. Κι αυτή η επιθυμία της τη βοήθησε να νικήσει την αγωνία και την ταραχή της, όταν έφτασε πια η ώρα να παλέψει το μίσος, που είχε για τον άντρα της, με τη μητρική στοργή. Η εκδίκηση είναι γι’ αυτήν η γλυκύτερη απόλαυση. Γι’ αυτό δε θα ανοίξουν τα φύλλα της καρδιάς της, για να περάσουν μέσα οι φωνές των παιδιών και δε θα δει το δάκρυ τους, όταν θα αστράφτει μπρος στα μάτια τους το κοφτερό μαχαίρι της. Έχει καιρό να τα κλάψει αργότερα. Τώρα θα εκδικηθεί.
Ιάσονας: Κερδοσκόπος, ελεεινός συμφεροντολόγος και αδιάντροπος μέχρι κυνισμού παρουσιάζεται εδώ ο ηγέτης των Αργοναυτών. Για συμφέρον πήρε γυναίκα του τη Μήδεια, όχι όπως εκείνη από αγάπη. Για συμφέρον την άφησε κι αυτήν και τα παιδιά του, για να πάρει άλλη γυναίκα, την πλούσια βασιλοπούλα. Ψεύτης και στρεψόδικος θέλει να σκεπάσει την απιστία του με σοφιστικά επιχειρήματα, γεμάτα κυνισμό.
Αιγέας: Συμπαθητικός είναι ο βασιλιάς της Αθήνας, που ποθεί να αποχτήσει παιδιά, ενώ ένας άλλος, που είχε την ευτυχία να είναι πατέρας, τα αφήνει στους πέντε δρόμους και η μητέρα τους σε λίγο θα τα σφάξει.
Κρέων: Την αυστηρότητα των αδύνατων ανθρώπων, που φοβούνται να μην τους έρθει κανένα κακό, έχει ο βασιλιάς της Κορίνθου.
Τροφός: Πονάει την κυρά της η τροφός κι όπως ξέρει το χαρακτήρα της, δοκιμάζει όλον τον τρόμο του ανθρώπου που μαντεύει αλάθητα το κακό.
Παιδαγωγός: Έχει κι αυτός ενδιαφέρον για τα ζητήματα της κυράς του. Και γι’ αυτό κρυφακούει στην αγορά τι λένε γι’ αυτήν και με χαρά της αναγγέλλει πως δέχτηκε ο βασιλιάς να μείνουν τα παιδιά της στην Κόρινθο.
Η «Μήδεια» διδάχτηκε στα Μεγάλα Διονύσια του 431 π.Χ. στο θέατρο του Διονύσου. Τότε το πρώτο βραβείο το πήρε ο Ευφορίων, το δεύτερο ο Σοφοκλής και το τρίτο ο Ευριπίδης με τις τραγωδίες «Μήδεια», «Φιλοκτήτη», «Δίκτυ» και με το σατυρικό δράμα, τους «Θεριστές». Από αυτά μονάχα η «Μήδεια» σώζεται.