Συναθροισμένοι οι Αχαιοί με αρχηγό τον Αγαμέμνονα στην Αυλίδα, απέναντι από τη Χαλκίδα, περιμένουν να φυσήξει ούριος άνεμος στα πανιά των καραβιών τους για να σαλπάρουν για την Τροία, που ήθελαν να καταστρέψουν, γιατί ο Πάρις, το βασιλόπουλο, είχε αρπάξει από τη Σπάρτη την ωραία Ελένη, γυναίκα του βασιλιά Μενέλαου. Αλλά οι μέρες περνούν κι ο στόλος δε μπορεί να βγει από το λιμάνι της Αυλίδας, γιατί η θεά η Άρτεμη, θυμωμένη[1] με τον Αγαμέμνονα, δεν αφήνει να φυσήξει άνεμος.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-163): Η βαθειά νύχτα σκεπάζει με τη γαλήνη της το στρατόπεδο των Αχαιών. Ο Αγαμέμνονας όμως αγρυπνεί στη σκηνή του. Έχει αναμμένο το λυχνάρι του και γράφει μια επιστολή σ’ ένα ξύλινο πινακάκι, τη σβήνει και την ξαναγράφει και ανήσυχος πετάει το πινακάκι κατά γης και πάλι το ξαναπαίρνει. Και δείχνει με όλα αυτά ότι μεγάλη τρικυμία δέρνει την ψυχή του.
Τέλος ορμάει έξω από τη σκηνή με τη γραφή στα χέρια του και με ολοφάνερη την ψυχική του ταραχή και στη φωνή του και στο προσωπείο, κράζει τον πιστό του γέροντα σκλάβο. Ανήσυχος ο γέροντας για την ψυχική κατάσταση του βασιλιά τον ρωτάει τι του συμβαίνει. Κι ο Αγαμέμνονας εξιστορεί (49-110) όσα γίνανε ως την ώρα που αρχίζει η παράσταση (διδασκαλία) της τραγωδίας: ότι την Ελένη, τη μια από τις 3 κόρες του Τυνδάρεω, τη ζητούσανε για γυναίκα τους οι πιο καλοί από τους Αχαιούς, ότι μ’ ένα έξυπνο τέχνασμα ο Τυνδάρεως πρόλαβε τον αλληλοσπαραγμό των μνηστήρων και τους έδεσε με παντοτινή αναμεταξύ τους συμμαχία, ότι εξαιτίας αυτής της συμμαχίας πάνε τώρα οι Αχαιοί να καταστρέψουν το Ίλιο και να ξαναπάρουν την Ελένη και ότι δε θα μπορέσει να ξεκινήσει ο μαζεμένος πια στόλος, αν δε θυσιαστεί η Ιφιγένεια, όπως του είπε ο Κάλχας μπροστά στο Μενέλαο και στον Οδυσσέα.
Στην αρχή αρνήθηκε ο Αγαμέμνονας να σφάξει το παιδί του. Μα τον πίεσε ο αδελφός του ο Μενέλαος και γι’ αυτό με γράμμα κάλεσε την κόρη του στην Αυλίδα, τάχα για να την παντρέψει με τον Αχιλλέα. Σαν έφυγε αυτό το γράμμα, τρικυμία ξεσηκώνεται στην ψυχή του. Ξαναξυπνάει η πατρική στοργή και παλεύει με την απόφαση του βασιλιά και αρχιστράτηγου. Πατέρας και βασιλιάς συγκρούονται. Άγρυπνη σαν Ερινύα τον βαραίνει η συνείδησή του γι’ αυτό που πάει να κάνει και η πατρική του στοργή πνίγει τέλος κάθε άλλη σκέψη. Ο πατέρας νικάει πια τον βασιλιά και με το δεύτερο γράμμα, που το έγραψε μπροστά στα μάτια των θεατών και το δίνει στο γέροντα να το πάει στις Μυκήνες, παραγγέλλει στην Κλυταιμήστρα να μη στείλει την κόρη της στην Αυλίδα, γιατί τάχα ο γάμος δε θα γινόταν τώρα άμεσα.
ΠΑΡΟΔΟΣ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ (164-302): Όταν έφυγε ο γέροντας για τις Μυκήνες και μπήκε κι ο Αγαμέμνονας στη σκηνή του, έρχονται από τη δεξιά πάροδο 15 γυναίκες από τη Χαλκίδα, που θα αποτελέσουν το χορό της τραγωδίας. Μάθανε από τους άνδρες τους τη μεγάλη σύναξη των Αχαιών στην Αυλίδα κι από γυναικεία περιέργεια (171, 190, 233-4) - έτσι δικαιολογείται κι ο ερχομός του χορού - ήρθαν στην Αυλίδα να δουν το στόλο και το στρατό. Και μπροστά στη σκηνή του Αγαμέμνονα τραγουδούν το μεγαλείο του στόλου των Αχαιών, που ο ρόλος του θα είναι σημαντικός παρακάτω στην τραγωδία.[2]
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (303-543): Θόρυβος και φωνές δύο ανθρώπων που μαλώνουν, ακούονται να πλησιάζουν από την αριστερή πάροδο. Είναι ο Μενέλαος με το γέροντα. Του άρπαξε το γράμμα στο δρόμο και το διάβασε. Φτάσανε μπροστά στη σκηνή του Αγαμέμνονα κι ακόμα μαλώνουν τραβώντας το γράμμα ο ένας από τα χέρια του άλλου. Αλλά και ο Αγαμέμνονας που προβάλλει στην πόρτα της σκηνής του και προστάζει το Μενέλαο να ξαναδώσει το γράμμα. Τώρα φιλονικούν οι δυο βασιλιάδες κι έχουν να πουν πάνω στο θυμό τους πολλές πικρές αλήθειες ο ένας για τον άλλο.
Πανούργος, ανειλικρινής, δημοκόπος, άστατος, αναξιοπρεπής, στραβοκέφαλος, ύπουλος, δοξομανής και άβουλος είναι κατά το Μενέλαο ο αδελφός του ο αρχιστράτηγος των Αχαιών. Αλλά πικρά βέλη δε λείπουν κι από τη φαρέτρα του Αγαμέμνονα, που βρίσκει τον αδελφό του αναίσχυντο παραβιαστή ξένης επιστολής, χαζό και αισχρό στον έρωτά του προς μια άπιστη γυναίκα και ανίκανο να φυλάξει τη συζυγική του τιμή. Τέλος ορθά-κοφτά του λέει: Ας διαλυθεί ο στρατός. Δε θα σκοτώσει το παιδί του.
Ο Μενέλαος αρχίζει να τον φοβερίζει, αλλά ξαφνικά ένας αγγελιαφόρος πηδάει χαρούμενος στην ορχήστρα, από την αριστερή πάροδο και φέρνει το απροσδόκητο άγγελμα ότι ήρθε η Κλυταιμήστρα, η Ιφιγένεια κι ο μικρός Ορέστης. Ετοιμαστείτε λοιπόν και οι δυο σας, φωνάζει γελαστός στα δύο τα αδέλφια, για τον ευτυχισμένο γάμο κι ας αρχίσουν οι χοροί και οι αυλοί για τούτη τη μέρα του γάμου και της μεγάλης χαράς!
Αλαλάζει και χοροπηδάει ο αγγελιαφόρος για το καλό το άγγελμα που αξιώθηκε να φέρει στο βασιλιά του και για να του δώσει περισσότερης ώρας χαρά, παρατείνει τη διήγησή του. Και όμως κάθε λέξη του είναι και μια μαχαιριά για την καρδιά του πατέρα, που καρφωμένος εκεί στη θέση του πέφτει σε μαύρη απελπισία, μηχανικά στέλνει τον αγγελιαφόρο μέσα στη σκηνή, ενώ θα έπρεπε να ξαναγυρίσει στις γυναίκες που συνόδευε, μονολογεί σαν να μη βρίσκεται κανένας εκεί μπροστά του και φιλοσοφεί.
Το επιφώνημα «οίμοι», οι μικρές ερωτήσεις και το ασύνδετο (422-5) δείχνουν την αγωνία του. Καταλαβαίνει πια ότι η κόρη του δε θα γλυτώσει από τη σφαγή. Άκαρπη θα είναι κάθε του προσπάθεια και με τη μοίρα κανένας δε μπορεί αν τα βάλει. Και γι’ αυτό καταθέτει τα όπλα.
Πονάει, αλλά να κλάψει δε μπορεί, δεν του επιτρέπεται, δεν πάει σ’ ένα βασιλιά να θρηνεί. Πιο καλά οι άνθρωποι του λαού, που μπορούν και να κλάψουν και να φανερώσουν τον πόνο τους!
Πνίγεται ακόμα κι από την αγωνία, όταν συλλογίζεται ότι σε λίγο θα συναντηθεί με τη γυναίκα του και με μια σειρά από ερωτήσεις μικρές κι ασύνδετες, που δείχνουν την ταραχή του, αναρωτιέται τι θα κάνει. Ο πόνος του είναι μεγάλος, καθώς φαντάζεται τα δάκρυα της κόρης του και του φαίνεται ότι ακούει το παράπονό της: «Πατέρα, θα με σκοτώσεις;» Αλλά και του μικρού Ορέστη γοεροί θα είναι οι θρήνοι που θα του μεγαλώνουν τον πόνο.
Έτσι με τη συντριβή του πατέρα, που οι σκληρές βουλές της μοίρας τον αναγκάζουν να σφάξει το παιδί του, προκαλείται ο έλεος των θεατών για το δυστυχισμένο βασιλιά.
Η συντριβή του Αγαμέμνονα όμως φέρνει ένα αναπάντεχο αποτέλεσμα. Ο Μενέλαος συγκινείται. Καταλαβαίνει πόσο σκληρό ήταν αυτό που ζητούσε από τον αδελφό του. Τώρα τον λυπάται κι αυτόν και την τραγική την κόρη, που την πλανέψανε μ’ ένα ψεύτικο γάμο και τη φέρνε στην Αυλίδα για να πληρώσει αυτή η αθώα τις αμαρτίες μιας άπιστης γυναίκας. Γι’ αυτό με κομμένη φωνή από τους λυγμούς, που δεν μπορεί να τους πνίξει, συστήνει στον αδελφό του να απολύσει το στρατό και να μη θυσιάσει την κόρη του. Έτσι γίνεται μεταβολή ψυχολογικά δικαιολογημένη στο ήθος του Μενέλαου: Δε θέλει πια να γίνει αυτή η φοβερή θυσία.
Αλλά τώρα είναι πολύ αργά, δηλώνει ο Αγαμέμνονας. Το μυστικό το ξέρουν κι άλλοι, ο Κάλχας κι ο Οδυσσέας. Αυτός ο πονηρός δημαγωγός θα ξεσηκώσει το στρατό και θα σφάξει και τους Ατρείδες και την Ιφιγένεια. Κι αν ακόμα πάρει την κόρη του και φύγει κρυφά για τις Μυκήνες, λυσσασμένος από την οργή του ο στρατός θα τον κυνηγήσει έως εκεί, όπου δε θα αφήσει λιθάρι πάνω σε λιθάρι. Μες στην αγωνία του η ανάγκη της θυσίας του γίνεται πια έμμονη ιδέα κι έτσι συντελείται μεταβολή και στο ήθος του Αγαμέμνονα από το φόβο του, που θα του κλείσει την καρδιά προς τις φωνές των πατρικών συναισθημάτων και που θα τον κάνει να ξαναγυρίσει στο δρόμο, που τον είχε αφήσει με το δεύτερο το γράμμα. Τέλειωσε, αποφάσισε να θυσιάσει την κόρη του, το αντίθετο δε μπορεί να γίνει.
ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (543-589): Ύμνος της αρετής είναι τούτο το χορικό, που τη δέχεται ο Ευριπίδης, σύμφωνα με τη σωκρατική διδαχή, για αποτέλεσμα της αγωγής, που διπλή είναι η δύναμή της: δημιουργεί ηθικό συναίσθημα στις ψυχές των ανθρώπων και φυτεύει και τη δύναμη να βλέπουμε ποιο είναι το καθήκον μας μπρος σε κάθε σταυροδρόμι που συναντάμε στη ζωή μας. Ο Πάρις όμως, που είχε μεγαλώσει ανάμεσα σε βουκόλους πάνω στα βουνά, δεν πήρε καλή αγωγή κι έτσι, επειδή δε μπορούσε να ξεχωρίσει το σωστό από το στραβό, έγινε, με τον ανούσιό του έρωτα, ο αίτιος τόσων κακών.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (590-750): Ενώ ο χορός τραγουδάει το στίχο 589, μπαίνει από την αριστερή πάροδο το αμάξι που φέρνει την Κλυταιμήστρα, την Ιφιγένεια και τον Ορέστη. Σκλάβοι και σκλάβες αποτελούν τη συνοδεία κι ένα ή δύο άλλα αμάξια ακολουθούν με τα πλούσια προικιά της νύφης. Κίνηση μεγάλη στην ορχήστρα. Σκλάβοι και σκλάβες κουβαλούν τα προικιά στη βασιλική σκηνή, οι γυναίκες του χορού βοηθούν τη βασίλισσα και τη βασιλοπούλα να κατέβουν από το αμάξι, παίρνουν στην αγκαλιά τους τον Ορέστη και συγκρατούν τα άλογα. Το παρουσιαστικό, το φέρσιμο και οι λόγοι της βασίλισσας δείχνουν ότι έχει έντονο το συναίσθημα της ευτυχίας της, που η πραγματικότητα, γνωστή στους θεατές, δε θα αργήσει να την αποδείξει ψεύτικη. Η Ιφιγένεια, γεμάτη παιδική αφέλεια και νεανική ζωηρότητα, ορμάει προς τον πατέρα της μ’ ένα ξέσπασμα θερμής στοργής και άδολης χαράς, που μας συγκινούν, γιατί ξέρουμε ότι και η στοργή και η χαρά της θα πληρωθούν μ’ ένα δολοφονικό μαχαίρι. Χαριτωμένα και παιδικά είναι τα λόγια της Ιφιγένειας, χωρίς ειρμό πηδάει από το ένα θέμα στο άλλο και καταριέται τον πόλεμο που τη χώρισε από τον πατέρα της.
Συγκινημένος ο Αγαμέμνονας προσπαθεί να κρύψει τα μυστικά της καρδιάς του με δίσημες εκφράσεις (645, 647, 651, 659, 665, 667, 669, 675), που τόσο αντίθετες είναι προς την αθωότητα της κόρης, προς την αληθινή χαρά και την απροσποίητη αφέλειά της. Τελικά, όμως, ασυγκράτητος θα ξεσπάσει ο πόνος του και θα την αγκαλιάσει ο δυστυχισμένος ο πατέρας την κόρη του μ’ ένα πάθος που συγκλονίζει και θα της δώσει τον τελευταίο ασπασμό (679-684) και θα τη στείλει μέσα στη σκηνή, που στην ταραχή του θα τη φανταστεί για μυκηναϊκό παλάτι του όπου, όπως πάντα, έχουν έρθει οι φιλενάδες της και την περιμένουν.
Μπήκε στη σκηνή του πατέρα της η Ιφιγένεια, αλλά η Κλυταιμήστρα έχει πολλά να ρωτήσει για το γαμπρό, που σύμφωνα με τις πληροφορίες που της δίνει ο άνδρας της τον βρίσκει θαυμάσιο. Κι όταν ο Αγαμέμνονας, γεμάτος υποκρισία προσπάθησε να πείσει τη γυναίκα του να μη περιμένει να γίνει ο γάμος, αλλά να γυρίσει αμέσως στις Μυκήνες, αυτή εκπλήσσεται γι’ αυτήν την πρωτάκουστη πρόταση και με αλύγιστη αποφασιστικότητα δηλώνει ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει, δε θα φύγει, πριν παρασταθεί στο γάμο της κόρης της και νευριασμένη κάπως μπαίνει στη σκηνή. Κι ο Αγαμέμνονας, βλέποντας πια ότι με την άρνηση της Κλυταιμήστρας να φύγει, μπλέκονται τα πράγματα, πηγαίνει να βρει τον Κάλχα να τον συμβουλευτεί. Αλλά και για μας έχει κάποιο αποτέλεσμα η άρνηση της Κλυταιμήστρας να φύγει: ύστερα από το φόβο μας για την άμοιρη την κόρη, μας φαίνεται ότι χαράζει θαμπά μια αδύνατη ελπίδα, ότι μπορεί να γλυτώσει η Ιφιγένεια από τη σφαγή.
ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (751-800): Έχοντας στο νου του ο Χορός την απόφαση του Αγαμέμνονα να θυσιάσει το παιδί του, τρέχει με τη φαντασία του στα αποτελέσματα αυτής της θυσίας. Θα ξεκινήσει πια ο στόλος και θα φτάσει στο Ίλιο, όπου του κάκου θα αντισταθούν οι Τρώες. Το Ίλιο θα πέσει στα χέρια των Αχαιών, φρικτή τύχη περιμένει τις γυναίκες της Τροίας και η Ελένη θα χύσει μαύρο δάκρυ.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (801-1035): Χαριτωμένη και διασκεδαστική, όμοια με κωμωδία, είναι αυτή η σκηνή. Ο Αχιλλέας, που δεν ξέρει τίποτα από όσα γίνανε μέχρι τώρα, έρχεται για να αναφέρει στον αρχιστράτηγο ότι οι Μυρμιδόνες του ανυπομονούν να ταξιδεύσουν για το Ίλιο. Τον ακούει από τη σκηνή η Κλυταιμήστρα και πετιέται έξω για να γνωρίσει το γαμπρό της, και τον χαιρετάει με εγκάρδια λόγια και διαχυτικότητα.
Ντροπαλός ο νεαρός πολεμιστής, παρεξηγεί τα λόγια της ωραίας κυρίας, που του ζητάει μάλιστα να του πιάσει και το χέρι, για να αρχίσουν απ’ αυτό μια ευτυχισμένη ένωση, τρομάζει, οπισθοχωρεί όσο περισσότερο τον πλησιάζει η Κλυταιμήστρα και θέλει να φύγει από την παράξενη αυτή γυναίκα. «Μείνε», του φωνάζει, «είσαι γαμπρός μου από θυγατέρα». Αλλά τώρα εκπλήσσεται και η Κλυταιμήστρα, όταν έμαθε ότι ο Αχιλλέας δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτόν το γάμο.
Ψίθυρος ακούεται από μια μισόκλειστη πόρτα. Είναι ο γέροντας, που τον είχε στείλει νύχτα ακόμα ο Αγαμέμνονας να πάει το δεύτερο γράμμα στην Κλυταιμήστρα και φανερώνει όλη τη φρικτή απάτη. Ο γάμος με τον Αχιλλέα ήταν δόλωμα για τη μητέρα. Εμβρόντητη μένει η Κλυταιμήστρα κι ο Αχιλλέας οργίζεται, που δεν τον λογαριάσανε και μεταχειρίζονται το όνομά του χωρίς την άδειά του. Η Κλυταιμήστρα δεν αργεί να καταλάβει ότι πρέπει να πέσει στα πόδια του και να τον παρακαλέσει να σώσει την κόρη της, που ακούστηκε επιτέλους ότι θα γίνει γυναίκα του και που αν δεν την προστατεύσει θα είναι μεγάλη του ντροπή. Ο Αχιλλέας πρόθυμα δίνει την υπόσχεση, ότι θα φτάσει και σε πόλεμο για την προστασία της κόρης, και φεύγει για το στρατόπεδο.
ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (1036-1097): Ένα πολύ ωραίο χορικό είναι αυτό το στάσιμο, όπου με εξαίσιες και γοητευτικές εικόνες περιγράφονται οι γάμοι του Πηλέα και της Θέτιδας, των γονέων του ηρωικού Αχιλλέα. Μα τι φοβερή αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτόν τον ωραίο γάμο, απ’ όπου γεννήθηκε ο Αχιλλέας, και στον ψεύτικο γάμο της Ιφιγένειας, που σαν μοσχαράκι του βουνού θα οδηγηθεί στο βωμό και θα θυσιαστεί! Τέτοια αδικία και ανομία κυβερνάει τον κόσμο! Δυο συναισθήματα λοιπόν εκφράζει ο χορός, το θαυμασμό του για εκείνους τους ευτυχισμένους γάμους και τη φρίκη του για τη θυσία της Ιφιγένειας και την ηθική εξάρθρωση των ανθρώπων, που την έβλεπε να υπάρχει και στην εποχή του ο ποιητής και γι’ αυτό ίσα-ίσα και στενάζει (1089-1097).
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (1098-1275): Το πιο τραγικό μέρος της τραγωδίας, όπου το έλεος και ο φόβος για την τύχη της μαρτυρικής Ιφιγένειας πλημμυρίζουν τις καρδιές των θεατών. Μητέρα και κόρη (η κόρη με δάκρυα) ενοχοποιούν τον Αγαμέμνονα, που ξαναγυρίζει στη σκηνή από το στρατόπεδο, όπου είχε πάει να συναντήσει τον Κάλχα. Κι αυτός ερείπιο πια, δηλώνει ότι μια αλύγιστη ανάγκη τον ωθεί σ’ αυτή τη θυσία. Αν δε θυσιαστεί η κόρη του, δε θα μπορέσει να ξεκινήσει ο στόλος για το Ίλιο και γελασμένος ο στρατός, που τον θέλει αυτόν τον πόλεμο για να τιμωρήσει τους βαρβάρους, θα σκοτώσει κι αυτούς εδώ και τις άλλες κόρες του στις Μυκήνες. Αλλά είναι και προσφορά προς την Ελλάδα αυτή η θυσία. Τη ζητάει η πατρίδα. Αυτά λέει και ξαναφεύγει για το στρατόπεδο.
Έτσι κι εδώ ο Ευριπίδης, όπως και στην «Εκάβη» και στις «Τρωάδες» με τον Οδυσσέα και στον «Ορέστη» με το Μενέλαο, μας παρουσιάζει στο πρόσωπο του πονεμένου στρατηλάτη τον τύπο που πολύπλοκοι πολιτειακοί και κοινωνικοί δεσμοί (κατάρα της ζωής, θα την έλεγε ο Τολστόι) του αφαιρούν το δικαίωμα να είναι σπλαχνικός, να πονάει τέλος πάντων το παιδί του και τον κάνουν όργανο των πολλών και της εξουσίας που κατέχει.
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' θρήνος επί σκηνής (1276-1335): Οι δυο γυναίκες θρηνούν μπροστά στην πόρτα της βασιλικής σκηνής. Το θρήνο της Ιφιγένειας (αναπαιστική μονωδία, που λέγεται «θρήνος από σκηνής»), τον συνοδεύει αυλητής. Η κόρη δεν έχει πια καμιά ελπίδα. Άκουσε την καταδίκη της από το στόμα του πατέρα της. Σε λίγο θα τη χωρίσουν από τη γλυκιά ζωή. Ασυγκράτητος χείμαρρος πόνου και απελπισίας για τον πρόωρο χαμό της ζωής ξεχύνεται από την πονεμένη της καρδιά. Καταριέται τον Πάρη και την Ελένη και ανόσιο σφαγέα ονομάζει τον πατέρα της.
Αλλά ο καθένας μας αναρωτιέται: Πού είναι ο Αχιλλέας με τις υποσχέσεις του;
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Ε' (1336-1509): Έρχεται οπλισμένος ο Αχιλλέας. Τον συνοδεύουν μερικοί πιστοί του στρατιώτες. Κακές ειδήσεις φέρνει: Ο στρατός και πρώτοι οι Μυρμιδόνες του έχουν στασιάσει και ζητούν επίμονα να θυσιαστεί η Ιφιγένεια και όταν θέλησε να την υπερασπιστεί, χιμήσανε κατά πάνω του να τον λιθοβολήσουν. Τώρα θα έρθουν μαζί με τον Οδυσσέα πλήθος Αχαιοί, που θα την αρπάξουν από τα μαλλιά για να τη σύρουν στο βωμό. Αυτός όμως, τις διαβεβαιώνει, θα πολεμήσει. Έχει και μερικούς πιστούς στρατιώτες. Όσο έχει τα μάτια ανοιχτά, δε θα πεθάνει η Ιφιγένεια.
Ακούστε με, φωνάζει ξαφνικά η Ιφιγένεια, που μέχρι τώρα άκουε σιωπηλή. Αποφάσισα να πεθάνω. Τι αξίζει η ζωή μου μπρος στη ζωή του Αχιλλέα; Γοητευμένη από την αυτοθυσία του παλληκαριού, που το είχε ονειρευτεί για άνδρα της, δε θέλει να το εκθέσει σε κίνδυνο. Έπειτα γιατί να δεχθεί να τη σύρουν από τα μαλλιά προς το βωμό; Μόνη της θα πάει στο μαχαίρι του θύτη, την καλεί η εθνική φωνή. Τόσος στρατός έχει μαζευτεί κι είναι πρόθυμος να πολεμήσει και να πεθάνει για ένα μεγάλο σκοπό κι αυτή θα δειλιάσει; Θαμπωμένη από το μεγαλείο του στρατού και του στόλου, όπως ο χορός των γυναικών από τη Χαλκίδα, χαίρεται ότι μια κόρη αδύνατη αυτή μπορεί να τους δώσει μεγάλη βοήθεια. Θαρραλέα θα βαδίσει προς το θάνατο η ηρωική κόρη και χαρούμενη θα θυσιάσει τη ζωή της για την Ελλάδα. Κι αν απαιτεί τη θυσία της η θεά, θνητή αυτή θα απειθήσει στο θεϊκό πρόσταγμα; Και καταλήγει ο ωραίος της μονόλογος σε στίχους που λες και είναι άσμα πανηγυρικό κι εμβατήριο θριάμβου:
«Θυσιάστε με, κουρσέψετε την Τροία...
Οι Έλληνες πρέπει να ορίζουν τους βαρβάρους, μάνα, κι όχι οι βάρβαροι
τους Έλληνες, γιατί σκλάβοι είναι εκείνοι κι ελεύθεροι εμείς».
