Ιστορική τοποθέτηση
Ο μακροχρόνιος Πελοποννησιακός πόλεμος όχι μόνο θανάτωσε πλήθη ανθρώπων και χτύπησε την αρχαία Ελλάδα με αφάνταστες υλικές καταστροφές, αλλά το πιο χειρότερο, την έριξε και σε χάος ηθικών αλλοιώσεων. Ίσως σε κάθε πόλεμο, για να πετύχουν οι αντίπαλοι τους σκοπούς τους, χρησιμοποιούν απάνθρωπα μέσα, ξεχνούν τη μεγαλοψυχία και την ανθρωπιά. Αλλά με τον Πελοποννησιακό πόλεμο φανερώθηκε μια εξαιρετική αγριότητα.
Στον πόλεμο αυτόν δεν πολέμησαν μόνον δύο αντίπαλα κράτη, αλλά και δυο αντίθετες πολιτικές αρχές, η δημοκρατία και η ολιγαρχία. Σχεδόν σε κάθε πόλη της αθηναϊκής κυριαρχίας υπήρχαν άτομα που ήταν δυσαρεστημένα με το πολίτευμα που τους είχαν επιβάλει οι Αθηναίοι και ανυπόμονα περίμεναν να τους βοηθήσουν οι Σπαρτιάτες, για να σφάξουν το δημοκρατικό όχλο, να αλλάξουν το πολίτευμα και να ενωθούν με τη Σπάρτη, για να διατηρούν την εξουσία. Αλλά και σε πάρα πολλές πόλεις της σφαίρας της σπαρτιάτικης επιρροής υπήρχαν πλήθη από φτωχούς που νόμιζαν ότι δε θα μπορούσαν να δουν καλή μέρα, αν δε έσφαζαν τους ολιγαρχικούς. Και ήταν πρόθυμοι να δεχτούν ή να ζητήσουν τη βοήθεια των Αθηναίων, που υποστήριζαν τα δημοκρατικά κόμματα.
Οι Σπαρτιάτες λοιπόν υποστήριζαν τους ολιγαρχικούς και οι Αθηναίοι τους δημοκρατικούς, κι έτσι μέσα στο γενικό πόλεμο των Αθηναίων με τους Σπαρτιάτες παρουσιάζεται σχεδόν σε κάθε ελληνική πόλη και από μια πολιτειακή πάλη. Αλλά επειδή δεν έλειπε και η εξωτερική ένοπλη βοήθεια των δημοκρατικών από τους Αθηναίους και των ολιγαρχικών από τους Σπαρτιάτες, πάψανε πια οι αντίπαλοι να επιβληθούν με ειρηνικά και νόμιμα συνταγματικά μέσα και έφτασαν σε εμφύλιους πολέμους, που είναι το πιο φρικτό κακό για μια χώρα.[1]
Οι Αθηναίοι κατάλαβαν ότι, με τη μεταφορά του πολέμου μέσα στα σπλάχνα των υπηκόων ή των συμμάχων πόλεων, κινδύνευε η ηγεμονία τους και τους έπιανε και ένας ανίκητος και ίσως όχι παράλογος φόβος και για την ίδια ακόμα τη ζωή τους. Και γι’ αυτό χρησιμοποίησαν στον πόλεμο χωρίς κανένα δισταγμό κάθε άγριο μέσο που αιτιολογείται μόνον από την ηθική αλλοίωση κι από τη φοβία που είχε απλώσει σε όλη την Ελλάδα ο πόλεμος από το 431 π.Χ.
Το 422 εξανδραπόδισαν τις γυναίκες και τα παιδία της Τορώνης και έφεραν όλους τους άνδρες αιχμάλωτους στην Αθήνα (Θουκυδίδης Ε' 3,3). Για το 421, μας εξιστορεί ο Θουκυδίδης (Ε' 32,1) ότι οι Αθηναίοι ανέβηκαν ένα σκαλί ακόμα πιο ψηλά: «Οι Αθηναίοι αφού κατέλαβαν μετά από πολιορκία τη πόλη των Σκιωναίων, σκότωσαν τους άνδρες και εξανδραπόδισαν τις γυναίκες και τα παιδιά».
Από το βήμα της εκκλησίας του δήμου ακούγονται βέβαια συνετοί και μετριοπαθείς λόγοι, αλλά ο δήμος δεν τους προσέχει. Η ψυχή του είναι πλημμυρισμένη από τρομακτικούς εφιάλτες. Η αθηναϊκή πολιτεία, όπως την είχε συλλάβει στο πνεύμα του ο Περικλής, θα είχε για στήριγμά της την πλειοψηφία ενός λαού που είχε δημιουργήσει και καλλιεργούσε έναν ανώτερο πολιτισμό και είχε κάνει την πιο λαμπρή πόλη του κόσμου σχολείο της Ελλάδας. Απαλλαγμένος αυτός ο λαός από ταπεινωτικά ελαττώματα και αποκρουστικές φοβίες θα είχε απεριόριστη πεποίθηση στην αρετή του και θα ήταν όχι μόνον ατρόμητος υπερασπιστής της δικής του ελευθερίας, αλλά σύμφωνα με την παλιά αττική παράδοση θα έπρεπε να είναι και αδιάλλακτος υπερασπιστής και όλων των αδικημένων και όλων των ελεύθερων, που με την ευεργετική φιλία του θα τους έκανε δικούς του.
