ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-116): Γονατιστή η Ανδρομάχη μπροστά στο άγαλμα της Θέτης που είναι τοποθετημένο στην είσοδο του ναού της, στη Φθία της Θεσσαλίας, εξιστορεί τις συμφορές της, που έχουν πέσει αδιάκοπες πάνω της. Είδε τον άνδρα της τον Έκτορα να τον σκοτώνει μπρος στα μάτια της εξαγριωμένος ο Αχιλλέας. Το γιο της τον Αστυάνακτα τον είδε να τον πετούν οι Αχαιοί πάνω από το κάστρο. Αυτήν την ίδια τη δώσανε σκλάβα στο Νεοπτόλεμο, το γιο του Αχιλλέα, του φονιά του Έκτορα. Δε λογάριασαν που ήταν μια βασιλοπούλα.
Από το Νεοπτόλεμο γέννησε παιδί η Ανδρομάχη. Σ’ αυτό το μοναχοπαίδι στηρίζει η δυστυχισμένη Τρωαδίτισσα την ελπίδα, ότι κάποτε μπορεί να δει κι αυτή μέρες καλές ύστερα από τόσες δυστυχίες. Είναι η ελπίδα κάθε δυστυχισμένης μάνας.
Αλλά από την πλοκή ενός ονείρου ευτυχίας ως την πραγμάτωσή του λίγες φορές δεν παρεμβάλλονται απροσδόκητα εμπόδια. Ο Νεοπτόλεμος παντρεύτηκε την Ερμιόνη, την κόρη του Μενέλαου και της Ελένης. Και τώρα η Ερμιόνη ζηλεύει την Ανδρομάχη. Λόγο καλό δεν έχει γι’ αυτήν την Τρωαδίτισσα, που μοιράζεται τον άνδρα της. Νομίζει ότι αυτή με ασιατικά μάγια την έχει κάνει στείρα και βέβαια μισητή στο Νεοπτόλεμο. Αποφάσισε λοιπόν το θάνατο κι αυτής και του παιδιού, του μισητού νόθου. Βοηθό της σ’ αυτά της τα σχέδια έχει τον πατέρα της Μενέλαο, που έφτασε από τη Σπάρτη με τροχισμένο μαχαίρι.
Και τώρα η Ανδρομάχη, ολομόναχη κι απροστάτευτη, αφού ο Νεοπτόλεμος λείπει στους Δελφούς, έχει κρύψει σε ξένο σπίτι το παιδί της κι αυτή έχει προσπέσει ικέτισσα, όπως τη βλέπουμε, στο άγαλμα της Θέτης, με την ελπίδα, ότι ίσως οι εχθροί της θα σεβαστούν το ιερό της καταφύγιο.
Αλλά οι εχθροί δεν ησυχάζουν. Μια υπηρέτρια αναγγέλλει στην Ανδρομάχη ότι ο Μενέλαος ψάχνει να βρει το κρυμμένο παιδί.
«Τρέξε γρήγορα», φωνάζει στην υπηρέτρια έντρομη η Ανδρομάχη, «να ειδοποιήσεις το γέρο Πηλέα». Και όταν έμεινε μόνη, ασυγκράτητοι ξεσπούν οι λυγμοί της (103-115), σε μια λυρική μονωδία, που έχει τη θέση μοιρολογιού για τα φρικτά δεινά της, που αφορμή τους είναι ο γάμος της Ελένης με τον Πάρη.
ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (117-146): Δεκαπέντε γυναίκες από τη Φθιώτιδα δείχνουν τη συμπόνια τους στην Ανδρομάχη. Θα ήθελαν να τη βγάλουν από τα αξεδιάλυτα δεινά, που την έριξε η εχθρότητα της Ερμιόνης (στροφή 1). Άνισος είναι ο πόλεμος που έχει να κάνει η Τρωαδίτισσα. Αντιμετωπίζει δύο γεννημένους στη Σπάρτη, το Μενέλαο και την Ερμιόνη. Θα χιμήξουν πάνω της οι δυνατοί και το κλάμα της σε τίποτα δεν μπορεί να τη βοηθήσει (αντιστροφή 1). Ένα μόνο της μένει να κάνει: Να φύγει μακριά από εδώ, από τον ξένο τόπο, όπου δεν υπάρχουν βοηθοί της (στροφή 2). «Ναι», προσθέτει ο Χορός στη δεύτερη αντιστροφή, «εκτός από τα δάκρια της συμπόνιας δε μπορούμε να σου προσφέρουμε κάτι άλλο, μας συγκρατεί ο φόβος».
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (147-273): Ντυμένη πολυτελέστατα και ξιπασμένη για τα πλούτη της, βγαίνει η Ερμιόνη από το παλάτι και με λόγια φαρμακερά μιλάει στην Ανδρομάχη. Αυτή η ξενοφερμένη, η σκλάβα από την Τροία, της πλάνεψε τον άνδρα, με μαγικά βότανα την έριξε στη δυστυχία της ατεκνίας. Και με τα νύχια της ζήλιας μπηγμένα στην καρδιά της δε βρίσκει άλλον τρόπο να εκδικηθεί την αντίζηλη παρά μόνον το θάνατο, που θα την απαλλάξει από τη φοβερή Ασιάτισσα. Και η εχθρότητά της για την Ανδρομάχη και η λύσσα της ζηλοτυπίας, της υπαγορεύει και μια σκληρή περιφρόνηση γι’ αυτή τη σκλάβα, που δίχως ντροπή πήγε να πλαγιάσει (σαν να μπορούσε να κάνει κι αλλιώς!) με το γιο εκείνου που σκότωσε τον άντρα της. Κακό, πολύ κακό αυτή η αδιαντροπιά της, όπως και πλήθος άλλα ελαττώματα, που δεν τα έχουν για τίποτα οι βάρβαροι και που τώρα που ήρθε στην Ελλάδα αυτή η Τρωαδίτισσα θα χαλάσουν τα ωραία ήθη των Ελλήνων. Ένας που μισεί, ό,τι κι αν πει, ποτέ δεν το βρίσκει υπερβολικό.