Αν παρουσίαζε ο ποιητής την Ιφιγένεια πρόθυμη από την αρχή να προσφέρει τη ζωή της, θα έλεγε ένα ψέμα αντίθετο προς τη φυσική αλήθεια. Η αγάπη της ζωής είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Την αγαπούσε τη ζωή της η Ιφιγένεια, όπως την αγαπούσε και ο ήρωας της Αλαμάνας, που καθώς βάδιζε θαρραλέος προς το μαρτύριο, αναστέναξε για τον πρόωρο χαμό του, όταν ολάνθιστη η πλάση και μέσα στην ανοιξιάτικη ομορφιά της με χίλιες φωνές τον καλούσε στη ζωή. Αλλά αυτή η αγάπη της για τη ζωή δείχνει το χαρακτήρα της ηρωικό: αποφάσισε να πεθάνει κι ας γελούσαν όλα γύρω της.[3]
Ο Αχιλλέας υποχωρεί στην απόφαση της Ιφιγένειας και τώρα, που τόσο λαμπρά ακτινοβόλησε η αρετή της, γεμάτος θαυμασμό, όχι ερωτευμένος όπως τον παρουσίασε ο Racine στην περίφημη «Ιφιγένεια» του, δηλώνει ότι θα ήταν ευτυχισμένος αν την έκανε γυναίκα του. Αλλά αν μετανιώσει και τον χρειαστεί και την τελευταία ακόμα στιγμή που θα δει κοντά στο λαιμό της το σπαθί, θα την βοηθήσει. Θα στέκει πλάι στο βωμό με τους οπλοφόρους του. Αλλά ούτε κι αυτή η δήλωση του Αχιλλέα, ότι αν ήθελε η Ιφιγένεια, αυτός θα ματαίωνε τη θυσία, την έκανε να αλλάξει γνώμη. Έτσι εξαίρεται η ηθική αξία της θυσίας, που εμφανίζεται ακόμα μια φορά ότι με το θέλημά της τη δέχεται η Ιφιγένεια.
Όταν έφυγε ο Αχιλλέας, η μελλοθάνατη δίνει στη μάνα της τις τελευταίες της παραγγελίες: να μη μαυροφορεθούν ούτε αυτή ούτε οι αδελφές της. Και σαν να προβάλλει από τώρα μπρος στα μάτια της η σκιά της δολοφόνισσας, παρακαλεί τη μάνα της να μη μισεί τον πατέρα που τη θανατώνει για την Ελλάδα.
Η Ιφιγένεια πηγαίνει πια προς το βωμό (1475), όπου την περιμένει ο θάνατος και καθώς περπατάει άφοβη, τραγουδάει ένα πολύ συγκινητικό άσμα (1475-1509, που λέγεται κομμός), όπου φανερώνονται τα συναισθήματα που την κατέχουν για το ένδοξο και ωφέλιμο για τους Αχαιούς θάνατο και για το ταξίδι της σ’ άλλον κόσμο και με περιπάθεια αποχαιρετάει το γλυκό φως της ημέρας, που για τελευταία φορά το βλέπει.
Η νέα που είδαμε να πονάει μπροστά μας, να κλαίει πεσμένη στα γόνατα του πατέρα της, άλλαξε, δεν είναι η ίδια. Θρήνος και στεναγμός και απελπισμένες κραυγές έχουν σβήσει πια. Ηρωικό τραγούδι λέει και μας θυμίζει τον αχό όλων των ηρωικών τραγουδιών που αχολογήσανε στη γη μας από πλήθος άντρες και γυναίκες, όταν η μοίρα έδωσε την προσταγή της να κάνουν τον πόνο τους αγαλλίαση για τη θυσία και να κατέβουν στον Άδη με τραγούδια και χαρές.
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΣΤΑΣΙΜΟ Ε' μονωδία της Κορυφαίας (1510-1531): Όταν έφυγε η Ιφιγένεια, ίσως η Κορυφαία του Χορού (πολλοί λένε ότι ολόκληρος ο Χορός) τραγουδάει με τη συνοδεία αυλητή αυτή τη μονωδία, όπου εξυμνείται η ηρωική κόρη και ζητείται από την Άρτεμη να πάνε με το καλό οι Αχαιοί στο Ίλιο και να νικήσουν τους Τρώες.
ΕΞΟΔΟΣ (1532-τέλος): Έρχεται ένας άνδρας από εκείνους που είχανε συνοδεύσει την Ιφιγένεια στο βωμό. Ένα θαυμάσιο άγγελμα έχει για την Κλυταιμήστρα. Η θεά Άρτεμη έδωσε άλλη τροπή στη φρικτή μοίρα της κόρης. Την άρπαξε από το βωμό και την πήγε στους ουρανούς και για τη θυσία άφησε μια ελαφίνα.
Έρχεται και ο Αγαμέμνονας και βεβαιώνει τα λόγια του αγγελιαφόρου. «Η κόρη μας μάς έκανε ευτυχισμένους» φωνάζει. «Τώρα ζει με τους θεούς. Πάρε τον Ορέστη και πήγαινε στο Άργος. Και καλώς να ανταμωθούμε».
Ο Χορός εύχεται καλό ταξίδι και καλό γυρισμό με πλούσια λάφυρα.
Από το στόμα της Κλυταιμήστρας δε βγήκε καμιά ευχή.
Την τραγωδία αυτήν την έγραψε ο Ευριπίδης στη Μακεδονία, όπου γέροντας πια, στους τελευταίους 18 μήνες της ζωής του, φιλοξενήθηκε από τον ικανό βασιλιά (Θουκυδίδης Β 100) Αρχέλαο, που είχε τη φιλοδοξία να φιλοξενεί τους πιο έξοχους Έλληνες
Αλλά η τραγωδία βρέθηκε στα κατάλοιπά του ατελείωτη. Ίσως να την τέλειωσε ο ομώνυμος γιος του Ευριπίδης, τραγικός ποιητής κι αυτός, που την ανέβασε στο θέατρο το 405 π.Χ.
Στους στίχους 1-163 διακρίνονται δύο Πρόλογοι. Ο ένας 49-114 είναι μονόλογος του Αγαμέμνονα σε στίχους ιαμβικούς τρίμετρους,[4] σύμφωνος με τους άλλους άλλων τραγωδιών του Ευριπίδη μονολογικούς Προλόγους. Ο άλλος Πρόλογος, που αποτελούν οι στίχοι 1-48, 115-163, είναι μια ωραία σε μέτρο αναπαιστικό διαλογική σκηνή με χρώμα λυρικό, που ίσως την πρόσθεσε ο γιος του, γιατί θα έκρινε πως θα συμφωνούσε πολύ περισσότερο με την καλαισθησία της εποχής, που εύρισκε μονότονους και ανιαρούς του μονολογικούς Προλόγους του Ευριπίδη. Μερικοί φιλόλογοι πάλι θεωρούν ότι η Άρτεμη με μονόλογο, που δεν έφτασε ως εμάς, θα έλεγε, όπως η Αφροδίτη στον Ιππόλυτο, τα όσα θα παρουσίαζε το έργο. Αλλά και η Έξοδος από το στίχο 1568 μέχρι το τέλος θεωρείται για ξένη προσθήκη.
Με λόγια θαυμασμού επαινείται αυτή η τραγωδία και από τον H. Patin και από άλλους ξένους και από τον Δημήτριο Βερναρδάκη, που τη βρίσκει ασύγκριτο αριστούργημα.
Η αγωνία του πατέρα που κυβερνάει ένα στρατό και που γι’ αυτόν είναι υποχρεωμένος να σφάξει τη παιδί του, ο πόνος και η οργή της μητέρας που της αρπάζουν το παιδί για να το θανατώσουν, η πορεία της ψυχής του θύματος από τη μαύρη απελπισία ως την απόφαση της θεληματικής αυτοθυσίας, το θάμπωμα του Αχιλλέα μπρος σ’ αυτό το ψυχικό μεγαλείο της μελλοθάνατης, όλα αυτά άριστα απεικονίζονται σ’ αυτήν εδώ την τραγωδία, που ο Schiller τη θαύμαζε και τη μετέφρασε στη γερμανική γλώσσα και ο Racine και ο Jean Moréas τη μιμηθήκανε.
Πικραμένος ο Ευριπίδης για τους ατελείωτους εμφύλιους πολέμους των Ελλήνων, που χρόνια τώρα τους είχε κυριέψει μια αθεράπευτη μανία αυτοκαταστροφής, τους καλεί με τούτο το κύκνειο άσμα του να γυρίσουν στα αχνάρια των προγόνων, που την ιστορική τους πορεία ρυθμίζανε σύμφωνα με το «Βαρβάρων δε Έλληνας άρχειν εικός».
Όλα προσφορά στην Ελλάδα είναι το σύνθημα που προβάλλει ο γέροντας ποιητής στους Έλληνες της εποχής του, που στα τελευταία χρόνια της ζωής του τους είδε να κατρακυλούν στη ζητιανιά της βοήθειας των βαρβάρων, αντίθετα με τις προηγούμενες γενιές που τους είχαν διώξει από τους τόπους όπου μεγαλουργούσε ο ελληνισμός.Έτσι με την τραγωδία αυτήν τοποθετείται ο ποιητής στη χορεία των αντρών που πιστεύανε ότι μπορούσε ο ελληνισμός να κάνει κάτι καλύτερο από τα ατελείωτα αδελφικά αιματοκυλίσματα. Ρίχνεται εδώ ο σπόρος της πανελλήνιας ιδέας που ο Ισοκράτης την έκανε σκοπό και κήρυγμα της ζωής του μέχρι τα βαθιά γεράματά του, και ο Φίλιππος και μετά ο γιος του ο Μ. Αλέξανδρος ζωντανή πραγματικότητα.
Υποσημειώσεις:
[1] Για ποιο λόγο είχε οργιστεί η Άρτεμη δεν αναφέρεται σ’ αυτήν εδώ την τραγωδία. Από το Σοφοκλή όμως (Ηλέκτρα 566 κ.ε.) μαθαίνουμε ότι ο Αγαμέμνονας, ενώ περπατούσε κάποτε στο άλσος της θεάς, ξεσήκωσε από την κοίτη της μια ελαφίνα και τη σκότωσε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, είπε κι ένα λόγο γεμάτο κομπασμό για το κατόρθωμά του, που δεν μας το λέει ο Σοφοκλής, τον ξέρουμε όμως από τον Πρόκλο (Χρηστομάθεια 455) και από το Σχολιαστή του Ευριπίδη (Ορέστης 647). Είπε δηλαδή ότι με τόση ευστοχία δε θα μπορούσε να χτυπήσει ούτε η θεά του κυνηγιού. Ο Ευριπίδης όμως παρουσιάζει άλλη αφορμή της οργής της θεάς στην άλλη του την Ιφιγένεια (Ιφιγένεια η εν Ταύροις 30 κ.ε.).
[2] Ενώ η Πάροδος κάθε τραγωδίας είναι άσμα λυρικό, αυτή εδώ με την επισκόπηση και την περιγραφή του στρατοπέδου, που μας θυμίζει από την Ιλιάδα τους στίχους Β 494 κ.ε. και Γ 121-244, έχει χαρακτήρα πιο πολύ επικό, δεν εκφράζει συναισθήματα παρά μονάχα ένα αδύνατο θαυμασμό προς τη μεγάλη στρατιά και τα λαμπρά παλληκάρια.
[3] Και όμως ο Αριστοτέλης (Περί ποιητικής ΧV) βρίσκει ανακόλουθο (ανώμαλο) το ήθος της Ιφιγένειας: «ουδέν γαρ έοικεν η ικετεύουσα τη υστέρα». Τη γνώμη αυτή δέχτηκαν και ο Racine, ο Schlegel και ο Γ. Μιστριώτης. Πρώτος την αντέκρουσε ο Schiller και το ανακόλουθο ήθος το θεώρησε για προτέρημα: «Εκείνο που κατηγορούν μερικοί στο χαρακτήρα της Ιφιγένειας, θα ένιωθα τον πειρασμό να το λογαριάσω για μια ωραία γραμμή. Αυτό το κράμα της αδυναμίας και της ρώμης, της δειλίας και της τόλμης είναι μια αληθινή και θελκτική εικόνα του ανθρώπινου φυσικού. Ήρεμα γίνεται η μετάβαση από τη μια στην άλλη ψυχική διάθεση και είναι ικανοποιητικά δικαιολογημένη». Αλλά και ο Gilbert Murray στο έργο του «Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας» (σελίδα 262) αποκρούει τη γνώμη του Αριστοτέλη με τη φράση «τοιαύτα τα ολισθήματα της ανθρώπινης κριτικής».
[4] Αν λογαριάσουμε μέσα στο μονόλογο και τους στίχους 107-114, που τους λέει στο γέροντα.
30/9/09
25/9/09
Εισαγωγή στην «Άλκηστη» του Ευριπίδη
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-76): Δυο σκηνές αποτελούν τον Πρόλογο της τραγωδίας. Η πρώτη (στίχοι 1-27) είναι μονόλογος του θεού Απόλλωνα μπρος στο παλάτι του αγαπημένου του βασιλιά των Φερών Άδμητου και η δεύτερη (στίχοι 28-76) διάλογος του ίδιου θεού με το Θάνατο στο ίδιο πάλι μέρος.
Από το μονόλογο μαθαίνουμε πως ο Δίας είχε σκοτώσει με κεραυνό το γιο του Απόλλωνα Ασκληπιό. Οργισμένος τότε ο Απόλλωνας για τη θανάτωση του γιου του, σκότωσε τους Κύκλωπες, που είχαν φτιάξει τους κεραυνούς του Δία. Οργισμένος κι ο Δίας γι’ αυτό το φόνο των Κυκλώπων, υποχρέωσε τον Απόλλωνα να φύγει από τον Όλυμπο και να πάει, ένας θεός αυτός, να γίνει για μια χρονιά δούλος ενός θνητού, του Άδμητου. Δούλος πια του Άδμητου ο Απόλλωνας εκτίμησε την καλοσύνη του θνητού αφέντη του, τον αγάπησε και του έγινε προστάτης. Έπεισε λοιπόν τις Μοίρες που ρυθμίζουν το ριζικό των ανθρώπων να μη πεθάνει ο Άδμητος, αν έβρισκε κανέναν αντικαταστάτη στο θάνατό του. Τη θυσία αυτή, που δεν τη δέχτηκαν ούτε οι γονείς του, πρόθυμα τη δέχτηκε η γυναίκα του η Άλκηστη.
Έτσι ως εδώ μάθαμε τα έξω του δράματος, όπου με την ηρωική απόφαση που πήρε η Άλκηστη, την εμπνευσμένη από ανεξάντλητη αφοσίωση στον άνδρα της, αστράφτει για πρώτη φορά η φεγγοβολή που θα τυλίξει σ’ ολόκληρη την τραγωδία αυτήν τη νέα την καμωμένη για τη ζωή και την ευτυχία, που όμως αυτή τις αρνήθηκε, για να υψωθεί σε ασύγκριτο πρότυπο συζυγικής αγάπης πλάι στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, άλλο πρότυπο άλλης αρετής, της αγάπης αδελφής προς αδελφό.
Τώρα η Άλκηστη χαροπαλεύει μέσα στο παλάτι.
Σαν τέλειωσε το μονόλογό του ο Απόλλωνας ξεκίνησε να φύγει από το παλάτι του Άδμητου, για να μη μολυνθεί από το ψυχομαχητό και την τελετή της Άλκηστης. Αλλά παρουσιάζεται ο Θάνατος. Είναι μαυροντυμένος, φοβερός στην όψη, κρατάει σπαθί στο χέρι και στις πλάτες του έχει μαύρες φτερούγες. Μπαίνουμε πια στη δεύτερη σκηνή του Πρόλογου, τη διαλογική μεταξύ Θανάτου και Απόλλωνα.
Ο Θάνατος, μόλις είδε τον Απόλλωνα, του βάζει τις φωνές. Δεν σου έφτασε, του λέει, που ματαίωσες το θάνατο του Άδμητου, τώρα θέλεις να μου πάρεις και την Άλκηστη; Αυτό πια πάει πολύ, αδύνατο να το δεχτεί. Δεν του έλλειψε του Θανάτου κι ένα βαρύηχο επιχείρημα: Αδικούνται οι θεοί του Κάτω κόσμου. Του κάκου προσπαθεί ο Απόλλωνας να του αλλάξει τη γνώμη και να του πάρει μια αναβολή. Ο Θάνατος είναι αμετάπειστος και σκληρός, όπως τον είπαν κι όλες οι χαροκαμένες γυναίκες στα πικρά τους μοιρολόγια.
Φεύγοντας ο Απόλλωνας, ύστερα από τα άκαρπα παρακάλια του προς το Θάνατο, έχει να του απευθύνει μια πρόρρηση χαιρέκακη και γεμάτη περιφρόνηση, που μας αφήνει μια ελπίδα ισοδύναμη με βεβαιότητα. Είπε ο θεός, που μπορούσε αλάθευτα να βλέπει στα ανεξιχνίαστα σκότη του μέλλοντος, πως σε λίγο θα φτάσει εδώ στο παλάτι του Άδμητου, περαστικός για τη Θράκη, κάποιος ατρόμητος και δυνατός, που θα πάρει την Άλκηστη μέσα από τα χέρια του Θανάτου. Και τα χείλη του Απόλλωνα, του Θεού της μαντικής, ψέματα δε λένε. Ελπίζουμε.
Δε χάνει η τραγωδία το ενδιαφέρον της με αυτή την προαγγελία για την τελική τύχη της Άλκηστης, τη γνωστή κι από τους θρύλους στο ακροατήριο, που δεν πήγε στο θέατρο για να δοκιμάσει αγωνία από απρόβλεπτα γεγονότα ούτε για να ικανοποιήσει παιδαριώδη περιέργεια, σαν αυτή που προκαλείται από τα σύγχρονα αστυνομικά δράματα. Το ακροατήριο ενδιαφέρεται για την άρτια και καλλιτεχνική ηθογραφία μιας νεαρής γυναίκας στις τελευταίες της στιγμές, που αφήνει άντρα αγαπημένο, ζωή ευτυχισμένη, νιάτα και μικρά παιδιά.
Όταν έφυγε ο Απόλλωνας, για να μη μολυνθεί, όπως είπε, μπήκε κι ο Θάνατος στο παλάτι για την Άλκηστη. Η σκηνή άδειασε.
ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (77-135): Δεκαπέντε Φεραίοι, που αποτελούν το Χορό της τραγωδίας, μπαίνουν στην ορχήστρα. Έρχονται να μάθουν τι απέγινε η ετοιμοθάνατη λατρεμένη βασίλισσά τους. Και επειδή δε βγαίνει κανείς από το παλάτι να τους πει τίποτε, δεν ξέρουν τι να πιστέψουν. Ταλαντεύονται ανάμεσα σε δυο συναισθήματα. Ελπίζουν στην αρχή πως ζει, τελευταία όμως τους πιάνει μαύρη απαισιοδοξία.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (136-434): Μια σκλάβα βγαίνει κλαίγοντας από το παλάτι κι αναγγέλλει στο χορό πως δεν υπάρχει ελπίδα να σωθεί η βασίλισσα. Μονάχη της λούστηκε και στολίστηκε για το αγύριστο ταξίδι. Ύστερα γονατιστή μπρος στο άγαλμα της Εστίας, της προστάτισσας του σπιτιού, της ζήτησε να προστατεύει τα παιδιά της, που σε λίγο θα έμεναν ορφανά. «Δάκρυ δεν έχυνε η γενναία κι ούτε άλλαξε το ωραίο φυσικό της χρώμα», λέει με θαυμασμό η σκλάβα, γιατί θαυμάζεται πάντοτε η γενναιότητα.
Άνοιξαν όμως οι κρουνοί των δακρύων της Άλκηστης, όταν μπήκε στη νυφική της κάμαρη κι έπεσε επάνω στην κλίνη της. Εκεί ξέσπασε ο πόνος της: Άλλη γυναίκα θα πλαγιάσει σ’ αυτή την κλίνη, κράζει με απόγνωση η Άλκηστη, η τόσο ηρωική με την απόφαση που πήρε, αλλά και τόσο ανθρώπινη στον πόνο της. Κάνει να φύγει από την κλίνη, και πάλι ξαναγυρίζει σέρνοντας μαζί της και τα παιδιά της, που πιασμένα από τα πέπλα της και με δάκρυα στα μάτια δεν φεύγουν από κοντά της. Λίγες είναι οι στιγμές που θα τα βλέπει και γι’ αυτό θλιμμένη τα αρπάζει κι αχόρταγα τα σφίγγει στην αγκαλιά της.
Με μάτια δακρυσμένα κι οι δούλοι του σπιτιού ξεπροβοδίζουν για τον Άδη την καλή τους την κυρά, που για τον καθένα έχει έναν καλό λόγο να του πει. Πόσο δυστυχισμένος είναι ο Άδμητος που χάνει τέτοια γυναίκα, τέτοιο πόνο ποτέ δε θα τον ξεχάσει (στίχος 198), είναι το συμπέρασμα της σκλάβας, που δεν του λείπει κι ένας τόνος αποδοκιμασίας για τον Άδμητο που γλύτωσε τη ζωή του και δεν έσβησε, τόνος πολύ αδύνατος βέβαια, γιατί λέγεται για βασιλιά κι αφέντη. Συντριμμένος κι ο Άδμητος από τον πόνο του, κρατάει στην αγκαλιά του τη γυναίκα του που χαροπαλεύει και την ικετεύει να μην τον αφήσει μόνο στη ζωή.
Με τα λόγια της ταπεινής σκλάβας μάς απεικόνισε ο Ευριπίδης τις τελευταίες στιγμές της βασίλισσας, που μας την παρουσιάζει πονεμένη να διατρέχει το σπίτι της, να κλαίει επάνω στην κλίνη της, να στρέφεται γεμάτη μητρική στοργή προς τα παιδιά της και να αποχαιρετάει τους ανθρώπους του σπιτιού. Ένας ρεαλισμός λεπτομερειών μας παρουσιάζει τον αποχαιρετισμό μιας ζωντανής, που σε λίγο θα φύγει για πάντα με τον πόνο πως χωρίζεται από πρόσωπα αγαπημένα.
Είπε η σκλάβα όσα είχε να πει και ξαναμπήκε στο παλάτι, για ν’ αναγγείλει πώς πιστοί στη βασιλεία Φεραίοι βρίσκονται μπρος στις πόρτες.
Αλλά, να, η βασίλισσα βγαίνει έξω από το παλάτι. Την κρατάει ο άνδρας της. Τα δυο παιδιά της την κρατούν από τα πέπλα της. Σκλάβοι και σκλάβες ακολουθούν. Τοποθετούν ένα ανάκλιντρο. Επάνω σ’ αυτό βάζουν την Άλκηστη. Έτσι έγινε και ο τελευταίος της πόθος: βγήκε έξω, βλέπει τον ήλιο και το φως της ημέρας. Τον ήλιο και το φως και τα νέφη, που αρμενίζουν στο γαλάζιο ουρανό, τη γη και το παλάτι χαιρετάει τώρα στο ψυχομαχητό της και ταξιδευτής ο νους της φτάνει στην Ιωλκό στο πατρικό της σπίτι, όπου έζησε τα ξένοιαστα παιδικά της χρόνια. Τα θυμάται τώρα που θα φύγει, μέσα σε τούτη τη δυστυχία ξαναφέρνει στο νου της όλη την περασμένη ευτυχία, και γι’ αυτό από τα βάθη του στήθους βγαίνει η κραυγή «παρθενικό κρεβάτι στην πατρίδα μου την Ιωλκό» (249).
Μέσα στην αγωνία της και στην έξαψη της φαντασίας της (252-264) βλέπει την ακρογιαλιά της Αχερουσίας κι εκεί το Χάροντα, τον περάτη των νεκρών. Όρθιος στη βάρκα του βιάζεται να περάσει τη λίμνη και της φωνάζει να μην αργοπορεί. Βλέπει και τον Θάνατο. Τον γνώρισε από τις μαύρες του φτερούγες. Και καθώς απλώνει το χέρι του να την πάρει, έντρομη κραυγάζει: «Άφησέ με! Τι θέλεις να κάνεις;» Ολότελα αδυνατισμένη πια, ζητάει να την ξαπλώσουν.
«Νύχτα σκοτεινή έρχεται στα μάτια μου σιγά-σιγά», λέει με σβηστή φωνή και στα παιδιά της που θα μείνουν ορφανά, αφήνει την ευχή της: «Άμποτε, παιδιά μου, αυτό το φως χαρούμενα να το θωρείτε».
Μπροστά σ’ αυτήν την αγωνία της Άλκηστης ο Άδμητος, που είχε βρει φυσικό να δεχτεί τη θυσία της γυναίκας του, δεν κράτησε το στόμα του κλειστό (273-279). Την παρακαλούσε να μην τον αφήσει και φύγει για τον Άδη, στέναζε για τη σκληρή τους τύχη, για το θάνατο εκείνης και για τη δική του εγκατάλειψη μονάχου στη ζωή, και την ικέτευε ούτε αυτόν να απαρνηθεί ούτε τα παιδιά της να αφήσει ορφανά, και τη διαβεβαίωνε πως η δική της ζωή είναι και δική του, κι ο θάνατός της θάνατός του. Φίλαυτος, όταν δέχτηκε τη θυσία της γυναίκας του, φίλαυτος και τώρα στον πόνο του.
Δεν ακούσαμε από τη σκλάβα να θύμισε η Άλκηστη στον άνδρα της τη μεγάλη αυτοθυσία γι’ αυτόν. Τόσο καλή είναι. Αλλά τώρα (280-325) στις τελευταίες στιγμές της ζωής που της απομένει, με το δικαίωμα που της δίνει η υπέρτατη αυτοθυσία, θα μιλήσει για το δώρο που του έκανε και που του αρνήθηκαν κι οι ίδιοι οι γονείς του, όταν τους παρακάλεσε να πεθάνουν εκείνοι γι’ αυτόν. Δεν έχει να του ζητήσει τίποτε για τον εαυτό της αυτή η πολύ καλή γυναίκα, που την ψυχική της καθαρότητα καμιά σκιά δεν την λεκιάζει. Στα παιδιά της προσηλώνεται όλη η μέριμνά της. Αυτά δε θέλει να δυστυχήσουν. Ας τα αγαπάει ο πατέρας τους κι ας μην τους πάρει μητριά στο σπίτι.
Αυτό είναι το αντάλλαγμα που του ζητάει για τη θυσία της ζωής της, που απ’ αυτήν, το τονίζει, τίποτε δεν μπορεί να είναι πιο ακριβό. Του πρόσφερε πολλά και ζητάει λιγότερα. Και ακόμα του αφήνει το δικαίωμα να καυχιέται πως υπήρξε ο άνδρας της πιο καλής γυναίκας, καθώς και στα παιδιά της, πως είχαν την πιο καλή μητέρα. Ξέρει τι ήταν και πως της αξίζει μια άσβηστη ανάμνηση.
Θα τη θυμάται, της υπόσχεται (328-368) ο Άδμητος, σ’ όλη του τη ζωή, που θα τη γεμίζει η αγάπη του προς αυτή και το μίσος του προς τους γονείς του, που δε θέλησαν να πεθάνουν γι’ αυτόν. Όλη του η ζωή θα είναι ακόμα ένα ατέλειωτο πένθος. Θα έχει και το ομοίωμά της στην κλίνη του. Και την παρακαλεί να μη το λησμονήσει, αλλά να έρχεται στα όνειρά του. Έτσι θα περάσει τη ζωή του, και να τον περιμένει στον Άδη, όπου θα μένουν παντοτινά μαζί. Μαζί θα μένουν και στον τάφο: θα αφήσει στα παιδιά του παραγγελία να θάψουν το κορμί του δίπλα στο κορμί της.