Αλλά όταν πέθανε ο Περικλής, οι πολιτικοί που ήρθαν μετά από αυτόν, άφησαν την κατεύθυνση που είχε χαράξει ο πολιτικός αυτός για τη διαπαιδαγώγηση του δήμου. Δεν οδηγούν το δήμο προς τα πάνω, αλλά αντίθετα σέρνονται από το δήμο, που του κολακεύουν τις κατώτερες ορμές. Εκείνο που είπε ο Ηράκλειτος για άλλους, εφαρμόζεται και σ’ αυτούς: «Τον όχλο έχουν για οδηγό τους» (απ.104).
Την ίδια εποχή εμφανίζονται και οι σοφιστές που με τη διδασκαλία τους ξεθεμελιώνουν τους παλαιούς κανόνες της διαγωγής των ανθρώπων και παρέχουν επιχειρήματα σ’ εκείνους που δε θα ήθελαν να αντιστέκονται στους πειρασμούς που εμφανίζει η ζωή στην ηθική αντοχή μας. Κι ο καθένας ξέρει ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που είναι πρόθυμοι να δεχτούν τη λογικότητα αυτών των επιχειρημάτων. Το δίκαιο του δυνατού πρέπει να ρυθμίζει τη ζωή των ανθρώπων, διακηρύττει ο Καλλικλής, πρόδρομος του υπεράνθρωπου, στο «Γοργία» του Πλάτωνα. Κι έγιναν κάτι τέτοια διδάγματα «δόγματα των πολλών», χωρίς όμως να πέσει και στις ψυχές τους μια φωτεινή ακτίνα και από τα διδάγματα του διαφωτισμού των χρόνων εκείνων.
Ποτισμένος ο δήμος με την ιδέα του δικαίου του ισχυρού, παρασύρθηκε σε μια «ύβρη» το χειμώνα του 416-415. Τιμώρησε τη Μήλο με το σφάξει τους άνδρες και να εξανδραποδίσει τις γυναίκες, γιατί είχε διαπράξει το προκλητικό ανοσιούργημα να είναι μικρή και άκακη και γιατί, σαν να μην έφτανε αυτό, είχε την αφόρητη επιθυμία να διατηρήσει την ουδετερότητά της μέσα στην κοσμοχαλασιά του Πελοποννησιακού πολέμου και γιατί είχε ακόμα και την πρωτάκουστη θρασύτητα να μη θέλει να υποταχθεί στους Αθηναίους, που δεν είχαν καμιά όρεξη να επιτρέψουν να υπάρχουν νησιά ανεξάρτητα και αυτόνομα, μια και κυριαρχούσαν αυτοί στη θάλασσα.
Αλλά η όρεξη έρχεται τρώγοντας, και γι’ αυτό τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι ετοιμάζονται να εκστρατεύσουν στη Σικελία.
Πώς αντιμετωπίζει ο Ευριπίδης το μεγάλο έγκλημα των συμπατριωτών του κατά των κατοίκων της Μήλου και την εκστρατεία, την αλαζονική, την άδικη αλλά και επικίνδυνη, που ετοιμάζουν για τη Σικελία, καταλαβαίνουμε από το ότι την άνοιξη του 415 ελέγχει την πολιτική του δήμου με τη διδασκαλία των «Τρωάδων», όπου μια σειρά από παθητικές εικόνες φρίκης δείχνει το φοβερό δράμα των γυναικών των Τρώων, όταν πάρθηκε το Ίλιο από τους Αχαιούς.
Όταν μιλάμε για μια κατάκτηση ή για μια άλωση, φέρνουμε στο νου μας την έξαψη της μάχης, τη χαρά των νικητών. Ποιος συλλογίζεται τον πόνο του νικημένου; Οι κραυγές της νίκης δεν αφήνουν να ακουστεί το κλάμα των νικημένων.
Ο Ευριπίδης όμως παρουσιάζει άλλη εικόνα. Από το πλήθος των αιχμαλωτισμένων Τρωάδων, που πνίγονται στους στεναγμούς, ξεχωρίζει και φέρνει πιο κοντά στο θεατή τον πόνο της χαροκαμένης Εκάβης, την έκσταση της Κασσάνδρας, που η άστοργη φιλία του Φοίβου της είχε χαρίσει το πικρό προνόμιο να βλέπει στα σκοτεινά βάθη του μέλλοντος όλες τις συμφορές που οδεύανε προς την πατρίδα και το πατρικό της σπίτι. Την Ανδρομάχη, που οι θεατές της τραγωδίας την είχαν συμπαθήσει στα Μ. Παναθήναια, όταν είχαν ακούσει την τόσο συγκινητική με τον Έκτορα συνάντησή της, μας την παρουσιάζει με όλο τον πόνο της γυναίκας που έχασε τον άνδρα της και της μάνας που της άρπαξαν το παιδί για να το σκοτώσουν, σε μια σκηνή από τις πιο συγκλονιστικές των δραμάτων του Ευριπίδη.
Τη μεγάλη νίκη των παλληκαριών, που πήδησαν μια νύχτα από την κοιλιά του Δούρειου ίππου και που οι Αθηναίοι την είχαν για δόξα και των δικών τους προγόνων, ακατάληπτη από το χρόνο, ο Ευριπίδης την απογυμνώνει από τη λάμψη που της είχαν δώσει ο θρύλος και το έπος, και την παρουσιάζει μπρος στους κατάπληκτους Αθηναίους, που είχαν κυριεύσει ένα νησί και από τώρα μελετούσαν άλλη κατάκτηση, σαν μια ιστορία ληστείας, γεμάτη από ωμότητες, άγριες σφαγές και εμπρησμούς. Είναι σαν να λέει: «Να τι είναι μια κυρίευση! Να τι κάνατε στη Μήλο! Νιώθετε ήσυχη τη συνείδησή σας; Να τι μελετάτε να κάνετε στη Σικελία!» Ο ποιητής βροντοφώναξε την καταδικαστική του γνώμη στην κόγχη του Διονυσιακού θεάτρου κατά τα Μ. Διονύσια του 415 π.Χ. προς τους Αθηναίους και τους έδειξε ότι μέρα με την ημέρα ξεστράτιζαν από το δρόμο της ιστορικής τους αποστολής που ήταν να ελευθερώνουν κι όχι να υποδουλώνουν, να προστατεύουν και όχι να καταστρέφουν.