Δεν λείπει αξιοπρέπεια από την απάντηση της Ανδρομάχης (183-231). Μαντεύει η κατατρεγμένη Τρωαδίτισσα όλον τον κίνδυνο που την απειλεί από την άδικη και αλαζονική Ερμιόνη, αλλά δε θα αφήσει τον εαυτό της ανυπεράσπιστο, θα της δείξει της Σπαρτιάτισσας πόσο άδικο έχει. Με αλλεπάλληλες ερωτήσεις (192-204) υποδεικνύει πόσο αβάσιμο είναι το κατηγορητήριο. Κι αν ο άνδρας της μισεί την κόρη του Μενέλαου, το φταίξιμο δεν είναι αυτής της ίδιας. Αφόρητη έγινε με τους κακούς της τρόπους και με την έπαρσή της (205-214), για τα πλούτη του πατρικού σπιτιού της, για τη Σπάρτη, για τον πατέρα της το Μενέλαο. Αφόρητη ακόμα και με την ενοχλητική ζηλοτυπία της (215-228). Αχρησιμοποίητο δεν άφησε η Ανδρομάχη και το τελευταίο και πιο πικρό βέλος, που είχε στη φαρέτρα της. Συμβουλεύει (229-231) τη νεαρή κόρη της Ελένης να κοιτάξει να μη ακολουθεί στον πόθο της για τους άνδρες τα αχνάρια της μάνας της: «Των κακών μανάδων τις συνήθειες πρέπει να τις αποφεύγουν οι κόρες, αν είναι γνωστικές».
Μάταια προσπάθησε η Κορυφαία του Χορού (232-233) να υποδείξει στην Ερμιόνη ότι δεν έχει άδικο η Ανδρομάχη. Αλύγιστη στο μίσος της εκείνη (και με ποια ζηλοτυπία δε συνυφαίνεται το μίσος;) προκαλεί την Ανδρομάχη σε λογομαχία (234-260) και καταλήγει στη φοβέρα (261-273), ότι έχει τρόπο να την αποσπάσει από το άγαλμα της θεάς. Τώρα θα δει!
ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (274-308): Η Ερμιόνη έφυγε, αλλά οι φοβέρες της προς την Ανδρομάχη, που δείχνουν τη λύσσα της για την ξένη την παρείσακτη στο κρεβάτι του Νεοπτόλεμου, και που προαναγγέλλουν τους φοβερούς σκοπούς της νύφης από τη Σπάρτη για την Τρωαδίτισσα, θυμίζουν στις γυναίκες του Χορού ότι αρχή και αιτία όλων των δεινών είναι η κρίση του Πάρη για το ποια από τις τρεις θεές ήταν η πιο όμορφη (στροφή 1, αντιστροφή 1). Κανένα κακό δε θα χτυπούσε ούτε το Ίλιο ούτε την Ελλάδα, που δέκα χρόνια βασανίστηκαν τα παιδιά της γύρω από το κάστρο της Τροίας, ούτε και την ίδια την Ανδρομάχη, αν είχε πιστέψει η Εκάβη την προφητεία της Κασσάνδρας και σκότωνε τον ολέθριο Πάρη, νεογέννητο ακόμα βρέφος (στροφή 2, αντιστροφή 2). Πόθος ανικανοποίητος που οι γυναίκες του Χορού θα τον ήθελαν πραγματικότητα. Συμπονούν την Ανδρομάχη και χάσανε κι αυτές πατρίδα κι ευτυχία.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (309-464): Οδυνηρή έκπληξη επιφυλάσσεται στην Ανδρομάχη τώρα. Το παιδί της, που το είχε φυλαγμένο σε ξένο σπίτι, το βρήκε ο Μενέλαος και το κρατάει στα χέρια του. Το προορίζει για το μαχαίρι. Ένα τρομερό δίλημμα (316-318) θέτει στη μάνα του: Ή να τραβηχτεί από το άγαλμα της Θέτης και τότε θα γλυτώσει το παιδί ή να εξακολουθεί να παραμένει ικέτισσα και τότε κι αυτός θα της σκοτώσει το μοναχογιό. Ας διαλέξει ό,τι θέλει. Τελείωσε, ή αυτή ή το παιδί της θα πεθάνει.
Βέβαια η πρόταση του Μενέλαου δεν είναι κάτι από εκείνα που θα περίμενε να ακούσει από το στόμα ενός πολεμιστή, που καυχάται ότι πάτησε την Τροία και τώρα πολεμάει με μια δυστυχισμένη γυναίκα, κράζει με περιφρόνηση η Ανδρομάχη. Κι αν αυτός είναι ο λόγος της δεν τον φέρνει σε συναίσθηση, έχει κι άλλα επιχειρήματα, που με αυτά θα κοιτάξει να του γυρίσει τα μυαλά. Κάθε ενέργεια έχει κι ένα αποτέλεσμα, που κάθε φρόνιμος άνθρωπος πρέπει να το υπολογίζει. Και του απαριθμεί (335-349) τα πολύ δυσμενή αποτελέσματα και γι’ αυτόν τον ίδιο και για την κόρη του την Ερμιόνη, που θα προκύψουν από το θάνατο που της σχεδιάζουν. Αναπόφευκτη η βδελυγμία των ανθρώπων για τη μιαιφονία. Αν σκοτώσουν πάλι το παιδί , θα έχουν να κάνουν με τον πατέρα του. Μετά το θάνατο του παιδιού πρέπει να φύγει στο πατρικό της σπίτι η Ερμιόνη. Εκεί χήρα πια θα περιμένει τα γεράματα να της ασπρίσουν τα μαλλιά. Κανένας δε θα βρεθεί να πάρει γυναίκα του τη φόνισσα. Ας σκεφτεί σαν άντρας ο Μενέλαος κι ας μη παρασύρεται από μια άμυαλη κοπελίτσα σε αθεράπευτες ενέργειες.