Ήσυχη πια για την τύχη των παιδιών της η Άλκηστη, ύστερα από την υπόσχεση του Άδμητου, πως δε θα ξαναπαντρευτεί, του τα παραδίνει στα χέρια του, και μέσα στ’ αδιάκοπα παρακάλια του άνδρα της να μη φύγει, λέει το τελευταίο χαίρε και αφήνει και την τελευταία της πνοή (375-392).
Έντονο ξεσπάει (393 κ.ε.) το κλάμα του γιου της Ευμήλου, μικρού παιδιού, σε μια μονωδία. Κλαίει την ορφάνια και τη δική του και της μικρής του αδελφής, την ερημιά του πατέρα του και το χαλασμό του σπιτιού.
Ορίζει τώρα (425 κ.ε.) κι ο Άδμητος, ο ηθικός αυτουργός της αυτοθυσίας της γυναίκας του, να κρατηθεί δημόσιο πένθος για ένα χρόνο σ’ ολόκληρη τη Θεσσαλία.
Θα μπορούσε βέβαια ο Άδμητος να αποφύγει τη θυσία της Άλκηστης, αν είχε το σθένος να πεθάνει ο ίδιος για τον εαυτό του κι αν εύρισκε λιγότερο φυσικό να πεθαίνουν άλλοι για χάρη του. Αλλά τότε και μύθος και τραγωδία θα είχαν άλλο περιεχόμενο κι άλλα χαρακτηριστικά θα είχε ο Άδμητος. Θα έβγαινε μια άλλη τραγωδία.
Η ερώτηση, γιατί άφησε ο Άδμητος τη γυναίκα του να πεθάνει, δε μας αφήνει σ’ ολόκληρο το επεισόδιο, παρ’ όλους τους θρήνους του, που αντίθετα τον κάνουν αντιπαθή και αφυπνίζουν την αγανάκτησή μας. Και το μακροχρόνιο πένθος που όρισε δε μας φαίνεται πένθος ψυχής γεμάτης πόνο, αλλά προσπάθεια να εξιλεωθεί μπρος στη σκιά εκείνης που άνανδρα της φόρτωσε μια ανήκουστη θυσία και την έστειλε μάνα με μικρά παιδιά και πριν την ώρα της στον Άδη, κι ας είδε όλη της τη λαχτάρα για τα παιδιά της, που τα άφηνε ορφανά, και για το φως του ηλίου που σαν το ήθελε αβασίλευτο μέσα στην ψυχή της να το πάρει στα σκοτάδια του Κάτω κόσμου, βγήκε από τις σκιερές κάμαρες του παλατιού να το δει για τελευταία φορά στις στερνές της στιγμές.
Γλεντζές προσηλωμένος στη ζωή και στις χαρές της ο Άδμητος (που λογαριάζει για μεγάλη αντίχαρη στη θυσία της Άλκηστης το σταμάτημα των διασκεδάσεών του), δειλός μπροστά στο θάνατο, πρόθυμος να ζητιανεύει από τους άλλους την παράταση της ζωής, αποτελεί με την επονείδιστη φιλαυτία του χτυπητή αντίθεση στην αυτοθυσία της γυναίκας του. Έβλεπε τις τελευταίες ανάσες της γυναίκας του και τα μάτια της φαντασίας του δεν είχαν την οξυδέρκεια να δουν τι μοναξιά τον περίμενε μέσα στο έρημο παλάτι, το στοιχειωμένο από την καλοσύνη και την ομορφιά της. Αυτό το κατάλαβε και το είπε (145) ωραία η σκλάβα: «Ακόμα το κακό, ώσπου να το πάθει, δεν το νιώθει καλά ο βασιλιάς».
Δεν ήξερε ή μάλλον δεν μπόρεσε να διδαχθεί από το παράδειγμα της γυναίκας του, τι θυσίες επιβάλλει η αγάπη. Και γι’ αυτό όλα του τα δεινά κι ο πόνος του δε μας συγκινούν. Είναι η μοίρα των εγωιστών, των δειλών, των νωθρών ή τέλος των απερίσκεπτων να λειώνει η καρδιά τους από τον πόνο και συμπόνια να μη βρίσκουν. Πλήθος άνθρωποι αυτής της ψυχικής υφής ζούσαν, ζουν και πιθανότατα θα ζουν στον κόσμο. Τους ανακαλύπτει ο τραγικός κι αυτούς και τα ελαττώματα τους τα αποκρουστικά, αλλά φυσικά, και γι’ αυτό εικονίζει, κατά την κρίση του Σοφοκλή, τους ήρωες των τραγωδιών του «το ποιοι είναι».
Κι έτσι στις τραγωδίες του βάζει πλάι-πλάι ωραίους και κακούς, όπως είναι και στη ζωή, φως και σκιές.
Πεθαμένη πια η Άλκηστη την ξαναβάζουν στο παλάτι. Έξω απομένει μόνον ο Χορός.
ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (435-475): Θερμά αισθήματα προς την πρόωρα χαμένη εκφράζει ο Χορός. Ας είναι καλόκαρδη στον ανήλιο Άδη κι ας ξέρουν την αξία της κι ο θεός του Κάτω κόσμου κι ο Χάρων, ο γέροντας νεκροπομπός που με τη βάρκα του θα την περάσει από την Αχερουσία λίμνη. Αυτό είναι το περιεχόμενο της Α' Στροφής.
Το θαυμασμό του λαού, που πάντα τον συγκινεί η μεγάλη πράξη (και μεγάλη πράξη είναι και η αυτοθυσία) συνοψίζει ο Χορός στην Α' Αντιστροφή, βεβαιώνοντας πως αδιάκοπα και στη Σπάρτη και στην Αθήνα με τα τραγούδια των ποιητών θα υμνολογείται η πολύ καλή γυναίκα.
Πολύ θα το ποθούσε ο Χορός (Στροφή Β') να είχε τη δύναμη να την ξαναφέρει στο φως του ήλιου από τον σκοτεινό Άδη και θα επιφυλάξει, λέει, όλο το μίσος του για τον Άδμητο, αν την ξεχάσει, γιατί (Αντιστροφή Β') αυτή πάνω στον ανθό της νιότης της έκανε για τον άνδρα της εκείνο που του αρνήθηκαν οι γονείς του.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (476-567): Το μοιρολόι του Χορού το διακόπτει ο ερχομός ενός ξένου. Είναι ο Ηρακλής. Γνωρίζεται από το ρόπαλο και τη λεοντή που είναι ριγμένη στην πλάτη του. Είναι περαστικός για τη Θράκη, όπως είπε ο Απόλλωνας (65-67). Τον στέλνει ο Ευρυσθέας να του φέρει τις ανθρωποφάγες φοράδες του βασιλιά των Θρακών Διομήδη. Ο Άδμητος του κρύβει το θάνατο της Άλκηστης και τον κρατάει να τον φιλοξενήσει. Ναι, έχει κάποιο πένθος, του λέει, μα είναι μια ξένη γυναίκα που ζούσε στο σπίτι του. Η φιλοξενία, απαίτηση και εντολή του Ξένιου Δία, είναι κοσμοξάκουστη αρετή με την οποία αχώριστος ζει ο Άδμητος στους θρύλους. Ποτέ του δεν έκλεισε την πόρτα σε ξένους. Το ίδιο κάνει και σήμερα, που είναι η πικρότερη μέρα της ζωής του.
ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (568-604): Δοξολογία για το φιλόξενο σπίτι του Άδμητου είναι τούτο το Στάσιμο. Έπνιξε τον πόνο του ο νοικοκύρης τούτου του σπιτιού, άνοιξε τις πόρτες του και δέχτηκε τον ξένο. Είναι καλός και θεοφοβούμενος, γιατί φόβος θεού είναι η φιλοξενία.
Δε μένει απαρατήρητη από το Χορό η ωραία πράξη, η σύμφωνη με το θέλημα του προστάτη των ξένων, και βγαίνει το συμπέρασμα: Τέτοιος άνθρωπος μπορεί να μην ευτυχήσει τελικά; Κάτι ελπίζει ο Χορός. Κάτι ελπίσαμε κι εμείς, όταν ήρθε ο Ηρακλής, και λέμε μέσα μας: Γιατί να μη του πει τίποτα ο Άδμητος;
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (605-860): Στην πόρτα του παλατιού προβάλλει νεκρική συνοδεία. Βγάζουν την Άλκηστη για την τελευταία της κατοικία. Δεν πρόφτασαν να βγουν καλά-καλά από το παλάτι και φτάνει ο Φέρης, ο πατέρας του Άδμητου, με πλούσια χαρίσματα για τη νεκρή. Αλλά ο Άδμητος, που του είναι αδύνατο να ξεχάσει πως δε δέχτηκαν οι γονείς του να πεθάνουν γι’ αυτόν και πως έτσι αναγκάστηκε να στείλει τη γυναίκα του στον Άδη, δεν καταδέχεται τίποτε από τα χαρίσματα του πατέρα του.
Εδώ ο Ευριπίδης έχει την ευκαιρία να παρουσιάσει έναν πολύ διασκεδαστικό για τους φιλόδικους Αθηναίους «αγώνα λόγων», τη φιλονικία γιου (629-672) και πατέρα (673-705) μπρος στο λείψανο.
Είναι γενναιόδωροι και οι δυο σε βρισιές, διατυπωμένες με όλους τους κανόνες της ρητορείας της γεμάτης οξύτητα, πικρία, αγανάκτηση και σαρκασμό. Και η φιλονικία τους δεν ξεθυμαίνει με τον «αγώνα λόγων», παρατείνεται (710-738) με στιχομυθία γεμάτη απειλές μέχρι την ώρα που έφυγε ο Φέρης, σταλμένος στα τσακίδια από τον εξοργισμένο γιο του.
Τώρα προχωράει ξανά η νεκρική πομπή και την ακολουθεί κι ο Χορός (μετάσταση Χορού) με βήμα που το ρυθμίζουν οι αποχαιρετιστήριοι (741-746) προς τη νεκρή ανάπαιστοι του κορυφαίου. Έτσι μένει άδεια η σκηνή από ηθοποιούς κι η ορχήστρα από το Χορό.
Όταν άδειασε ορχήστρα και σκηνή, ο δούλος που είχε λάβει παραγγελία από τον Άδμητο να οδηγήσει τον Ηρακλή στον ξενώνα και να τον φιλέψει, βγαίνει πολύ αγανακτισμένος από το παλάτι και μονολογεί: Φίλεψε κόσμο και κοσμάκη ως τώρα στο παλάτι του αφέντη του, μα τέτοιον αφιλότιμο ξένο τώρα πρωτοβλέπει. Ακούς εκεί να καθίσει να φιλοξενηθεί, ενώ είδε δακρυσμένο τον αφέντη! Στρώθηκε στο τραπέζι και δεν είχε χορτασμό ούτε από φαΐ ούτε από πιοτό. Μέθυσε και δεν ξέρει τι κάνει. Εδώ θρηνούν νεκρό, κι αυτός τραγουδάει! Και το τραγούδι του σα γάβγισμα σκύλου! Ξένος μισητός και σιχαμένος, που με τον ερχομό του έγινε αφορμή να μην παρακολουθήσει το ξόδι της καλή του κι αλησμόνητης κυράς ο καημένος ο δούλος, που τόσο την αγαπούσε.
Επάνω στο μονόλογο του δούλου βγαίνει ο Ηρακλής μισομεθυσμένος, με στεφάνι στο κεφάλι και με μια κανάτα στο χέρι. Δε χωνεύει το σκλάβο που τον περιποιήθηκε με μούτρα κατσουφιασμένα. Τον βλέπει και του φωνάζει: Δε φιλεύουν έτσι τους επισκέπτες. Τι μούτρα είναι αυτά; Ε, πέθανε κάποιος, αλλά αυτός δεν είναι του σπιτιού. Ας μη το παίρνει λοιπόν βαριά. Η ζωή θέλει καλοπέραση, κρασί και ερωτικά παιχνίδια. Ας μη ξεχνούμε, πως θα πεθάνουμε μια μέρα. Έτσι ο ακατάβλητος ήρωας, που πηγαίνει για τον όγδοο άθλο του, ξεστράτισε εδώ σε κήρυκα υλιστικής βιοθεωρίας. Αλλά δε θα βαστάξει για πολύ η ανάπτυξη της φιλοσοφίας του. Θα ξαναγίνει Ηρακλής. Από τη συζήτηση που κάνει με το δούλο, μαθαίνει πως δεν ήταν ξένος ο σημερινός νεκρός, ήταν η Άλκηστη. Ξαφνιάζεται τώρα ο Ηρακλής κι αμέσως πετάει κάτω στεφάνι και κανάτα. Και παίρνει την απόφασή του: Θα ξεπληρώσει τη φιλοξενία του Άδμητου. Θα τρέξει στον τάφο της Άλκηστης. Εκεί θα βρει το Θάνατο και θα του την αρπάξει από τα χέρια του και θα την ξαναφέρει στον άνδρα της, που έσφιξε την καρδιά του και δεν του είπε τίποτε, για να μην του χαλάσει τη διάθεση. Αυτά είπε και φεύγει. Θυμόμαστε πως ο Απόλλωνας προανήγγειλε τον ερχομό του. Περιμένουμε να πραγματοποιηθεί η προαγγελία του μαντικού θεού και στο δεύτερο σημείο της, στην αρπαγή της Άλκηστης από τα χέρια του Θανάτου, γιατί τον ξέρουμε τον Ηρακλή σαν κουρσευτή του Άδη.
ΕΠΙΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (861-961): Όταν έφυγε ο Ηρακλής, επιστρέφει ο Άδμητος από την κηδεία με τη νεκρώσιμη ακολουθία του. Τον ακολουθεί κι ο Χορός (επιπάροδος) που ξαναπαίρνει τη θέση του στην ορχήστρα.
Τώρα που βρίσκεται ο Άδμητος μπροστά στο έρημο παλάτι του, αντιλαμβάνεται την αθεράπευτη πραγματικότητα. Θλίψη τον καταπιέζει, όταν συλλογίζεται τις σκοτεινές μέρες που τον περιμένουν εκεί μέσα.
Τρομάζει όταν φέρνει στο νου του την καταφρόνια του κόσμου που θα τον βαραίνει σ’ όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, γιατί έβαλε τη γυναίκα του να πεθάνει για χάρη του.
Τώρα για πρώτη φορά βλέπουν καθαρά τα μάτια του, που του τα είχε σκοτίσει η εγωιστική του προσήλωση στη ζωή, και του αποκαλύπτεται πως θα ήταν πολύ πιο καλύτερα, αν είχε πεθάνει.
Τούτος ο πόνος του τον εξαγνίζει. Τον ξέρουμε τόσο ευτυχισμένο και τώρα τον βλέπουμε τόσο δυστυχισμένο, ώστε τον λυπούμαστε. Το ίδιο συναίσθημα κατέχει και το Χορό, που προσπαθεί να τον παρηγορήσει. Δέχεται ο Χορός πως μεγάλη είναι η συμφορά, για να προσθέσει πως δε γίνεται τίποτε με τη θλίψη, πως αυτή η μοίρα των θνητών, να τους χτυπούν βαριές συμφορές, πως χρειάζεται υπομονή.
Αλλά για τον Άδμητο παρηγοριά δεν υπάρχει. Σκεπάζεται με τον μανδύα του. Δεν μπαίνει στο παλάτι. Στέκει μπροστά στην πόρτα σιωπηλός και ακίνητος.
ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (962-1005): Συγκινημένος ο Χορός από το βαρύ χτύπημα του Άδμητου, που του το έδωσε μοίρα σκληρή, αίρεται σε απαισιόδοξη θεώρηση (Στροφή 1) των ανθρώπινων πραγμάτων. Δεν υπάρχει τίποτε πιο δυνατό από την «Ανάγκη», την άσπλαχνη θεότητα, την κουφή στις ικεσίες, που όλα τα νικάει, που γι’ αυτήν ούτε ο Ορφέας άφησε γιατροσόφια, ούτε ο Απόλλωνας βρήκε βότανα. Μερικεύοντας τη σκέψη του έρχεται (Στροφή 2) στον Άδμητο: Τώρα τον έπιασε κι αυτόν στα δυνατά της χέρια η Ανάγκη. Όσο κι αν κλάψει ο άμοιρος, τίποτε δεν θα κάνει. Ας έχει όμως υπομονή. Αυτή είναι η μοίρα των θνητών. Αλλά (αντιστροφή 2) ας την πήρε ο Θάνατος, θα ζει στην ανάμνηση των ανθρώπων, που τον τάφο της θα τον τιμούν σαν βωμό θεών, γιατί υπήρξε σύζυγος ιδανική.
ΕΞΟΔΟΣ (1006-τέλος): Με τις τελευταίες λέξεις του Γ' Στάσιμου έρχεται από τα αριστερά ο Ηρακλής κρατώντας από το χέρι μια γυναίκα σκεπασμένη με πέπλο. Θυμόμαστε τα λόγια του Απόλλωνα, κι είμαστε βέβαιοι ότι είναι η Άλκηστη. Πρώτα-πρώτα (1006-1018) διατυπώνει παράπονα προς τον Άδμητο, που δεν του φανέρωσε το θάνατο της Άλκηστης. Έδειξε μ’ αυτή του την παράληψη πως δεν τον λογάριαζε για φίλο γκαρδιακό. Και του έκανε και μια μεγάλη προσβολή: τον άφησε να γλεντάει μέσα σ’ ένα σπίτι που κλαίγανε το νεκρό.
Τώρα θα επακολουθήσει μια σκηνή διασκεδαστική. Τη γυναίκα που φέρνει ο Ηρακλής, κερδισμένη, καθώς του λέει, σ’ έναν αγώνα, του προτείνει του Άδμητου να την κρατήσει στο σπίτι του, ώσπου να γυρίσει από τη Θράκη. Κι αν δε γυρίσει, χάρισμά του.
Ξαφνιασμένος ο Άδμητος από τούτη την απροσδόκητη δωρεά, δε τη δέχεται. Όχι, του λέει, γυναίκα στο σπίτι του δε μπάζει. Άδικα προσπαθεί ο Ηρακλής να τον ηρεμήσει και του δίνει τη συμβουλή να κοιτάξει να παρηγορηθεί με καμιά άλλη γυναίκα και να γιατρευτεί από τον πόθο της Άλκηστης με καινούργιο γάμο. Όχι, ο Άδμητος είναι αφοσιωμένος στη μνήμη της.
Μα τον λύγισε η επιμονή του Ηρακλή. Δίνει λοιπόν διαταγή στους δούλους του ο Άδμητος να την οδηγήσουν επιτέλους μέσα στο παλάτι του. Όμως του Ηρακλή η φορτικότητα δεν εξαντλήθηκε ακόμα. Θέλει να δει τον Άδμητο να την πιάσει με το χέρι του και να την οδηγήσει αυτός ο ίδιος μέσα στο παλάτι. Δεν έχει, λέει, εμπιστοσύνη στους δούλους. Μα η αλήθεια είναι πως δε ζητάει τίποτε περισσότερο τίποτε λιγότερο, παρά να τον κάνει να φερθεί σα γαμπρός που οδηγεί τη νύφη στο νυφικό θάλαμο. Τέλος, θέλοντας και μη θέλοντας ο Άδμητος πειθαναγκάζεται από τον ενοχλητικό και φορτικότατο φίλο του να απλώσει το χέρι του στην κουκουλωμένη γυναίκα, που του φαίνεται μάλιστα και νέα κάτω από τα πέπλα της, και να την πιάσει. Καθώς την πιάνει, στρέφει το κεφάλι του προς την αντίθετη μεριά, λες και είχε μπροστά του, όπως του λέει γελώντας ο Ηρακλής, τη Μέδουσα, που απολίθωνε όσους την έβλεπαν, και φοβάται α την αντικρύσει με τον απολιθώσει κι αυτόν. Γέλια ξεσπούν στο θέατρο. Ξέρουν πως η γυναίκα, που του έφερε ο Ηρακλής, και που ο Άδμητος τη βλέπει σαν πειρασμό, είναι η Άλκηστη. Αρκετά διασκεδάζει ο Ηρακλής, που τώρα του αποκαλύπτεται και μια άλλη ιδιότητά του: είναι χωρατατζής.
Τώρα που την κρατάει ο Άδμητος, ο Ηρακλής της τραβάει το πέπλο και επιμένει να γυρίσει να την δει ο φίλος του στο πρόσωπο: «Για δες την, του λέει, μήπως μοιάζει με τη γυναίκα σου; Άδμητε, είσαι ευτυχής, μη στενοχωριέσαι!» (1122).
Τι να κάνει μ’ αυτόν τον ενοχλητικό τον ξένο; Γύρισε και την είδε. Η Άλκηστη! Αλήθεια, αυτή είναι ή τον κοροϊδεύει κανένας θεός;
Η Άλκηστη είναι, τον βεβαιώνει ο Ηρακλής. Την έβγαλε από μέσα από τα χέρια του Θανάτου. Τρελός σχεδόν από την απροσδόκητη ευτυχία του ο Άδμητος, παίρνει τη γυναίκα του και την κλείνει στην αγκαλιά του. Και στην απορία του, γιατί δεν του μιλάει, ο Ηρακλής δίνει την πληροφορία, πως σε τρεις μέρες θα ακούσει τη φωνή της.
Τον τύπο της αφοσιωμένης συζύγου ο Ευριπίδης τον βρήκε έτοιμο στη μυθολογική παράδοση, που τροφοδοτούσε την Τραγωδία, όπως παλαιότερα είχε τροφοδοτήσει και το Έπος. Η μυθολογική παράδοση πρόσφερε το υλικό για την κατασκευή μιας τραγωδίας, όπως η πείρα της ζωής, οι τύποι και τα πάθη των ανθρώπων, σ’ ένα σύγχρονό μας δραματικό ποιητή. Πήρε από την παράδοση λοιπόν ο Ευριπίδης έναν εξατομικευμένο τύπο, την Άλκηστη, κι ανέλαβε να παρουσιάσει με την τραγωδία του, τις τελευταίες της ώρες της ζωής της. Και μας την εμφανίζει σε μια θυμική κατάσταση, όπου μας συγκινεί και ως γυναίκα που χωρίζεται τον άνδρα της και ως μητέρα που αφήνει τα παιδιά της και ως άνθρωπος που του προσφέρεται το πικρό ποτήρι του θανάτου στο άνθισμα της νιότης. Δεν είναι απαθής προς το θάνατο η Άλκηστη. Την αγαπάει τη ζωή και πονάει που τη χάνει. Έτσι η αυτοθυσία της υψώνεται σ’ επίπεδο ηρωικής πράξης.
Στο θέατρό του ο Ευριπίδης πλάι στις ωραίες μορφές παρουσιάζει και τύπους άνανδρων, σκληρών, φιλόδοξων, άπιστων, εγωιστών. Φως και σκιές συνθέτουν και τούτο το δράμα, όπως και τη ζωή, όπου οι κακοί διαγκωνίζονται με τους καλού. Παρουσιάζει τα ελαττώματα των κακών δίπλα στις αρετές των καλών, το ωραίο πλάι στο άσχημο, το κακό πλάι στο αγαθό, τη φιλαυτία πλάι στη συγκινητική αφοσίωση. Έτσι με αυτή την αντιθετική παράθεση εξαίρεται το αγαθό και το ωραίο, η αρετή φεγγοβολάει και η σκοτεινιά του κακού γίνεται πιο χτυπητή.
Τύπος νεαρού και με αδύνατο χαρακτήρα φίλαυτου, που έχει ευκολότερα τα δάκρυα από την ανδρική πράξη, μας παρουσιάζεται εδώ ο Άδμητος με τη νοοτροπία του την εγωιστική, πως η αγάπη των γονέων ή της συζύγου πρέπει να μεταφράζεται σε εκούσιο θάνατο για χάρη του. Και τη φιλαυτία και του Άδμητου και του πατέρα του, που πλάι στην ακτινοβολία της Άλκηστης φαίνονται πιο αποκρουστικές, δεν κοίταξε καθόλου ο Ευριπίδης να τις συγκαλύψει, αντίθετα τις επιδεικνύει. Δεν είναι λοιπόν εδώ ο Ευριπίδης μονάχα υμνητής του καλού, κρατάει και μαστίγιο για το κακό. Και του κακού το τσουχτερότερο μαστίγωμα είναι το ρεαλιστικό φανέρωμά του. Δε μας κάνει εντύπωση όμως που η Άλκηστη θυσιάζεται για έναν ανάξιό της. Δε λογικεύεται ο έρωτας. Πολλοί αγάπησαν ανάξιες, και πολλές πάλι αφοσιώθηκαν σε ανάξιους.
Η «Άλκηστις», το αρχαιότερο απ’ όσα δράματα του Ευριπίδη σώζονται, παίχτηκε στα Μ. Διονύσια του 438 π.Χ. αντί σατυρικού δράματος, που παιζόταν μετά τη σεμνή τραγική τριλογία, και για διατήρηση της παράδοσης της διονυσιακής ευθυμίας και για ξεκούρασμα των θεατών ύστερα από τις συγκινήσεις τριών στη σειρά τραγωδιών.
Την ευθυμία που άλλοι τραγικοί ποιητές, ή και ο ίδιος άλλοτε, μετέδιδαν με σατυρικό δράμα, τώρα ο Ευριπίδης την μεταδίδει με τα κωμικά, δηλαδή τα γνήσια διονυσιακά στοιχεία της τραγωδίας του, που τα απαιτούσε η διονυσιακή γιορτή. Έτσι η «Άλκηστις» με τα εύθυμα στοιχεία της ξαναγύρισε στην ευθυμία προτύπων παλαιότερου σταδίου της Τραγωδίας, που άφησε τα ίχνη του στο όνομα «τραγωδία», που συνδέεται με τράγους και εύθυμους Σάτυρους.
Η «Άλκηστις» αρχίζει από δυστυχία και καταλήγει σ’ ευτυχία,[1] «πράγματα που ανήκουν στην κωμωδία μάλλον», όπως σημειώνει στην «Υπόθεση» του έργου ο αρχαίος γραμματικός.Κωμικός εμφανίζεται ο Ηρακλής με όσα λέει γι’ αυτόν ο δούλος που τον περιποιήθηκε, και κωμικό τον βλέπουμε κι εμείς, όταν βγαίνει μεθυσμένος από το παλάτι με την κανάτα στο χέρι και καταπιάνεται να μυήσει τον δούλο του Άδμητου στα διδάγματα μιας βιοθεωρίας που την ανακάλυψε με τη βοήθεια του κρασιού. Όταν φέρνει την Άλκηστη στον Άδμητο, παίζεται μπροστά μας μια σκηνή αρκετά γουστόζικη που μας κάνει και γελάμε.[2]
Υποσημειώσεις:
[1] Από τις 17 τραγωδίες του Ευριπίδη, πέντε καταλήγουν σ’ ευτυχία: Άλκηστις, Ελένη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, Ίων, Ορέστης, χωρίς να αντικαθιστούν, όπως η Άλκηστις, δράμα σατυρικό.