Ο μακροχρόνιος Πελοποννησιακός πόλεμος όχι μόνο θανάτωσε πλήθη ανθρώπων και χτύπησε την αρχαία Ελλάδα με αφάνταστες υλικές καταστροφές, αλλά το πιο χειρότερο, την έριξε και σε χάος ηθικών αλλοιώσεων. Ίσως σε κάθε πόλεμο, για να πετύχουν οι αντίπαλοι τους σκοπούς τους, χρησιμοποιούν απάνθρωπα μέσα, ξεχνούν τη μεγαλοψυχία και την ανθρωπιά. Αλλά με τον Πελοποννησιακό πόλεμο φανερώθηκε μια εξαιρετική αγριότητα.
Στον πόλεμο αυτόν δεν πολέμησαν μόνον δύο αντίπαλα κράτη, αλλά και δυο αντίθετες πολιτικές αρχές, η δημοκρατία και η ολιγαρχία. Σχεδόν σε κάθε πόλη της αθηναϊκής κυριαρχίας υπήρχαν άτομα που ήταν δυσαρεστημένα με το πολίτευμα που τους είχαν επιβάλει οι Αθηναίοι και ανυπόμονα περίμεναν να τους βοηθήσουν οι Σπαρτιάτες, για να σφάξουν το δημοκρατικό όχλο, να αλλάξουν το πολίτευμα και να ενωθούν με τη Σπάρτη, για να διατηρούν την εξουσία. Αλλά και σε πάρα πολλές πόλεις της σφαίρας της σπαρτιάτικης επιρροής υπήρχαν πλήθη από φτωχούς που νόμιζαν ότι δε θα μπορούσαν να δουν καλή μέρα, αν δε έσφαζαν τους ολιγαρχικούς. Και ήταν πρόθυμοι να δεχτούν ή να ζητήσουν τη βοήθεια των Αθηναίων, που υποστήριζαν τα δημοκρατικά κόμματα.
Οι Σπαρτιάτες λοιπόν υποστήριζαν τους ολιγαρχικούς και οι Αθηναίοι τους δημοκρατικούς, κι έτσι μέσα στο γενικό πόλεμο των Αθηναίων με τους Σπαρτιάτες παρουσιάζεται σχεδόν σε κάθε ελληνική πόλη και από μια πολιτειακή πάλη. Αλλά επειδή δεν έλειπε και η εξωτερική ένοπλη βοήθεια των δημοκρατικών από τους Αθηναίους και των ολιγαρχικών από τους Σπαρτιάτες, πάψανε πια οι αντίπαλοι να επιβληθούν με ειρηνικά και νόμιμα συνταγματικά μέσα και έφτασαν σε εμφύλιους πολέμους, που είναι το πιο φρικτό κακό για μια χώρα.[1]
Οι Αθηναίοι κατάλαβαν ότι, με τη μεταφορά του πολέμου μέσα στα σπλάχνα των υπηκόων ή των συμμάχων πόλεων, κινδύνευε η ηγεμονία τους και τους έπιανε και ένας ανίκητος και ίσως όχι παράλογος φόβος και για την ίδια ακόμα τη ζωή τους. Και γι’ αυτό χρησιμοποίησαν στον πόλεμο χωρίς κανένα δισταγμό κάθε άγριο μέσο που αιτιολογείται μόνον από την ηθική αλλοίωση κι από τη φοβία που είχε απλώσει σε όλη την Ελλάδα ο πόλεμος από το 431 π.Χ.
Το 422 εξανδραπόδισαν τις γυναίκες και τα παιδία της Τορώνης και έφεραν όλους τους άνδρες αιχμάλωτους στην Αθήνα (Θουκυδίδης Ε' 3,3). Για το 421, μας εξιστορεί ο Θουκυδίδης (Ε' 32,1) ότι οι Αθηναίοι ανέβηκαν ένα σκαλί ακόμα πιο ψηλά: «Οι Αθηναίοι αφού κατέλαβαν μετά από πολιορκία τη πόλη των Σκιωναίων, σκότωσαν τους άνδρες και εξανδραπόδισαν τις γυναίκες και τα παιδιά».
Από το βήμα της εκκλησίας του δήμου ακούγονται βέβαια συνετοί και μετριοπαθείς λόγοι, αλλά ο δήμος δεν τους προσέχει. Η ψυχή του είναι πλημμυρισμένη από τρομακτικούς εφιάλτες. Η αθηναϊκή πολιτεία, όπως την είχε συλλάβει στο πνεύμα του ο Περικλής, θα είχε για στήριγμά της την πλειοψηφία ενός λαού που είχε δημιουργήσει και καλλιεργούσε έναν ανώτερο πολιτισμό και είχε κάνει την πιο λαμπρή πόλη του κόσμου σχολείο της Ελλάδας. Απαλλαγμένος αυτός ο λαός από ταπεινωτικά ελαττώματα και αποκρουστικές φοβίες θα είχε απεριόριστη πεποίθηση στην αρετή του και θα ήταν όχι μόνον ατρόμητος υπερασπιστής της δικής του ελευθερίας, αλλά σύμφωνα με την παλιά αττική παράδοση θα έπρεπε να είναι και αδιάλλακτος υπερασπιστής και όλων των αδικημένων και όλων των ελεύθερων, που με την ευεργετική φιλία του θα τους έκανε δικούς του.
