Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιππόλυτος (Ευριπίδη). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιππόλυτος (Ευριπίδη). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

3/12/09

Εισαγωγή στον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη

Δεξιά και αριστερά της πύλης του βασιλικού παλατιού στην Τροιζήνα βρίσκονται τα αγάλματα δύο αντίπαλων θεών, της Αφροδίτης και της Άρτεμης και ένας βωμός μπρος στο καθένα.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-120): Ψηλά στο «θεολόγειο», αιωρούμενη ανάμεσα σε ουρανό και γη, η όμορφη θεά Αφροδίτη υπερηφανεύεται για την ανίκητη μεγαλοσύνη της και στους ουρανούς και στη γη. Με όσους πειθαρχούν στο θέλημά της είναι, λέει, καλή, ανάλγητη όμως και άγρια σε όσους της αλαζονεύονται (5-6). Κι έτσι με τα λόγια αυτά προαναγγέλλονται κάποια φοβερά γεγονότα, όπως με τη σύναξη των μαύρων νεφών στον ουρανό προαναγγέλλεται το ξέσπασμα των καταιγίδων.
Στόχος της άγριας οργής της πανέμορφης, αλλά φοβερής θεάς, όταν θυμώσει, είναι ο Ιππόλυτος, ο γιος του Θησέα και μιας Αμαζόνας. Δεν προσφέρει τη λατρεία του στη θεά του έρωτα. Αλλού βρίσκει τη χαρά του: Στην προσήλωση στη θεά της παρθενίας, στην Άρτεμη και στο κυνήγι μαζί της μέσα στα σκιερά τα δάση. Έτσι και η ζηλοτυπία - και ας την αρνείται (20) η πληγωμένη στον εγωισμό της θεά - της έχει μπήξει τα νύχια στην καρδιά. Θα εκδικηθεί.
Τα σχέδια της «δολοπλόκου» θεάς - έτσι τη χαρακτηρίζει η Σαπφώ - για την τιμωρία του Ιππόλυτου έχουν καταστρωθεί και θα τη χορτάσουν εκδίκηση. Με άγρια σκληρότητα τα εκθέτει (20-50): Πάει καιρός τώρα που η Φαίδρα, η γυναίκα του Θησέα, ξελογιάστηκε για τον πρόγονό της τον Ιππόλυτο. Φλογίστηκε για τα νιάτα του και μαραίνεται το ανθηρό κορμί της από μέρα σε μέρα, αλλά η άτυχη δε μιλάει σε κανένα για το μαράζι της (38-40):
«στενάζοντας η άμοιρη και με το νου χαμένο από τις σαϊτιές του έρωτα μαραίνεται χωρίς να βγάζει μιλιά».
Η Αφροδίτη αποφάσισε γι’ αυτήν το θάνατο, επειδή της χρειάζεται αυτό το θύμα, που σε όλη την τραγωδία δε φαίνεται να της έφταιξε σε τίποτα. Την εξυπηρετεί σ’ αυτό που είναι ο σκοπός της, στο θάνατο του Ιππόλυτου. Ο Θησέας θα παρασυρθεί σε αμείλικτη οργή από το θάνατο της Φαίδρας και θα ζητήσει από τον Ποσειδώνα τη θανάτωση του Ιππόλυτου. Και το ακατάδεχτο παλληκάρι θα πεθάνει. Αυτός ο θάνατος θα την κάνει να χαρεί.
Έτσι κατατοπισμένοι πια στην προϊστορία και στην έκβαση του δράματος, ξέρουμε βέβαια τι θα γίνει. Δε μας υπολείπεται πια παρά μονάχα να παρακολουθήσουμε το πώς, την πλοκή του υλικού από τον καλλιτέχνη.
Χαρούμενη μελωδία φτάνει στα αυτιά μας από την αριστερή πάροδο. Κάποιοι έρχονται κι από ψηλά τους βλέπει η Αφροδίτη και ξεχωρίζει και το τραγούδι τους. Είναι - μας λέει η θεά (51-56) - ο Ιππόλυτος με τη συντροφιά του και το άσμα τους εξυμνεί την Άρτεμη, τη «θεά» (55), όπως τονίζει με πικρία για την προτίμηση και την ξεχωριστή ευλάβεια που δείχνουν σ’ εκείνη. Αλλά πριν φύγει η Αφροδίτη, έχει κάτι να προσθέσει (56-57), που και γι’ αυτήν την ίδια θα είναι πολύ ευχάριστο να το πει και να το ακούσει και σ’ εμάς θα δείξει την αδυσώπητη απόφασή της: Δεν ξέρουν τα χαρούμενα παλληκάρια ότι σήμερα οι πόρτες του Άδη άνοιξαν και περιμένουν τον αφέντη τους.
Φεύγει η θεά και ο Ιππόλυτος πεταχτός κι ευκίνητος μ’ ένα στεφάνι πλεγμένο από άνθη στο χέρι και πίσω του η χαρούμενη συντροφιά του, με ύμνους στην Άρτεμη (61-72), μπαίνουν στην ορχήστρα, που γεμίζει από νιάτα και δροσιά.
Εκείνο που ακούσαμε από την Αφροδίτη, το βλέπουμε τώρα με τα μάτια μας: Στο άγαλμα της Άρτεμης κατευθύνεται ο Ιππόλυτος, δε ρίχνει ούτε ένα βλέμμα στο άγαλμα της Αφροδίτης. Εκείνη είναι η μόνη θεά που λατρεύει. Γονατίζει μπροστά της, την προσφωνεί και το στεφάνι το αποθέτει στο βωμό της.

ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (121-169): Ορχήστρα και σκηνή έχουν αδειάσει και Χορός γυναικών από την Τροιζήνα έρχεται από τη δεξιά πάροδο, ανήσυχος για τη βαριά αρρώστια που έριξε στο κρεβάτι τη βασίλισσα. Μαθεύτηκε ότι η Φαίδρα δεν τρώει πια και αναζητάει το θάνατο για λυτρωτή από κάποια βάσανα, που σε κανένα δε θέλει να τα εξομολογηθεί. Τι να βάλει τάχα κανείς με το νου του; Μήπως της πήρε τα λογικά κανένας θεός; Μήπως έχει τον καημό καμιάς απιστίας του άνδρα της; (Τραγική ειρωνεία!) Μήπως της έφεραν κακό μήνυμα για τους γονείς της από την πατρίδα της την Κρήτη; Είναι πιθανή και μια τελευταία υπόθεση. Όλη η ανησυχία, η ανορεξία και η κακοκεφιά της μπορεί να οφείλονται και σε εγκυμοσύνη, λέει με την πείρα του ο Χορός και προσθέτει τη συμβουλή να φωνάξει βοηθό της την Άρτεμη, τη θεά του τοκετού.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (170-524): Με το τέλος του άσματος του Χορού προβάλλει η Φαίδρα στη μεσαία πύλη του παλατιού. Ανήμπορη να περπατήσει μόνη της, στηρίζεται στην τροφό της. Στα γόνατά της την είχε μεγαλώσει η τροφός και την αγαπάει σαν να ήταν κόρη από τα σπλάχνα της. Προχωρούν λίγα βήματα και την ξαπλώνει σ’ ένα ανάκλιντρο. Τι έγινε μέχρι τώρα μέσα στο παλάτι, το μαθαίνουμε από τα λόγια της τροφού. Η βασίλισσα μέσα, κατάκοιτη στο κρεβάτι, δεν εύρισκε ησυχία. Στο φως του ήλιου ήθελε να βγει. Αλλά δεν ξέρει τι να της κάνει, πώς να την ξαλαφρώσει από το βάρος της αρρώστιας και γι’ αυτό θα προτιμούσε να ήταν αυτή η ίδια άρρωστη. «Αχ, γεμάτη πίκρες είναι η ζωή», αναστενάζει η τροφός, που η θλίψη της είναι ολοφάνερη για την αρρώστια της κυράς της, αφού μάλιστα δεν ξέρει πώς να της γιατρέψει το κακό.
Βγάζοντας ο Ευριπίδης τη Φαίδρα μέσα από το παλάτι στο φως και μπροστά μας, έδωσε στον εαυτό του την ευκαιρία να μας παρουσιάσει το πάθος της, όχι βέβαια στη σύλληψή του (αυτή ανήκει στο παρελθόν), μόνο στα αποτελέσματά του, που έχουν σημαδευτεί στο σώμα της (την είδαμε ανήμπορη να περπατάει αβοήθητη) και στην ψυχή της, που έχει ολότελα καταρρακωθεί.
Πολύ ενδιαφέρουσα από άποψη ψυχολογική είναι η αρχή (197-238) του πρώτου αυτού επεισοδίου. Δυνατός ο έρωτας έχει δαμάσει τη βασίλισσα και η ψυχή της ορμάει σε νοερή παρακολούθηση του λατρευτού της, που τη φανερώνουν τα παραληρήματα τα γεμάτα από τον πόθο να πιει νερό από βρύσες των βουνών, να πλαγιάσει σε χλοερά λιβάδια και κάτω από λεύκες, να βρεθεί μέσα σε δάση και να κυνηγήσει εκεί ελάφια. Αλλά αυτοί είναι τόποι, όπου συχνάζει ο Ιππόλυτος. Έτσι με όσα λέει η Φαίδρα αφήνει τους πόθους της να ξεχυθούν ορμητικοί από την καρδιά της, αλλά έτσι φανερώνεται και το μυστικό της. Είναι βαθιά κρυμμένο. Το νόημα του παραληρήματός της δεν το καταλαβαίνει ούτε η τροφός ούτε ο Χορός. Ο θεατής μόνο το καταλαβαίνει, κατατοπισμένος στον καημό της Φαίδρας από τα λόγια της Αφροδίτης.
Αλλά θα ήταν δυνατό να συναντήσει το λατρευτό της και στον ιππόδρομο, όπου γυμνάζει τα άλογά του. Μακάρι να μπορούσε, φωνάζει τελευταία (215 κ.ε.) στο παραλήρημά της, να βρεθεί εκεί. Ξεστόμισε κι αυτόν τον πόθο της και τρόμαξε (239 κ.ε.) από τα ίδια της τα λόγια. Της φάνηκε ότι μιλώντας για τον ιππόδρομο, που ήταν ο πιο συνηθισμένος τόπος του Ιππόλυτου, δεν άφησε καμιά αμφιβολία στην τροφό και στο Χορό για το τι ήταν αυτός ο καημός της, που προσπαθούσε να τον κρατήσει στο βάθος της φλογισμένης της καρδιάς. Ντρέπεται λοιπόν, δε θέλει να τη βλέπουν, σκεπάζει το κεφάλι της και πέφτει σε αγωνία προς μεγάλη ανησυχία της τροφού, αλλά και του Χορού, που, επειδή δεν κατάλαβε τίποτα, ρωτάει την τροφό τι είδους συμφορά είναι επιτέλους αυτή που χτύπησε τη βασίλισσα.
Και η τροφός, που μέχρι τώρα δεν είχε κατορθώσει να αποσπάσει από τη Φαίδρα το μυστικό του πόνου, τώρα εδώ μπρος στο Χορό, που θέλει να τον έχει μάρτυρα των προσπαθειών της και του ενδιαφέροντός της προς το βασιλικό σπίτι, γονατιστή την ικετεύει και με επίμονα παρακάλια βάζει όλα της τα δυνατά (284 κ.ε.) να ανιχνεύσει την αιτία της αρρώστιας. Τέλος ακούει την απροσδόκητη ομολογία της Φαίδρας ότι ερωτεύθηκε το βασιλόπουλο. Ξαφνιάζεται τότε και καταριέται τη ζωή της. Σαν να ήταν μάνα της, η τροφός αγαπάει τη Φαίδρα και η συμφορά της αγαπημένης της, που τώρα δα άκουσε την ίδια να την εξομολογείται, τη ρίχνει, όπως θα έριχνε και μια μητέρα σε μαύρη απελπισία (355-7). Δε θέλει πια να ζήσει ύστερα από τα τόσα φρικτά καμώματα της Αφροδίτης πάνω σ’ ένα πολύ αγαπητό πρόσωπο.
Ξαφνιασμένος και ο Χορός για την τρομερή ομολογία του αθέμιτου έρωτα, που ήταν αδύνατο και να τον φανταστεί, φοβάται ότι σήμερα κιόλας κι άλλα πολλά δεινά, σταλμένα από την Αφροδίτη, θα πλήξουν το βασιλικό παλάτι και την άμοιρη Κρητικοπούλα (362-72). Βλέπει οργή των θεών.
Σαν μόλυνση ψυχής είχε δει (317, 323) η Φαίδρα το πάθος που τη μαραζώνει. Θα της ήταν ανυπόφορο να υποκύψει σε πάθος που αναστατώνει σπίτια και καρδιές, που κηλιδώνει με ανυποληψία το γυναικείο γένος. Πάθος και υπερηφάνεια παλεύουν στο στήθος της. Και στον αγώνα της να δαμάσει αυτό το άγριο πάθος, κατάλαβε ένα πράγμα: Είναι φοβερό και ανίκητο και μονάχα ο θάνατος τη σώζει από τη ντροπή (400-2) κι από την υποκρισία απέναντι στον άνδρα της (413-18). Με το θάνατο θα φυλάξει ακηλίδωτη και τη δική της και του ανδρός της και των παιδιών της την υπόληψη (419-25). Η απόφασή της είναι τελειωτική, δε θα την αλλάξει.
Είπε και προκαλεί με τα λόγια της αυτά ανεπιφύλακτο το θαυμασμό του Χορού (431-32) για τον αγώνα της κατά του πάθους: Είναι ωραίο πράγμα η φρόνηση και φέρνει τιμή σε όποιον την έχει.
Την τροφό όμως τώρα την κατέχει άλλο συναίσθημα. Τρόμος την έπιασε για την απόφαση της κυράς της. Ποτέ δε θα ήθελε να τη δει νεκρή. Μπροστά στη στοργή που της έχει, όλα τα παραβλέπει, ακόμα και τον κίνδυνο να τη δει να ξεγλιστρήσει σε αθέμιτο έρωτα. Και η σκέψη να την πισωγυρίσει από τη φοβερή απόφαση, θα της δώσει το θάρρος να πισωγυρίσει αυτή πρώτη από το δρόμο της αποδοκιμασίας, που μόλις (358-61) είχε περπατήσει και να καταδικάσει και να αποκηρύξει τα όσα είχε πει για το ανόσιο πάθος της κυράς της. Και με την ευκολία ανθρώπου που δε θα είχε κανέναν δισταγμό να υπογράψει και με δύο του χέρια το αξίωμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», διακηρύττει ότι ένα είναι το κυριότερο, η σωτηρία της ζωής, όλα τ’ άλλα είναι δευτερεύοντα (433-42). Και με την ευγλωττία κάποιων γυναικών, που είναι απόμαχες του έρωτα, πολύπειρες όμως σύμβουλοι και βοηθοί στην οργάνωση ερωτικών εκμαυλισμών, της αραδιάζει τα επιχειρήματά της (443-481): Συνηθισμένη περιπέτεια στη ζωή των ανθρώπων είναι ο έρωτας. Ανίκητη είναι η Αφροδίτη. Αυτό το ξέρει και η σοφία των παλαιών ποιητών, που μας μιλούν και για υποταγή θεών στο απαραβίαστο θέλημα της ανίκητης θεάς. Τέλειωσε: Χρέος της και προσταγή της θεάς – δηλαδή χρέος της θρησκευτικό - είναι να υποκύψει στο θεϊκό θέλημα, αλλιώς δε γίνεται. Έπειτα υπάρχουν και μάγια. Ας τα δοκιμάσουμε. Αλλά το συμπέρασμα αυτό της τροφού αναστατώνει με φρίκη τη βασίλισσα και την ικετεύει να σωπάσει, γιατί νιώθει ότι η καρδιά της, βαθιά οργωμένη από τον έρωτα, δεν αντέχει σ’ αυτήν την ξαφνική επίθεση (503-506).
Η επιμονή της τροφού δεν έχει εξαντληθεί: Τα βότανα που έχει στο σπίτι θα της πραΰνουν την αγάπη (509) και θα της κόψουν την αρρώστια, χωρίς να την ντροπιάσουν και χωρίς να της πειράξουν το νου (511-512).
Δεν έδωσε τη συγκατάθεσή της ρητά και απερίφραστα η Φαίδρα. Διασώζει τον εγωισμό της μεταφέροντας αλλού την κουβέντα. Ρωτάει τι είναι αυτά τα βότανα, που της λέει η τροφός (516). Θάλασσα φουρτουνιασμένη με κάθε είδους κύματα είναι η ανθρώπινη ψυχή.
Αλλά καθώς είναι έτοιμη η τροφός να ξαναμπεί στο παλάτι, για να μεταφέρει στον Ιππόλυτο το μήνυμα του έρωτα, ξαναγυρίζει η βασίλισσα στην πρώτη της απόφαση να κρατήσει μυστικό τον καημό της, και με έντρομη κραυγή (520) διατυπώνει τη βασανιστική της ανησυχία.
«Μήπως πεις τίποτα στο γιο του Θησέα».
Αλλά η τροφός τρεχάτη, όσο της επιτρέπουν τα γεράματά της, τραβάει για το παλάτι, απαντώντας στη βασίλισσα με επίκληση στην Αφροδίτη (522-24) να τη βοηθήσει στην ερωτική συνάντηση, που γεμάτη προθυμία τρέχει να πραγματώσει.

ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (525-564): Ο τρόμος των γυναικών του Χορού από όσα είδαν και άκουσαν στο 1ο επεισόδιο υπαγορεύει τούτο το θαυμάσιο χορικό. Με την ψυχή τους γεμάτη δέος για το φτερωτό παιδί της Αφροδίτης, που τη δύναμη των βελών του δεν τη φτάνει ούτε η φωτιά ούτε η ορμή των κεραυνών, καταφεύγουν στην κοινή ικεσία «φύλαγέ μας, θεέ μου», που την εκφράζουμε όταν βλέπουμε ή μαθαίνουμε ότι κάποιον τον χτύπησε μια τρομερή συμφορά, και ζητούν από τον Έρωτα να μη πέσει πάνω τους σφοδρός και μανιασμένος (στροφή 1). Αυτός είναι τρομερός θεός, σ’ αυτόν πρέπει να προσφέρονται θυσίες, γιατί, όπου χτυπήσει αυτός, το χτύπημά του είναι όλεθρος και αφανισμός (αντιστροφή 1). Φέρνοντας το νου του ο Χορός τώρα στην Αφροδίτη, θυμάται δυο φρικτά της έργα: Την ξέφρενη τρεχάλα της Ιόλης στην Οιχαλία προς την αγκαλιά του φονιά των δικών της (στροφή 2) και το θάνατο της Σεμέλης μέσα στους κεραυνούς του εραστή της (αντιστροφή 2).