[2] Ο μύθος της Άλκηστης, που κυκλοφορούσε στην αρχαία Ελλάδα σε δημοτικά τραγούδια, έφτασε κάπως μεταπλασμένος έως τη Νεοελληνική δημοτική ποίηση. Τον βρίσκουμε σε δημοτικό τραγούδι του Πόντου (Ν. Ανδριώτη, «Ο μύθος της Άλκηστης στη δημοτική ποίηση του Πόντου», στο Ημερολόγιο της Μ. Ελλ., 1930, σελίδες 452-457). Βλέπε και Ν. Πολίτη στη «Νεοελληνική Μυθολογία», 1874, σελίδα 278, στη «Λαογραφία» Α' σελίδα 202 κ.ε. και ΣΤ' 278. Ο μύθος βρίσκεται και στους Ινδούς, τους Βαλκανικούς και άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς, είναι δηλαδή μύθος ινδοευρωπαϊκός.
Από το μονόλογο μαθαίνουμε πως ο Δίας είχε σκοτώσει με κεραυνό το γιο του Απόλλωνα Ασκληπιό. Οργισμένος τότε ο Απόλλωνας για τη θανάτωση του γιου του, σκότωσε τους Κύκλωπες, που είχαν φτιάξει τους κεραυνούς του Δία. Οργισμένος κι ο Δίας γι’ αυτό το φόνο των Κυκλώπων, υποχρέωσε τον Απόλλωνα να φύγει από τον Όλυμπο και να πάει, ένας θεός αυτός, να γίνει για μια χρονιά δούλος ενός θνητού, του Άδμητου. Δούλος πια του Άδμητου ο Απόλλωνας εκτίμησε την καλοσύνη του θνητού αφέντη του, τον αγάπησε και του έγινε προστάτης. Έπεισε λοιπόν τις Μοίρες που ρυθμίζουν το ριζικό των ανθρώπων να μη πεθάνει ο Άδμητος, αν έβρισκε κανέναν αντικαταστάτη στο θάνατό του. Τη θυσία αυτή, που δεν τη δέχτηκαν ούτε οι γονείς του, πρόθυμα τη δέχτηκε η γυναίκα του η Άλκηστη.
Έτσι ως εδώ μάθαμε τα έξω του δράματος, όπου με την ηρωική απόφαση που πήρε η Άλκηστη, την εμπνευσμένη από ανεξάντλητη αφοσίωση στον άνδρα της, αστράφτει για πρώτη φορά η φεγγοβολή που θα τυλίξει σ’ ολόκληρη την τραγωδία αυτήν τη νέα την καμωμένη για τη ζωή και την ευτυχία, που όμως αυτή τις αρνήθηκε, για να υψωθεί σε ασύγκριτο πρότυπο συζυγικής αγάπης πλάι στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, άλλο πρότυπο άλλης αρετής, της αγάπης αδελφής προς αδελφό.
Τώρα η Άλκηστη χαροπαλεύει μέσα στο παλάτι.
Σαν τέλειωσε το μονόλογό του ο Απόλλωνας ξεκίνησε να φύγει από το παλάτι του Άδμητου, για να μη μολυνθεί από το ψυχομαχητό και την τελετή της Άλκηστης. Αλλά παρουσιάζεται ο Θάνατος. Είναι μαυροντυμένος, φοβερός στην όψη, κρατάει σπαθί στο χέρι και στις πλάτες του έχει μαύρες φτερούγες. Μπαίνουμε πια στη δεύτερη σκηνή του Πρόλογου, τη διαλογική μεταξύ Θανάτου και Απόλλωνα.
Ο Θάνατος, μόλις είδε τον Απόλλωνα, του βάζει τις φωνές. Δεν σου έφτασε, του λέει, που ματαίωσες το θάνατο του Άδμητου, τώρα θέλεις να μου πάρεις και την Άλκηστη; Αυτό πια πάει πολύ, αδύνατο να το δεχτεί. Δεν του έλλειψε του Θανάτου κι ένα βαρύηχο επιχείρημα: Αδικούνται οι θεοί του Κάτω κόσμου. Του κάκου προσπαθεί ο Απόλλωνας να του αλλάξει τη γνώμη και να του πάρει μια αναβολή. Ο Θάνατος είναι αμετάπειστος και σκληρός, όπως τον είπαν κι όλες οι χαροκαμένες γυναίκες στα πικρά τους μοιρολόγια.
Φεύγοντας ο Απόλλωνας, ύστερα από τα άκαρπα παρακάλια του προς το Θάνατο, έχει να του απευθύνει μια πρόρρηση χαιρέκακη και γεμάτη περιφρόνηση, που μας αφήνει μια ελπίδα ισοδύναμη με βεβαιότητα. Είπε ο θεός, που μπορούσε αλάθευτα να βλέπει στα ανεξιχνίαστα σκότη του μέλλοντος, πως σε λίγο θα φτάσει εδώ στο παλάτι του Άδμητου, περαστικός για τη Θράκη, κάποιος ατρόμητος και δυνατός, που θα πάρει την Άλκηστη μέσα από τα χέρια του Θανάτου. Και τα χείλη του Απόλλωνα, του Θεού της μαντικής, ψέματα δε λένε. Ελπίζουμε.
Δε χάνει η τραγωδία το ενδιαφέρον της με αυτή την προαγγελία για την τελική τύχη της Άλκηστης, τη γνωστή κι από τους θρύλους στο ακροατήριο, που δεν πήγε στο θέατρο για να δοκιμάσει αγωνία από απρόβλεπτα γεγονότα ούτε για να ικανοποιήσει παιδαριώδη περιέργεια, σαν αυτή που προκαλείται από τα σύγχρονα αστυνομικά δράματα. Το ακροατήριο ενδιαφέρεται για την άρτια και καλλιτεχνική ηθογραφία μιας νεαρής γυναίκας στις τελευταίες της στιγμές, που αφήνει άντρα αγαπημένο, ζωή ευτυχισμένη, νιάτα και μικρά παιδιά.
Όταν έφυγε ο Απόλλωνας, για να μη μολυνθεί, όπως είπε, μπήκε κι ο Θάνατος στο παλάτι για την Άλκηστη. Η σκηνή άδειασε.
ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (77-135): Δεκαπέντε Φεραίοι, που αποτελούν το Χορό της τραγωδίας, μπαίνουν στην ορχήστρα. Έρχονται να μάθουν τι απέγινε η ετοιμοθάνατη λατρεμένη βασίλισσά τους. Και επειδή δε βγαίνει κανείς από το παλάτι να τους πει τίποτε, δεν ξέρουν τι να πιστέψουν. Ταλαντεύονται ανάμεσα σε δυο συναισθήματα. Ελπίζουν στην αρχή πως ζει, τελευταία όμως τους πιάνει μαύρη απαισιοδοξία.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (136-434): Μια σκλάβα βγαίνει κλαίγοντας από το παλάτι κι αναγγέλλει στο χορό πως δεν υπάρχει ελπίδα να σωθεί η βασίλισσα. Μονάχη της λούστηκε και στολίστηκε για το αγύριστο ταξίδι. Ύστερα γονατιστή μπρος στο άγαλμα της Εστίας, της προστάτισσας του σπιτιού, της ζήτησε να προστατεύει τα παιδιά της, που σε λίγο θα έμεναν ορφανά. «Δάκρυ δεν έχυνε η γενναία κι ούτε άλλαξε το ωραίο φυσικό της χρώμα», λέει με θαυμασμό η σκλάβα, γιατί θαυμάζεται πάντοτε η γενναιότητα.
Άνοιξαν όμως οι κρουνοί των δακρύων της Άλκηστης, όταν μπήκε στη νυφική της κάμαρη κι έπεσε επάνω στην κλίνη της. Εκεί ξέσπασε ο πόνος της: Άλλη γυναίκα θα πλαγιάσει σ’ αυτή την κλίνη, κράζει με απόγνωση η Άλκηστη, η τόσο ηρωική με την απόφαση που πήρε, αλλά και τόσο ανθρώπινη στον πόνο της. Κάνει να φύγει από την κλίνη, και πάλι ξαναγυρίζει σέρνοντας μαζί της και τα παιδιά της, που πιασμένα από τα πέπλα της και με δάκρυα στα μάτια δεν φεύγουν από κοντά της. Λίγες είναι οι στιγμές που θα τα βλέπει και γι’ αυτό θλιμμένη τα αρπάζει κι αχόρταγα τα σφίγγει στην αγκαλιά της.
Με μάτια δακρυσμένα κι οι δούλοι του σπιτιού ξεπροβοδίζουν για τον Άδη την καλή τους την κυρά, που για τον καθένα έχει έναν καλό λόγο να του πει. Πόσο δυστυχισμένος είναι ο Άδμητος που χάνει τέτοια γυναίκα, τέτοιο πόνο ποτέ δε θα τον ξεχάσει (στίχος 198), είναι το συμπέρασμα της σκλάβας, που δεν του λείπει κι ένας τόνος αποδοκιμασίας για τον Άδμητο που γλύτωσε τη ζωή του και δεν έσβησε, τόνος πολύ αδύνατος βέβαια, γιατί λέγεται για βασιλιά κι αφέντη. Συντριμμένος κι ο Άδμητος από τον πόνο του, κρατάει στην αγκαλιά του τη γυναίκα του που χαροπαλεύει και την ικετεύει να μην τον αφήσει μόνο στη ζωή.
Με τα λόγια της ταπεινής σκλάβας μάς απεικόνισε ο Ευριπίδης τις τελευταίες στιγμές της βασίλισσας, που μας την παρουσιάζει πονεμένη να διατρέχει το σπίτι της, να κλαίει επάνω στην κλίνη της, να στρέφεται γεμάτη μητρική στοργή προς τα παιδιά της και να αποχαιρετάει τους ανθρώπους του σπιτιού. Ένας ρεαλισμός λεπτομερειών μας παρουσιάζει τον αποχαιρετισμό μιας ζωντανής, που σε λίγο θα φύγει για πάντα με τον πόνο πως χωρίζεται από πρόσωπα αγαπημένα.
Είπε η σκλάβα όσα είχε να πει και ξαναμπήκε στο παλάτι, για ν’ αναγγείλει πώς πιστοί στη βασιλεία Φεραίοι βρίσκονται μπρος στις πόρτες.
Αλλά, να, η βασίλισσα βγαίνει έξω από το παλάτι. Την κρατάει ο άνδρας της. Τα δυο παιδιά της την κρατούν από τα πέπλα της. Σκλάβοι και σκλάβες ακολουθούν. Τοποθετούν ένα ανάκλιντρο. Επάνω σ’ αυτό βάζουν την Άλκηστη. Έτσι έγινε και ο τελευταίος της πόθος: βγήκε έξω, βλέπει τον ήλιο και το φως της ημέρας. Τον ήλιο και το φως και τα νέφη, που αρμενίζουν στο γαλάζιο ουρανό, τη γη και το παλάτι χαιρετάει τώρα στο ψυχομαχητό της και ταξιδευτής ο νους της φτάνει στην Ιωλκό στο πατρικό της σπίτι, όπου έζησε τα ξένοιαστα παιδικά της χρόνια. Τα θυμάται τώρα που θα φύγει, μέσα σε τούτη τη δυστυχία ξαναφέρνει στο νου της όλη την περασμένη ευτυχία, και γι’ αυτό από τα βάθη του στήθους βγαίνει η κραυγή «παρθενικό κρεβάτι στην πατρίδα μου την Ιωλκό» (249).
Μέσα στην αγωνία της και στην έξαψη της φαντασίας της (252-264) βλέπει την ακρογιαλιά της Αχερουσίας κι εκεί το Χάροντα, τον περάτη των νεκρών. Όρθιος στη βάρκα του βιάζεται να περάσει τη λίμνη και της φωνάζει να μην αργοπορεί. Βλέπει και τον Θάνατο. Τον γνώρισε από τις μαύρες του φτερούγες. Και καθώς απλώνει το χέρι του να την πάρει, έντρομη κραυγάζει: «Άφησέ με! Τι θέλεις να κάνεις;» Ολότελα αδυνατισμένη πια, ζητάει να την ξαπλώσουν.
«Νύχτα σκοτεινή έρχεται στα μάτια μου σιγά-σιγά», λέει με σβηστή φωνή και στα παιδιά της που θα μείνουν ορφανά, αφήνει την ευχή της: «Άμποτε, παιδιά μου, αυτό το φως χαρούμενα να το θωρείτε».
Μπροστά σ’ αυτήν την αγωνία της Άλκηστης ο Άδμητος, που είχε βρει φυσικό να δεχτεί τη θυσία της γυναίκας του, δεν κράτησε το στόμα του κλειστό (273-279). Την παρακαλούσε να μην τον αφήσει και φύγει για τον Άδη, στέναζε για τη σκληρή τους τύχη, για το θάνατο εκείνης και για τη δική του εγκατάλειψη μονάχου στη ζωή, και την ικέτευε ούτε αυτόν να απαρνηθεί ούτε τα παιδιά της να αφήσει ορφανά, και τη διαβεβαίωνε πως η δική της ζωή είναι και δική του, κι ο θάνατός της θάνατός του. Φίλαυτος, όταν δέχτηκε τη θυσία της γυναίκας του, φίλαυτος και τώρα στον πόνο του.
Δεν ακούσαμε από τη σκλάβα να θύμισε η Άλκηστη στον άνδρα της τη μεγάλη αυτοθυσία γι’ αυτόν. Τόσο καλή είναι. Αλλά τώρα (280-325) στις τελευταίες στιγμές της ζωής που της απομένει, με το δικαίωμα που της δίνει η υπέρτατη αυτοθυσία, θα μιλήσει για το δώρο που του έκανε και που του αρνήθηκαν κι οι ίδιοι οι γονείς του, όταν τους παρακάλεσε να πεθάνουν εκείνοι γι’ αυτόν. Δεν έχει να του ζητήσει τίποτε για τον εαυτό της αυτή η πολύ καλή γυναίκα, που την ψυχική της καθαρότητα καμιά σκιά δεν την λεκιάζει. Στα παιδιά της προσηλώνεται όλη η μέριμνά της. Αυτά δε θέλει να δυστυχήσουν. Ας τα αγαπάει ο πατέρας τους κι ας μην τους πάρει μητριά στο σπίτι.
Αυτό είναι το αντάλλαγμα που του ζητάει για τη θυσία της ζωής της, που απ’ αυτήν, το τονίζει, τίποτε δεν μπορεί να είναι πιο ακριβό. Του πρόσφερε πολλά και ζητάει λιγότερα. Και ακόμα του αφήνει το δικαίωμα να καυχιέται πως υπήρξε ο άνδρας της πιο καλής γυναίκας, καθώς και στα παιδιά της, πως είχαν την πιο καλή μητέρα. Ξέρει τι ήταν και πως της αξίζει μια άσβηστη ανάμνηση.
Θα τη θυμάται, της υπόσχεται (328-368) ο Άδμητος, σ’ όλη του τη ζωή, που θα τη γεμίζει η αγάπη του προς αυτή και το μίσος του προς τους γονείς του, που δε θέλησαν να πεθάνουν γι’ αυτόν. Όλη του η ζωή θα είναι ακόμα ένα ατέλειωτο πένθος. Θα έχει και το ομοίωμά της στην κλίνη του. Και την παρακαλεί να μη το λησμονήσει, αλλά να έρχεται στα όνειρά του. Έτσι θα περάσει τη ζωή του, και να τον περιμένει στον Άδη, όπου θα μένουν παντοτινά μαζί. Μαζί θα μένουν και στον τάφο: θα αφήσει στα παιδιά του παραγγελία να θάψουν το κορμί του δίπλα στο κορμί της.
Ήσυχη πια για την τύχη των παιδιών της η Άλκηστη, ύστερα από την υπόσχεση του Άδμητου, πως δε θα ξαναπαντρευτεί, του τα παραδίνει στα χέρια του, και μέσα στ’ αδιάκοπα παρακάλια του άνδρα της να μη φύγει, λέει το τελευταίο χαίρε και αφήνει και την τελευταία της πνοή (375-392).
Έντονο ξεσπάει (393 κ.ε.) το κλάμα του γιου της Ευμήλου, μικρού παιδιού, σε μια μονωδία. Κλαίει την ορφάνια και τη δική του και της μικρής του αδελφής, την ερημιά του πατέρα του και το χαλασμό του σπιτιού.
Ορίζει τώρα (425 κ.ε.) κι ο Άδμητος, ο ηθικός αυτουργός της αυτοθυσίας της γυναίκας του, να κρατηθεί δημόσιο πένθος για ένα χρόνο σ’ ολόκληρη τη Θεσσαλία.
Θα μπορούσε βέβαια ο Άδμητος να αποφύγει τη θυσία της Άλκηστης, αν είχε το σθένος να πεθάνει ο ίδιος για τον εαυτό του κι αν εύρισκε λιγότερο φυσικό να πεθαίνουν άλλοι για χάρη του. Αλλά τότε και μύθος και τραγωδία θα είχαν άλλο περιεχόμενο κι άλλα χαρακτηριστικά θα είχε ο Άδμητος. Θα έβγαινε μια άλλη τραγωδία.
Η ερώτηση, γιατί άφησε ο Άδμητος τη γυναίκα του να πεθάνει, δε μας αφήνει σ’ ολόκληρο το επεισόδιο, παρ’ όλους τους θρήνους του, που αντίθετα τον κάνουν αντιπαθή και αφυπνίζουν την αγανάκτησή μας. Και το μακροχρόνιο πένθος που όρισε δε μας φαίνεται πένθος ψυχής γεμάτης πόνο, αλλά προσπάθεια να εξιλεωθεί μπρος στη σκιά εκείνης που άνανδρα της φόρτωσε μια ανήκουστη θυσία και την έστειλε μάνα με μικρά παιδιά και πριν την ώρα της στον Άδη, κι ας είδε όλη της τη λαχτάρα για τα παιδιά της, που τα άφηνε ορφανά, και για το φως του ηλίου που σαν το ήθελε αβασίλευτο μέσα στην ψυχή της να το πάρει στα σκοτάδια του Κάτω κόσμου, βγήκε από τις σκιερές κάμαρες του παλατιού να το δει για τελευταία φορά στις στερνές της στιγμές.
Γλεντζές προσηλωμένος στη ζωή και στις χαρές της ο Άδμητος (που λογαριάζει για μεγάλη αντίχαρη στη θυσία της Άλκηστης το σταμάτημα των διασκεδάσεών του), δειλός μπροστά στο θάνατο, πρόθυμος να ζητιανεύει από τους άλλους την παράταση της ζωής, αποτελεί με την επονείδιστη φιλαυτία του χτυπητή αντίθεση στην αυτοθυσία της γυναίκας του. Έβλεπε τις τελευταίες ανάσες της γυναίκας του και τα μάτια της φαντασίας του δεν είχαν την οξυδέρκεια να δουν τι μοναξιά τον περίμενε μέσα στο έρημο παλάτι, το στοιχειωμένο από την καλοσύνη και την ομορφιά της. Αυτό το κατάλαβε και το είπε (145) ωραία η σκλάβα: «Ακόμα το κακό, ώσπου να το πάθει, δεν το νιώθει καλά ο βασιλιάς».
Δεν ήξερε ή μάλλον δεν μπόρεσε να διδαχθεί από το παράδειγμα της γυναίκας του, τι θυσίες επιβάλλει η αγάπη. Και γι’ αυτό όλα του τα δεινά κι ο πόνος του δε μας συγκινούν. Είναι η μοίρα των εγωιστών, των δειλών, των νωθρών ή τέλος των απερίσκεπτων να λειώνει η καρδιά τους από τον πόνο και συμπόνια να μη βρίσκουν. Πλήθος άνθρωποι αυτής της ψυχικής υφής ζούσαν, ζουν και πιθανότατα θα ζουν στον κόσμο. Τους ανακαλύπτει ο τραγικός κι αυτούς και τα ελαττώματα τους τα αποκρουστικά, αλλά φυσικά, και γι’ αυτό εικονίζει, κατά την κρίση του Σοφοκλή, τους ήρωες των τραγωδιών του «το ποιοι είναι».
Κι έτσι στις τραγωδίες του βάζει πλάι-πλάι ωραίους και κακούς, όπως είναι και στη ζωή, φως και σκιές.
Πεθαμένη πια η Άλκηστη την ξαναβάζουν στο παλάτι. Έξω απομένει μόνον ο Χορός.
ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (435-475): Θερμά αισθήματα προς την πρόωρα χαμένη εκφράζει ο Χορός. Ας είναι καλόκαρδη στον ανήλιο Άδη κι ας ξέρουν την αξία της κι ο θεός του Κάτω κόσμου κι ο Χάρων, ο γέροντας νεκροπομπός που με τη βάρκα του θα την περάσει από την Αχερουσία λίμνη. Αυτό είναι το περιεχόμενο της Α' Στροφής.
Το θαυμασμό του λαού, που πάντα τον συγκινεί η μεγάλη πράξη (και μεγάλη πράξη είναι και η αυτοθυσία) συνοψίζει ο Χορός στην Α' Αντιστροφή, βεβαιώνοντας πως αδιάκοπα και στη Σπάρτη και στην Αθήνα με τα τραγούδια των ποιητών θα υμνολογείται η πολύ καλή γυναίκα.
Πολύ θα το ποθούσε ο Χορός (Στροφή Β') να είχε τη δύναμη να την ξαναφέρει στο φως του ήλιου από τον σκοτεινό Άδη και θα επιφυλάξει, λέει, όλο το μίσος του για τον Άδμητο, αν την ξεχάσει, γιατί (Αντιστροφή Β') αυτή πάνω στον ανθό της νιότης της έκανε για τον άνδρα της εκείνο που του αρνήθηκαν οι γονείς του.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (476-567): Το μοιρολόι του Χορού το διακόπτει ο ερχομός ενός ξένου. Είναι ο Ηρακλής. Γνωρίζεται από το ρόπαλο και τη λεοντή που είναι ριγμένη στην πλάτη του. Είναι περαστικός για τη Θράκη, όπως είπε ο Απόλλωνας (65-67). Τον στέλνει ο Ευρυσθέας να του φέρει τις ανθρωποφάγες φοράδες του βασιλιά των Θρακών Διομήδη. Ο Άδμητος του κρύβει το θάνατο της Άλκηστης και τον κρατάει να τον φιλοξενήσει. Ναι, έχει κάποιο πένθος, του λέει, μα είναι μια ξένη γυναίκα που ζούσε στο σπίτι του. Η φιλοξενία, απαίτηση και εντολή του Ξένιου Δία, είναι κοσμοξάκουστη αρετή με την οποία αχώριστος ζει ο Άδμητος στους θρύλους. Ποτέ του δεν έκλεισε την πόρτα σε ξένους. Το ίδιο κάνει και σήμερα, που είναι η πικρότερη μέρα της ζωής του.
ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (568-604): Δοξολογία για το φιλόξενο σπίτι του Άδμητου είναι τούτο το Στάσιμο. Έπνιξε τον πόνο του ο νοικοκύρης τούτου του σπιτιού, άνοιξε τις πόρτες του και δέχτηκε τον ξένο. Είναι καλός και θεοφοβούμενος, γιατί φόβος θεού είναι η φιλοξενία.
Δε μένει απαρατήρητη από το Χορό η ωραία πράξη, η σύμφωνη με το θέλημα του προστάτη των ξένων, και βγαίνει το συμπέρασμα: Τέτοιος άνθρωπος μπορεί να μην ευτυχήσει τελικά; Κάτι ελπίζει ο Χορός. Κάτι ελπίσαμε κι εμείς, όταν ήρθε ο Ηρακλής, και λέμε μέσα μας: Γιατί να μη του πει τίποτα ο Άδμητος;
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (605-860): Στην πόρτα του παλατιού προβάλλει νεκρική συνοδεία. Βγάζουν την Άλκηστη για την τελευταία της κατοικία. Δεν πρόφτασαν να βγουν καλά-καλά από το παλάτι και φτάνει ο Φέρης, ο πατέρας του Άδμητου, με πλούσια χαρίσματα για τη νεκρή. Αλλά ο Άδμητος, που του είναι αδύνατο να ξεχάσει πως δε δέχτηκαν οι γονείς του να πεθάνουν γι’ αυτόν και πως έτσι αναγκάστηκε να στείλει τη γυναίκα του στον Άδη, δεν καταδέχεται τίποτε από τα χαρίσματα του πατέρα του.
Εδώ ο Ευριπίδης έχει την ευκαιρία να παρουσιάσει έναν πολύ διασκεδαστικό για τους φιλόδικους Αθηναίους «αγώνα λόγων», τη φιλονικία γιου (629-672) και πατέρα (673-705) μπρος στο λείψανο.
Είναι γενναιόδωροι και οι δυο σε βρισιές, διατυπωμένες με όλους τους κανόνες της ρητορείας της γεμάτης οξύτητα, πικρία, αγανάκτηση και σαρκασμό. Και η φιλονικία τους δεν ξεθυμαίνει με τον «αγώνα λόγων», παρατείνεται (710-738) με στιχομυθία γεμάτη απειλές μέχρι την ώρα που έφυγε ο Φέρης, σταλμένος στα τσακίδια από τον εξοργισμένο γιο του.
Τώρα προχωράει ξανά η νεκρική πομπή και την ακολουθεί κι ο Χορός (μετάσταση Χορού) με βήμα που το ρυθμίζουν οι αποχαιρετιστήριοι (741-746) προς τη νεκρή ανάπαιστοι του κορυφαίου. Έτσι μένει άδεια η σκηνή από ηθοποιούς κι η ορχήστρα από το Χορό.
Όταν άδειασε ορχήστρα και σκηνή, ο δούλος που είχε λάβει παραγγελία από τον Άδμητο να οδηγήσει τον Ηρακλή στον ξενώνα και να τον φιλέψει, βγαίνει πολύ αγανακτισμένος από το παλάτι και μονολογεί: Φίλεψε κόσμο και κοσμάκη ως τώρα στο παλάτι του αφέντη του, μα τέτοιον αφιλότιμο ξένο τώρα πρωτοβλέπει. Ακούς εκεί να καθίσει να φιλοξενηθεί, ενώ είδε δακρυσμένο τον αφέντη! Στρώθηκε στο τραπέζι και δεν είχε χορτασμό ούτε από φαΐ ούτε από πιοτό. Μέθυσε και δεν ξέρει τι κάνει. Εδώ θρηνούν νεκρό, κι αυτός τραγουδάει! Και το τραγούδι του σα γάβγισμα σκύλου! Ξένος μισητός και σιχαμένος, που με τον ερχομό του έγινε αφορμή να μην παρακολουθήσει το ξόδι της καλή του κι αλησμόνητης κυράς ο καημένος ο δούλος, που τόσο την αγαπούσε.