Αλλά όταν πέθανε ο Περικλής, οι πολιτικοί που ήρθαν μετά από αυτόν, άφησαν την κατεύθυνση που είχε χαράξει ο πολιτικός αυτός για τη διαπαιδαγώγηση του δήμου. Δεν οδηγούν το δήμο προς τα πάνω, αλλά αντίθετα σέρνονται από το δήμο, που του κολακεύουν τις κατώτερες ορμές. Εκείνο που είπε ο Ηράκλειτος για άλλους, εφαρμόζεται και σ’ αυτούς: «Τον όχλο έχουν για οδηγό τους» (απ.104).
Την ίδια εποχή εμφανίζονται και οι σοφιστές που με τη διδασκαλία τους ξεθεμελιώνουν τους παλαιούς κανόνες της διαγωγής των ανθρώπων και παρέχουν επιχειρήματα σ’ εκείνους που δε θα ήθελαν να αντιστέκονται στους πειρασμούς που εμφανίζει η ζωή στην ηθική αντοχή μας. Κι ο καθένας ξέρει ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που είναι πρόθυμοι να δεχτούν τη λογικότητα αυτών των επιχειρημάτων. Το δίκαιο του δυνατού πρέπει να ρυθμίζει τη ζωή των ανθρώπων, διακηρύττει ο Καλλικλής, πρόδρομος του υπεράνθρωπου, στο «Γοργία» του Πλάτωνα. Κι έγιναν κάτι τέτοια διδάγματα «δόγματα των πολλών», χωρίς όμως να πέσει και στις ψυχές τους μια φωτεινή ακτίνα και από τα διδάγματα του διαφωτισμού των χρόνων εκείνων.
Ποτισμένος ο δήμος με την ιδέα του δικαίου του ισχυρού, παρασύρθηκε σε μια «ύβρη» το χειμώνα του 416-415. Τιμώρησε τη Μήλο με το σφάξει τους άνδρες και να εξανδραποδίσει τις γυναίκες, γιατί είχε διαπράξει το προκλητικό ανοσιούργημα να είναι μικρή και άκακη και γιατί, σαν να μην έφτανε αυτό, είχε την αφόρητη επιθυμία να διατηρήσει την ουδετερότητά της μέσα στην κοσμοχαλασιά του Πελοποννησιακού πολέμου και γιατί είχε ακόμα και την πρωτάκουστη θρασύτητα να μη θέλει να υποταχθεί στους Αθηναίους, που δεν είχαν καμιά όρεξη να επιτρέψουν να υπάρχουν νησιά ανεξάρτητα και αυτόνομα, μια και κυριαρχούσαν αυτοί στη θάλασσα.
Αλλά η όρεξη έρχεται τρώγοντας, και γι’ αυτό τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι ετοιμάζονται να εκστρατεύσουν στη Σικελία.
Πώς αντιμετωπίζει ο Ευριπίδης το μεγάλο έγκλημα των συμπατριωτών του κατά των κατοίκων της Μήλου και την εκστρατεία, την αλαζονική, την άδικη αλλά και επικίνδυνη, που ετοιμάζουν για τη Σικελία, καταλαβαίνουμε από το ότι την άνοιξη του 415 ελέγχει την πολιτική του δήμου με τη διδασκαλία των «Τρωάδων», όπου μια σειρά από παθητικές εικόνες φρίκης δείχνει το φοβερό δράμα των γυναικών των Τρώων, όταν πάρθηκε το Ίλιο από τους Αχαιούς.
Όταν μιλάμε για μια κατάκτηση ή για μια άλωση, φέρνουμε στο νου μας την έξαψη της μάχης, τη χαρά των νικητών. Ποιος συλλογίζεται τον πόνο του νικημένου; Οι κραυγές της νίκης δεν αφήνουν να ακουστεί το κλάμα των νικημένων.
Ο Ευριπίδης όμως παρουσιάζει άλλη εικόνα. Από το πλήθος των αιχμαλωτισμένων Τρωάδων, που πνίγονται στους στεναγμούς, ξεχωρίζει και φέρνει πιο κοντά στο θεατή τον πόνο της χαροκαμένης Εκάβης, την έκσταση της Κασσάνδρας, που η άστοργη φιλία του Φοίβου της είχε χαρίσει το πικρό προνόμιο να βλέπει στα σκοτεινά βάθη του μέλλοντος όλες τις συμφορές που οδεύανε προς την πατρίδα και το πατρικό της σπίτι. Την Ανδρομάχη, που οι θεατές της τραγωδίας την είχαν συμπαθήσει στα Μ. Παναθήναια, όταν είχαν ακούσει την τόσο συγκινητική με τον Έκτορα συνάντησή της, μας την παρουσιάζει με όλο τον πόνο της γυναίκας που έχασε τον άνδρα της και της μάνας που της άρπαξαν το παιδί για να το σκοτώσουν, σε μια σκηνή από τις πιο συγκλονιστικές των δραμάτων του Ευριπίδη.