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (565-731): Υπήρχε ακόμα στην ψυχή της Φαίδρας ο αντίλαλος του χορικού, που είχε εξιστορήσει τις συμφορές που φέρνει ο Έρωτας στους ανθρώπους, και τώρα φωνές ακούγονται να τραντάζουν το παλάτι και η βασίλισσα τις θεωρεί μήνυμα ολέθρου:
«Για σωπάστε, γυναίκες. Χάθηκα!» (565).
Από μέσα ακούγεται οργισμένος ο Ιππόλυτος. Με άγριες κραυγές αποπαίρνει την τροφό και η Φαίδρα συμπεραίνει ότι της έχει κάνει μεγάλο κακό: μαρτύρησε το μυστικό της στον Ιππόλυτο.
«Με θανάτωσε. Τις συμφορές μου τις έβγαλε στη φόρα» (596).
Τώρα πια δεν υπάρχει άλλη γιατρειά του κακού εκτός από το θάνατο (600-1), που, όπως ακούσαμε τη Φαίδρα (373-430), τον έχει πια αποφασίσει. Είναι έμμονη ιδέα της.
Αλλά για την αιτία της οργής του Ιππόλυτου δε μένει ούτε η παραμικρή αμφιβολία. Βγήκαν στη σκηνή και ο Ιππόλυτος και η τροφός. Εκείνος είναι έξαλλος για την αισχρή πρόταση που του έκανε η γερόντισσα και την κρίση του για τις δύο ένοχες τη γενικεύει γεμάτος αγανάκτηση σε όλο το γυναικείο φύλο: Δεν υπάρχει για τους ανθρώπους μεγαλύτερη κατάρα δοσμένη από τους θεούς από τις γυναίκες, φωνάζει σ’ ένα από εκείνα τα δριμύτατα κατηγορητήρια κατά των γυναικών, από τα οποία κέρδισε ο Ευριπίδης τον τίτλο του μισογύνη.
Σιωπηλά ακούει το κατηγορητήριο η βασίλισσα. Τώρα, στην αγωνία που είχε από το πάθος, που από αυτοσεβασμό δε μπορούσε να ικανοποιήσει, προστίθεται και η πικρία της προσβολής. Το πικρόχολο κατηγορητήριο, που λέγεται κυρίως για να το ακούσει η ίδια, την ταπεινώνει. Αυτή πάλεψε με τον εαυτό της για την αρετή, έφτασε στην απόφαση να πεθάνει, για να μείνει ακηλίδωτη, κι εκείνος, που η καρδιά της τον είχε λατρέψει, την καταδυναστεύει με μια άδική περιφρόνηση, την κατατάσσει στις γυναίκες που κάθονται στο σπίτι και δεν κάνουν τίποτε άλλο, παρά όλο αισχρότητες και μηχανεύονται κακά και έχουν και τις παραδουλεύτρες για να βγάζουν πέρα τα κακά θελήματα. Αλλά ο Ιππόλυτος ξέρει να φυλάξει την υπόληψή του από τούτο το κακό συναπάντημα που του έτυχε. Όσο λείπει ο πατέρας του, θα φύγει μακριά από το σπίτι και θα επιστρέψει μαζί του, όχι για να του μαρτυρήσει τίποτε, γιατί είναι δεμένος με όρκο, αλλά για να δει με τι μάτια θα κοιτάζουν τον αφέντη του παλατιού οι δυο άπιστες, η σκλάβα που του παζάρεψε το κρεβάτι και η γυναίκα που σκέφτηκε να το μολύνει.
Αυτά είπε ο Ιππόλυτος και έφυγε γεμάτος αγανάκτηση και με παρμένη τελικά την απόφαση να μην πει ποτέ του λόγο καλό για τις γυναίκες. Πρώτα ας διορθωθούν.
Φοβερό τράνταγμα για τη Φαίδρα ήταν τα λυσσασμένα λόγια του Ιππόλυτου, που την κάνουν να ξεσπάσει σε πικρό μοιρολόι (669-79) για το κακότυχο γένος των γυναικών και τη δική της την κατάντια. Ταπεινωμένη πια, ανυπεράσπιστη και από θεούς και από θνητούς, αυτή η πιο δυστυχισμένη, ξαναγυρίζει μ’ έναν πολύ σαφή υπαινιγμό στην έμμονη ιδέα της αυτοκτονίας, στην οποία, προστίθεται και μια άλλη αιτία, την ντροπή της, - «πάθος», συμφορά το λέει - από το φανέρωμα του έρωτά της στον Ιππόλυτο:
«Δυσκολοπέραστη καταντάει για τη ζωή μου τούτη η τωρινή μου συμφορά» (677-8).
Είδαμε και πιο πριν ότι η υπερηφάνεια της την είχε κάνει να προτιμήσει το θάνατο. Τα πιθανά αποτελέσματα της απερισκεψίας της τροφού - η αλήθεια είναι ότι και η Φαίδρα δεν το πήρε ζεστά για να τη συγκρατήσει - έρχονται στο νου της και την αναστατώνουν (682 κ.ε.). Χάθηκε η υπόληψή της! Ο Ιππόλυτος δε θα κρατήσει τίποτα μυστικό. Όλα θα τα μάθει κι ο Πιτθέας, ο σεβάσμιος γέροντας, κι ο Θησέας κι όλος ο κόσμος.
Διώχνει την τροφό, δε θέλει πια να τη βλέπει μπροστά της (708), κι αφού πήρε όρκο από το Χορό, ότι όσα θα του πει δε θα μαρτυρήσει τίποτε (713-4), του εξομολογείται, ότι, περήφανη για την καταγωγή της και αποφασισμένη να μη γελάσει ούτε το Θησέα ούτε να ντροπιάσει τα παιδιά της, βρίσκει ότι το καλύτερο γι’ αυτήν, όπως ήρθαν τώρα τα πράγματα, είναι να δώσει σήμερα τέρμα στη ζωή της (715-23).
Ναι, θα πεθάνει, αλλά θα κάνει κακό και σ’ εκείνον που περιφρόνησε την καρδιά της (725-31). Είναι γλυκιά η εκδίκηση κι ο Ευριπίδης δε φροντίζει να απαλλάσσει τις ηρωίδες του απ’ αυτήν την αδυναμία. Στάθηκε η μεγαλύτερη ανακούφισή τους, όπως της Εκάβης, της Μήδειας. Δε θέλει κι ούτε σκέφτεται η Φαίδρα να αντισταθεί στην εκδικητική μανία. Αυτή που θεωρεί την ατίμωση για πολύ χειρότερη από το θάνατο, δε μπορεί να νιώσει για βαρύτερη προσβολή από το δει να την περιφρονεί αυτός που αυτή ολόθερμα αγάπησε. Τώρα αυτή θα πεθάνει κι εκείνος θα κομπάζει! Αλλά θα πάρει αυτή τα μέτρα της, θα του βάλει μυαλό. Θα δούμε παρακάτω ότι θα πατήσει πάνω στα αχνάρια της ομηρικής Άντειας (Ιλιάδα Ζ, 160).

ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (732-775): Καθώς μπήκε στο παλάτι η Φαίδρα με αέρα ανθρώπου που δε δειλιάζει για τη φοβερή απόφαση που πήρε, ο Χορός, γεμάτος φρίκη για το κακό που θα γίνει εκεί μέσα, θα ήθελε να μπορούσε να βρεθεί πολύ μακριά από τον τόπο της τόσης δυστυχίας, σε σπηλιές μέσα στα βάθη της γης ή με τα πουλιά που πετάνε στους ουρανούς. Αλλά καθώς ξετυλίγει τον πόθο του να φύγει από τη φρίκη και τον πόνο, προχωράει και στην κραυγή να βρεθεί σ’ έναν τόπο μακρινό, στην Αδριατική, που στα νερά της βυθίζεται ο Ήλιος και στο περιγιάλι της θρηνούν οι κόρες του για το γιο του και αδελφό τους, τον Φαέθοντα (στροφή 1).
Αλλά το άσμα προχωράει και μεταφέρει το Χορό σε άλλους τόπους ιδεώδεις. Εκεί θα γιατρευτούν οι πληγές τούτου του κόσμου, εκεί υπάρχει και κάλλος κι ευτυχία. Ας μπορούσε να φτάσει στο άλσος των Εσπερίδων, στην άκρη του κόσμου, όπου βρύσες αθάνατες χύνουν τα νερά που κρατούν σε αιώνια νεότητα τους θεούς. Ο Χορός έφυγε από τη δυστυχία στην περιοχή του κάλλους. Εκεί ανακουφίζεται από τον αφόρητο πόνο. Εκεί είναι η ευτυχία (αντιστροφή 1).
Αλλά και πάλι η μελαγχολία ξαναέρχεται στη σκέψη των γυναικών του Χορού: Καλορίζικο ούτε από την Κρήτη έφυγε ούτε στην Αττική έφτασε το καράβι που έφερε τη Φαίδρα για πικρό ταίρι του Θησέα από σπίτια ευτυχισμένα (στροφή 2). Η δυστυχία τη συνόδευε και γι’ αυτό ανόσιοι έρωτες της κομματιάζουν την καρδιά, που για να τους αποφύγει, μπλέκεται σ’ ένα κουραστικό αγώνα για την αρετή, που καταλήγει στο θάνατο μέσα στο θάλαμο, όπου χαρούμενη άλλοτε με τα τραγούδια του υμεναίου είχε μπει (αντιστροφή 2).