Επάνω στο μονόλογο του δούλου βγαίνει ο Ηρακλής μισομεθυσμένος, με στεφάνι στο κεφάλι και με μια κανάτα στο χέρι. Δε χωνεύει το σκλάβο που τον περιποιήθηκε με μούτρα κατσουφιασμένα. Τον βλέπει και του φωνάζει: Δε φιλεύουν έτσι τους επισκέπτες. Τι μούτρα είναι αυτά; Ε, πέθανε κάποιος, αλλά αυτός δεν είναι του σπιτιού. Ας μη το παίρνει λοιπόν βαριά. Η ζωή θέλει καλοπέραση, κρασί και ερωτικά παιχνίδια. Ας μη ξεχνούμε, πως θα πεθάνουμε μια μέρα. Έτσι ο ακατάβλητος ήρωας, που πηγαίνει για τον όγδοο άθλο του, ξεστράτισε εδώ σε κήρυκα υλιστικής βιοθεωρίας. Αλλά δε θα βαστάξει για πολύ η ανάπτυξη της φιλοσοφίας του. Θα ξαναγίνει Ηρακλής. Από τη συζήτηση που κάνει με το δούλο, μαθαίνει πως δεν ήταν ξένος ο σημερινός νεκρός, ήταν η Άλκηστη. Ξαφνιάζεται τώρα ο Ηρακλής κι αμέσως πετάει κάτω στεφάνι και κανάτα. Και παίρνει την απόφασή του: Θα ξεπληρώσει τη φιλοξενία του Άδμητου. Θα τρέξει στον τάφο της Άλκηστης. Εκεί θα βρει το Θάνατο και θα του την αρπάξει από τα χέρια του και θα την ξαναφέρει στον άνδρα της, που έσφιξε την καρδιά του και δεν του είπε τίποτε, για να μην του χαλάσει τη διάθεση. Αυτά είπε και φεύγει. Θυμόμαστε πως ο Απόλλωνας προανήγγειλε τον ερχομό του. Περιμένουμε να πραγματοποιηθεί η προαγγελία του μαντικού θεού και στο δεύτερο σημείο της, στην αρπαγή της Άλκηστης από τα χέρια του Θανάτου, γιατί τον ξέρουμε τον Ηρακλή σαν κουρσευτή του Άδη.
ΕΠΙΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (861-961): Όταν έφυγε ο Ηρακλής, επιστρέφει ο Άδμητος από την κηδεία με τη νεκρώσιμη ακολουθία του. Τον ακολουθεί κι ο Χορός (επιπάροδος) που ξαναπαίρνει τη θέση του στην ορχήστρα.
Τώρα που βρίσκεται ο Άδμητος μπροστά στο έρημο παλάτι του, αντιλαμβάνεται την αθεράπευτη πραγματικότητα. Θλίψη τον καταπιέζει, όταν συλλογίζεται τις σκοτεινές μέρες που τον περιμένουν εκεί μέσα.
Τρομάζει όταν φέρνει στο νου του την καταφρόνια του κόσμου που θα τον βαραίνει σ’ όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, γιατί έβαλε τη γυναίκα του να πεθάνει για χάρη του.
Τώρα για πρώτη φορά βλέπουν καθαρά τα μάτια του, που του τα είχε σκοτίσει η εγωιστική του προσήλωση στη ζωή, και του αποκαλύπτεται πως θα ήταν πολύ πιο καλύτερα, αν είχε πεθάνει.
Τούτος ο πόνος του τον εξαγνίζει. Τον ξέρουμε τόσο ευτυχισμένο και τώρα τον βλέπουμε τόσο δυστυχισμένο, ώστε τον λυπούμαστε. Το ίδιο συναίσθημα κατέχει και το Χορό, που προσπαθεί να τον παρηγορήσει. Δέχεται ο Χορός πως μεγάλη είναι η συμφορά, για να προσθέσει πως δε γίνεται τίποτε με τη θλίψη, πως αυτή η μοίρα των θνητών, να τους χτυπούν βαριές συμφορές, πως χρειάζεται υπομονή.
Αλλά για τον Άδμητο παρηγοριά δεν υπάρχει. Σκεπάζεται με τον μανδύα του. Δεν μπαίνει στο παλάτι. Στέκει μπροστά στην πόρτα σιωπηλός και ακίνητος.
ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (962-1005): Συγκινημένος ο Χορός από το βαρύ χτύπημα του Άδμητου, που του το έδωσε μοίρα σκληρή, αίρεται σε απαισιόδοξη θεώρηση (Στροφή 1) των ανθρώπινων πραγμάτων. Δεν υπάρχει τίποτε πιο δυνατό από την «Ανάγκη», την άσπλαχνη θεότητα, την κουφή στις ικεσίες, που όλα τα νικάει, που γι’ αυτήν ούτε ο Ορφέας άφησε γιατροσόφια, ούτε ο Απόλλωνας βρήκε βότανα. Μερικεύοντας τη σκέψη του έρχεται (Στροφή 2) στον Άδμητο: Τώρα τον έπιασε κι αυτόν στα δυνατά της χέρια η Ανάγκη. Όσο κι αν κλάψει ο άμοιρος, τίποτε δεν θα κάνει. Ας έχει όμως υπομονή. Αυτή είναι η μοίρα των θνητών. Αλλά (αντιστροφή 2) ας την πήρε ο Θάνατος, θα ζει στην ανάμνηση των ανθρώπων, που τον τάφο της θα τον τιμούν σαν βωμό θεών, γιατί υπήρξε σύζυγος ιδανική.
ΕΞΟΔΟΣ (1006-τέλος): Με τις τελευταίες λέξεις του Γ' Στάσιμου έρχεται από τα αριστερά ο Ηρακλής κρατώντας από το χέρι μια γυναίκα σκεπασμένη με πέπλο. Θυμόμαστε τα λόγια του Απόλλωνα, κι είμαστε βέβαιοι ότι είναι η Άλκηστη. Πρώτα-πρώτα (1006-1018) διατυπώνει παράπονα προς τον Άδμητο, που δεν του φανέρωσε το θάνατο της Άλκηστης. Έδειξε μ’ αυτή του την παράληψη πως δεν τον λογάριαζε για φίλο γκαρδιακό. Και του έκανε και μια μεγάλη προσβολή: τον άφησε να γλεντάει μέσα σ’ ένα σπίτι που κλαίγανε το νεκρό.
Τώρα θα επακολουθήσει μια σκηνή διασκεδαστική. Τη γυναίκα που φέρνει ο Ηρακλής, κερδισμένη, καθώς του λέει, σ’ έναν αγώνα, του προτείνει του Άδμητου να την κρατήσει στο σπίτι του, ώσπου να γυρίσει από τη Θράκη. Κι αν δε γυρίσει, χάρισμά του.
Ξαφνιασμένος ο Άδμητος από τούτη την απροσδόκητη δωρεά, δε τη δέχεται. Όχι, του λέει, γυναίκα στο σπίτι του δε μπάζει. Άδικα προσπαθεί ο Ηρακλής να τον ηρεμήσει και του δίνει τη συμβουλή να κοιτάξει να παρηγορηθεί με καμιά άλλη γυναίκα και να γιατρευτεί από τον πόθο της Άλκηστης με καινούργιο γάμο. Όχι, ο Άδμητος είναι αφοσιωμένος στη μνήμη της.
Μα τον λύγισε η επιμονή του Ηρακλή. Δίνει λοιπόν διαταγή στους δούλους του ο Άδμητος να την οδηγήσουν επιτέλους μέσα στο παλάτι του. Όμως του Ηρακλή η φορτικότητα δεν εξαντλήθηκε ακόμα. Θέλει να δει τον Άδμητο να την πιάσει με το χέρι του και να την οδηγήσει αυτός ο ίδιος μέσα στο παλάτι. Δεν έχει, λέει, εμπιστοσύνη στους δούλους. Μα η αλήθεια είναι πως δε ζητάει τίποτε περισσότερο τίποτε λιγότερο, παρά να τον κάνει να φερθεί σα γαμπρός που οδηγεί τη νύφη στο νυφικό θάλαμο. Τέλος, θέλοντας και μη θέλοντας ο Άδμητος πειθαναγκάζεται από τον ενοχλητικό και φορτικότατο φίλο του να απλώσει το χέρι του στην κουκουλωμένη γυναίκα, που του φαίνεται μάλιστα και νέα κάτω από τα πέπλα της, και να την πιάσει. Καθώς την πιάνει, στρέφει το κεφάλι του προς την αντίθετη μεριά, λες και είχε μπροστά του, όπως του λέει γελώντας ο Ηρακλής, τη Μέδουσα, που απολίθωνε όσους την έβλεπαν, και φοβάται α την αντικρύσει με τον απολιθώσει κι αυτόν. Γέλια ξεσπούν στο θέατρο. Ξέρουν πως η γυναίκα, που του έφερε ο Ηρακλής, και που ο Άδμητος τη βλέπει σαν πειρασμό, είναι η Άλκηστη. Αρκετά διασκεδάζει ο Ηρακλής, που τώρα του αποκαλύπτεται και μια άλλη ιδιότητά του: είναι χωρατατζής.
Τώρα που την κρατάει ο Άδμητος, ο Ηρακλής της τραβάει το πέπλο και επιμένει να γυρίσει να την δει ο φίλος του στο πρόσωπο: «Για δες την, του λέει, μήπως μοιάζει με τη γυναίκα σου; Άδμητε, είσαι ευτυχής, μη στενοχωριέσαι!» (1122).
Τι να κάνει μ’ αυτόν τον ενοχλητικό τον ξένο; Γύρισε και την είδε. Η Άλκηστη! Αλήθεια, αυτή είναι ή τον κοροϊδεύει κανένας θεός;
Η Άλκηστη είναι, τον βεβαιώνει ο Ηρακλής. Την έβγαλε από μέσα από τα χέρια του Θανάτου. Τρελός σχεδόν από την απροσδόκητη ευτυχία του ο Άδμητος, παίρνει τη γυναίκα του και την κλείνει στην αγκαλιά του. Και στην απορία του, γιατί δεν του μιλάει, ο Ηρακλής δίνει την πληροφορία, πως σε τρεις μέρες θα ακούσει τη φωνή της.
Τον τύπο της αφοσιωμένης συζύγου ο Ευριπίδης τον βρήκε έτοιμο στη μυθολογική παράδοση, που τροφοδοτούσε την Τραγωδία, όπως παλαιότερα είχε τροφοδοτήσει και το Έπος. Η μυθολογική παράδοση πρόσφερε το υλικό για την κατασκευή μιας τραγωδίας, όπως η πείρα της ζωής, οι τύποι και τα πάθη των ανθρώπων, σ’ ένα σύγχρονό μας δραματικό ποιητή. Πήρε από την παράδοση λοιπόν ο Ευριπίδης έναν εξατομικευμένο τύπο, την Άλκηστη, κι ανέλαβε να παρουσιάσει με την τραγωδία του, τις τελευταίες της ώρες της ζωής της. Και μας την εμφανίζει σε μια θυμική κατάσταση, όπου μας συγκινεί και ως γυναίκα που χωρίζεται τον άνδρα της και ως μητέρα που αφήνει τα παιδιά της και ως άνθρωπος που του προσφέρεται το πικρό ποτήρι του θανάτου στο άνθισμα της νιότης. Δεν είναι απαθής προς το θάνατο η Άλκηστη. Την αγαπάει τη ζωή και πονάει που τη χάνει. Έτσι η αυτοθυσία της υψώνεται σ’ επίπεδο ηρωικής πράξης.
Στο θέατρό του ο Ευριπίδης πλάι στις ωραίες μορφές παρουσιάζει και τύπους άνανδρων, σκληρών, φιλόδοξων, άπιστων, εγωιστών. Φως και σκιές συνθέτουν και τούτο το δράμα, όπως και τη ζωή, όπου οι κακοί διαγκωνίζονται με τους καλού. Παρουσιάζει τα ελαττώματα των κακών δίπλα στις αρετές των καλών, το ωραίο πλάι στο άσχημο, το κακό πλάι στο αγαθό, τη φιλαυτία πλάι στη συγκινητική αφοσίωση. Έτσι με αυτή την αντιθετική παράθεση εξαίρεται το αγαθό και το ωραίο, η αρετή φεγγοβολάει και η σκοτεινιά του κακού γίνεται πιο χτυπητή.
Τύπος νεαρού και με αδύνατο χαρακτήρα φίλαυτου, που έχει ευκολότερα τα δάκρυα από την ανδρική πράξη, μας παρουσιάζεται εδώ ο Άδμητος με τη νοοτροπία του την εγωιστική, πως η αγάπη των γονέων ή της συζύγου πρέπει να μεταφράζεται σε εκούσιο θάνατο για χάρη του. Και τη φιλαυτία και του Άδμητου και του πατέρα του, που πλάι στην ακτινοβολία της Άλκηστης φαίνονται πιο αποκρουστικές, δεν κοίταξε καθόλου ο Ευριπίδης να τις συγκαλύψει, αντίθετα τις επιδεικνύει. Δεν είναι λοιπόν εδώ ο Ευριπίδης μονάχα υμνητής του καλού, κρατάει και μαστίγιο για το κακό. Και του κακού το τσουχτερότερο μαστίγωμα είναι το ρεαλιστικό φανέρωμά του. Δε μας κάνει εντύπωση όμως που η Άλκηστη θυσιάζεται για έναν ανάξιό της. Δε λογικεύεται ο έρωτας. Πολλοί αγάπησαν ανάξιες, και πολλές πάλι αφοσιώθηκαν σε ανάξιους.
Η «Άλκηστις», το αρχαιότερο απ’ όσα δράματα του Ευριπίδη σώζονται, παίχτηκε στα Μ. Διονύσια του 438 π.Χ. αντί σατυρικού δράματος, που παιζόταν μετά τη σεμνή τραγική τριλογία, και για διατήρηση της παράδοσης της διονυσιακής ευθυμίας και για ξεκούρασμα των θεατών ύστερα από τις συγκινήσεις τριών στη σειρά τραγωδιών.
Την ευθυμία που άλλοι τραγικοί ποιητές, ή και ο ίδιος άλλοτε, μετέδιδαν με σατυρικό δράμα, τώρα ο Ευριπίδης την μεταδίδει με τα κωμικά, δηλαδή τα γνήσια διονυσιακά στοιχεία της τραγωδίας του, που τα απαιτούσε η διονυσιακή γιορτή. Έτσι η «Άλκηστις» με τα εύθυμα στοιχεία της ξαναγύρισε στην ευθυμία προτύπων παλαιότερου σταδίου της Τραγωδίας, που άφησε τα ίχνη του στο όνομα «τραγωδία», που συνδέεται με τράγους και εύθυμους Σάτυρους.
Η «Άλκηστις» αρχίζει από δυστυχία και καταλήγει σ’ ευτυχία,[1] «πράγματα που ανήκουν στην κωμωδία μάλλον», όπως σημειώνει στην «Υπόθεση» του έργου ο αρχαίος γραμματικός.Κωμικός εμφανίζεται ο Ηρακλής με όσα λέει γι’ αυτόν ο δούλος που τον περιποιήθηκε, και κωμικό τον βλέπουμε κι εμείς, όταν βγαίνει μεθυσμένος από το παλάτι με την κανάτα στο χέρι και καταπιάνεται να μυήσει τον δούλο του Άδμητου στα διδάγματα μιας βιοθεωρίας που την ανακάλυψε με τη βοήθεια του κρασιού. Όταν φέρνει την Άλκηστη στον Άδμητο, παίζεται μπροστά μας μια σκηνή αρκετά γουστόζικη που μας κάνει και γελάμε.[2]
Υποσημειώσεις:
[1] Από τις 17 τραγωδίες του Ευριπίδη, πέντε καταλήγουν σ’ ευτυχία: Άλκηστις, Ελένη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, Ίων, Ορέστης, χωρίς να αντικαθιστούν, όπως η Άλκηστις, δράμα σατυρικό.
[2] Ο μύθος της Άλκηστης, που κυκλοφορούσε στην αρχαία Ελλάδα σε δημοτικά τραγούδια, έφτασε κάπως μεταπλασμένος έως τη Νεοελληνική δημοτική ποίηση. Τον βρίσκουμε σε δημοτικό τραγούδι του Πόντου (Ν. Ανδριώτη, «Ο μύθος της Άλκηστης στη δημοτική ποίηση του Πόντου», στο Ημερολόγιο της Μ. Ελλ., 1930, σελίδες 452-457). Βλέπε και Ν. Πολίτη στη «Νεοελληνική Μυθολογία», 1874, σελίδα 278, στη «Λαογραφία» Α' σελίδα 202 κ.ε. και ΣΤ' 278. Ο μύθος βρίσκεται και στους Ινδούς, τους Βαλκανικούς και άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς, είναι δηλαδή μύθος ινδοευρωπαϊκός.
21/9/09
Ο Ευριπίδης και το έργο του
Σύμφωνα με το «Πάριο μάρμαρο»,[1] την αρχαιότερη σχετική μαρτυρία, ο Ευριπίδης γεννήθηκε στη Φλύα (σημερινό Χαλάνδρι), κατά το πρώτο έτος της 73ης Ολυμπιάδας, που αντιστοιχεί με το έτος 485 π.Χ. Όμως, μια άλλη μεταγενέστερη πληροφορία λέει ότι γεννήθηκε στη Σαλαμίνα κατά το πρώτο έτος της 75ης Ολυμπιάδας, δηλαδή το 480 π.Χ. και μάλιστα, όπως προσθέτει, κατά την ημέρα της ένδοξης ναυμαχίας (20 Σεπτεμβρίου). Φαίνεται ότι η δεύτερη αυτή χρονολογία γεννήθηκε από την επιθυμία να συνδεθεί κι ο Ευριπίδης, όπως ήταν συνδεδεμένοι και οι άλλοι δυο μεγάλοι ομότεχνοί του, με την ξακουστή ναυμαχία που σταμάτησε την επέκταση της Ασίας και του πνεύματός της προς την Ευρώπη και που υπήρξε η αφετηρία του μεγαλείου όχι μονάχα της αθηναϊκής θαλασσοκρατορίας, αλλά και των αθηναϊκών γραμμάτων, της τέχνης και του φιλοσοφικού στοχασμού. Τότε ο Αισχύλος στην ακμή της ανδρικής του ηλικίας, 41 χρονών, «ακλόνητος, βαριά οπλισμένος πολεμιστής, ολέθριος στους αντιπάλους» για να μεταχειριστώ μια δική του έκφραση,[2] πολεμούσε μεταξύ των υπερασπιστών της ελευθερίας, ο Σοφοκλής, ωραίο παλικάρι 16 χρονών, έσερνε το χορό των εφήβων κρούοντας τη λύρα γύρω από το τρόπαιο της νίκης. Δεν απέμενε λοιπόν για τον Ευριπίδη παρά να εφευρεθεί και γι’ αυτόν ότι εκείνη τη μέρα γεννήθηκε. Η συνάντηση αυτή των τριών μεγάλων τραγικών με τη μεγάλη μέρα φάνηκε πολύ ωραία, κι έτσι έγινε παραδεκτή από τον Πλούταρχο (Ηθ. 717 c), τον Διογένη τον Λαέρτιο (3ος αιώνας μ.Χ.), το «Βίο»,[3] τον Ησύχιο (5ος μ.Χ. αιώνας), που δέχονται ότι το 480 π.Χ. γεννήθηκε ο Ευριπίδης.
Με δύο τύπους παραδίδεται το όνομα του πατέρα του Ευριπίδη, Μνήσαρχος και Μνησαρχίδης. Κλειτώ λεγόταν η μητέρα του. Αντιφατικές είναι οι πληροφορίες για την κοινωνική θέση των γονέων του. Εμποράκο (κάπηλο) τον λέει τον πατέρα του ο «Βιος». Η Κλειτώ έγινε διαρκής στόχος της χλεύης της Κωμωδίας που δεν έπαυε να τη λέει και να την ξαναλέει χορταρού (λαχανοπώλιν). Έτσι κακολογήθηκε ο Ευριπίδης, πως τάχα δεν κρατούσε από ευγενική καταγωγή, αλλά από ανθρώπους κατωτέρου ποιού, που το φανέρωνε η ενασχόλησή του με δουλειές της αγοράς. Γιατί επικρατούσε η πρόληψη (που λίγο-πολύ την έχουμε κι εμείς), πως όλοι τους εκεί ήταν λιγάκι απατεώνες. Μα στους βάναυσους αστεϊσμούς της Κωμωδίας που τους υιοθέτησε με καταπληκτική ακρισία κι ένας βιογράφος, ο Σάτυρος (3ος αιώνας π.Χ.) και που πέρασαν και στον «Βίο», αντιτίθεται η πληροφορία που πήρε ο Σουίδας (10ος αιώνας μ.Χ.) από άλλο βιογράφο, τον Φιλόχορο (3ος αιώνας μ.Χ.), ότι η μητέρα του Ευριπίδη ήταν από πολύ καλή οικογένεια («των σφόδρα ευγενών»). Παραδίδεται ακόμα ότι ο πατέρας του είχε τιμηθεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του με κάποιο αξίωμα τοπικής λατρείας του Απόλλωνα.
Ο Ευριπίδης ανήκε λοιπόν σε καλή και ευκατάστατη οικογένεια, πράγμα που βεβαιώνεται κι από την πληροφορία του Θεόφραστου, που την αναφέρει ο Αθηναίος (2ος μ.Χ. αιώνας), πως ο Ευριπίδης στα νιάτα του είχε διαλεχτεί οινοχόος των «ορχηστρών», μέλη των πρώτων και πιο ευγενικών αθηναϊκών οικογενειών, που χόρευαν γύρω από το βωμό του Δήλιου Απόλλωνα. Στο «Βίο» αναφέρεται ότι στα παιδικά του χρόνια ήταν «πορφυρός του Ζωστηρίου Απόλλωνα», είχε δηλαδή το αξίωμα να κρατά τη δάδα στην πομπή, που μια ορισμένη νύχτα καρτερούσε στο Χωστήρα (σημερινή Βουλιαγμένη) το Δήλιο Απόλλωνα, που ερχόταν από τη Δήλο, και τον συνόδευε στην Αθήνα. Δε θα έπαιρνε κανένα από αυτά τα δύο θρησκευτικά αξιώματα, αν η καταγωγή του ήταν κατώτερη.
Πάντως, ό,τι κι αν αληθεύει σχετικά με την καταγωγή του, δεν φαίνεται να έχει παραμεληθεί η αγωγή του και η μόρφωσή του.
Τη φήμη και το ξεχώρισμα από το πλήθος το αναζήτησε αρχικά στον αθλητισμό. Ένας χρησμός[4] προείπε στον Μνήσαρχο πως ο γιος του θα κέρδιζε στεφάνια νίκης σε δημόσιους αγώνες. Συμπέρανε λοιπόν ο φιλόστοργος πατέρας, που ήθελε να τιμηθεί και να διακριθεί ο γιος του, πως έπρεπε να τον κάνει αθλητή. Έτσι ο Ευριπίδης ασχολήθηκε με το παγκράτιο (πάλη και πυγμαχία). Αναφέρονται μάλιστα και βραβεύσεις του σε αγώνες.[5] Μα γρήγορα παράτησε τον αθλητισμό, που του έριξε μάλιστα και λίθο αναθέματος σ’ ένα απόσπασμα που σώζεται από τον «Αυτόλυκο», χαμένο πια σατυρικό του δράμα: «Κακών γαρ όντων μυρίων καθ’ Ελλάδα ουδέν κάκιόν εστιν αθλητών γένος».
Οι βιογράφοι του βεβαιώνουν πως η δεύτερη ασχολία που τον τράβηξε στα νιάτα του ήταν η ζωγραφική, που με την εμφάνιση του Πολύγνωτου σημείωνε αλματώδη πρόοδο στην Αθήνα. Ζωγραφικούς πίνακες από το χέρι του Ευριπίδη είχαν την υπερηφάνεια να δείχνουν στα Μέγαρα οι Μεγαρείς. Όταν, διαβάζοντας ή βλέποντας τραγωδίες του Ευριπίδη, αντικρίζουμε ωραία συμπλέγματα κι άλλες υπέροχες εικόνες, ζωγραφισμένες με στίχους ποιητή προικισμένου με γοητευτική και δημιουργική φαντασία, έρχεται στο νου μας η σκέψη πως έναν μεγάλο ποιητή κέρδισε η λογοτεχνία κι ένα μεγάλο ζωγράφο έχασε η ζωγραφική. Όμως, πάρα πολλές σκηνές από τα δράματά του απεικόνισαν η ζωγραφική και η γλυπτική.
Ο Ευριπίδης είχε την ευτυχία να ζήσει στην εποχή στην οποία έγινε το πιο καταπληκτικό πνευματικό ξύπνημα που είδε ο κόσμος και το οποίο ολοφάνερα και αποφασιστικά επέδρασε στο πνεύμα του. Ο Αναξαγόρας τον μύησε στη φιλοσοφία. Άκουσε τα μαθήματα του Πρόδικου, του Πρωταγόρα,[6] του φυσικού Αρχέλαου και όπως λένε, είχε φιλία με τον Σωκράτη, που ήταν θαυμαστής του ποιητή, κι ενώ δε συνήθιζε να πηγαίνει στο θέατρο, δεν άφηνε καμιά παράσταση του Ευριπίδη και του έδινε μάλιστα τη γνώμη του και σχετικές συμβουλές για τα δράματά του. Κατείχε σπουδαία βιβλιοθήκη.
Η παράδοση μας λέει για τον ποιητή, πως ζούσε αποτραβηγμένος από τον κόσμο στη Σαλαμίνα, σ’ ένα απόμερο παραλιακό σπήλαιο, που το είχε διασκευάσει σε κατοικία και σπουδαστήριο, όπου μελετούσε κι έγραφε τις τραγωδίες του έχοντας μπροστά του τα αμέτρητα χαμογέλια των κυμάτων. Αυτό το σπήλαιο ήταν γνωστό ή υπήρχε ως τα χρόνια του Πλινίου (1ος-2ος αιώνας μ.Χ.) και οι τουρίστες εκείνης της εποχής που έφταναν ως τη Σαλαμίνα δεν ξεχνούσαν να το επισκεφτούν.
Μα αυτή η απομάκρυνσή του από τον κόσμο του έφερε μαζί με άλλα αίτια, για κέρδος την αντιδημοτικότητα. Την τάση του να απομονώνεται την πέρασαν για αλαζονεία και περιφρόνηση, αφού μάλιστα «και αυστηρός εφαίνετο και μισόγελως» (Βίος, 65-66).