Τη μεγάλη νίκη των παλληκαριών, που πήδησαν μια νύχτα από την κοιλιά του Δούρειου ίππου και που οι Αθηναίοι την είχαν για δόξα και των δικών τους προγόνων, ακατάληπτη από το χρόνο, ο Ευριπίδης την απογυμνώνει από τη λάμψη που της είχαν δώσει ο θρύλος και το έπος, και την παρουσιάζει μπρος στους κατάπληκτους Αθηναίους, που είχαν κυριεύσει ένα νησί και από τώρα μελετούσαν άλλη κατάκτηση, σαν μια ιστορία ληστείας, γεμάτη από ωμότητες, άγριες σφαγές και εμπρησμούς. Είναι σαν να λέει: «Να τι είναι μια κυρίευση! Να τι κάνατε στη Μήλο! Νιώθετε ήσυχη τη συνείδησή σας; Να τι μελετάτε να κάνετε στη Σικελία!» Ο ποιητής βροντοφώναξε την καταδικαστική του γνώμη στην κόγχη του Διονυσιακού θεάτρου κατά τα Μ. Διονύσια του 415 π.Χ. προς τους Αθηναίους και τους έδειξε ότι μέρα με την ημέρα ξεστράτιζαν από το δρόμο της ιστορικής τους αποστολής που ήταν να ελευθερώνουν κι όχι να υποδουλώνουν, να προστατεύουν και όχι να καταστρέφουν.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ: Καλύβια δείχνουν το στρατόπεδο των Αχαιών. Το Ίλιο πατήθηκε. Καπνοί που υψώνονται από την κυριευμένη χώρα, που άλλοτε την προστάτευε το κοντάρι του Έκτορα, φανερώνουν ότι οι Αχαιοί έβαλαν φωτιά στα σπίτια. Τους άντρες τους έχουν σφάξει. Μπροστά στην πόρτα μιας καλύβας η Εκάβη πεσμένη κάτω κλαίει τη φριχτή της μοίρα. Οι άλλες Τρωάδες, αιχμάλωτες πια των Αχαιών, βρίσκονται μέσα σε μερικές καλύβες. Ξημερώνει. Στο βάθος φαίνεται η θάλασσα.ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-153): Ξαφνικά βγαίνει από τη θάλασσα ο Ποσειδώνας κρατώντας την πελώρια τρίαινά του και λέει σε μονόλογο (1-47), ότι ήρθε να αποχαιρετίσει[2] την αγαπημένη του χώρα, που εφόσον χάθηκε, δεν μπορεί να μείνει πια σ’ αυτήν.
«Γιατί σε μια πόλη, όταν απλωθεί η μαύρη ερημιά, σβήνει πια η λατρεία των θεών και είναι αδύνατον να τιμηθούν εκεί» (26-27). Έρημα τα άλση των θεών και μολυσμένοι απ’ την αιματοχυσία είναι οι ναοί. Μπρος στους βωμούς άταφοι μένουν οι νεκροί. Κι όλα αυτά έγιναν με τη βοήθεια της Αθηνάς!
Μόλις ακούστηκε το όνομά της, φανερώθηκε κι αυτή κοντά στον Ποσειδώνα. Αλλά τώρα, δηλώνει, δεν τους αγαπάει τους Αχαιούς. Δεν τη σεβάστηκαν. Μέσα στο ναό της βρήκε την Κασσάνδρα ο Αίας ο Λοκρός και ασέβησε, και κανένας Αχαιός δεν του είπε τίποτα. Τους μισεί λοιπόν και γι’ αυτό ζητάει από τον Ποσειδώνα μαζί να τους χτυπήσουν με τρικυμίες και κεραυνούς καθώς θα αρμενίζουν στο Αιγαίο, για να μάθουν πια να σέβονται τους θεούς. Συμφωνεί μαζί της ο Ποσειδώνας και οι θυμωμένοι θεοί φεύγουν.
Έτσι από τον πρόλογο εμφανίζεται για βέβαιη η τιμωρία των πορθητών του Ιλίου για όλες τους τις ωμότητες και μπορεί να συλλογιστεί ο δήμος, τι αποτελέσματα θα μπορούσε να είχε και η δική του έγκριση εδώ και λίγους μήνες να σφαγούν οι κάτοικοι της Μήλου, να εξανδραποδιστούν οι γυναίκες και τα παιδιά τους και να λεηλατηθούν τα σπίτια.
Στους τρεις τελευταίους στίχους του Προλόγου (95-97) μπορούμε να πούμε ότι βρίσκεται η κεντρική ιδέα της τραγωδίας:
«Μωρός είναι όποιος κουρσεύει πόλεις. Θα καταστρέψει ναούς και μνήματα, ιερά άσυλα των πεθαμένων, μα κι αυτός μετά θα χαθεί».
Ανθρώπινο ράκος η Εκάβη, καθώς κλαίει, σηκώνεται με αθυμία και φωνάζει προς τις καλύβες να βγουν οι Τρωάδες για να θρηνήσουν τη μεγάλη καταστροφή.
ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (154-229): Στις φωνές και στους θρήνους της Εκάβης, από τις καλύβες βγαίνουν οι Τρωάδες, που θα αποτελέσουν το χορό της τραγωδίας, σε δύο διαδοχικά ημιχόρια, και τρέχουν προς τη βασίλισσά τους. Και καθώς είναι ντυμένες με ασιατική πολύχρωμη περιβολή, προξενούν ξεχωριστή εντύπωση. Χορός και Εκάβη θρηνούν τα μεγάλα δεινά που τις έχουν χτυπήσει και που πρόκειται να τις χτυπήσουν.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (230-510): Αλλά ο θρήνος τους σταματάει με τον ερχομό του Ταλθύβιου, που γνωστοποιεί στην Εκάβη τους ορισμούς των Αχαιών. Η κόρη της η Κασσάνδρα δίνεται στον Αγαμέμνονα «για κρυφό ταίρι στο κρεβάτι του». Την άλλη της τη κόρη, την Πολυξένη, τη σφάξανε επάνω στον τάφο του Αχιλλέα. Τη νύφη της, την Ανδρομάχη, την πήρε ο Νεοπτόλεμος, ο γιος του Αχιλλέα. Και αυτή η ίδια η Εκάβη, δίνεται σκλάβα στον Οδυσσέα.