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (776-1101): Ξαφνικές φωνές μέσα απ’ το παλάτι επιβεβαιώνουν εκείνο που είχε υποψιαστεί ο Χορός. Κρεμάστηκε η βασίλισσα. Την ώρα αυτή που ακούγονται τα ξεφωνητά, παρουσιάζεται από την αριστερή πάροδο ο Θησέας με δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι του. Γυρίζει από κάποιο μαντείο. Αλλά δεν αργεί να πετάξει το στεφάνι. Μαθαίνει και από το Χορό το θάνατο της γυναίκας του και τη βλέπει και μόνος του νεκρή.
Πιστός εδώ ο Ευριπίδης στην παράδοση - ξεκινάει από τον Όμηρο - να παρουσιάζει με δάκρυα στα μάτια τους και με λυγμούς ακόμα τους χαλύβδινους άντρες των πανάρχαιων θρύλων, βάζει το Θησέα να φανερώνει στον αμοιβαίο θρήνο (κομμός 811-98) με τις γυναίκες του Χορού τον πόνο του για το χαμό της συζύγου του, που σαν πουλί μέσα από τα χέρια του ξαφνικά πέταξε και πάει κι αυτός δεν ξέρει τι την κακοκάρδισε.
Αλλά στην άρρητη λύπη του για τον ξαφνικό το θάνατο θα προστεθεί (874 κ.ε.) και λύσσα ασυγκράτητης οργής και αλύγιστο μίσος κατά του γιου του, όπως εκείνο που θα σκληρύνει κάποτε την καρδιά του Μ. Κωνσταντίνου κατά του Κρίσπου, του καλύτερού παιδιού του. Η πεθαμένη με γράμμα δεμένο στο χέρι της συκοφαντεί τον Ιππόλυτο στο Θησέα, ότι δε σεβάστηκε το κρεβάτι του κι έτσι την ανάγκασε να καταφύγει στα σκοτάδια του Άδη. Ο Θησέας έχει πρόχειρο το όπλο για να εκδικηθεί τώρα αμέσως τον αχάριστο, που του μόλυνε το κρεβάτι και του σκότωσε τη γυναίκα. Κάποτε ο Ποσειδώνας του είχε τάξει ότι για τρεις φορές ό,τι κι αν του ζητήσει, ή ευχή ή κατάρα, δε θα μείνει ανεκτέλεστο. Να η ώρα που του χρειάζεται το τάξιμο του πατέρα του[1] και θεού των θαλασσών. Του ζητάει λοιπόν με σκληρή καρδιά να στείλει θάνατο στον Ιππόλυτο και πάλι του προσθέτει ότι τη θανάτωσή του τη θέλει να γίνει σήμερα (887-890). Άδικα ο Χορός προσπαθεί να του πραΰνει την καρδιά και να τον πείσει να πάρει πίσω τη σκληρή κατάρα.[2] Το μόνο που πετυχαίνει με τα παρακάλια του, είναι η δήλωση του αμείλικτου πατέρα, ότι θα τον διώξει τον αχάριστο σε ξένους τόπους, για να δοκιμάσει και το ψωμί της εξορίας, αν δεν τον κατεβάσει αμέσως στον Άδη ο Ποσειδώνας (893-98).
Έρχεται και ο κατάδικος. Άκουσε τις κραυγές του πατέρα του κι έτρεξε να μάθει τι συμβαίνει και, πριν του μιλήσει ο Θησέας, βλέπει το πτώμα της πεθαμένης. Δεν καταλαβαίνει τι γίνεται, γιατί τώρα μόλις ήταν μαζί της, λέει. Δεν αμφιβάλλει τώρα καθόλου ο Θησέας για την ενοχή του Ιππόλυτου - και μάλιστα αφού τον άκουσε να βεβαιώνει ότι τώρα μόλις ήταν μαζί της και χωρίς να του απαντήσει για το πώς και γιατί πέθανε η Φαίδρα, τον κατακεραυνώνει με την κατηγορία ότι είναι ένας αισχρός υποκριτής, ένας από τους συνηθισμένους απατεώνες, που, έχοντας σκοπό να γελούν τον κόσμο, δίνουν με διάφορες υποκρισίες και επιδεικτικές εφαρμογές ορφικών κελευσμάτων την εντύπωση θεοφοβούμενων ανθρώπων. Κάτω από κάτι τέτοια κρύβουν την αισχρότητά τους:
«Βγαίνουν στο κυνήγι με λόγια σεμνά, αλλά αυτά που μαστορεύουν είναι ατιμίες» (955-56).[3]
Όχι, είναι απατεώνας και φονιάς, σκότωσε τη Φαίδρα. Να κι η απόδειξη, το γράμμα της πεθαμένης (959).
Άκαρπες όλες οι αντίθετες διαβεβαιώσεις του Ιππόλυτου, ότι σέβεται τους θεούς, ότι είναι ειλικρινής στη στοργή του προς τον πατέρα, ότι τηρεί αμόλυντο το κορμί του, ότι δεν ήταν και καμιά πανέμορφη η Φαίδρα, ώστε να τον βγάλει από τον ίσο δρόμο, ότι ούτε πάλι ο έρωτάς της μπορούσε να τον βοηθήσει σε τίποτε, ώστε να γίνει νοικοκύρης στο πατρικό το βιός. Μην του περάσει από το νου, τονίζει στον πατέρα του, ότι ενδιαφερόταν για το βασιλικό αξίωμα κι ότι κοίταξε να μπλέξει στα ερωτικά του δίχτυα τη βασίλισσα, για να τον βοηθήσει στην αρπαγή του θρόνου. Δεν τον ενδιαφέρει η εξουσία. Του φτάνει να έρχεται πρώτος στους πανελλήνιους αγώνες κι ας είναι δεύτερος στην Αθήνα μετά το βασιλιά. Αν ζούσε εκείνη κι αν υπήρχε κι ένας έντιμος μάρτυρας, τότε θα μπορούσε κι αυτός να δείξει ποιοι είναι οι φταίχτες. Τώρα δεν του απομένει για στήριγμα των διαβεβαιώσεών του παρά μονάχα ο όρκος (1025-27) και οι κατάρες κατά του εαυτού του να μη βρει, όταν πεθάνει, τάφο το κορμί του (1028-31) - πολύ βαριά κατάρα και τότε και πάντοτε. Περισσότερα δεν μπορεί να πει, είναι δεμένος με όρκο (1033-35).
Έτσι προστίθεται εδώ κι ένα ακόμα χαρακτηριστικό στη φυσιογνωμία του Ιππόλυτου. Στο νέο που η αγωγή του στα χέρια του Πιτθέα του έδωσε την αρετή του παππού του και παιδαγωγού του, την ευσέβεια, την οποία δυνάμωσε και στηρίζει η μύησή του σε δυο μεγάλες θρησκευτικές αποκαλύψεις, στο παλληκάρι που η γυμναστική και η μουσική (η ελληνική παιδεία) το έχουν κάνει έναν έφηβο υποδειγματικό, φίλαθλο και κυνηγό στα δάση με συντροφιά διαλεχτών φίλων, οι οποίοι με τον ύμνο τους στην Άρτεμη έδειξαν να έχουν τις ίδιες μ’ αυτόν ψυχικές ανατάσεις, στον Ιππόλυτο που κανένα στεφάνι δεν είναι τόσο ποθητό όσο το στεφάνι στους μεγάλους ελληνικούς αγώνες, στο βασιλόπουλο που δεν το γοητεύει η εξουσία και τα αγαθά της, στο νέο αυτόν παρουσιάζεται τώρα και ένα άλλο στοιχείο ηρωικό: Έχει τη γενναιότητα να θυσιάσει τη ζωή του στην τήρηση του όρκου, που έστω και με δόλο απέσπασε η τροφός απ’ αυτόν τον απονήρευτο.
Εξοργισμένος ο Θησέας και κρίνοντας πια ως υποκρισία το μαλακό τρόπο του γιου του και τον υιικό σεβασμό που του δείχνει, βγάζει το συμπέρασμα ότι ο Ιππόλυτος είναι πλάνος και αγύρτης και του επαναλαμβάνει την προσταγή να φύγει μακριά, εξόριστος σε ξένους τόπους (1064-65). Με δάκρυα στα μάτια ο αθώος, καλώντας τους συντρόφους του να τον ξεπροβοδήσουν, φεύγει από την Τροιζήνα (1090-101).

ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (1102-1150): Την ελπίδα του ο Χορός, ότι η θεία πρόνοια ποτέ δεν αποσύρει το μάτι της από τα ανθρώπινα, νιώθει να τη χάνει, όταν, καθώς λέει, η πορεία τους με την εμφάνιση γεγονότων διαφορετικών από αυτά που περιμένουμε, δεν επιβεβαιώνει την παρουσία ενδιαφέροντος στα ύψη του ουρανού (στροφή 1). Δεν απομένει πια τίποτε άλλο στον άνθρωπο παρά να ζητάει βέβαια καλοτυχία και ζωή από τους θεούς, αλλά - προσθέτει με σαρκασμό που είναι και διαμαρτυρία για την αδιαφορία των θεών μπρος στην κακοτυχία του αθώου - να μη προκαλεί και ο ίδιος τη συμφορά του με αλύγιστη προσήλωση στις ηθικές αρχές. Εξυπνάδα και προσαρμογή χρειάζεται στη ζωή (αντιστροφή 1). Με την αδικία που βλέπει ο Χορός να γίνεται από τον Θησέα στον Ιππόλυτο έχασε πια την ψυχική γαλήνη του και καθώς δε βλέπει κανέναν να θέλει να συμπονέσει τον αδικημένο, στέλνει στα άψυχα τους στεναγμούς του: στο περιγιάλι, όπου το παλληκάρι γύμναζε τα άλογά του και στους λόγγους των βουνών, όπου κυνηγούσε (στροφή 2). Δε θα ακουστεί ξανά στον ιππόδρομο της Λίμνης το ποδοκρότημα των αλόγων του παλληκαριού, κι ούτε στο σπίτι του οι μελωδίες της λύρας του. Οι ιεροί τόποι της κόρης της Λητώς θα μείνουν αστόλιστοι και για τις κοπέλες δεν υπάρχει άλλος νέος, για τον οποίον να μαλώνουν και να λένε ποια θα τον κάνει ταίρι της (αντιστροφή 2). Δε θα στεγνώσει το δάκρυ από το μάτι των γυναικών του Χορού για τη συμφορά του αδικημένου νέου, που δεν τον γέννησε η μάνα του για να ευτυχήσει. Και η δυστυχία που τον χτύπησε, προκαλεί την αγανάκτηση του Χορού κατά των θεών και την επιτιμητική ερώτηση στις Χάριτες, πώς δέχτηκαν, ενώ είναι προστάτισσες του γάμου, να διωχθεί από την Τροιζήνα το παλληκάρι και να ματαιωθεί ο γάμος του με κάποια νέα (επωδός).

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (1151-1267): Αλλά να, ένας αγγελιαφόρος έρχεται από την αριστερή πάροδο με μια είδηση πιο τρομερή από το διώξιμο του παλληκαριού. Αφηνιασμένα τα άλογά του από έναν άγριο ταύρο, που είχε βγει από τα κύματα της θάλασσας, τον έσυραν πάνω στις κακοτοπιές, μπερδεμένο στα λουριά. Οι πληγές του είναι θανάσιμες και λίγη ακόμα η ζωή του. Σκληρόκαρδος ο Θησέας, βρίσκει σε τούτο τη δίκαιη τιμωρία, που ταίριαζε στον καταραμένο γιο του, που δεν άργησε να του την επιβάλλει ο Ποσειδώνας, όπως τον παρακάλεσε. Χαρούμενος πια, επειδή έλαμψε η δικαιοσύνη, δέχεται να φέρουν τον ετοιμοθάνατο μπροστά του, γιατί, λέει, έχει πολλά να του πει για την ενοχή, που βεβαιώνεται και με τη θεόσταλτη συμφορά.

ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' (1268-1281): Ο Χορός είδε τις καταστροφές, που επιβεβαιώνουν την παντοδυναμία της Αφροδίτης και την παραδέχεται κι αυτός μ’ αυτή την ολιγόστιχη δοξολογία προς τη θεά του έρωτα.

ΕΞΟΔΟΣ (12821466): Τώρα στο «θεολόγειο» παρουσιάζεται άλλη θεά, η Άρτεμη. Θα δώσει τη λύση στην τραγωδία και θα δείξει τη δύναμή της κι αυτή. Το πρώτο που κάνει είναι βεβαιώσει το Θησέα ότι ο γιος του είναι αθώος και ότι όσα διάβασε στο γράμμα της Φαίδρας (1285-89) είναι συκοφαντίες. Και τις μομφές της για την ευπιστία του και την ισχυρογνωμοσύνη και την άδικη οργή του (1285-324) τις μαλακώνει με την αναγνώριση, ότι όλα αυτά ήταν θέλημα της Αφροδίτης, που η ίδια δε μπορούσε να το ματαιώσει. Τέτοιος νόμος υπάρχει στους θεούς, να κάνει ανεμπόδιστα ο καθένας το θέλημά του. Είναι λοιπόν άξιος συγγνώμης ο Θησέας. Θεά τον πλάνεψε (1325-34).
Βογκώντας από τους πόνους και στηριγμένος σε ακόλουθούς του έρχεται ο Ιππόλυτος. Αντηχούν στο θέατρο τα παράπονά του για την άδικη κατάρα του πατέρα του και για την αδιαφορία του Δία μπρος στην καταστροφή ενός σεμνού και θεοφοβούμενου ανθρώπου. Άσκοπα τα βάσανά του για την αρετή, κραυγάζει με την οδύνη του δίκαιου που τον καταθλίβει το άδικο:
«Του κάκου βασανίστηκα μπρος στους ανθρώπους με τους κόπους της ευσέβειας» (1367-69).[4]
Μονάχα ο θάνατος θα τον λυτρώσει από τους πόνους. Ας έρθει να τον αποκοιμίσει (1370-88).
Αλλά, τι θαύμα! Ξαφνικά ο νέος γαληνεύει, λες και δεν πονάει πια. Του μίλησε η θεά που λατρεύει και ξαλάφρωσε το κορμί του από τους φρικτούς πόνους (1392). Τώρα μαθαίνει από το στόμα της θεάς ότι η Αφροδίτη ήταν η καταστροφή του (1400) και καθώς δεν έσβησε η υιική στοργή του, τρεις φορές τον συνταράσσουν λυγμοί (1405, 07, 09) για τη δυστυχία του πατέρα του. Ακούει και τα μελλούμενα από το στόμα της θεάς: Το δίκαιο και η εκδίκηση θα ικανοποιηθούν, η θεά του θα σκοτώσει ένα πολύ αγαπημένο της Αφροδίτης (1416-22). Δε θα λησμονηθεί το άδικα σκοτωμένο παλληκάρι. Μεγάλες τιμές θα απολαμβάνει στην Τροιζήνα. Εκεί αιώνια θα του πλέκουν τραγούδια οι κοπέλες και θα του προσφέρουν το δάκρυ τους και τα μαλλιά τους (1423-30). Θα είναι στην Τροιζήνα ο προστάτης θεός της παρθενικής νεότητας.
Είπε όσα είχε να πει η θεά και έφυγε για να μη παρασταθεί στο ψυχομάχημά του. Τέτοιο πράγμα δεν επιτρέπεται να βλέπουν οι θεοί.[5] Τώρα το σκοτάδι του θανάτου έρχεται να σβήσει τα μάτια του παλληκαριού (1444), που στενάζοντας ο πατέρας του το κρατάει στην αγκαλιά του. Και λίγο πριν κλείσει για πάντα τα μάτια του ο γιος του, που δεν του έσβησε ούτε στο ψυχομάχημά του η υιική στοργή, συγχωρεί τον πατέρα του και με δίκαια υπερηφάνεια του εύχεται σαν αυτόν τον αδικοχαμένο να είναι και τα γνήσια τα παιδιά του. Ενάρετος έζησε, ενάρετος πέθανε.[6] Και γι’ αυτό πολλοί θα τον κλάψουν καθώς θα εξαπλώνεται η είδηση για το χαμό του, βεβαιώνει ο Χορός με τους τελευταίους ανάπαιστους, που ρυθμίζουν το βήμα της εξόδου του από την ορχήστρα, και που τους ακούμε σαν αντίλαλο επιβεβαιωτικό του πατρικού επαίνου (1459-60):
«Σύνορα της Αθήνας και της Παλλάδας ξακουστά, τι παλληκάρι θα στερηθείτε».
Στην κατάθλιψη, που απλόχερα σκόρπισε η Αφροδίτη με τις θανάσιμες απειλές της στον πρόλογο και με τις φονικές κατόπιν ενέργειές της, αντιτάσσεται η γαλήνη της τελευταίας σκηνής, όπου με την παρουσία και την επέμβαση της Άρτεμης λειώνει σιγά-σιγά και κατευνάζεται η σπαρακτική οδύνη. Η θλίψη και ο χαμός της ζωής του Ιππόλυτου, απόστολου και μάρτυρα της αγνείας, σύμβολου των φτερουγισμάτων της ψυχής προς τα ιδανικά και του αγώνα της κατά των ορμέφυτων δυνάμεων, τον εισαγάγουν στην αθανασία και στην αποθέωση. Και καθώς υποφέρει αθώος μπρος στα μάτια μας συντρίβεται, όπως πολλοί δίκαιοι κι αθώοι, που όταν συκοφαντηθούν με χίλια ψέματα, τους βρίσκει άδικος παιδεμός, έρχεται στο νου μας η σκέψη: Είναι κλήρος των όσων συνεπαίρνονται από τις ανώτερες ανατάσεις της ψυχής να μπαίνουν στην αθανασία περνώντας από την οδύνη και από τη θυσία. Από αυτόν το δρόμο πέρασε και τον Ιππόλυτο ο Ευριπίδης.