Στις προτομές του και στους ανδριάντες του[7] οι τεχνίτες του έδωσαν φυσιογνωμία σκυθρωπού, αγέλαστου και πικραμένου ανθρώπου, με κάπου βυθισμένα τα βαθουλά του μάτια - ίσως στα δράματα του νου του, που μας τα έχει εξομολογηθεί ο ποιητής στον «Ηρακλή» του (673-678):
Τις χάρες δε θα πάψω εγώ να σμίγω με τις Μούσες σ’ ένα ζευγάρωμα γλυκό!
Δίχως τις Μούσες να μη ζω, και πάντοτε στεφάνι σ’ όλη τη ζωή μου να φορώ!
Με δύο τύπους παραδίδεται το όνομα του πατέρα του Ευριπίδη, Μνήσαρχος και Μνησαρχίδης. Κλειτώ λεγόταν η μητέρα του. Αντιφατικές είναι οι πληροφορίες για την κοινωνική θέση των γονέων του. Εμποράκο (κάπηλο) τον λέει τον πατέρα του ο «Βιος». Η Κλειτώ έγινε διαρκής στόχος της χλεύης της Κωμωδίας που δεν έπαυε να τη λέει και να την ξαναλέει χορταρού (λαχανοπώλιν). Έτσι κακολογήθηκε ο Ευριπίδης, πως τάχα δεν κρατούσε από ευγενική καταγωγή, αλλά από ανθρώπους κατωτέρου ποιού, που το φανέρωνε η ενασχόλησή του με δουλειές της αγοράς. Γιατί επικρατούσε η πρόληψη (που λίγο-πολύ την έχουμε κι εμείς), πως όλοι τους εκεί ήταν λιγάκι απατεώνες. Μα στους βάναυσους αστεϊσμούς της Κωμωδίας που τους υιοθέτησε με καταπληκτική ακρισία κι ένας βιογράφος, ο Σάτυρος (3ος αιώνας π.Χ.) και που πέρασαν και στον «Βίο», αντιτίθεται η πληροφορία που πήρε ο Σουίδας (10ος αιώνας μ.Χ.) από άλλο βιογράφο, τον Φιλόχορο (3ος αιώνας μ.Χ.), ότι η μητέρα του Ευριπίδη ήταν από πολύ καλή οικογένεια («των σφόδρα ευγενών»). Παραδίδεται ακόμα ότι ο πατέρας του είχε τιμηθεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του με κάποιο αξίωμα τοπικής λατρείας του Απόλλωνα.
Ο Ευριπίδης ανήκε λοιπόν σε καλή και ευκατάστατη οικογένεια, πράγμα που βεβαιώνεται κι από την πληροφορία του Θεόφραστου, που την αναφέρει ο Αθηναίος (2ος μ.Χ. αιώνας), πως ο Ευριπίδης στα νιάτα του είχε διαλεχτεί οινοχόος των «ορχηστρών», μέλη των πρώτων και πιο ευγενικών αθηναϊκών οικογενειών, που χόρευαν γύρω από το βωμό του Δήλιου Απόλλωνα. Στο «Βίο» αναφέρεται ότι στα παιδικά του χρόνια ήταν «πορφυρός του Ζωστηρίου Απόλλωνα», είχε δηλαδή το αξίωμα να κρατά τη δάδα στην πομπή, που μια ορισμένη νύχτα καρτερούσε στο Χωστήρα (σημερινή Βουλιαγμένη) το Δήλιο Απόλλωνα, που ερχόταν από τη Δήλο, και τον συνόδευε στην Αθήνα. Δε θα έπαιρνε κανένα από αυτά τα δύο θρησκευτικά αξιώματα, αν η καταγωγή του ήταν κατώτερη.
Πάντως, ό,τι κι αν αληθεύει σχετικά με την καταγωγή του, δεν φαίνεται να έχει παραμεληθεί η αγωγή του και η μόρφωσή του.
Τη φήμη και το ξεχώρισμα από το πλήθος το αναζήτησε αρχικά στον αθλητισμό. Ένας χρησμός[4] προείπε στον Μνήσαρχο πως ο γιος του θα κέρδιζε στεφάνια νίκης σε δημόσιους αγώνες. Συμπέρανε λοιπόν ο φιλόστοργος πατέρας, που ήθελε να τιμηθεί και να διακριθεί ο γιος του, πως έπρεπε να τον κάνει αθλητή. Έτσι ο Ευριπίδης ασχολήθηκε με το παγκράτιο (πάλη και πυγμαχία). Αναφέρονται μάλιστα και βραβεύσεις του σε αγώνες.[5] Μα γρήγορα παράτησε τον αθλητισμό, που του έριξε μάλιστα και λίθο αναθέματος σ’ ένα απόσπασμα που σώζεται από τον «Αυτόλυκο», χαμένο πια σατυρικό του δράμα: «Κακών γαρ όντων μυρίων καθ’ Ελλάδα ουδέν κάκιόν εστιν αθλητών γένος».
Οι βιογράφοι του βεβαιώνουν πως η δεύτερη ασχολία που τον τράβηξε στα νιάτα του ήταν η ζωγραφική, που με την εμφάνιση του Πολύγνωτου σημείωνε αλματώδη πρόοδο στην Αθήνα. Ζωγραφικούς πίνακες από το χέρι του Ευριπίδη είχαν την υπερηφάνεια να δείχνουν στα Μέγαρα οι Μεγαρείς. Όταν, διαβάζοντας ή βλέποντας τραγωδίες του Ευριπίδη, αντικρίζουμε ωραία συμπλέγματα κι άλλες υπέροχες εικόνες, ζωγραφισμένες με στίχους ποιητή προικισμένου με γοητευτική και δημιουργική φαντασία, έρχεται στο νου μας η σκέψη πως έναν μεγάλο ποιητή κέρδισε η λογοτεχνία κι ένα μεγάλο ζωγράφο έχασε η ζωγραφική. Όμως, πάρα πολλές σκηνές από τα δράματά του απεικόνισαν η ζωγραφική και η γλυπτική.
Ο Ευριπίδης είχε την ευτυχία να ζήσει στην εποχή στην οποία έγινε το πιο καταπληκτικό πνευματικό ξύπνημα που είδε ο κόσμος και το οποίο ολοφάνερα και αποφασιστικά επέδρασε στο πνεύμα του. Ο Αναξαγόρας τον μύησε στη φιλοσοφία. Άκουσε τα μαθήματα του Πρόδικου, του Πρωταγόρα,[6] του φυσικού Αρχέλαου και όπως λένε, είχε φιλία με τον Σωκράτη, που ήταν θαυμαστής του ποιητή, κι ενώ δε συνήθιζε να πηγαίνει στο θέατρο, δεν άφηνε καμιά παράσταση του Ευριπίδη και του έδινε μάλιστα τη γνώμη του και σχετικές συμβουλές για τα δράματά του. Κατείχε σπουδαία βιβλιοθήκη.
Η παράδοση μας λέει για τον ποιητή, πως ζούσε αποτραβηγμένος από τον κόσμο στη Σαλαμίνα, σ’ ένα απόμερο παραλιακό σπήλαιο, που το είχε διασκευάσει σε κατοικία και σπουδαστήριο, όπου μελετούσε κι έγραφε τις τραγωδίες του έχοντας μπροστά του τα αμέτρητα χαμογέλια των κυμάτων. Αυτό το σπήλαιο ήταν γνωστό ή υπήρχε ως τα χρόνια του Πλινίου (1ος-2ος αιώνας μ.Χ.) και οι τουρίστες εκείνης της εποχής που έφταναν ως τη Σαλαμίνα δεν ξεχνούσαν να το επισκεφτούν.
Μα αυτή η απομάκρυνσή του από τον κόσμο του έφερε μαζί με άλλα αίτια, για κέρδος την αντιδημοτικότητα. Την τάση του να απομονώνεται την πέρασαν για αλαζονεία και περιφρόνηση, αφού μάλιστα «και αυστηρός εφαίνετο και μισόγελως» (Βίος, 65-66).
Στις προτομές του και στους ανδριάντες του[7] οι τεχνίτες του έδωσαν φυσιογνωμία σκυθρωπού, αγέλαστου και πικραμένου ανθρώπου, με κάπου βυθισμένα τα βαθουλά του μάτια - ίσως στα δράματα του νου του, που μας τα έχει εξομολογηθεί ο ποιητής στον «Ηρακλή» του (673-678):
Τις χάρες δε θα πάψω εγώ να σμίγω με τις Μούσες σ’ ένα ζευγάρωμα γλυκό!
Δίχως τις Μούσες να μη ζω, και πάντοτε στεφάνι σ’ όλη τη ζωή μου να φορώ!
(απόδοση από τον Δημ. Σάρρο)
Ο «Βίος» δίνει την πληροφορία, που πολλοί δεν τη δέχονται για αληθινή, πως η ζωή του πικράθηκε από δυο ατυχείς γάμους, που δεν του έδωσαν την ευτυχία που του άξιζε. Αν αυτό είναι αληθινό, θα του μεγάλωσε η δυστροπία, που την είχε φυσικό του ελάττωμα.
Το 408 π.Χ., γέρος πια, άφησε για πάντα την Αθήνα και πήγε στη Μαγνησία, την Ασιανή (αυτήν που είναι στον Μαίανδρο) πιθανότατα. Την πόλη αυτή την είχε χαρίσει ο Αρταξέρξης στον Θεμιστοκλή (Θουκυδίδης Α' 138), ο οποίος διωγμένος από την Αθήνα είχε καταφύγει στην περσική Αυλή. Τώρα την κυβερνούσαν απόγονοι του Θεμιστοκλή, υποτελείς στον βασιλιά των Περσών.[8]
Μπορούμε να πιστεύουμε μαζί με το «Βίο» πως στη Μαγνησία έγινε δεκτός με σεβασμό, όπως με σεβασμό θα τον δέχονταν και στη μακρινή και εχθρική Σικελία, όπου πολλοί Αθηναίοι αιχμάλωτοι, απαγγέλλοντας μονόλογους ή τραγουδώντας χορικά του κι αυτοί γλύτωσαν από τα φρικτά δεινά της αιχμαλωσίας (Πλούταρχου, Νικίας 29) κι έκαναν γνωστά ποιητικά αριστουργήματα του Ευριπίδη στην περιοχή του ελληνισμού της Σικελίας.
Πολλές αιτίες αναφέρονται γι’ αυτόν τον εκπατρισμό του Ευριπίδη σε μια ηλικία που δύσκολα τον αποφασίζει ένας γέρος και μάλιστα αν πρόκειται να διαπλεύσει το Αιγαίο, που δεν είναι πάντοτε στις καλές του. Ο ποιητής είχε πικραθεί από τη δυσμένεια των Αθηναίων, από τους χλευασμούς της Κωμωδίας και στενοχωριόταν που στους ποιητικούς αγώνες ήταν υποχρεωμένος να συναγωνίζεται και να συγκρίνεται με μέτριους ποιητές. Ασφαλώς θα το εύρισκε πολύ οδυνηρό, ποιητής αυτός όχι της αράδας, να αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στο θέατρο (έγραψε 92 τραγωδίες), και να πάρει βραβείο μονάχα 4 φορές. Είδε παραγνώριση της αξίας του και πικράθηκε. Έπειτα ήταν και τα γεράματα. Καλά το είπε ο Περικλής (Θουκυδίδης, ΙΙ 44, 4), οι γέροι τις θέλουν τις τιμές, είναι χαρά τους. Έβρισκε φρικτή πόλη την Αθήνα, όπως την είπε και με το στόμα του Ίωνα στην ομώνυμη τραγωδία του (στίχος 598 και 635). Μονάχα βαρυθυμία μπορούσε να νιώθει ο Ευριπίδης στην Αθήνα που παραδομένη στην κυριαρχία των δημαγωγών είχε φύγει πολύ μακριά από την Αθήνα των χρόνων του Περικλή και είχε πέσει σ’ εκείνη τη βαθύτατη ηθική αλλοίωση, όπως και όλος ο ελληνικός κόσμος που πολύ παραστατικά την περιγράφει ο Θουκυδίδης. Ακόμα και την ημέρα που έφευγε από την Αθήνα ο Ευριπίδης, δοκίμασε μια μεγάλη πίκρα για κάποια κοινή εις βάρος του χαιρεκακία. Ποιος ήταν ο λόγος αυτής της χαιρεκακίας δεν ξέρουμε. Μαρτυρείται μονάχα πως η χαρά αυτή τον στενοχώρησε.
Από τη Μαγνησία πήγε στη Μακεδονία καλεσμένος του βασιλιά Αρχέλαου, δίνοντας έτσι με αυτό το δεύτερο ταξίδι του απόδειξη της ζωτικότητάς του και της αντοχής του στους κόπους. Ικανός βασιλιάς ο Αρχέλαος, που τότε θεμελίωνε κράτος, που θα έδειχνε όλη τη μεγαλοσύνη του λίγες δεκαετηρίδες αργότερα, είχε φιλοδοξήσει να ανυψώσει την Πέλλα σε κέντρο πνευματικό και γι’ αυτό καλούσε στην Αυλή του φημισμένους ανθρώπους των γραμμάτων και καλλιτέχνες. Στην Πέλλα ο Ευριπίδης βρήκε τον ποιητή Αγάθωνα, τον μουσικό Τιμόθεο, το ζωγράφο Ζεύξη και ίσως και τον Θουκυδίδη. Πολύ τιμητικά τον δέχτηκε ο βασιλιάς. Μα κι ο Ευριπίδης έκανε του υψηλού του φίλου ένα δώρο: Έγραψε στην Πέλλα, για να παιχθεί στο θέατρό της, τον «Αρχέλαο», τραγωδία εμπνευσμένη από τη ζωή και τις περιπέτειες του παλιού Αρχέλαου, μακρινού απογόνου του Ηρακλή και ιδρυτή της δυναστείας. Για το θέατρο της Πέλλας έγραψε στη Μακεδονία και τις «Βάκχες».
Στην πατρίδα του δε θέλησε ή δεν πρόφτασε να ξαναγυρίσει. Πέθανε στην Πέλλα, πιθανότατα το 407. Όταν μαθεύτηκε στην Αθήνα ο θάνατός του, ο Σοφοκλής φόρεσε πένθιμη ενδυμασία και παρουσιάζοντας «τον χορό και τους υποκριτές αστεφάνωτους εν τω προαγώνι» («Βίος») απέσπασε τα δάκρια του δήμου.
Μια παράδοση, που η παράλειψή της από τον Αριστοφάνη στους «Βατράχους» (Λήναια, 405) την κάνει ύποπτη και δύσκολα πιστευτή, λέει ότι τάχα τον κατασπάραξαν σκύλοι κυνηγετικοί του Αρχέλαου.
Θάφτηκε στη Μακεδονία (Βίος 36, Παυσανίας 1, 2, 2), στην κοιλάδα της Αρέθουσας (Πλούταρχου, Λυκούργος 31), κοντά στην Αμφίπολη, κι ο μεγαλοπρεπής του τάφος, κατασκεύασμα του Αρχέλαου, έγινε τόπος προσκυνήματος των θαυμαστών του. Οι Αθηναίοι τον τίμησαν με κενοτάφιο. Η πληροφορία του «Βίου» για τον συνθέτη του επιγράμματος επάνω στο κενοτάφιο ταλαντεύεται μεταξύ του ιστορικού Θουκυδίδη και του μελοποιού Τιμόθεου. Πάντως, ο πρώτος στίχος μας θυμίζει τη φράση από τον Θουκυδίδη «ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος». Παραθέτουμε το επίγραμμα σε μετάφραση:
«Τάφος του Ευριπίδη είναι όλη η Ελλάδα. Τα οστά του τα κρατάει η Μακεδονία, όπου δέχτηκε τον θάνατο. Πατρίδα του είναι η Αθήνα, η Ελλάδα της Ελλάδας. Πολλές είναι οι χαρές που έδωσε με τα τραγούδια του, και γι’ αυτό πολλοί είναι κι εκείνοι που τον τιμούν».
Τον επόμενο αιώνα οι Αθηναίοι του έστησαν χάλκινο ανδριάντα μαζί με τους ανδριάντες του Αισχύλου και του Σοφοκλή στο θέατρο του Διονύσου, κατά πρόταση του ρήτορα Λυκούργου, που έκανε και την πρώτη επίσημη έκδοση των τριών τραγικών.[9]
Ένας θρύλος που τον διέσωσε ο Πλούταρχος (Λυκούργος, 31), λέει πως μια εξαιρετική τιμή έκανε κι ο θεός των κεραυνών στον Ευριπίδη, που μονάχα στο νομοθέτη Λυκούργο είχε γίνει πρωτύτερα. Κεραυνός έπεσε και στον τάφο του Ευριπίδη στην Αρέθουσα, όπως είχε πέσει και στου Λυκούργου στη Σπάρτη. Τούτο το ιστόρημα δείχνει τη γνώμη που είχε απλωθεί στην Ελλάδα για τον ποιητή.
Άφησε τρεις γιους, τον Μνησαρχίδη, που είχε γίνει έμπορος, τον ηθοποιό Μνησίλοχο και τον δραματικό ποιητή Ευριπίδη. Στα κατάλοιπά του βρέθηκαν ο «Αλκμέων ο δια Κορίνθου» και η «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι».
Ο Ευριπίδης έγραψε και ελεγείες και άλλα λυρικά ποιήματα. Στον Πλούταρχο (Νικίας 17) διατηρείται το επίγραμμα που είχε γράψει για τους νεκρούς του εκστρατευτικού σώματος των Αθηναίων στη Σικελία. Από τον Πλούταρχο (Αλκιβιάδης 11), πάλι μαθαίνουμε ότι έγραψε κι έναν επινίκιο ύμνο για τιμή του Αλκιβιάδη, που στα Ολύμπια είχε κερδίσει τρία στεφάνια νίκης σε αρματοδρομία.
Έγραψε ενενήντα δράματα. Από όλον αυτόν το μεγάλο θησαυρό γλύτωσαν 18 τραγωδίες και ένα δράμα σατυρικό, ο «Κύκλωψ». Σημειώνονται εδώ τα σωζόμενα έργα του κατά τη σειρά που τα παρουσίασε, που γι’ άλλα είναι βέβαιη και γι’ άλλα εικάζεται και παραμένει μονάχα πιθανή.
Άλκηστις 438 π.Χ., Μήδεια 431, Ηρακλείδαι 430-427, Ιππόλυτος στεφανηφόρος 428, Ανδρομάχη 427-425, Εκάβη 424, Ικέτιδες 422, Ηρακλής Μαινόμενος 424-420, Ίων 418, Τρωάδες 415, Ιφιγένεια η εν Ταύροις 414-410, Ηλέκτρα 413, Ελένη 412, Φοίνισσαι 411-408, Ορέστης 408. Το σατυρικό δράμα «Κύκλωψ» στα 428-425. Μετά το θάνατό του «Βάκχαι» και «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι» 405. Ο «Ρήσος» αμφισβητείται, Θεωρείται έργο του 4ου αιώνα, άλλοι τον κατεβάζουν στους χρόνους των Πτολεμαίων. Ο Murray τον θεωρεί νεανικό έργο του ποιητή, που αργότερα αρκετά μέρη του ξαναδουλεύτηκαν. Ο Grosens το θεωρεί γνήσιο έργο του Ευριπίδη και θεωρεί ότι κάτω από το όνομα του Ρήσου κρύβεται ο βασιλιάς της Θράκης Σιτάλκης και πως η τραγωδία παίχτηκε στα 424 π.Χ.
Από τα δράματα που χάθηκαν έχουν διασωθεί πάρα πολλά και πολύ αξιόλογα αποσπάσματα σε κείμενα άλλων συγγραφέων ή σε περγαμηνές και παπύρους, που ξεθάβονται στην Αίγυπτο.
Από τα ονόματα των τραγωδιών του βρίσκουμε πως τις υποθέσεις του ο ποιητής τις πήρε από τον Τρωικό κύκλο, από τους Θηβαϊκούς θρύλους, που σχετίζονται με τον Ηρακλή και τον οίκο των Λαβδακιδών, από τους θρύλους του Άργους για τον Περσέα και τους Ατρείδες. Σε άλλες πάλι τραγωδίες βρήκαν θέση θρύλοι Θεσσαλικοί και σε άλλες θρύλοι Αττικοί.
Από τις 23 τετραλογίες που έγραψε ο Ευριπίδης, μονάχα 5 τιμήθηκαν με πρώτο βραβείο. Για πρώτη φορά πήρε βραβείο 13 χρόνια μετά την εμφάνισή του στο θέατρο, το 442, με μια τετραλογία άγνωστη σε μας. Το πέμπτο βραβείο το πήρε μετά το θάνατό του με τις «Βάκχες». Από τις νίκες που κέρδισε, όσο ζούσε, ξέρουμε μια μονάχα, τη νίκη για τον «Ιππόλυτο». Υπήρξε δυσμενής απέναντί του η επίσημη αθηναϊκή κριτική.
Παρόλη τη δυσμένεια της επίσημης κριτικής είχε μεγάλη εκτίμηση από το μεγάλο πλήθος των Αθηναίων. Αυτό ακριβώς συνάγεται από τους αδιάκοπους χλευασμούς του Αριστοφάνη, που σε καμιά από τις σωζόμενες κωμωδίες του δεν τον λησμονεί. Αν ήταν αφανής ο Ευριπίδης, θα αναζητούσε κι ο Αριστοφάνης αλλού το στόχο των βελών του. Καλά είπε ο Σοφοκλής (Αίας 154): «Και βέβαια στις μεγάλες ψυχές αν σημαδέψεις, κάπου θα πετύχεις» (απόδοση Δημ. Σάρρος).
Από τον ίδιο τον Αριστοφάνη έχουμε την ένδειξη, πως ο Ευριπίδης ήταν ο αγαπημένος της νεολαίας, που εκπρόσωπός της ο Φειδιππίδης στις «Νεφέλες» (στίχος 1377) τον λέει «σοφότατον».
Λίγο μετά το θάνατο του Ευριπίδη ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» του (869) είχε πει πως η ποίηση του ποιητή, τον οποίο με λύσσα πολέμησε σ’ όλες του τις κωμωδίες, ήταν λιγόζωη και πως μαζί του πέθανε κι αυτή. Μα έγινε το αντίθετο. Ο Ευριπίδης κυριολεκτικά λατρεύτηκε σε όλον τον κόσμο. Ο Μ. Αλέξανδρος κατά την εκστρατεία του τον είχε στην κινητή του βιβλιοθήκη (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 8), και κρίσεις του εξέφραζε με στίχους ή μάλλον γνωμικά του Ευριπίδη (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 53). Ο Κλείτος, και μεθυσμένος που ήταν, στίχο του Ευριπίδη θυμήθηκε για να λοιδορήσει τον Αλέξανδρο (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 51).
Η φήμη του απλώθηκε κι έξω από τον Ελληνισμό. 300 χρόνια αργότερα ο Ιούλιος Καίσαρας, που κάποτε είχε δηλώσει πως τα δευτερεία στη Ρώμη θα τα θυσίαζε πρόθυμα για τα πρωτεία σ’ ένα χωριό, συχνά και με ευχαρίστησή του με στίχους του Ευριπίδη (Φοίνισσαι 504-506) φανέρωνε τη φιλαρχία που του φλόγιζε τα σωθικά, όπως και ο Οκταβιανός σε στίχο του Ευριπίδη κατέφευγε πάλι (Φοίνισσαι 599), για να δικαιολογήσει την πολιτική του. Έγινε ο ποιητής των θεατρικών παραστάσεων στις Αυλές των βασιλιάδων της Ασίας (Πλουτάρχου, Κράσος 33). Ρήτορες τον διαβάζουν και αναφέρουν περικοπές του, όπως π.χ. ο Λυκούργος στο λόγο του «Κατά Λεωκράτους». Οι ποιητές της Νέας Κωμωδίας τον έχουν για οδηγό τους και δάσκαλο. Της Νέας Κωμωδίας ποιητής, ο Φιλήμων, δηλώνει πως δε θα είχε κανένα δισταγμό να τερματίσει τη ζωή του, αν ήταν βέβαιος πως θα συναντούσε τον Ευριπίδη.
Με τον Ευριπίδη κι από τον Ευριπίδη άρχισε η αττική γλώσσα να παίρνει τον τύπο που κράτησε για χίλια χρόνια ως φιλολογική γλώσσα και όργανο πολιτισμού στον ελληνικό κόσμο. Τον διαβάζουν και τον μιμούνται οι τραγικοί της Ρώμης. Η δόξα του δεν έσβησε στο Μεσαίωνα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας απομνημονεύουν γνωμικά του. Η βασιλεία του παραμένει ακλόνητη και στους νέους χρόνους. Ο Ρακίνας, ο Κορνήλιος, ο Σίλερ τον μελετούν και προσπαθούν να τον μιμηθούν. Ο Γκαίτε, θαυμαστής κι αυτός και μιμητής του, λίγο πριν πεθάνει, γράφει στο Ημερολόγιό του (22/23 Νοεμβρίου 1831) μετά την ανάγνωση του «Ίωνα» τούτα τα βαρυσήμαντα λόγια: «Από τον καιρό του Ευριπίδη έχουν γεννήσει όλα τα έθνη του κόσμου κανένα δραματουργό, που να είναι άξιος να του πάει τις παντούφλες;».
«Σημείο αντιλεγόμενο» έγινε ο Ευριπίδης στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Βιεννέζος ποιητής και κριτικός G. Schlegel (1808) αρνήθηκε την ποιητική αξία του Ευριπίδη. Τη γνώμη αυτή δεν τη δέχτηκαν οι δυο μεγάλοι ποιητές της Γερμανίας, ο Schiller και ο Goethe, ο οποίος μάλιστα δεν απέκρυψε και την αγανάκτησή του στις συνομιλίες του με τον Eckermann: «Μόνο γονατιστός είχε ο Schlegel το δικαίωμα να βρει λάθη σ’ έναν τόσο μεγάλο αρχαίο. Για να αισθανθεί και να τιμήσει κανείς μια μεγάλη προσωπικότητα, πρέπει κάτι να είναι και ο ίδιος. Όλοι όσοι αρνήθηκαν στον Ευριπίδη το ύψος, ήταν ή κακόμοιρα ανθρωπάκια, ανίκανα να υψωθούν ως αυτόν, ή αγύρτες αδιάντροποι...».