Αδιάφορος στους θρήνους της Εκάβης, ο αγγελιαφόρος των σκληρών νικητών παραγγέλλει στους ακολούθους του να μπουν στην καλύβα που βρίσκεται η Κασσάνδρα και να του τη φέρουν, για να την οδηγήσει στον Αγαμέμνονα.
Αλλά η Κασσάνδρα όρμησε έξω μόνη της. Ντυμένη τη στολή της ιέρειας του Απόλλωνα και τινάζοντας έναν πυρσό χορεύει και τραγουδάει το γάμο της με τον Αγαμέμνονα. Κι όπως την κατέχει παράφορος προφητικός οίστρος, προφητεύει τις συμφορές που θα βρουν τον Αγαμέμνονα. Οραματίζεται το θάνατό του, τον άπρεπο ενταφιασμό του σε άγνωστο τάφο, προς τον οποίον οι χείμαρροι θα φέρουν και το δικό της το πτώμα. Και όμως λέει ότι είναι ευτυχισμένοι οι Τρώες, που πολέμησαν για μια μεγάλη υπόθεση. Η μοίρα του Έκτορα είναι πιο καλή από τη μοίρα των Αχαιών. Πολέμησε για την πατρίδα του, φάνηκε «ανήρ άριστος».
Όταν φώναξε η Κασσάνδρα το στίχο 365: «Τούτη εδώ η πόλη πως είναι πιο ευτυχισμένη από τους Αχαιούς» και τον άλλο (395) για το μεγάλο υπερασπιστή του Ιλίου «χάθηκε, αλλά, πριν χαθεί, έδειξε την παλληκαριά του», είπε αλήθειες που το ηθικό τους μεγαλείο δε βρήκε σπάνια την επικύρωσή του στο στίβο της ελληνικής ιστορίας από τις Θερμοπύλες έως την Πύλη του Ρωμανού και από το Κούγκι και το Ζάλογγο έως το Μεσολόγγι και το Αρκάδι και ως τις άλλες ηρωικές πράξεις των ημερών μας, που τις λάμπρυνε η ακατάλυτη ελληνική αρετή.
Καταδικάζεται απερίφραστα κάθε κατακτητικός πόλεμος και ξεχωρίζεται (386) από τον ένδοξο «υπέρ πατρίδας» αγώνα.
«Πρέπει βέβαια να αποφεύγουν τον πόλεμο οι γνωστικοί» (400).
Θα νόμιζε κανείς ότι ακούει κάτω από αυτά τα λόγια τον Ευριπίδη να λέει: «Το ίδιο συμβαίνει και τώρα! Μωροί είναι οι Έλληνες που καταστρέφουν τη μια ύστερα από την άλλη τις ελληνικές πόλεις. Χάθηκε η φρόνηση, που θα μας οδηγήσει στην ειρήνη;»
Βαρυθυμιά για τα δεινά που έφεραν στην Ελλάδα οι εμφύλιοι πόλεμοι κατέχει τούτον τον απόστολο της ειρήνης, όπως και τον Καλλικρατίδα, τον Αγησίλαο και τον Ιπποκράτη και αργότερα τον Αγέλαο από τη Ναύπακτο, και με ανυπομονησία γεμάτη αγωνία ανακράζει σε άλλη τραγωδία, στον «Κρεσφόντη», που δε σώζεται πια:
«Ειρήνη, θεά βαθύπλουτη και πολυζηλεμένη,
Αχ, πόσο αργείς να έρθεις και πώς σε περιμένω!»
Τέλος, η Κασσάνδρα βγάζει το στεφάνι και τα άλλα τα μαντικά στολίδια και ζητάει να την οδηγήσουν στο πλοίο του Αγαμέμνονα, και συνιστά στη μητέρα της να μην κλαίει, γιατί ο χαμός των εχθρών του Πριάμου είναι αναπόφευκτος.
Καθώς φεύγει η κόρη της, η Εκάβη λιποθυμάει από το βαθύ της πόνο. Κι όταν συνήρθε, πικρά παράπονα έχει για τους θεούς. Θρηνεί για την αλλαγή της μοίρας της, για το χαμό των παιδιών της, για τον Πρίαμο, που τον έσφαξαν μπροστά στα μάτια της, για την ατίμωση των θυγατέρων της, για την απαγωγή αυτής της ίδιας στην αιχμαλωσία, και με ελαφρά λεκτική παραλλαγή καταλήγει στο περίφημο αξίωμα του Σόλωνα: «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε» (Ηρόδοτος Α' 30 κ.ε.).
Προχωράει λίγα βήματα και πέφτει πάλι κατά γης.
ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (511-576): Φυσικότατα συλλογίζεται ο Χορός την αιτία της τόσης δυστυχίας, τον δούρειο ίππο, που με χαρές και τραγούδια τον ανέβασαν οι Τρώες στην ακρόπολη, για να τον αφιερώσουν στο ναό της Αθηνάς. Και πανηγύριζαν τότε την απαλλαγή από τους κινδύνους με τραγούδια και χορούς γύρω από τα ιερά των θεών, ως την ώρα που απλώθηκε σε όλη την πόλη η φοβερή κραυγή, ότι μπήκαν στο Ίλιο οι Αχαιοί και έσφαζαν άνδρες και γυναίκες.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (577-798): Αλλά να! Οι Αχαιοί μεταφέρουν με ένα αμάξι την Ανδρομάχη. Στην αγκαλιά της κρατάει τον Αστυάνακτα. Πάνω από το αμάξι ανταλλάσσει θρήνους και λόγους με την πεθερά της την Εκάβη. Και ζηλεύει τη μοίρα της Πολυξένης, εκείνης που έσφαξαν πάνω στον τάφο του Αχιλλέα, και δεν αισθάνεται τους πόνους που δίνουν στους ανθρώπους οι συμφορές:
«Είναι πεθαμένη τώρα και δε νιώθει καμιά από τις συμφορές της» (642).