«Άλλα είναι τα ελατήρια των πράξεών μου», απαντάει ο Μενέλαος (366-380). «Δε με παρασύρει μια γυναίκα». Η στοργή του τον οδηγεί. Δε θέλει να χάσει τον άντρα της η κόρη του. Κι επανέρχεται σκληρός στο δίλημμα: Ας διαλέξει η Ανδρομάχη το θάνατο το δικό της ή το θάνατο του παιδιού της.
«Ένας από τους δυο σας ανάγκη να φύγει από τη ζωή».
Τώρα πια μπροστά σε τόση ασπλαχνία, κύματα αλλεπάλληλα έρχονται οι θλιβερές αναμνήσεις στην Ανδρομέδα: Βουτηγμένη μέσα στις πιο πικρές δυστυχίες πέρασε η ζωή της. Μια τέτοια ζωή ας χαθεί για χάρη του παιδιού της. Και με την καρδιά της ξεχειλισμένη από στοργή για το παιδί της, αποτραβιέται από το άγαλμα της θεάς και παραδίνεται στα χέρια του εχθρού της. Ας ζήσει ο γιος της κι ας πεθάνει αυτή. Παντού οι γονείς ζωή τους έχουν τη ζωή των παιδιών τους:
«...Όλοι οι άνθρωποι ζωή έχουν τα παιδιά τους...» (418-419).
Και τώρα κοντά στην ασπλαχνία θα εμφανιστεί άλλο χαρακτηριστικό του Μενέλαου, η απιστία. Με προσταγή του δένεται πισθάγκωνα η Ανδρομάχη (425). Και για να μη λείψει κι ο κυνισμός από το βασιλιά της Σπάρτης μπρος στους θεατές της αθηναϊκής τραγωδίας. «Σε γέλασα», της λέει (426 κ.ε.), «θάνατος σας περιμένει κι εσένα και το γιο σου!».
Έτσι κι ο Μενέλαος, ο βασιλιάς της Σπάρτης, με τις πράξεις του, αλλά και όλοι οι Σπαρτιάτες, με την κρίση (445-452) της αγανακτισμένης Ανδρομάχης για την παγίδα που της έστησε ο βασιλιάς της Σπάρτης, φορτώνονται όλα τα ελαττώματα που έδειξαν και άλλα που το αθηναϊκό μίσος βρήκε στους αντιπάλους από την αρχή και σε όλη τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου και που με μεγάλη προθυμία σπεύδει να τα διαλαλήσει με την τραγωδία αυτή ο Ευριπίδης στο πλήθος των θεατών που θα την παρακολουθήσουν. Πρέπει να γίνει γνωστό τι άνθρωποι κατοικούν εκεί κάτω στον Ευρώτα και να έχει το νου του ο καθένας. Έτσι ο Ευριπίδης δίνει το «παρών» του στη μεγάλη σύγκρουση που έχει η πατρίδα του με τη Σπάρτη.
Και για να ολοκληρωθεί η ψυχογραφία της γελασμένης με δόλο Ανδρομάχης, που δεν έχει τίποτα να ελπίζει από ένα σκληρό και πανούργο αντίπαλο, τον ταπεινώνει και ξεθυμαίνει με την υπόμνηση της φυγής του μπρος το κοντάρι του άντρα της του Έκτορα κι επειδή δε μπορεί να αμυνθεί με άλλον τρόπο, καταφεύγει στο όπλο των ανίσχυρων που τους πνίγει η αγανάκτηση: Δεν αποκλείεται να δυστυχήσει κάποτε κι αυτός:
«...Κι αν τώρα εγώ δυστυχώ, καθόλου μην αλαζονεύεσαι. Μπορεί να δυστυχήσεις κι εσύ».
ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (465-500): Όταν οι ακόλουθοι του Μενέλαου έσυραν την Ανδρομάχη στο παλάτι δεμένη πισθάγκωνα και όταν μπήκε μέσα, πίσω από αυτούς κι ο ίδιος, ο Χορός που μένει πια μόνος στην ορχήστρα, αποδοκιμάζει τον έρωτα του ενός ανδρός σε δυο γυναίκες. Είναι πηγή διχασμών και πολλών δεινών μέσα στο σπίτι (στροφή 1), όμοια με τους δυο τους βασιλιάδες σε μια χώρα, σαν τους δυο τους τεχνίτες τραγουδιών, που μισούνται μεταξύ τους αν συνθέσουν τραγούδι με το ίδιο θέμα (αντιστροφή 1). Μια κυρά χρειάζεται μέσα στο σπίτι, όχι δύο, όπως και στο τιμόνι ένας τιμονιέρης, όχι πολλοί (στροφή 2). Να, στο σπίτι του Νεοπτόλεμου, όπου υπάρχουν δυο κυράδες, η μια σχεδιάζει τον ανόσιο αφανισμό της άλλης και του παιδιού. Αλλά το κακό θα πληρωθεί (αντιστροφή 2), βεβαιώνει τελευταία ο Χορός, με την πεποίθηση των αγανακτισμένων για την αδικία που βλέπουν να γίνεται μπροστά στα μάτια τους.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (501-765): Το κακό φαίνεται τελικά ότι θα γίνει. Ο Μενέλαος και οι ακόλουθοί του βγάζουν την Ανδρομέδα από το παλάτι, με τα χέρια ματωμένα από το σφιχτό το δέσιμο, για να τη θανατώσουν. Μαζί της φέρνουν και το παιδί της. Θα το σφάξουν κι αυτό. Οι λυγμοί των μελλοθάνατων παίρνουν τη μορφή «κομμού» (θρήνου) σε μια λυρική δυωδία, καθώς άσπλαχνα και ανέκκλητα σέρνονται στο μαχαίρι του φονιά (501-536). Άσπλαχνος ο Μενέλαος, μόνο σκληρά λόγια έχει να πει (515-522). Φρόνιμος άνθρωπος είναι αδύνατο να αφήσει να ζήσουν τα παιδιά των εχθρών του. Και στη γενιά των εχθρών ανήκει η Ανδρομάχη και το παιδί της. Μάταια πέφτει μπροστά στα πόδια του το παιδί. Ο Μενέλαος ο ίδιος το λέει, ότι στην καρδιά δε διαφέρει από θαλασσόβραχο ή από άσπλαχνο κύμα (537-538). Και σέρνει το σπαθί του. Τώρα θα τους σφάξει και τους δυο, μάνα και παιδί. Τέλειωσε, θα πεθάνουν.
Μα την κρίσιμη στιγμή φτάνει ο Πηλέας (547). Η οργή συνταράσσει το γέρικο κορμί του. Παίρνει την Ανδρομάχη από τα χέρια των δημίων της. Της λύνει τα δεσμά. Τη γλυτώνει από το θάνατο κι αυτή και το παιδί της. Έτοιμος είναι σπάσει με το σκήπτρο του και το κεφάλι του Μενέλαου και με λόγια γεμάτα πικρία και χλευασμό του τα ψάλλει, που πολύ ευχάριστα θα τα άκουγαν Αθηναίοι και φίλοι τους, γιατί τα λόγια του δε χτυπούν μόνο το Μενέλαο, βρίσκουν και τους Σπαρτιάτες μισητούς εχθρούς της Αθήνας στον πόλεμο που είχε ανάψει πια για καλά, όταν γραφόταν η «Ανδρομάχη». Κι όταν ο Μενέλαος δηλώνει απροσδόκητα, ότι τώρα φεύγει γιατί κάποιος πόλεμος τον καλεί και ότι θα ξανάρθει αργότερα για να ρυθμίσει τα πράγματα με το Νεοπτόλεμο, ενώ μόλις τώρα είχε σύρει το σπαθί του για να κόψει κεφάλια, μια βοή χλεύης αναδύεται από το πλήθος των θεατών. Γελούν. Ο βασιλιάς της Σπάρτης[1] παρουσιάστηκε γελοίος: εύκολα αλλάζει γνώμη, εύκολα τραβάει το σπαθί του κι ακόμα πιο εύκολα, χωρίς καθόλου να το ματώσει, το ξαναβάζει στο θηκάρι, ο ψευτοπαλληκαράς!
ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (766-801): Ο Χορός, φέρνοντας στο νου του την αναπάντεχη σωτηρία της Ανδρομάχης και του παιδιού, βρίσκει ότι μεγάλη σημασία έχει στη ζωή η λαμπρή καταγωγή. Η αίγλη των προγόνων (υπαινιγμός στον Αχιλλέα) σώζει τους απογόνους (στροφή). Ύμνος του δικαίου είναι η αντιστροφή, πολύ επίκαιρα βαλμένος ύστερα από την επιβολή δικαιοσύνης στο προηγούμενο επεισόδιο από τον γέρο-Πηλέα, που εξυμνείται πια κι αυτός στην επωδό, αφού και τώρα στα γεράματά του δε ξέχασε την ορμή του παλιού μαχητή των Κενταύρων, του ατρόμητου Αργοναύτη και του γενναίου συμπολεμιστή του Ηρακλή και υπεράσπισε το δίκαιο.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (802-1008): Από εδώ μπαίνουμε στο δεύτερο μέρος του δράματος. Πλέκεται από στοιχεία των θρύλων του Νεοπτόλεμου, του Ορέστη, της Ερμιόνης και από το θρύλο για την τελευταία τύχη της Ανδρομάχης.
Μια σκλάβα, η γερόντισσα Τροφός (Βάγια) της Ερμιόνης, έντρομη βγαίνει από το παλάτι και αναγγέλλει στο Χορό ότι οι συμφορές έρχονται απανωτές στο παλάτι. Η Ερμιόνη, τώρα που με την αναχώρηση του πατέρα της απέμεινε πια μόνη στο παλάτι, τρέμοντας μη κακοπάθει από το Νεοπτόλεμο για τα όσα σχεδίασε να κάνει στην Ανδρομέδα και στο παιδί τους, θέλει να αυτοκτονήσει. Σκλάβοι φρουροί μόλις τη συγκρατούν.
Αλλά να, με λυμένα μαλλιά η Ερμιόνη (έτσι φαίνεται η θλίψη της) προβάλλει από το παλάτι. Την αβάσταχτη απελπισία και τον τρόμο της και τον πόθο της να μπορούσε να έφευγε με φτερά πουλιού ή με γοργοτάξιδο πλεούμενο σε ξένους τόπους μακριά από τα δεινά, που την περιμένουν εδώ στη Φθία με τον ερχομό του Νεοπτόλεμου, δείχνουν οι λυρικοί στίχοι του «κομμού» της (829 κ.ε.).