Ο ποιητής του απέραντου ωκεανού των συγκινήσεων και των παθών, «ο πλατύς ποταμός των δακρύων» όπως τον είπε ο Όσκαρ Ουάιλντ, με τα φιλοσοφικά ακροάματα και μελετήματα έγινε και μαθητής της ελληνικής σοφίας, που είχε βλαστήσει στην Ιωνία και μεταφυτεύθηκε στην Αθήνα. Στίχοι του από άδηλο δράμα, που τους διέσωσε ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωματείς Δ' 25, 157), αποτελούν και αυτοβιογραφική εξομολόγησή του και εγκώμιο της «ιστορίας», της σοφίας δηλαδή στον κύκλο της φιλοσοφίας, της φυσικής, της ηθικής, που αν την αποχτήσει ο άνθρωπος, στέκει μακριά από τις μικρότητες και τις ασχήμιες του κόσμου, κι αυτό είναι ευτυχία, τότε μπορεί να λέγεται «όλβιος» ο άνθρωπος. Παραθέτουμε τους στίχους σε μετάφραση:
«Καλότυχος ο κάτοχος σοφίας! Μήτε τους συμπολίτες του πασχίζει να βλάψει, μήτε σε άδικες πράξεις έχει το νου του. Εξετάζοντας πάντα το αιώνιο σύμπαν και για ποιο σκοπό και από πού και πώς ορίστηκε η αμετάβλητη τάξη του, δε συλλογιέται να πράξει έργα αισχρά».
Ποιητής και στοχαστής βυθίζει το μάτι του στην ανθρώπινη ψυχή, εξετάζει θρησκευτικά, ηθικά, κοινωνικά και βιοτικά ζητήματα και πασχίζει να φέρει τους φιλοσοφικούς στοχασμούς στο μεγάλο κοινό. Άδικα δεν τον είπαν σκηνικό φιλόσοφο.
Διαλέγοντας τις πιο παθητικές υποθέσεις, τις πιο γόνιμες σε θλίψεις και σε βίαια πάθη, παρουσιάζει τις πιο σκοτεινές δυνάμεις που φωλιάζουν στα βαθύτερα και ζοφερότερα σπήλαια της ψυχής και δεν υπακούουν στη λογική και μάχονται την ηθική αντίσταση. Είναι ζωγράφος του ένστικτου και των θυελλωδών εκρήξεων της ψυχής, ο ποιητής των συναισθηματικών υπάρξεων, στου οποίου το θέατρο τα γυναικεία πρόσωπα, πλούσια σε συναισθήματα μεταλλείο, πήραν την πρώτη θέση. Μακρά σειρά γυναικών περνούν επάνω στη σκηνή του: Μαρτυρικές παρθένες, σαν την Ιφιγένεια και την Πολυξένη, που πάντα μας επιβάλλονται με τον αυτοσεβασμό τους και την υπερηφάνεια, με τη σεμνότητα και τον ηρωισμό τους. Μα παρουσίασε και άλλου τύπου γυναίκες, που τις βαραίνουν μνησικακία και λύσσα για άγρια εκδίκηση, ή άλλες, που αν τις βάλει στο σημάδι το φτερωτό παιδί της Αφροδίτης, χάνουν τη γαλήνη της ψυχής τους, θολώνει ο νους τους, δεν ξέρουν τι κάνουν. Φέρνει μπροστά μας ολοζώντανα πρόσωπα κυριαρχημένα από σφοδρά ψυχικά πάθη, όπως για παράδειγμα την Εκάβη στην άγρια λύσσα της όταν παγίδευσε τον Πολυμήστορα, όπως τη Φαίδρα, όταν μπλέχτηκε στο πάθος που τη σκοτώνει κι όπως τη Μήδεια, που παραδομένη σε πάθος ακυβέρνητο από το χαλινό της φρόνησης, μήτε θέλει μήτε μπορεί να αντισταθεί στις σφοδρές ριπές του ανέμου που δέρνουν την ψυχή της.
Αυτές σκανδάλισαν και Αθηναίους και Αθηναίες. Αν σταματούσε στου πρώτου τύπου τις γυναίκες δε θα μπορούσε να πει κανένας τίποτε, όπως δεν είπαν και για τον Σοφοκλή, που έφερε μπρος στον κόσμο την Αντιγόνη από τα άδυτα του γυναικωνίτη ηρωίδα και μάρτυρα στεφανωμένη με φως, κι ας ήθελε το αθηναϊκό ακροατήριο της τραγωδίας τη γυναίκα άγνωστη και στους επαίνους και στους ψόγους. Τώρα πια δεν χρειάζεται τίποτε άλλο για να θεωρηθεί ο Ευριπίδης σκληρός εχθρός των γυναικών. Δεν είδαν στο έργο ρεαλισμό, ρεαλιστική απεικόνιση. Είδαν μισογυνισμό. Αυτό προκάλεσε το σατυρικό παιχνίδι του Αριστοφάνη το 411 π.Χ., τις «Θεσμοφοριάζουσες».
Η τραγωδία του Ευριπίδη μπήκε μέσα στη ζωή, κι έτσι κέρδισε εδάφη που δεν τα είχε πρωτύτερα. Οικογενειακές προστριβές, η ζωή των ταπεινών, ελαττώματα και προτερήματα της γυναίκας, που αυτός κυριολεκτικά την ανακάλυψε, ψυχικές αρρώστιες βρήκαν θέση στην Τραγωδία του, που παρουσιάζει έναν εντελώς καινούργιο κόσμο.
Είναι ένας κόσμος απογυμνωμένος από τη μεγαλοσύνη και την ασύγκριτη λάμψη, που του είχε δώσει ως τότε η μούσα των ποιητών, όμοια σαν την παλαιότατη Ελλάδα, που ο Θουκυδίδης της είχε αφαιρέσει τη βασιλική πορφύρα τη ριγμένη επάνω της από τους θρύλους και την ποίηση. Οι παμπάλαιοι ήρωες δεν είναι πια στη σκηνή του υπεράνθρωποι, γιατί ήξερε πως οι άνθρωποι πάντα οι ίδιοι είναι, σαν αυτούς που συναντάμε κάθε μέρα. Το θέατρό του έχει πολύ ρεαλισμό, που ο Σοφοκλής τον διαπιστώνει με την εύστοχη παρατήρηση, πως ο Ευριπίδης πλάθει τους ανθρώπους όπως είναι. Κι όταν κάνει τους ήρωες του ρητορικούς και κριτικούς, ικανούς να παλεύουν σ’ έναν «αγώνα λόγων» (Ιάσωνας - Μήδεια, Αγαμέμνονας - Μενέλαος, Ετεοκλής - Πολυνείκης, Άδμητος - Φέρης κ.α.), και επαναστάτες κατά των καθιερωμένων αξιών, τότε στο θέατρό του παρουσιάζονται άνθρωποι της εποχής του.
Όλα αυτά που είπαμε, προκαλούσαν το θαυμασμό των θεατών των τραγωδιών του, αλλά και την κατάκριση, και μάλιστα αυτή σε μεγαλύτερο βαθμό. Έβλεπαν πως απομακρυνόταν από το πνεύμα που υπήρχε στην άλλη, την παλιά, την ιερή τραγωδία. Ήταν κι αυτό μια άλλη αφορμή δυσμένειας.
Ο μαθητής του Αναξαγόρα δεν πλησιάζει τους θρύλους της ελληνικής ιερής ιστορίας με το δέος των ομότεχνών του. Άλλοτε διορθώνει τις χονδροειδείς λαϊκές ιδέες για τη θεότητα, άλλοτε τις επαναλαμβάνει όπως είναι στη λαϊκή τους μορφή, προκαλώντας έτσι τον ακροατή να βγάλει μόνος του συμπεράσματα για την αξιοπιστία ιστορημάτων πλασμένων σε εποχή πολύ μακρινή και πολύ διαφορετική από την εποχή του αττικού διαφωτισμού. Αυτό ήταν μια πολύ τσουχτερή ειρωνεία για τους θρήσκους, που με κανένα τρόπο δε θα μπορούσαν να του τη συγχωρήσουν. Άλλοτε αρνείται ορθά-κοφτά την αξιοπιστία του θρησκευτικού θρύλου, όπως στην «Ιφιγένεια την εν Ταύροις» (380-392) και στον «Ηρακλή Μαινόμενο» (1341 κ.ε.). Δεν είχε γνωριστεί άδικα με τα φιλοσοφικά συστήματα του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη και με τον Σωκράτη. Τον έκαναν να μορφώσει καθαρά την ιδέα για τον θεό. Έτσι πολλές φορές δεν περιορίζεται στην άρνηση. Προχωρώντας και σε θετική προσφορά διατυπώνει την πνευματικότητα του θείου. Όταν ο Απόστολος των Εθνών, οπλισμένος με γερή ελληνομάθεια, κήρυττε τον Άγνωστο Θεό στους Αθηναίους, δεν στήριξε την αποκάλυψή του στον Άρατο μονάχα και στον Κλεάνθη. Αναζήτησε όπλο και στο οπλοστάσιο του Αθηναίου ποιητή: «ποίος δ’ αν οίκος τεκτόνων πλασθείς υπό δέμας το θείον περιβάλει τοίχων πτυχαίς;». Φαίνεται ότι οι στίχοι αυτοί γύριζαν στο μυαλό του κι επειδή δεν μπορούσε να τους θυμηθεί λέξη προς λέξη, έδωσε το νόημά τους με την παράφραση: «Ούτος ουρανού και γης υπάρχων Κύριος ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί».
Δεν είναι παράξενο, που οι Πατέρες της Εκκλησίας βρήκαν πνεύμα χριστιανικό στις ιδέες του Ευριπίδη, και νεώτεροι φιλόλογοι τον είπαν πρόδρομο του Χριστιανισμού. Πρέπει όμως να προστεθεί ακόμα, πως όλα αυτά σκανδάλιζαν αρκετά το ακροατήριό του, έγιναν αφορμή να χαρακτηριστεί για άθεος και του έφεραν για κέρδος, τουλάχιστον από τους θρήσκους, τη δυσμένεια. Πιο τυχερός από το Σωκράτη δεν την πλήρωσε τόσο ακριβά, όσο εκείνος.
Με την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου στράτευσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της αθηναϊκής πολιτικής. Τη σπουδαιότητα της Αθήνας, στην υπεράσπιση της οποίας με επιβλητικό πεζό λόγο κάλεσε ο Περικλής (Θουκυδίδης Β' 41, 51) τους Αθηναίους, ο Ευριπίδης την εκφράζει με τρυφερό λυρισμό στο Γ' Στάσιμο της «Μήδειας», αποκορύφωμα μαγευτικής υμνολογίας της χώρας, την οποία θα χρειαστεί να υπερασπίσουν οι Ερεχθείδες. Απάντηση στο ιταμό τελεσίγραφο των Σπαρτιατών αποτελούν οι «Ηρακλείδες», που είναι και έκθεση της ιστορικής αποστολής των Αθηναίων να μένουν πιστοί σε ό,τι κάνει Ελλάδα την Ελλάδα. Συμβουλή στους Αθηναίους να συμμαχήσουν με το Άργος δίνει με τις «Ικέτιδες» και με άλλες δύο χαμένες του τραγωδίες, τον «Κρεσφόντη» και τον «Ερεχθέα», και συμβουλή στους Μολοσσούς να συμμαχήσουν με την Αθήνα δίνει με την «Ανδρομάχη», τραγωδία αντιλακωνική, που την προόριζε να παιχτεί στο θέατρο της Δωδώνης ή, σύμφωνα με τελευταία πιθανότερη γνώμη, στην Πασσαρώνα, την πρωτεύουσα των Μολοσσών.
Εύρημα δικό του είναι ο Πρόλογος, που έδινε τις πληροφορίες για το έργο, που σήμερα δίνουν τα προγράμματα των θεατρικών παραστάσεων. Ήταν απαραίτητη αυτή η παροχή πληροφοριών, γιατί ο Ευριπίδης προτιμούσε να εργάζεται με όχι πολύ γνωστούς μύθους ή με όχι πολύ γνωστές παραλλαγές τους, ή και γιατί πολλές φορές πραγματεύεται τους θρύλους με μεγάλη ελευθερία, τους τροποποιεί. Μετά τις επεξηγηματικές πληροφορίες του Προλόγου μπορούσε να καταπιαστεί με τα παθητικότερα μέρη του δράματος.
Ο από μηχανής θεός, δική του εφεύρεση κι αυτός, τερματίζει απότομα κι απροσδόκητα τη δύσκολα να ξεδιαλύνει πλοκή των γεγονότων και προλέγει τι θα απογίνουν οι ήρωες της τραγωδίας, πράγμα που είναι αδύνατο να το δουν τα μάτια των ανθρώπων στα άγνωστα βάθη του μέλλοντος. Έτσι, ικανοποιώντας και την κοινή απαίτηση και τη γιορτή που ήταν θρησκευτικά, παραδίδει κατά το τέλος της τραγωδίας τη μοίρα των θνητών στη βουλή και στα χέρια των θεών.
Τα χορικά του τραγούδια, παρόλο που φροντίζει να τα συνδέει με τα πράγματα της τραγωδίας, αφήνουν την εντύπωση πως δεν είναι σφιχτοδεμένα με το έργο. Μοιάζουν με ιντερμέδια. Έχουν όμως για αποζημίωση θέλγητρο και γλαφυρότητα και δυνατό συναίσθημα της φύσης και ωραίες εικόνες, κεντημένες σε πλούσια σχέδια, που γοητεύον τα μάτια. Διάθεση λυρική απλώνουν στις τραγωδίες του τα αμοιβαία άσματα των ηθοποιών και οι μονωδίες, που τις μεταχειρίστηκε πολύ περισσότερο από τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή. Η γοητεία τού άσματός του έσωσε και την Αθήνα από την καταστροφή και τους Σπαρτιάτες από την ντροπή να γίνουν καταστροφείς της (Πλουτάρχου, Λύσανδρος 15).Μετά το θάνατο του Ευριπίδη η τραγωδία πέφτει σε παρακμή. Νέοι ποιητές θα εμφανίζονται μέχρι τα χρόνια του Μ. Αλέξανδρου και θα προσπαθούν να ανανεώσουν παλαιά θέματα με θεατρικές εκπλήξεις, έντεχνους συνδυασμούς, αναγνωρίσεις κι επίδειξη ρητορικής, όχι με απεικόνιση χαρακτήρων. Θα τροφοδοτείται λοιπόν το ρεπερτόριο των θεατρικών παραστάσεων από τους παλαιότερους. Θίασοι ηθοποιών δίνουν παραστάσεις σε θέατρα που υπάρχουν σε όλες τις πόλεις, κυρίως από το δραματολόγιο του Ευριπίδη, που είναι ο ευνοημένος ποιητής της εποχής. Αυτός θα μεταδίδει τις δραματικές συγκινήσεις και θα συντελέσει κι αυτός, κοντά στους άλλους παράγοντες, να απλωθεί στην Ασία ο Ελληνισμός κι απ’ όσα συνδέονται μ’ αυτόν ό,τι ήταν δυνατόν.
Υποσημειώσεις:
[1] «Πάριο μάρμαρο», ή «Πάριο Χρονικό», είναι μεγάλη μαρμάρινη επιγραφή, καμωμένη στην Πάρο το 264 π.Χ. Αρχίζει από τον Κέκροπα και τελειώνει στη χρονιά 264 π.Χ. Περιέχει ειδήσεις για την πολιτική ιστορία, για την ιστορία των γραμμάτων, σημειώνει τη χρονιά της γέννησης και του θανάτου ποιητών, των νικών τους, μιλάει για την ίδρυση των αγώνων. Βρέθηκε στη Σμύρνη το 1627. Τώρα βρίσκεται στην Οξφόρδη. Το 1897 βρέθηκαν και άλλα κομμάτια.
[2] Αισχύλου απόσπασμα 4 στην Anthologia Lyrica, έκδοση Ed. Hiller.
[3] Άμορφο συμπίλημα για τη ζωή του Ευριπίδη, καμωμένο από πολλά χέρια.
[4] Βίος 5: Κατά τον Αύλο Γέλλιο (2ος μ.Χ. αιώνας) Χαλδαίοι είχαν προειπεί στον Μνήσαρχο την ευδοκίμηση του γιου του σε δημόσιους αγώνες (Noctes Atticae XV, 20).
[5] Βίος 7, Θωμάς Μάγιστρος (13ος-14ος μ.Χ. αιώνας), Αύλος Γέλλιος.
[6] Ο Διογένης ο Λαέρτιος (9, 54) παρέχει την πληροφορία πως στο σπίτι του Ευριπίδη είχε συγκεντρωθεί το ακροατήριο στο οποίο ο Πρωταγόρας διάβασε το έργο του «Περί θεών».
[7] Πιθανότατα παραστάσεις της μορφής του παρμένες από το χάλκινο ανδριάντα που του είχαν στήσει οι Αθηναίοι στο Διονυσιακό θέατρο μετά το θάνατό του.
[8] Τον 1ο μ.Χ. αιώνα εξακολουθούσε να έχει κάτι προνόμια στη Μαγνησία ένας ομώνυμος απόγονος του Θεμιστοκλή, φίλος και συμμαθητής του Πλούταρχου στη σχολή του Αμμωνίου (Πλούταρχου, Θεμιστοκλής 32).
[9] Είναι άγνωστο αν ο Ευριπίδης είχα κάνει, όσο ζούσε, συνολική έκδοση των δραμάτων του. Κατά τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα ο Λυκούργος κατάρτισε και κατάθεσε στα αρχεία της Πολιτείας ένα επίσημο χειρόγραφο των δραμάτων των τριών τραγικών, για να το συμβουλεύονται οι ηθοποιοί κι έτσι να αποφεύγονται νοθείες και παρεμβολές. Στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα ο Πτολεμαίος Γ' ο Ευεργέτης έδωσε στους Αθηναίους εγγύηση 15 τάλαντα και δανείστηκε το χειρόγραφο του Λυκούργου, για να διορθώσει τα χειρόγραφα των 3 τραγικών που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Μα προτίμησε να μη τηρήσει το λόγο του και να χάσει την εγγύηση. Κράτησε λοιπόν το χειρόγραφο του Λυκούργου και στους Αθηναίους έστειλε ένα αντίγραφο, που με όση προσοχή κι αν έγινε, κανένας δεν μπορεί να βεβαιώσει πως δεν είχε κανένα λάθος.
Το 408 π.Χ., γέρος πια, άφησε για πάντα την Αθήνα και πήγε στη Μαγνησία, την Ασιανή (αυτήν που είναι στον Μαίανδρο) πιθανότατα. Την πόλη αυτή την είχε χαρίσει ο Αρταξέρξης στον Θεμιστοκλή (Θουκυδίδης Α' 138), ο οποίος διωγμένος από την Αθήνα είχε καταφύγει στην περσική Αυλή. Τώρα την κυβερνούσαν απόγονοι του Θεμιστοκλή, υποτελείς στον βασιλιά των Περσών.[8]
Μπορούμε να πιστεύουμε μαζί με το «Βίο» πως στη Μαγνησία έγινε δεκτός με σεβασμό, όπως με σεβασμό θα τον δέχονταν και στη μακρινή και εχθρική Σικελία, όπου πολλοί Αθηναίοι αιχμάλωτοι, απαγγέλλοντας μονόλογους ή τραγουδώντας χορικά του κι αυτοί γλύτωσαν από τα φρικτά δεινά της αιχμαλωσίας (Πλούταρχου, Νικίας 29) κι έκαναν γνωστά ποιητικά αριστουργήματα του Ευριπίδη στην περιοχή του ελληνισμού της Σικελίας.
Πολλές αιτίες αναφέρονται γι’ αυτόν τον εκπατρισμό του Ευριπίδη σε μια ηλικία που δύσκολα τον αποφασίζει ένας γέρος και μάλιστα αν πρόκειται να διαπλεύσει το Αιγαίο, που δεν είναι πάντοτε στις καλές του. Ο ποιητής είχε πικραθεί από τη δυσμένεια των Αθηναίων, από τους χλευασμούς της Κωμωδίας και στενοχωριόταν που στους ποιητικούς αγώνες ήταν υποχρεωμένος να συναγωνίζεται και να συγκρίνεται με μέτριους ποιητές. Ασφαλώς θα το εύρισκε πολύ οδυνηρό, ποιητής αυτός όχι της αράδας, να αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στο θέατρο (έγραψε 92 τραγωδίες), και να πάρει βραβείο μονάχα 4 φορές. Είδε παραγνώριση της αξίας του και πικράθηκε. Έπειτα ήταν και τα γεράματα. Καλά το είπε ο Περικλής (Θουκυδίδης, ΙΙ 44, 4), οι γέροι τις θέλουν τις τιμές, είναι χαρά τους. Έβρισκε φρικτή πόλη την Αθήνα, όπως την είπε και με το στόμα του Ίωνα στην ομώνυμη τραγωδία του (στίχος 598 και 635). Μονάχα βαρυθυμία μπορούσε να νιώθει ο Ευριπίδης στην Αθήνα που παραδομένη στην κυριαρχία των δημαγωγών είχε φύγει πολύ μακριά από την Αθήνα των χρόνων του Περικλή και είχε πέσει σ’ εκείνη τη βαθύτατη ηθική αλλοίωση, όπως και όλος ο ελληνικός κόσμος που πολύ παραστατικά την περιγράφει ο Θουκυδίδης. Ακόμα και την ημέρα που έφευγε από την Αθήνα ο Ευριπίδης, δοκίμασε μια μεγάλη πίκρα για κάποια κοινή εις βάρος του χαιρεκακία. Ποιος ήταν ο λόγος αυτής της χαιρεκακίας δεν ξέρουμε. Μαρτυρείται μονάχα πως η χαρά αυτή τον στενοχώρησε.
Από τη Μαγνησία πήγε στη Μακεδονία καλεσμένος του βασιλιά Αρχέλαου, δίνοντας έτσι με αυτό το δεύτερο ταξίδι του απόδειξη της ζωτικότητάς του και της αντοχής του στους κόπους. Ικανός βασιλιάς ο Αρχέλαος, που τότε θεμελίωνε κράτος, που θα έδειχνε όλη τη μεγαλοσύνη του λίγες δεκαετηρίδες αργότερα, είχε φιλοδοξήσει να ανυψώσει την Πέλλα σε κέντρο πνευματικό και γι’ αυτό καλούσε στην Αυλή του φημισμένους ανθρώπους των γραμμάτων και καλλιτέχνες. Στην Πέλλα ο Ευριπίδης βρήκε τον ποιητή Αγάθωνα, τον μουσικό Τιμόθεο, το ζωγράφο Ζεύξη και ίσως και τον Θουκυδίδη. Πολύ τιμητικά τον δέχτηκε ο βασιλιάς. Μα κι ο Ευριπίδης έκανε του υψηλού του φίλου ένα δώρο: Έγραψε στην Πέλλα, για να παιχθεί στο θέατρό της, τον «Αρχέλαο», τραγωδία εμπνευσμένη από τη ζωή και τις περιπέτειες του παλιού Αρχέλαου, μακρινού απογόνου του Ηρακλή και ιδρυτή της δυναστείας. Για το θέατρο της Πέλλας έγραψε στη Μακεδονία και τις «Βάκχες».
Στην πατρίδα του δε θέλησε ή δεν πρόφτασε να ξαναγυρίσει. Πέθανε στην Πέλλα, πιθανότατα το 407. Όταν μαθεύτηκε στην Αθήνα ο θάνατός του, ο Σοφοκλής φόρεσε πένθιμη ενδυμασία και παρουσιάζοντας «τον χορό και τους υποκριτές αστεφάνωτους εν τω προαγώνι» («Βίος») απέσπασε τα δάκρια του δήμου.
Μια παράδοση, που η παράλειψή της από τον Αριστοφάνη στους «Βατράχους» (Λήναια, 405) την κάνει ύποπτη και δύσκολα πιστευτή, λέει ότι τάχα τον κατασπάραξαν σκύλοι κυνηγετικοί του Αρχέλαου.
Θάφτηκε στη Μακεδονία (Βίος 36, Παυσανίας 1, 2, 2), στην κοιλάδα της Αρέθουσας (Πλούταρχου, Λυκούργος 31), κοντά στην Αμφίπολη, κι ο μεγαλοπρεπής του τάφος, κατασκεύασμα του Αρχέλαου, έγινε τόπος προσκυνήματος των θαυμαστών του. Οι Αθηναίοι τον τίμησαν με κενοτάφιο. Η πληροφορία του «Βίου» για τον συνθέτη του επιγράμματος επάνω στο κενοτάφιο ταλαντεύεται μεταξύ του ιστορικού Θουκυδίδη και του μελοποιού Τιμόθεου. Πάντως, ο πρώτος στίχος μας θυμίζει τη φράση από τον Θουκυδίδη «ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος». Παραθέτουμε το επίγραμμα σε μετάφραση:
«Τάφος του Ευριπίδη είναι όλη η Ελλάδα. Τα οστά του τα κρατάει η Μακεδονία, όπου δέχτηκε τον θάνατο. Πατρίδα του είναι η Αθήνα, η Ελλάδα της Ελλάδας. Πολλές είναι οι χαρές που έδωσε με τα τραγούδια του, και γι’ αυτό πολλοί είναι κι εκείνοι που τον τιμούν».
Τον επόμενο αιώνα οι Αθηναίοι του έστησαν χάλκινο ανδριάντα μαζί με τους ανδριάντες του Αισχύλου και του Σοφοκλή στο θέατρο του Διονύσου, κατά πρόταση του ρήτορα Λυκούργου, που έκανε και την πρώτη επίσημη έκδοση των τριών τραγικών.[9]
Ένας θρύλος που τον διέσωσε ο Πλούταρχος (Λυκούργος, 31), λέει πως μια εξαιρετική τιμή έκανε κι ο θεός των κεραυνών στον Ευριπίδη, που μονάχα στο νομοθέτη Λυκούργο είχε γίνει πρωτύτερα. Κεραυνός έπεσε και στον τάφο του Ευριπίδη στην Αρέθουσα, όπως είχε πέσει και στου Λυκούργου στη Σπάρτη. Τούτο το ιστόρημα δείχνει τη γνώμη που είχε απλωθεί στην Ελλάδα για τον ποιητή.
Άφησε τρεις γιους, τον Μνησαρχίδη, που είχε γίνει έμπορος, τον ηθοποιό Μνησίλοχο και τον δραματικό ποιητή Ευριπίδη. Στα κατάλοιπά του βρέθηκαν ο «Αλκμέων ο δια Κορίνθου» και η «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι».
Ο Ευριπίδης έγραψε και ελεγείες και άλλα λυρικά ποιήματα. Στον Πλούταρχο (Νικίας 17) διατηρείται το επίγραμμα που είχε γράψει για τους νεκρούς του εκστρατευτικού σώματος των Αθηναίων στη Σικελία. Από τον Πλούταρχο (Αλκιβιάδης 11), πάλι μαθαίνουμε ότι έγραψε κι έναν επινίκιο ύμνο για τιμή του Αλκιβιάδη, που στα Ολύμπια είχε κερδίσει τρία στεφάνια νίκης σε αρματοδρομία.