Σφίξε την καρδιά σου, της λέει η Εκάβη. Κάνε τα πικρά γλυκά και κοίταξε να κάνεις το Νεοπτόλεμο να είναι καλός στο γιο σου. Έτσι ίσως μπορέσουν οι απόγονοί του να ξαναχτίσουν κάποτε την κουρσεμένη πόλη (705). Η ανάσταση του οίκου του Πρίαμου και του δοξασμένου Ίλιου, το βλέπει καθαρά η γιαγιά, κρέμεται από το μικρό εγγονάκι. Ας έχει τη βεβαιότητα ότι θα ξαναγεννηθεί το Ίλιο και είναι έτοιμη να λησμονήσει όλες τις πίκρες. Ας λησμονήσει λοιπόν τον Έκτορα η Ανδρομάχη κι ας μαλακώσει το Νεοπτόλεμο, για να ζήσει το παιδί.
Αλλά οι δυο γυναίκες δεν υποψιάζονται ότι ο θάνατος πλησίαζε το αθώο νήπιο. Ο Ταλθύβιος ήρθε και πάλι. Ό,τι ήλπιζε η Εκάβη για τον Αστυάνακτα, το ίδιο ακριβώς κατατρόμαζε τους Αχαιούς. Η αναγέννηση του Ίλιου θα ήταν πολύ φοβερή γι’ αυτούς. Αποφάσισαν λοιπόν να τον γκρεμίσουν από τις πολεμίστρες του κάστρου. Και γι’ αυτό ήρθε ο Ταλθύβιος. Έκανε γνωστή την απόφαση των Αχαιών και με σκληρή καρδιά άρπαξε το παιδί από την αγκαλιά της μάνας του.
ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (799-857): Στίχοι του Χορού γεμάτοι παράπονο και πικρία προς τους θεούς έρχονται ύστερα από την αρπαγή του Αστυάνακτα. Δυο φορές δέχτηκαν οι θεοί να καταστραφεί το Ίλιο: τη μια από τον Ηρακλή και τον Τελαμώνα και την άλλη τώρα από τη στρατιά του Αγαμέμνονα. Δε θυμήθηκε τότε ο Δίας ότι ο οινοχόος του είναι από την Τροία, ούτε η Ηώς ότι τον άνδρα της από το Ίλιο τον διάλεξε. Χάθηκαν για την Τροία οι αγάπες των θεών (857).
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (860-1059): Την ώρα αυτή ήρθε ο Μενέλαος. Του φαίνεται πολύ λαμπρή η ημέρα. Έχει πια την άπιστη στα χέρια του. Και προστάζει τους ανθρώπους του να τη σύρουν έξω από την καλύβα τραβώντας την από τα μαλλιά.
Αντίθετα προς την παράδοση, που ιστορούσε ότι μόλις αντίκρισε γυμνό το στήθος της όμορφης αμαρτωλής ο Μενέλαος, του ξέφυγε το ξίφος από το χέρι, εδώ ο Ευριπίδης τον παρουσιάζει αλύγιστο Σπαρτιάτη, αναίσθητο στην ομορφιά της Ελένης και στα παρακάλια της.
Ακολουθεί μια συζήτηση μεταξύ Εκάβης και Ελένης κομμένη επάνω στα αχνάρια των εριστικών λόγων, που τόσο τους αγαπούσαν οι σύγχρονοι του ποιητή.
Η Εκάβη, λέει η Ελένη, είναι η αιτία όλων των δεινών. Αυτή γέννησε τον Πάρη, τον δαίμονα του ολέθρου. Μαζί με αυτήν φταίει και ο Πρίαμος, που δεν σκότωσε τον Πάρη στη βρεφική του ηλικία, αν και ένα προφητικό όνειρο ζήτησε το φόνο του. Και προσθέτει - και συμφωνεί σ’ αυτό με την άποψη της ομηρικής Ελένης και του ομηρικού Πρίαμου - ότι κανένας δεν πρέπει να την κατηγορήσει αυτήν την ίδια, γιατί στάθηκε παιχνίδι στα χέρια μιας δυνατής θεάς, της Αφροδίτης, που εξουσιάζει ακόμα και τον Δία.
Όχι, αντιτείνει η Εκάβη με επιχειρήματα που στηρίζονται στην παραδοχή της ανθρώπινης αυτεξουσιότητας, αιτία όλου του κακού είναι μονάχα η Ελένη και κανένας άλλος. Μόλις αντίκρισε έναν ωραίο άντρα, τόσος στάθηκε ο ερωτικός της οίστρος που έχασε τα λογικά της. Αυτή είναι η ρίζα των συμφορών που χτυπήσανε και Αχαιούς και Τρώες. Αν έχει φιλότιμο ο Μενέλαος, πρέπει να τη σκοτώσει!