Ένας ξένος ορμά από την αριστερή πάροδο. Είναι ο Ορέστης. Περαστικός από τη Φθία στο ταξίδι του για τη Δωδώνη, έμαθε τα βάσανα της Ερμιόνης, πρώτης του ξαδέλφης και παλιάς του αρραβωνιαστικιάς. Αλλά δε θα την εγκαταλείψει στην κακοτυχία της. Την παίρνει και φεύγει. Είναι πονετικός συγγενής, θα την πάει στο πατρικό της. Όσο για το Νεοπτόλεμο, τη λέει, θα έρθει σε λίγο. Τον έχει μπλέξει σε παγίδα θανάτου. Ζωντανός από τους Δελφούς δε θα γυρίσει στη Φθία.
ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' (1009-1016): Όλα τα δεινά που μπρος στα μάτια των θεατών έχει εμφανίσει μέχρι τώρα η «Ανδρομάχη», πρωταρχική αιτία έχουν τον Τρωικό πόλεμο. Αυτή την πρωταρχική αιτία θυμάται ο Χορός σε τούτο το Χορικό, που δεν προέρχεται βέβαια από την ουσία των πραγμάτων της τραγωδίας και ούτε αντιλαλεί τις μεγάλες συγκινήσεις που προκάλεσε η πλοκή του έργου. Μερικά δεινά που χτύπησαν και τους Τρώες και τους Έλληνες ιστορούνται εδώ σε στίχους, που η ομορφιά τους μας αφήνει ζωηρή εντύπωση.[2]
ΕΞΟΔΟΣ (1047-1288): Έρχεται ο Πηλέας και βεβαιώνεται ότι αυτό που είχε μάθει στα Φάρσαλα είναι αληθινό: Η Ερμιόνη έφυγε με τον Ορέστη (1047-1062). Μαθαίνει ακόμα ότι στους Δελφούς έχει οργανωθεί από τον Ορέστη δολοφονία του Νεοπτόλεμου (1063-1065).
Ο γέρο-Πηλέας προστάζει να τρέξει ένας γρήγορα και να ειδοποιήσει τον εγγονό του στους Δελφούς για όλα (1066-1069). Αλλά είναι πια αργά. Ένας αγγελιοφόρος έρχεται από τους Δελφούς και αναγγέλλει ότι ο φόνος έγινε (1070-1165). Σε λίγο δούλοι φέρνουν με φορείο το λείψανο του σκοτωμένου (1166-1172).
Ερείπιο ψυχικό πια, ο Πηλέας πέφτει πάνω στο νεκρό και με ασυγκράτητα αναφιλητά τον αγκαλιάζει. Και ο θρήνος του (κομμός 1173 κ.ε.), πικρός λυγμός και γόος από τα στήθη γέρου, που με το θάνατο του εγγονού του βλέπει το σπίτι του ρημάδι, απλώνει τη συγκίνηση σε κύματα αλλεπάλληλα για την αθεράπευτη συμφορά, που παρηγοριά δεν έχει. Χίλιες φορές καλύτερα να είχε πεθάνει αυτός ο γέρος, λέει σιγά με συμπόνια η Κορυφαία (1208) για τον Πηλέα, που του κάκου του είχαν ευχηθεί καλή μοίρα οι θεοί (1218) και τώρα έρημος κι ολομόναχος θα τριγυρνάει σε παλάτια άδεια από ανθρώπους (1221). «Τώρα μπορεί να έρθει», φωνάζει ο γέρος, «η Νηρηίδα η Θέτη από τις σκοτεινές σπηλιές της να δει το άθλιο κατάντημά μου» (1222-1225).
Αλλά δεν άργησε να έρθει κι αυτή. Ανάερη παρουσιάζεται η Θέτη «από μηχανή» κι από εκεί ψηλά του φανερώνει τι πρέπει να γίνει (1231-1272). Ας σταματήσει πια η θλίψη του. Να πάει το νεκρό του Νεοπτόλεμου στους Δελφούς και να τον θάψει εκεί, κοντά στο βωμό του Απόλλωνα, για να είναι αιώνια μαρτυρία της αδικίας των Δελφών και του Ορέστη. Για την Ανδρομάχη ορίζει να πάρει άνδρα της τον Έλενο, μάντη και γιο του Πρίαμου και να κατοικήσει μαζί του στη Μολοσσία της Ηπείρου, όπου θα μεγαλώσει ο γιος της από το Νεοπτόλεμο και θα γίνει βασιλιάς και πρόγονος ευτυχισμένων βασιλιάδων, που θα διαδέχονται αιώνια ο ένας τον άλλο. «Κι εσύ», του λέει του Πηλέα, «απαλλάσσεσαι πια από τα ανθρώπινα βάσανα». Θα γίνει αθάνατος θεός και θα κατοικεί αιώνια μαζί της στα παλάτια του Νηρέα.
Ηρέμησε πια ο Πηλέας. Δε θα παραλείψει τίποτα από όσα του είπε η θεά.
Θαυμασμός για τις απροσδόκητες λύσεις που δίνουν οι θεοί στα ανθρώπινα πράγματα είναι τα λόγια της Κορυφαίας (1284-1288), καθώς ο Χορός αποχωρεί από την ορχήστρα.