Τόπος λατρείας του Ιππόλυτου ως τοπικού θεού ή ημίθεου προστάτη της παρθενικής νεότητας ήταν η Τροιζήνα. Εκεί σ’ ένα ναό χτισμένο, κατά την παράδοση (Παυσανίας ΙΙ, 32, 1), από τον ομηρικό Διομήδη και στολισμένο με ένα άγαλμα, αφιερωμένο κι αυτό από τον ίδιο ήρωα, του πρόσφεραν κάθε χρόνο θυσίες και κάθε κοπέλα πριν το γάμο της του αφιέρωνε κοτσίδα από τα μαλλιά της, όπως μας πληροφορεί κι εδώ (1425-1430) η τραγωδία κι ο περιηγητής Παυσανίας (ΙΙ, 32) κι ο Λουκιανός («Περί της Συρίης θεού», 60) με τα λόγια: «Νόμο έβαλαν οι Τροιζήνιοι για τις κόρες και για τα παλληκάρια να μη κάνουν το γάμο τους πριν κόψουν τα μαλλιά τους για τον Ιππόλυτο».
Γεμάτη από θρύλους και αναμνήσεις για τον Ιππόλυτο βρήκε την Τροιζήνα ο Παυσανίας (2ος αιώνας μ.Χ.). Ένα σπίτι του έδειξαν για σπίτι του (Παυσανίας ΙΙ, 32, 3) και έλεγαν ότι ο Ιππόλυτος είχε χτίσει και το ναό της Άρτεμης της Λυκείας (Παυσανίας ΙΙ, 31, 4). Ο ναός της Κατασκοπίας Αφροδίτης (Παυσανίας 32, 3) πάνω από το στάδιο Ιππολύτου πληροφορούσε με το όνομά του εκείνο που βεβαίωνε και ο θρύλος, ότι απ’ αυτή τη θέση τα μάτια της Φαίδρας χαίρονταν το εφηβικό κάλλος του Ιππόλυτου, ο οποίος γυμναζόταν λίγο παρακάτω. Εδώ υπήρχε και μια μυρτιά με τρυπημένα τα φύλλα της. Τα είχε τρυπήσει με την περόνη της (Παυσανίας 32, 3 και Ι, 22, 2) η ταλαίπωρη ξελογιασμένη κάποτε σε ώρα που είχε φουντώσει η ερωτική της αγωνία. Εκεί κοντά έδειχναν και τον τάφο της Φαίδρας και όχι μακριά και μνημείο του Ιππόλυτου (Παυσανίας ΙΙ 32, 3, Ι 22, 2).
Οι κάτοικοι της Τροιζήνας πάλι είχαν και τον εξής θρύλο, κατά την πληροφορία που δίνει ο Παυσανίας (ΙΙ, 32, 2): Δεν πίστευαν ότι είχε πεθάνει ο Ιππόλυτος. Τον έβλεπαν τις νύχτες, όπως και στη γειτονική Επίδαυρο και όπως και στην Ιταλία οι άποικοι από την Τροιζήνα στην Αρικία, να οδηγεί στον ουρανό, λαμπερός ηνίοχος, ένα λαμπερό άρμα: Ήταν ο αστερισμός του Ηνίοχου.
Ο μύθος του Ιππόλυτου ήρθε και στην Αθήνα. Μνημείο του υπήρχε στους νότιους πρόποδες της Ακρόπολης μετά το ιερό του Ασκληπιού (Παυσανίας Ι, 22, 1).

Ο «Ιππόλυτος», δράμα με θέμα τον άτυχο έρωτα, τον τόσο συνηθισμένο στη νεώτερη σκηνή, ένα από τα ωραιότερα έργα του Ευριπίδη και για την πλοκή του και για την απεικόνιση του πάθους και για το ύψος των ιδεών, παίχτηκε στο θέατρο του Διονύσου κατά τα Μ. Διονύσια του 428 π.Χ. Δε ξέρουμε ποιες ήταν οι άλλες δύο τραγωδίες και το σατυρικό δράμα, που μαζί με τον «Ιππόλυτο» αποτελούσαν την τετραλογία του Ευριπίδη εκείνη τη χρονιά. Ξέρουμε μόνον ότι στο δραματικό αγώνα των Μ. Διονυσίων του 428 π.Χ. ο Ευριπίδης πήρε το πρώτο βραβείο.

Τραγωδία με θέμα της το μύθο του Ιππόλυτου είχε παρουσιάσει ο Ευριπίδης και το 432. «Ιππόλυτος καλυπτόμενος» ήταν ο τίτλος εκείνης της τραγωδίας, κατά τις πληροφορίες των αρχαίων γραμματικών, γιατί σ’ αυτήν ο Ιππόλυτος εμφανιζόταν να σκεπάζει από ντροπή το κεφάλι του, μόλις άκουσε από το στόμα της Φαίδρας την ερωτική της εξομολόγηση. Από αυτόν τον πρώτο «Ιππόλυτο» διατηρήθηκαν σε 19 αποσπάσματα 50 στίχοι. Στο δεύτερο «Ιππόλυτο», που έφτασε ως εμάς και που για το στεφάνι που προσφέρει (73 κ.ε.) στην Άρτεμη ο ήρωας της τραγωδίας ονομάστηκε «Ιππόλυτος στεφανηφόρος ή στεφανίας», παρουσιάζεται σεμνότερη η Φαίδρα, δεν εξομολογείται η ίδια τον έρωτά της στο ωραίο παλληκάρι, γιατί η άπρεπη συμπεριφορά της στον πρώτο «Ιππόλυτο τον καλυπτόμενο» δεν είχε κάνει καλή εντύπωση στο κοινό. Υπάρχουν βέβαια ερωτευμένες, που τη μεταφορά των σκέψεων και προτιμήσεών τους δεν την αναθέτουν σε τρίτο πρόσωπο, αλλά το αθηναϊκό κοινό δεν ήταν συνηθισμένο να βλέπει τέτοιες ενέργειες στη σκηνή του Διονυσιακού θεάτρου.
Σεμνότερη παρουσίαζε τη Φαίδρα και ο Σοφοκλής στη χαμένη πια τραγωδία του «Φαίδρα», που, αν την έγραψε μετά τον «Ιππόλυτο τον καλυπτόμενο», ήταν αποδοκιμασία του αδιάντροπου ήθους της Φαίδρας, που της είχε αποδώσει εκεί ο Ευριπίδης. Ο Σοφοκλής αναθέτει σε μια σκλάβα να φανερώσει τον έρωτα της Φαίδρας, δεν τον εκμυστηρεύτηκε η ίδια στο λατρευτό της παλληκάρι.