Ύστερα από τις σφοδρές συγκινήσεις της προηγούμενης σκηνής (577-798), αυτός ο διάλογος μεταξύ Εκάβης και Ελένης ήταν απαραίτητος, που ως αντιπερισπασμός, όχι βέβαια ενοχλητικός, κόβει για λίγο την πορεία του δράματος. Έπρεπε να ηρεμήσει η ψυχή των θεατών απ’ το δυνατό τράνταγμα, που τους έδωσε η αρπαγή του Αστυάνακτα, για να μπορέσουν να παρακολουθήσουν τις δύο τελευταίες πράξεις, όπου η παθητικότητα θα φτάσει στο κατακόρυφο.
ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (1060-1122): Πικροί είναι οι στεναγμοί των Τρωάδων για την ανοχή του Δία να καταστραφούν τα φρυγικά ιερά, να σκλαβωθούν τα γυναικόπαιδα και να μείνουν άταφοι οι σύζυγοι. Και φέρνοντας στο νου τους τις θλιβερότερες σκηνές του χωρισμού των τέκνων από τις μανάδες, καταριούνται να βρει την Ελένη μαύρος θάνατος καθώς θα αρμενίζει στο Αιγαίο το καΐκι που την πάει στην Ελλάδα.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (1123-1250): Ξαναέρχεται ο Ταλθύβιος με ανθρώπους που φέρνουν πάνω στην πελώρια ασπίδα του Έκτορα το πτώμα του Αστυάνακτα και το παραδίδει στην Εκάβη, για να το στολίσει. Μόνη της η έρημη γερόντισσα δένει τις ανοιχτές πληγές του εγγονού της και του προσφέρει όσα στολίδια μπορεί να διαθέσει, που κάποτε σχεδίαζε να του τα δώσει στους γάμους του. Αλλά και του γενναίου γιου της την ασπίδα, που θα γίνει τώρα νεκροκρέβατο του εγγονού, την στεφανώνει η πικραμένη γερόντισσα για να προκληθεί μια δυνατή εντύπωση από την προσωποποίηση αγαπημένου όπλου ήρωα αγαπημένου.
ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' (1251-1259): Μικρό είναι αυτό το στάσιμο, όπου ο Χορός θρηνεί τη διάψευση των ελπίδων, που εδώ και λίγη ώρα γιαγιά και μητέρα είχανε στηρίξει στον Αστυάνακτα.
Ο Χορός έντρομος βλέπει άντρες με δαυλούς πάνω στο κάστρο. Πήγαν να συμπληρώσουν το κάψιμο του Ίλιου.
ΕΞΟΔΟΣ (1260-1332): Αμέσως φλόγες ξεπηδούν πάνω από την πόλη, που τον εμπρησμό της από την αρχή της τραγωδίας τον έδειχναν οι καπνοί που ανέβαιναν προς τον ουρανό. Τώρα δίνεται και διαταγή στις αιχμάλωτες να βαδίσουν προς τα πλοία, μόλις ακούσουν τη σάλπιγγα.
Η Εκάβη ορμάει να πέσει στις φλόγες που αφανίζουν την πατρίδα. Τη συγκρατούν όμως στρατιώτες. Κράζει τους θεούς, αλλά εκείνοι μένουν αδιάφοροι. Γονατίζει τότε κι αυτή και οι γυναίκες του Χορού και χτυπώντας με τις παλάμες τους τη γη μάταια κράζουν βοηθούς τους τούς νεκρούς από τον Κάτω κόσμο. Κι αυτοί δεν ακούνε. Σπλαχνικός ο μαύρος θάνατος τους έκλεισε τα μάτια, πριν δουν τις συμφορές των αγαπημένων τους. Ξαφνικά ακούγεται φοβερός κρότος. Η γη τρέμει. Πέφτουν οι ψηλοί πύργοι του κάστρου. Ακούγεται σάλπισμα: Ειδοποιούνται οι γυναίκες να πάνε για τα πλοία.
Απελπισμένες πια και με σπρωξιές τραβούν για την ακρογιαλιά, για να ανέβουν στα πλοία, που θα τις μεταφέρουν πέρα από το Αιγαίο. Εκεί θα ζήσουν σκλάβες σε σπίτια πορθητών και εμπρηστών του Ίλιου.
Ο «Αλέξανδρος», ο «Παλαμήδης» και οι «Τρωάδες» αποτελούσαν μια τριλογία του Ευριπίδη, που διδάχτηκε στα Μ. Διονύσια του 415 π.Χ. Αντίπαλός του ήταν ο Ξενοκλής, που πήρε και το πρώτο βραβείο. Στον Ευριπίδη δόθηκε το δεύτερο. Από την τριλογία του Ευριπίδη δεν σώζεται ο «Αλέξανδρος» και ο «Παλαμήδης».
Υποσημειώσεις:
[1] Κάτι ήξερε ο Σίλερ, όταν στην «Καμπάνα» του με τρόμο παρακαλούσε να μη χτυπήσει ποτέ, για να δώσει το σύνθημα του εμφυλίου πολέμου. Στους πολέμους αυτούς το δίκαιο είναι πάντα με το μέρος του δυνατού και όσοι δεν έχουν ηθικούς δισταγμούς, βρίσκουν την ευκαιρία, αφού δε λειτουργούν οι νόμοι, να χορτάσουν την πλεονεξία τους ή να αφήσουν ελεύθερη τη συμπυκνωμένη κακία τους. Τότε στους εμφύλιους πολέμους σπάζει κάθε ηθικό χαλινάρι, ξεχνιέται και συγγένεια και φιλικός δεσμός.
[2] Την αντίληψη ότι οι θεοί εγκαταλείπουν μια κουρσεμένη πόλη, τη βρίσκουμε και στον Αισχύλο (Επτά επί Θήβας 218).