Στην «Ανδρομάχη» συνενώνονται δυο μύθοι: ο μύθος του Νεοπτόλεμου και της Ερμιόνης κι ο μύθος της Ανδρομάχης. Αυστηρή ενότητα δεν έχει το έργο αυτό. Διαβάζοντας την «Ανδρομάχη» και φτάνοντας στο στίχο 765 νομίζουμε ότι τέλειωσε το έργο, που μέχρις εδώ παρουσίασε το κυνηγητό του Μενέλαου και της Ερμιόνης κατά της Ανδρομάχης και του παιδιού της και τη σωτηρία τους από τον Πηλέα. Κι όμως προστίθεται και δεύτερο μέρος, χαλαρά συνδεδεμένο με το πρώτο, που αναφέρεται στη μεταμέλεια της Ερμιόνης για τα κακά της σχέδια, στην εμφάνιση του Ορέστη που παίρνει την Ερμιόνη και φεύγει, στο θάνατο του Νεοπτόλεμου και στην τύχη της Ανδρομάχης μετά το θάνατο του Νεοπτόλεμου. Σε όλο το έργο όμως δε ξεχνάμε την Ανδρομάχη, που γύρω της, έστω και χαλαρά συνδεδεμένη με αυτή σε μερικά σημεία, πλέκεται όλη η ιστορία.
Η «Ανδρομάχη» όμως έχει θαυμάσια μέρη όπου απεικονίζονται πολύ ζωηρά και αφήνουν δυνατή εντύπωση ψυχικές καταστάσεις των προσώπων, όπως η ζηλοτυπία και το αδυσώπητο μίσος της Ερμιόνης, της ξιπασμένης για τα πατρικά της πλούτη, όπως και η απελπισία της όταν συλλογίστηκε μετά τι κακό πήγαινε να κάνει, που καθόλου δε θα της το συγχωρούσε ο Νεοπτόλεμος. Ο τύπος του τιποτένιου ανθρώπου, που πολύ κυνικά είναι άπιστος, ούτε ντρέπεται ούτε διστάζει να εξαντλήσει όλη τη σκληρότητά του σε μια γυναίκα και σ’ ένα παιδάκι, απεικονίζεται στο Μενέλαο, που, όταν παρουσιάστηκε ο γέρο-Πηλέας και του πήρε τα θύματα από τα χέρια του, έγινε και γελοίος με μια απροσδόκητη υποχώρηση. Η συγκινητική στοργή της Ανδρομάχης εκδηλώνεται σε λόγια για το παιδί της, λόγια αιώνιας αλήθειας και συγκινητικά, και στην απόφασή της να παραδοθεί στα χέρια των εχθρών της, για να ζήσει ο μοναχογιός της, όπως θα έκανε κάθε μάνα, που θα της πρότειναν το δίλημμα να ζήσει ή αυτή ή το παιδί της. Και πολύ φυσικά μετά, αφρίζοντας από οργή, ξεσπάει σε σαρκασμούς και σε βρισιές προς το Μενέλαο. Δεν είχε άλλα όπλα, καλή και η ταπείνωση που του κάνει. Τύπος παρμένος από τη ζωή ο Πηλέας, όπου πάντοτε οι παππούδες λαχταρούν για τα εγγόνια τους. Η οργή του για τον κίνδυνο του δισέγγονου του ξαναφέρνει όλη την ορμή που είχε, όταν ήταν νέος και παλληκάρι.
Και η οδύνη του πάνω στο λείψανο του μονάχου εγγονού του, του Νεοπτόλεμου, είναι η οδύνη κάθε παππού, που του παιδιού του το παιδί είναι δυο φορές παιδί του, και οδύνη του κάθε γέροντα που βλέπει να ρημάζει το σπίτι του. Γνώριμος ο τύπος της Τροφού και από άλλες τραγωδίες (τη Μήδεια, τον Ιππόλυτο), που όταν μεγαλώσει στα γόνατά της τη κόρη της κυράς της, την κάνει μετά κυρά της και συμμερίζεται τις θλίψεις της.
Λυρικός ποιητής ως τα βάθη της ψυχής του ο Ευριπίδης, δεν αντιστέκεται στον πειρασμό να απλώσει το λυρικό στοιχείο και στα πρόσωπα της τραγωδίας (Πηλέας, Ανδρομάχη, παιδί), που τα συναισθήματα και οι στοχασμοί τους πολλές φορές δηλώνονται με λυρικούς στίχους μονωδιών και αμοιβαίων ασμάτων παθητικούς και υπέροχους, όσο και τα απαράμιλλα χορικά του.Η τραγωδία του Ευριπίδη δεν έμεινε απαρατήρητη σε δυο μεγάλα κέντρα πολιτισμού, στη αρχαία Ρώμη και στο Παρίσι του 17ου αιώνα. Με πρότυπο την «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη, έγραψε ομώνυμη τραγωδία ο Κόιντος Έννιος (3ος π.Χ. αιώνας), ο πατέρας, όπως τον είπαν, της λατινικής λογοτεχνίας, που και σε άλλες τραγωδίες του (Medea, Hecuba, Iphigenia κλπ.) μιμήθηκε τον Ευριπίδη. Ο Ρακίνας, μελετητής και ζηλωτής του Ευριπίδη, στόλισε τα Γαλλικά Γράμματα με την πεντάπρακτη τραγωδία του «Ανδρομάχη», που τον ανέδειξε μεγάλο τραγικό ποιητή.
Υποσημειώσεις:
[1] Κανένας δε σκέφτηκε ότι η Δωρική Σπάρτη του Πελοποννησιακού πολέμου και της εποχής της τραγωδίας μας δεν έχει καμιά σχέση με το βασιλιά και τους άνδρες της Αχαϊκής Σπάρτης της εποχής του Μενέλαου. Πίστευαν, όπως φαίνεται από τον Πλάτωνα (Νόμοι 6-2 d), ότι οι Αχαιοί, που είχαν διωχθεί μετά τον Τρωικό πόλεμο, ξανακατέβηκαν στη Λακωνική και την ξαναπήραν με το όνομά τους αλλαγμένο σε Δωριείς.