Η πλοκή του πρώτου «Ιππόλυτου» μας είναι γνωστή από τη «Φαίδρα» του Σενέκα (1ος αιώνας μ.Χ.), στην οποία προτιμήθηκε να εξομολογείται η βασίλισσα μόνη της τον έρωτά της στον Ιππόλυτο.
Δεν παρουσιάζονταν, φαίνεται, κατά την εποχή του Νέρωνα στην ακόλαστη Ρώμη οι λόγοι που είχαν επιβάλει στον Ευριπίδη, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα, να ξαναγράψει τροποποιημένη την τραγωδία του.
Την τραγωδία του Σενέκα τη μιμήθηκαν μετά την Αναγέννηση Γάλλοι και άλλοι δραματογράφοι. Αλλά όλων αυτών τους «Ιππόλυτους» και τις «Φαίδρες» τους έχει ρίξει στη σκιά της λησμονιάς η «Φαίδρα» του Ρακίνα (1677), που επηρεασμένη κι αυτή στις βασικές γραμμές από τη «Φαίδρα» του Σενέκα, θεωρείται ως σέμνωμα της γαλλικής λογοτεχνίας. Ωραία επεξεργασία του μύθου Ιππόλυτου-Φαίδρας θεωρείται η «Φαίδρα» του D’ Annunzio (1909). «Φαίδρα» στην ιταλική γλώσσα έγραψε κι ένας Κρητικός το 1578, ο Μπότσας (Bozza), που μίμησή της βρίσκουμε στο Κρητικό θέατρο, στην «Ερωφίλη» του Χορτάτση.
Από τον ίδιο μύθο δεν έμεινε ασυγκίνητη και η μουσική. Ο Gluck συνέθεσε (1744) το μελόδραμα «Φαίδρα» και ομώνυμη πάλι λυρική τραγωδία με μουσική του Lemoine ο Hoffmann (1786).
Το θέμα της Φαίδρας μπήκε και στη νέα ελληνική λογοτεχνία με τη «Φαίδρα» του Αριστομένη Προβελέγγιου, τραγωδία αξιόλογη κατά το χαρακτηρισμό του Δημήτρη Σάρου. Μίμηση του «Ιππόλυτου» του Ευριπίδη βρίσκουμε στη «Φαύστα», θεατρικό αριστούργημα του Δημήτρη Βερναρδάκη.
Την εντύπωση που έκαναν και στους αρχαίους και στους νεότερους σκηνές από τον «Ιππόλυτο» μας τη βεβαιώνουν έργα τέχνης: λίθινες λάρνακες (σαρκοφάγοι)[7] στα Μουσεία της Φλωρεντίας, του Ακράγαντα,[8] της Κωνσταντινούπολης, του Λένινγκραντ, τοιχογραφίες στην Πομπηία και στο Ηράκλειο της Ιταλίας, στα θερμά λουτρά του Τίτου στη Ρώμη, ζωγραφιές με θέμα το θάνατο του Ιππόλυτου, όπως π.χ. του Rubens, του Claude Lorrain στο Μουσείο του Βερολίνου, του δικού μας Γεώργιου Ροϊλού στην Εθνική Τράπεζα και άλλες πολλές αγγειογραφίες ακόμα και ανώνυμων αγγειογράφων.
Υποσημειώσεις:
[1] Ο Θησέας λέγεται γιος του Ποσειδώνα (στίχοι 887, 1167, 1169, 1318, 1411) και γιος του Αιγέα (στίχοι 1283 και 1431). Αυτή η διπλή του γενεαλογία εξηγείται από το ότι το «Αιγεύς» (=θεός των ορμητικών κυμάτων), πολύ παλιά δεν ήταν παρά επίθετο του θεού των θαλασσών, του Ποσειδώνα. Αργότερα ξεχάστηκε η επιθετική του σημασία και σχηματίσθηκε ιδιαίτερο πρόσωπο με το όνομα «Αιγεύς».
[2] Όλα θα μπορούσαν να τελειώσουν εδώ, αν αποφάσιζε ο Χορός να μαρτυρήσει την αλήθεια. Αλλά αυτό του απαγορεύεται και από τον όρκο που είχε δώσει (713-15) και από τη θεατρική παράδοση, που δεν ανακάτευε το Χορό στη δράση. Ο Χορός κρίνει μόνον.
[3] Από τη κακολογία του Θησέα, που συγκαταλέγει τον Ιππόλυτο στους διαβόητους κατά την εποχή του Ευριπίδη απατεώνες, που ατίμαζαν την αίρεση του ορφισμού, δείχνει ότι ο ποιητής ήθελε τον Ιππόλυτο μυημένο και στον ορφισμό, εκτός από τη μύησή του στα Ελευσίνια Μυστήρια (στίχοι 24-25). Ο Ευριπίδης ζύμωσε λοιπόν τον τύπο του Ιππόλυτου σύμφωνα με το πρότυπο των ορφικών με τη βακχεία των συνεπαρμένων από την πίστη σε μια αλήθεια που τους μετέφερε από τούτον τον κόσμο σε περιοχή υπερκόσμιου ονείρου, σύμφωνα με το οποίο ρύθμιζαν και τη ζωή τους.
[4] Το παράπονο του αδικημένου, που παρέχει εδώ η τραγωδία, το παρουσίασε αργότερα (42 π.Χ.) και η ζωή στους Φιλίππους με τον Βρούτο, ο οποίος κατά τον Δίωνα Κάσιο (47,49) «αναβοήσας τούτο δη τον Ηράκλειον ω τλήμον αρετή, λόγος άρ’ ήσθ’, εγώ δε σε ως έργον ήσκουν συ δ’ άρ’ εδούλευες τύχη, παρεκάλεσε τινά των συνιόντων ιν’ αυτόν αποκτείνη».
[5] Βλέπε στίχους 1437-37 και Άλκηστη, στίχους 22-23.
[6] Σε τρεις μόνον τραγωδίες (Σοφοκλή «Αίας», Ευριπίδη «Άλκηστις» και εδώ) του αρχαίου δραματολογίου παρουσιάζεται θάνατος προσώπου πάνω στη σκηνή μπρος στα μάτια των θεατών.
[7] Σαρκοφάγος: η λάρνακα ή νεκροθήκη από πέτρα με άφθονο γύψο, που έχει την ιδιότητα να κατατρώει τις σάρκες του νεκρού.
[8] Στον Ακράγαντα ο Γκαίτε θαύμασε μια σαρκοφάγο στολισμένη με 4 σκηνές από την ιστορία του Ιππόλυτου.