Έγραψε ενενήντα δράματα. Από όλον αυτόν το μεγάλο θησαυρό γλύτωσαν 18 τραγωδίες και ένα δράμα σατυρικό, ο «Κύκλωψ». Σημειώνονται εδώ τα σωζόμενα έργα του κατά τη σειρά που τα παρουσίασε, που γι’ άλλα είναι βέβαιη και γι’ άλλα εικάζεται και παραμένει μονάχα πιθανή.
Άλκηστις 438 π.Χ., Μήδεια 431, Ηρακλείδαι 430-427, Ιππόλυτος στεφανηφόρος 428, Ανδρομάχη 427-425, Εκάβη 424, Ικέτιδες 422, Ηρακλής Μαινόμενος 424-420, Ίων 418, Τρωάδες 415, Ιφιγένεια η εν Ταύροις 414-410, Ηλέκτρα 413, Ελένη 412, Φοίνισσαι 411-408, Ορέστης 408. Το σατυρικό δράμα «Κύκλωψ» στα 428-425. Μετά το θάνατό του «Βάκχαι» και «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι» 405. Ο «Ρήσος» αμφισβητείται, Θεωρείται έργο του 4ου αιώνα, άλλοι τον κατεβάζουν στους χρόνους των Πτολεμαίων. Ο Murray τον θεωρεί νεανικό έργο του ποιητή, που αργότερα αρκετά μέρη του ξαναδουλεύτηκαν. Ο Grosens το θεωρεί γνήσιο έργο του Ευριπίδη και θεωρεί ότι κάτω από το όνομα του Ρήσου κρύβεται ο βασιλιάς της Θράκης Σιτάλκης και πως η τραγωδία παίχτηκε στα 424 π.Χ.
Από τα δράματα που χάθηκαν έχουν διασωθεί πάρα πολλά και πολύ αξιόλογα αποσπάσματα σε κείμενα άλλων συγγραφέων ή σε περγαμηνές και παπύρους, που ξεθάβονται στην Αίγυπτο.
Από τα ονόματα των τραγωδιών του βρίσκουμε πως τις υποθέσεις του ο ποιητής τις πήρε από τον Τρωικό κύκλο, από τους Θηβαϊκούς θρύλους, που σχετίζονται με τον Ηρακλή και τον οίκο των Λαβδακιδών, από τους θρύλους του Άργους για τον Περσέα και τους Ατρείδες. Σε άλλες πάλι τραγωδίες βρήκαν θέση θρύλοι Θεσσαλικοί και σε άλλες θρύλοι Αττικοί.
Από τις 23 τετραλογίες που έγραψε ο Ευριπίδης, μονάχα 5 τιμήθηκαν με πρώτο βραβείο. Για πρώτη φορά πήρε βραβείο 13 χρόνια μετά την εμφάνισή του στο θέατρο, το 442, με μια τετραλογία άγνωστη σε μας. Το πέμπτο βραβείο το πήρε μετά το θάνατό του με τις «Βάκχες». Από τις νίκες που κέρδισε, όσο ζούσε, ξέρουμε μια μονάχα, τη νίκη για τον «Ιππόλυτο». Υπήρξε δυσμενής απέναντί του η επίσημη αθηναϊκή κριτική.
Παρόλη τη δυσμένεια της επίσημης κριτικής είχε μεγάλη εκτίμηση από το μεγάλο πλήθος των Αθηναίων. Αυτό ακριβώς συνάγεται από τους αδιάκοπους χλευασμούς του Αριστοφάνη, που σε καμιά από τις σωζόμενες κωμωδίες του δεν τον λησμονεί. Αν ήταν αφανής ο Ευριπίδης, θα αναζητούσε κι ο Αριστοφάνης αλλού το στόχο των βελών του. Καλά είπε ο Σοφοκλής (Αίας 154): «Και βέβαια στις μεγάλες ψυχές αν σημαδέψεις, κάπου θα πετύχεις» (απόδοση Δημ. Σάρρος).
Από τον ίδιο τον Αριστοφάνη έχουμε την ένδειξη, πως ο Ευριπίδης ήταν ο αγαπημένος της νεολαίας, που εκπρόσωπός της ο Φειδιππίδης στις «Νεφέλες» (στίχος 1377) τον λέει «σοφότατον».
Λίγο μετά το θάνατο του Ευριπίδη ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» του (869) είχε πει πως η ποίηση του ποιητή, τον οποίο με λύσσα πολέμησε σ’ όλες του τις κωμωδίες, ήταν λιγόζωη και πως μαζί του πέθανε κι αυτή. Μα έγινε το αντίθετο. Ο Ευριπίδης κυριολεκτικά λατρεύτηκε σε όλον τον κόσμο. Ο Μ. Αλέξανδρος κατά την εκστρατεία του τον είχε στην κινητή του βιβλιοθήκη (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 8), και κρίσεις του εξέφραζε με στίχους ή μάλλον γνωμικά του Ευριπίδη (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 53). Ο Κλείτος, και μεθυσμένος που ήταν, στίχο του Ευριπίδη θυμήθηκε για να λοιδορήσει τον Αλέξανδρο (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 51).
Η φήμη του απλώθηκε κι έξω από τον Ελληνισμό. 300 χρόνια αργότερα ο Ιούλιος Καίσαρας, που κάποτε είχε δηλώσει πως τα δευτερεία στη Ρώμη θα τα θυσίαζε πρόθυμα για τα πρωτεία σ’ ένα χωριό, συχνά και με ευχαρίστησή του με στίχους του Ευριπίδη (Φοίνισσαι 504-506) φανέρωνε τη φιλαρχία που του φλόγιζε τα σωθικά, όπως και ο Οκταβιανός σε στίχο του Ευριπίδη κατέφευγε πάλι (Φοίνισσαι 599), για να δικαιολογήσει την πολιτική του. Έγινε ο ποιητής των θεατρικών παραστάσεων στις Αυλές των βασιλιάδων της Ασίας (Πλουτάρχου, Κράσος 33). Ρήτορες τον διαβάζουν και αναφέρουν περικοπές του, όπως π.χ. ο Λυκούργος στο λόγο του «Κατά Λεωκράτους». Οι ποιητές της Νέας Κωμωδίας τον έχουν για οδηγό τους και δάσκαλο. Της Νέας Κωμωδίας ποιητής, ο Φιλήμων, δηλώνει πως δε θα είχε κανένα δισταγμό να τερματίσει τη ζωή του, αν ήταν βέβαιος πως θα συναντούσε τον Ευριπίδη.
Με τον Ευριπίδη κι από τον Ευριπίδη άρχισε η αττική γλώσσα να παίρνει τον τύπο που κράτησε για χίλια χρόνια ως φιλολογική γλώσσα και όργανο πολιτισμού στον ελληνικό κόσμο. Τον διαβάζουν και τον μιμούνται οι τραγικοί της Ρώμης. Η δόξα του δεν έσβησε στο Μεσαίωνα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας απομνημονεύουν γνωμικά του. Η βασιλεία του παραμένει ακλόνητη και στους νέους χρόνους. Ο Ρακίνας, ο Κορνήλιος, ο Σίλερ τον μελετούν και προσπαθούν να τον μιμηθούν. Ο Γκαίτε, θαυμαστής κι αυτός και μιμητής του, λίγο πριν πεθάνει, γράφει στο Ημερολόγιό του (22/23 Νοεμβρίου 1831) μετά την ανάγνωση του «Ίωνα» τούτα τα βαρυσήμαντα λόγια: «Από τον καιρό του Ευριπίδη έχουν γεννήσει όλα τα έθνη του κόσμου κανένα δραματουργό, που να είναι άξιος να του πάει τις παντούφλες;».
«Σημείο αντιλεγόμενο» έγινε ο Ευριπίδης στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Βιεννέζος ποιητής και κριτικός G. Schlegel (1808) αρνήθηκε την ποιητική αξία του Ευριπίδη. Τη γνώμη αυτή δεν τη δέχτηκαν οι δυο μεγάλοι ποιητές της Γερμανίας, ο Schiller και ο Goethe, ο οποίος μάλιστα δεν απέκρυψε και την αγανάκτησή του στις συνομιλίες του με τον Eckermann: «Μόνο γονατιστός είχε ο Schlegel το δικαίωμα να βρει λάθη σ’ έναν τόσο μεγάλο αρχαίο. Για να αισθανθεί και να τιμήσει κανείς μια μεγάλη προσωπικότητα, πρέπει κάτι να είναι και ο ίδιος. Όλοι όσοι αρνήθηκαν στον Ευριπίδη το ύψος, ήταν ή κακόμοιρα ανθρωπάκια, ανίκανα να υψωθούν ως αυτόν, ή αγύρτες αδιάντροποι...».
Ο ποιητής του απέραντου ωκεανού των συγκινήσεων και των παθών, «ο πλατύς ποταμός των δακρύων» όπως τον είπε ο Όσκαρ Ουάιλντ, με τα φιλοσοφικά ακροάματα και μελετήματα έγινε και μαθητής της ελληνικής σοφίας, που είχε βλαστήσει στην Ιωνία και μεταφυτεύθηκε στην Αθήνα. Στίχοι του από άδηλο δράμα, που τους διέσωσε ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωματείς Δ' 25, 157), αποτελούν και αυτοβιογραφική εξομολόγησή του και εγκώμιο της «ιστορίας», της σοφίας δηλαδή στον κύκλο της φιλοσοφίας, της φυσικής, της ηθικής, που αν την αποχτήσει ο άνθρωπος, στέκει μακριά από τις μικρότητες και τις ασχήμιες του κόσμου, κι αυτό είναι ευτυχία, τότε μπορεί να λέγεται «όλβιος» ο άνθρωπος. Παραθέτουμε τους στίχους σε μετάφραση:
«Καλότυχος ο κάτοχος σοφίας! Μήτε τους συμπολίτες του πασχίζει να βλάψει, μήτε σε άδικες πράξεις έχει το νου του. Εξετάζοντας πάντα το αιώνιο σύμπαν και για ποιο σκοπό και από πού και πώς ορίστηκε η αμετάβλητη τάξη του, δε συλλογιέται να πράξει έργα αισχρά».
Ποιητής και στοχαστής βυθίζει το μάτι του στην ανθρώπινη ψυχή, εξετάζει θρησκευτικά, ηθικά, κοινωνικά και βιοτικά ζητήματα και πασχίζει να φέρει τους φιλοσοφικούς στοχασμούς στο μεγάλο κοινό. Άδικα δεν τον είπαν σκηνικό φιλόσοφο.
Διαλέγοντας τις πιο παθητικές υποθέσεις, τις πιο γόνιμες σε θλίψεις και σε βίαια πάθη, παρουσιάζει τις πιο σκοτεινές δυνάμεις που φωλιάζουν στα βαθύτερα και ζοφερότερα σπήλαια της ψυχής και δεν υπακούουν στη λογική και μάχονται την ηθική αντίσταση. Είναι ζωγράφος του ένστικτου και των θυελλωδών εκρήξεων της ψυχής, ο ποιητής των συναισθηματικών υπάρξεων, στου οποίου το θέατρο τα γυναικεία πρόσωπα, πλούσια σε συναισθήματα μεταλλείο, πήραν την πρώτη θέση. Μακρά σειρά γυναικών περνούν επάνω στη σκηνή του: Μαρτυρικές παρθένες, σαν την Ιφιγένεια και την Πολυξένη, που πάντα μας επιβάλλονται με τον αυτοσεβασμό τους και την υπερηφάνεια, με τη σεμνότητα και τον ηρωισμό τους. Μα παρουσίασε και άλλου τύπου γυναίκες, που τις βαραίνουν μνησικακία και λύσσα για άγρια εκδίκηση, ή άλλες, που αν τις βάλει στο σημάδι το φτερωτό παιδί της Αφροδίτης, χάνουν τη γαλήνη της ψυχής τους, θολώνει ο νους τους, δεν ξέρουν τι κάνουν. Φέρνει μπροστά μας ολοζώντανα πρόσωπα κυριαρχημένα από σφοδρά ψυχικά πάθη, όπως για παράδειγμα την Εκάβη στην άγρια λύσσα της όταν παγίδευσε τον Πολυμήστορα, όπως τη Φαίδρα, όταν μπλέχτηκε στο πάθος που τη σκοτώνει κι όπως τη Μήδεια, που παραδομένη σε πάθος ακυβέρνητο από το χαλινό της φρόνησης, μήτε θέλει μήτε μπορεί να αντισταθεί στις σφοδρές ριπές του ανέμου που δέρνουν την ψυχή της.
Αυτές σκανδάλισαν και Αθηναίους και Αθηναίες. Αν σταματούσε στου πρώτου τύπου τις γυναίκες δε θα μπορούσε να πει κανένας τίποτε, όπως δεν είπαν και για τον Σοφοκλή, που έφερε μπρος στον κόσμο την Αντιγόνη από τα άδυτα του γυναικωνίτη ηρωίδα και μάρτυρα στεφανωμένη με φως, κι ας ήθελε το αθηναϊκό ακροατήριο της τραγωδίας τη γυναίκα άγνωστη και στους επαίνους και στους ψόγους. Τώρα πια δεν χρειάζεται τίποτε άλλο για να θεωρηθεί ο Ευριπίδης σκληρός εχθρός των γυναικών. Δεν είδαν στο έργο ρεαλισμό, ρεαλιστική απεικόνιση. Είδαν μισογυνισμό. Αυτό προκάλεσε το σατυρικό παιχνίδι του Αριστοφάνη το 411 π.Χ., τις «Θεσμοφοριάζουσες».
Η τραγωδία του Ευριπίδη μπήκε μέσα στη ζωή, κι έτσι κέρδισε εδάφη που δεν τα είχε πρωτύτερα. Οικογενειακές προστριβές, η ζωή των ταπεινών, ελαττώματα και προτερήματα της γυναίκας, που αυτός κυριολεκτικά την ανακάλυψε, ψυχικές αρρώστιες βρήκαν θέση στην Τραγωδία του, που παρουσιάζει έναν εντελώς καινούργιο κόσμο.
Είναι ένας κόσμος απογυμνωμένος από τη μεγαλοσύνη και την ασύγκριτη λάμψη, που του είχε δώσει ως τότε η μούσα των ποιητών, όμοια σαν την παλαιότατη Ελλάδα, που ο Θουκυδίδης της είχε αφαιρέσει τη βασιλική πορφύρα τη ριγμένη επάνω της από τους θρύλους και την ποίηση. Οι παμπάλαιοι ήρωες δεν είναι πια στη σκηνή του υπεράνθρωποι, γιατί ήξερε πως οι άνθρωποι πάντα οι ίδιοι είναι, σαν αυτούς που συναντάμε κάθε μέρα. Το θέατρό του έχει πολύ ρεαλισμό, που ο Σοφοκλής τον διαπιστώνει με την εύστοχη παρατήρηση, πως ο Ευριπίδης πλάθει τους ανθρώπους όπως είναι. Κι όταν κάνει τους ήρωες του ρητορικούς και κριτικούς, ικανούς να παλεύουν σ’ έναν «αγώνα λόγων» (Ιάσωνας - Μήδεια, Αγαμέμνονας - Μενέλαος, Ετεοκλής - Πολυνείκης, Άδμητος - Φέρης κ.α.), και επαναστάτες κατά των καθιερωμένων αξιών, τότε στο θέατρό του παρουσιάζονται άνθρωποι της εποχής του.
Όλα αυτά που είπαμε, προκαλούσαν το θαυμασμό των θεατών των τραγωδιών του, αλλά και την κατάκριση, και μάλιστα αυτή σε μεγαλύτερο βαθμό. Έβλεπαν πως απομακρυνόταν από το πνεύμα που υπήρχε στην άλλη, την παλιά, την ιερή τραγωδία. Ήταν κι αυτό μια άλλη αφορμή δυσμένειας.
Ο μαθητής του Αναξαγόρα δεν πλησιάζει τους θρύλους της ελληνικής ιερής ιστορίας με το δέος των ομότεχνών του. Άλλοτε διορθώνει τις χονδροειδείς λαϊκές ιδέες για τη θεότητα, άλλοτε τις επαναλαμβάνει όπως είναι στη λαϊκή τους μορφή, προκαλώντας έτσι τον ακροατή να βγάλει μόνος του συμπεράσματα για την αξιοπιστία ιστορημάτων πλασμένων σε εποχή πολύ μακρινή και πολύ διαφορετική από την εποχή του αττικού διαφωτισμού. Αυτό ήταν μια πολύ τσουχτερή ειρωνεία για τους θρήσκους, που με κανένα τρόπο δε θα μπορούσαν να του τη συγχωρήσουν. Άλλοτε αρνείται ορθά-κοφτά την αξιοπιστία του θρησκευτικού θρύλου, όπως στην «Ιφιγένεια την εν Ταύροις» (380-392) και στον «Ηρακλή Μαινόμενο» (1341 κ.ε.). Δεν είχε γνωριστεί άδικα με τα φιλοσοφικά συστήματα του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη και με τον Σωκράτη. Τον έκαναν να μορφώσει καθαρά την ιδέα για τον θεό. Έτσι πολλές φορές δεν περιορίζεται στην άρνηση. Προχωρώντας και σε θετική προσφορά διατυπώνει την πνευματικότητα του θείου. Όταν ο Απόστολος των Εθνών, οπλισμένος με γερή ελληνομάθεια, κήρυττε τον Άγνωστο Θεό στους Αθηναίους, δεν στήριξε την αποκάλυψή του στον Άρατο μονάχα και στον Κλεάνθη. Αναζήτησε όπλο και στο οπλοστάσιο του Αθηναίου ποιητή: «ποίος δ’ αν οίκος τεκτόνων πλασθείς υπό δέμας το θείον περιβάλει τοίχων πτυχαίς;». Φαίνεται ότι οι στίχοι αυτοί γύριζαν στο μυαλό του κι επειδή δεν μπορούσε να τους θυμηθεί λέξη προς λέξη, έδωσε το νόημά τους με την παράφραση: «Ούτος ουρανού και γης υπάρχων Κύριος ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί».
Δεν είναι παράξενο, που οι Πατέρες της Εκκλησίας βρήκαν πνεύμα χριστιανικό στις ιδέες του Ευριπίδη, και νεώτεροι φιλόλογοι τον είπαν πρόδρομο του Χριστιανισμού. Πρέπει όμως να προστεθεί ακόμα, πως όλα αυτά σκανδάλιζαν αρκετά το ακροατήριό του, έγιναν αφορμή να χαρακτηριστεί για άθεος και του έφεραν για κέρδος, τουλάχιστον από τους θρήσκους, τη δυσμένεια. Πιο τυχερός από το Σωκράτη δεν την πλήρωσε τόσο ακριβά, όσο εκείνος.
Με την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου στράτευσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της αθηναϊκής πολιτικής. Τη σπουδαιότητα της Αθήνας, στην υπεράσπιση της οποίας με επιβλητικό πεζό λόγο κάλεσε ο Περικλής (Θουκυδίδης Β' 41, 51) τους Αθηναίους, ο Ευριπίδης την εκφράζει με τρυφερό λυρισμό στο Γ' Στάσιμο της «Μήδειας», αποκορύφωμα μαγευτικής υμνολογίας της χώρας, την οποία θα χρειαστεί να υπερασπίσουν οι Ερεχθείδες. Απάντηση στο ιταμό τελεσίγραφο των Σπαρτιατών αποτελούν οι «Ηρακλείδες», που είναι και έκθεση της ιστορικής αποστολής των Αθηναίων να μένουν πιστοί σε ό,τι κάνει Ελλάδα την Ελλάδα. Συμβουλή στους Αθηναίους να συμμαχήσουν με το Άργος δίνει με τις «Ικέτιδες» και με άλλες δύο χαμένες του τραγωδίες, τον «Κρεσφόντη» και τον «Ερεχθέα», και συμβουλή στους Μολοσσούς να συμμαχήσουν με την Αθήνα δίνει με την «Ανδρομάχη», τραγωδία αντιλακωνική, που την προόριζε να παιχτεί στο θέατρο της Δωδώνης ή, σύμφωνα με τελευταία πιθανότερη γνώμη, στην Πασσαρώνα, την πρωτεύουσα των Μολοσσών.
Εύρημα δικό του είναι ο Πρόλογος, που έδινε τις πληροφορίες για το έργο, που σήμερα δίνουν τα προγράμματα των θεατρικών παραστάσεων. Ήταν απαραίτητη αυτή η παροχή πληροφοριών, γιατί ο Ευριπίδης προτιμούσε να εργάζεται με όχι πολύ γνωστούς μύθους ή με όχι πολύ γνωστές παραλλαγές τους, ή και γιατί πολλές φορές πραγματεύεται τους θρύλους με μεγάλη ελευθερία, τους τροποποιεί. Μετά τις επεξηγηματικές πληροφορίες του Προλόγου μπορούσε να καταπιαστεί με τα παθητικότερα μέρη του δράματος.
Ο από μηχανής θεός, δική του εφεύρεση κι αυτός, τερματίζει απότομα κι απροσδόκητα τη δύσκολα να ξεδιαλύνει πλοκή των γεγονότων και προλέγει τι θα απογίνουν οι ήρωες της τραγωδίας, πράγμα που είναι αδύνατο να το δουν τα μάτια των ανθρώπων στα άγνωστα βάθη του μέλλοντος. Έτσι, ικανοποιώντας και την κοινή απαίτηση και τη γιορτή που ήταν θρησκευτικά, παραδίδει κατά το τέλος της τραγωδίας τη μοίρα των θνητών στη βουλή και στα χέρια των θεών.
Τα χορικά του τραγούδια, παρόλο που φροντίζει να τα συνδέει με τα πράγματα της τραγωδίας, αφήνουν την εντύπωση πως δεν είναι σφιχτοδεμένα με το έργο. Μοιάζουν με ιντερμέδια. Έχουν όμως για αποζημίωση θέλγητρο και γλαφυρότητα και δυνατό συναίσθημα της φύσης και ωραίες εικόνες, κεντημένες σε πλούσια σχέδια, που γοητεύον τα μάτια. Διάθεση λυρική απλώνουν στις τραγωδίες του τα αμοιβαία άσματα των ηθοποιών και οι μονωδίες, που τις μεταχειρίστηκε πολύ περισσότερο από τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή. Η γοητεία τού άσματός του έσωσε και την Αθήνα από την καταστροφή και τους Σπαρτιάτες από την ντροπή να γίνουν καταστροφείς της (Πλουτάρχου, Λύσανδρος 15).Μετά το θάνατο του Ευριπίδη η τραγωδία πέφτει σε παρακμή. Νέοι ποιητές θα εμφανίζονται μέχρι τα χρόνια του Μ. Αλέξανδρου και θα προσπαθούν να ανανεώσουν παλαιά θέματα με θεατρικές εκπλήξεις, έντεχνους συνδυασμούς, αναγνωρίσεις κι επίδειξη ρητορικής, όχι με απεικόνιση χαρακτήρων. Θα τροφοδοτείται λοιπόν το ρεπερτόριο των θεατρικών παραστάσεων από τους παλαιότερους. Θίασοι ηθοποιών δίνουν παραστάσεις σε θέατρα που υπάρχουν σε όλες τις πόλεις, κυρίως από το δραματολόγιο του Ευριπίδη, που είναι ο ευνοημένος ποιητής της εποχής. Αυτός θα μεταδίδει τις δραματικές συγκινήσεις και θα συντελέσει κι αυτός, κοντά στους άλλους παράγοντες, να απλωθεί στην Ασία ο Ελληνισμός κι απ’ όσα συνδέονται μ’ αυτόν ό,τι ήταν δυνατόν.
Υποσημειώσεις:
[1] «Πάριο μάρμαρο», ή «Πάριο Χρονικό», είναι μεγάλη μαρμάρινη επιγραφή, καμωμένη στην Πάρο το 264 π.Χ. Αρχίζει από τον Κέκροπα και τελειώνει στη χρονιά 264 π.Χ. Περιέχει ειδήσεις για την πολιτική ιστορία, για την ιστορία των γραμμάτων, σημειώνει τη χρονιά της γέννησης και του θανάτου ποιητών, των νικών τους, μιλάει για την ίδρυση των αγώνων. Βρέθηκε στη Σμύρνη το 1627. Τώρα βρίσκεται στην Οξφόρδη. Το 1897 βρέθηκαν και άλλα κομμάτια.
[2] Αισχύλου απόσπασμα 4 στην Anthologia Lyrica, έκδοση Ed. Hiller.
[3] Άμορφο συμπίλημα για τη ζωή του Ευριπίδη, καμωμένο από πολλά χέρια.
[4] Βίος 5: Κατά τον Αύλο Γέλλιο (2ος μ.Χ. αιώνας) Χαλδαίοι είχαν προειπεί στον Μνήσαρχο την ευδοκίμηση του γιου του σε δημόσιους αγώνες (Noctes Atticae XV, 20).
[5] Βίος 7, Θωμάς Μάγιστρος (13ος-14ος μ.Χ. αιώνας), Αύλος Γέλλιος.
[6] Ο Διογένης ο Λαέρτιος (9, 54) παρέχει την πληροφορία πως στο σπίτι του Ευριπίδη είχε συγκεντρωθεί το ακροατήριο στο οποίο ο Πρωταγόρας διάβασε το έργο του «Περί θεών».
[7] Πιθανότατα παραστάσεις της μορφής του παρμένες από το χάλκινο ανδριάντα που του είχαν στήσει οι Αθηναίοι στο Διονυσιακό θέατρο μετά το θάνατό του.
[8] Τον 1ο μ.Χ. αιώνα εξακολουθούσε να έχει κάτι προνόμια στη Μαγνησία ένας ομώνυμος απόγονος του Θεμιστοκλή, φίλος και συμμαθητής του Πλούταρχου στη σχολή του Αμμωνίου (Πλούταρχου, Θεμιστοκλής 32).
[9] Είναι άγνωστο αν ο Ευριπίδης είχα κάνει, όσο ζούσε, συνολική έκδοση των δραμάτων του. Κατά τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα ο Λυκούργος κατάρτισε και κατάθεσε στα αρχεία της Πολιτείας ένα επίσημο χειρόγραφο των δραμάτων των τριών τραγικών, για να το συμβουλεύονται οι ηθοποιοί κι έτσι να αποφεύγονται νοθείες και παρεμβολές. Στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα ο Πτολεμαίος Γ' ο Ευεργέτης έδωσε στους Αθηναίους εγγύηση 15 τάλαντα και δανείστηκε το χειρόγραφο του Λυκούργου, για να διορθώσει τα χειρόγραφα των 3 τραγικών που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Μα προτίμησε να μη τηρήσει το λόγο του και να χάσει την εγγύηση. Κράτησε λοιπόν το χειρόγραφο του Λυκούργου και στους Αθηναίους έστειλε ένα αντίγραφο, που με όση προσοχή κι αν έγινε, κανένας δεν μπορεί να βεβαιώσει πως δεν είχε κανένα λάθος.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)