[2] Πολύ χαλαρή σχέση του Χορικού με την υπόθεση του έργου βρίσκουμε και σε άλλες τραγωδίες του Ευριπίδη. Ο Αριστοτέλης (Ποιητικά 1456α) αποδοκιμάζει αυτή την παρεμβολή χορικών που συνδέονται χαλαρά με την τραγωδία: «και τον χορό δε ανάγκη να θεωρούμε... ότι είναι μόριο του όλου και ότι λαμβάνει μέρος στο δράμα, όχι όπως στον Ευριπίδη, αλλά όπως στο Σοφοκλή». Παρόμοια επικρίνουν τον Ευριπίδη και αρχαίοι φιλόλογοι.
Από το Νεοπτόλεμο γέννησε παιδί η Ανδρομάχη. Σ’ αυτό το μοναχοπαίδι στηρίζει η δυστυχισμένη Τρωαδίτισσα την ελπίδα, ότι κάποτε μπορεί να δει κι αυτή μέρες καλές ύστερα από τόσες δυστυχίες. Είναι η ελπίδα κάθε δυστυχισμένης μάνας.
Αλλά από την πλοκή ενός ονείρου ευτυχίας ως την πραγμάτωσή του λίγες φορές δεν παρεμβάλλονται απροσδόκητα εμπόδια. Ο Νεοπτόλεμος παντρεύτηκε την Ερμιόνη, την κόρη του Μενέλαου και της Ελένης. Και τώρα η Ερμιόνη ζηλεύει την Ανδρομάχη. Λόγο καλό δεν έχει γι’ αυτήν την Τρωαδίτισσα, που μοιράζεται τον άνδρα της. Νομίζει ότι αυτή με ασιατικά μάγια την έχει κάνει στείρα και βέβαια μισητή στο Νεοπτόλεμο. Αποφάσισε λοιπόν το θάνατο κι αυτής και του παιδιού, του μισητού νόθου. Βοηθό της σ’ αυτά της τα σχέδια έχει τον πατέρα της Μενέλαο, που έφτασε από τη Σπάρτη με τροχισμένο μαχαίρι.
Και τώρα η Ανδρομάχη, ολομόναχη κι απροστάτευτη, αφού ο Νεοπτόλεμος λείπει στους Δελφούς, έχει κρύψει σε ξένο σπίτι το παιδί της κι αυτή έχει προσπέσει ικέτισσα, όπως τη βλέπουμε, στο άγαλμα της Θέτης, με την ελπίδα, ότι ίσως οι εχθροί της θα σεβαστούν το ιερό της καταφύγιο.
Αλλά οι εχθροί δεν ησυχάζουν. Μια υπηρέτρια αναγγέλλει στην Ανδρομάχη ότι ο Μενέλαος ψάχνει να βρει το κρυμμένο παιδί.
«Τρέξε γρήγορα», φωνάζει στην υπηρέτρια έντρομη η Ανδρομάχη, «να ειδοποιήσεις το γέρο Πηλέα». Και όταν έμεινε μόνη, ασυγκράτητοι ξεσπούν οι λυγμοί της (103-115), σε μια λυρική μονωδία, που έχει τη θέση μοιρολογιού για τα φρικτά δεινά της, που αφορμή τους είναι ο γάμος της Ελένης με τον Πάρη.
ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (117-146): Δεκαπέντε γυναίκες από τη Φθιώτιδα δείχνουν τη συμπόνια τους στην Ανδρομάχη. Θα ήθελαν να τη βγάλουν από τα αξεδιάλυτα δεινά, που την έριξε η εχθρότητα της Ερμιόνης (στροφή 1). Άνισος είναι ο πόλεμος που έχει να κάνει η Τρωαδίτισσα. Αντιμετωπίζει δύο γεννημένους στη Σπάρτη, το Μενέλαο και την Ερμιόνη. Θα χιμήξουν πάνω της οι δυνατοί και το κλάμα της σε τίποτα δεν μπορεί να τη βοηθήσει (αντιστροφή 1). Ένα μόνο της μένει να κάνει: Να φύγει μακριά από εδώ, από τον ξένο τόπο, όπου δεν υπάρχουν βοηθοί της (στροφή 2). «Ναι», προσθέτει ο Χορός στη δεύτερη αντιστροφή, «εκτός από τα δάκρια της συμπόνιας δε μπορούμε να σου προσφέρουμε κάτι άλλο, μας συγκρατεί ο φόβος».
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (147-273): Ντυμένη πολυτελέστατα και ξιπασμένη για τα πλούτη της, βγαίνει η Ερμιόνη από το παλάτι και με λόγια φαρμακερά μιλάει στην Ανδρομάχη. Αυτή η ξενοφερμένη, η σκλάβα από την Τροία, της πλάνεψε τον άνδρα, με μαγικά βότανα την έριξε στη δυστυχία της ατεκνίας. Και με τα νύχια της ζήλιας μπηγμένα στην καρδιά της δε βρίσκει άλλον τρόπο να εκδικηθεί την αντίζηλη παρά μόνον το θάνατο, που θα την απαλλάξει από τη φοβερή Ασιάτισσα. Και η εχθρότητά της για την Ανδρομάχη και η λύσσα της ζηλοτυπίας, της υπαγορεύει και μια σκληρή περιφρόνηση γι’ αυτή τη σκλάβα, που δίχως ντροπή πήγε να πλαγιάσει (σαν να μπορούσε να κάνει κι αλλιώς!) με το γιο εκείνου που σκότωσε τον άντρα της. Κακό, πολύ κακό αυτή η αδιαντροπιά της, όπως και πλήθος άλλα ελαττώματα, που δεν τα έχουν για τίποτα οι βάρβαροι και που τώρα που ήρθε στην Ελλάδα αυτή η Τρωαδίτισσα θα χαλάσουν τα ωραία ήθη των Ελλήνων. Ένας που μισεί, ό,τι κι αν πει, ποτέ δεν το βρίσκει υπερβολικό.
Δεν λείπει αξιοπρέπεια από την απάντηση της Ανδρομάχης (183-231). Μαντεύει η κατατρεγμένη Τρωαδίτισσα όλον τον κίνδυνο που την απειλεί από την άδικη και αλαζονική Ερμιόνη, αλλά δε θα αφήσει τον εαυτό της ανυπεράσπιστο, θα της δείξει της Σπαρτιάτισσας πόσο άδικο έχει. Με αλλεπάλληλες ερωτήσεις (192-204) υποδεικνύει πόσο αβάσιμο είναι το κατηγορητήριο. Κι αν ο άνδρας της μισεί την κόρη του Μενέλαου, το φταίξιμο δεν είναι αυτής της ίδιας. Αφόρητη έγινε με τους κακούς της τρόπους και με την έπαρσή της (205-214), για τα πλούτη του πατρικού σπιτιού της, για τη Σπάρτη, για τον πατέρα της το Μενέλαο. Αφόρητη ακόμα και με την ενοχλητική ζηλοτυπία της (215-228). Αχρησιμοποίητο δεν άφησε η Ανδρομάχη και το τελευταίο και πιο πικρό βέλος, που είχε στη φαρέτρα της. Συμβουλεύει (229-231) τη νεαρή κόρη της Ελένης να κοιτάξει να μη ακολουθεί στον πόθο της για τους άνδρες τα αχνάρια της μάνας της: «Των κακών μανάδων τις συνήθειες πρέπει να τις αποφεύγουν οι κόρες, αν είναι γνωστικές».
Μάταια προσπάθησε η Κορυφαία του Χορού (232-233) να υποδείξει στην Ερμιόνη ότι δεν έχει άδικο η Ανδρομάχη. Αλύγιστη στο μίσος της εκείνη (και με ποια ζηλοτυπία δε συνυφαίνεται το μίσος;) προκαλεί την Ανδρομάχη σε λογομαχία (234-260) και καταλήγει στη φοβέρα (261-273), ότι έχει τρόπο να την αποσπάσει από το άγαλμα της θεάς. Τώρα θα δει!
ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (274-308): Η Ερμιόνη έφυγε, αλλά οι φοβέρες της προς την Ανδρομάχη, που δείχνουν τη λύσσα της για την ξένη την παρείσακτη στο κρεβάτι του Νεοπτόλεμου, και που προαναγγέλλουν τους φοβερούς σκοπούς της νύφης από τη Σπάρτη για την Τρωαδίτισσα, θυμίζουν στις γυναίκες του Χορού ότι αρχή και αιτία όλων των δεινών είναι η κρίση του Πάρη για το ποια από τις τρεις θεές ήταν η πιο όμορφη (στροφή 1, αντιστροφή 1). Κανένα κακό δε θα χτυπούσε ούτε το Ίλιο ούτε την Ελλάδα, που δέκα χρόνια βασανίστηκαν τα παιδιά της γύρω από το κάστρο της Τροίας, ούτε και την ίδια την Ανδρομάχη, αν είχε πιστέψει η Εκάβη την προφητεία της Κασσάνδρας και σκότωνε τον ολέθριο Πάρη, νεογέννητο ακόμα βρέφος (στροφή 2, αντιστροφή 2). Πόθος ανικανοποίητος που οι γυναίκες του Χορού θα τον ήθελαν πραγματικότητα. Συμπονούν την Ανδρομάχη και χάσανε κι αυτές πατρίδα κι ευτυχία.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (309-464): Οδυνηρή έκπληξη επιφυλάσσεται στην Ανδρομάχη τώρα. Το παιδί της, που το είχε φυλαγμένο σε ξένο σπίτι, το βρήκε ο Μενέλαος και το κρατάει στα χέρια του. Το προορίζει για το μαχαίρι. Ένα τρομερό δίλημμα (316-318) θέτει στη μάνα του: Ή να τραβηχτεί από το άγαλμα της Θέτης και τότε θα γλυτώσει το παιδί ή να εξακολουθεί να παραμένει ικέτισσα και τότε κι αυτός θα της σκοτώσει το μοναχογιό. Ας διαλέξει ό,τι θέλει. Τελείωσε, ή αυτή ή το παιδί της θα πεθάνει.
Βέβαια η πρόταση του Μενέλαου δεν είναι κάτι από εκείνα που θα περίμενε να ακούσει από το στόμα ενός πολεμιστή, που καυχάται ότι πάτησε την Τροία και τώρα πολεμάει με μια δυστυχισμένη γυναίκα, κράζει με περιφρόνηση η Ανδρομάχη. Κι αν αυτός είναι ο λόγος της δεν τον φέρνει σε συναίσθηση, έχει κι άλλα επιχειρήματα, που με αυτά θα κοιτάξει να του γυρίσει τα μυαλά. Κάθε ενέργεια έχει κι ένα αποτέλεσμα, που κάθε φρόνιμος άνθρωπος πρέπει να το υπολογίζει. Και του απαριθμεί (335-349) τα πολύ δυσμενή αποτελέσματα και γι’ αυτόν τον ίδιο και για την κόρη του την Ερμιόνη, που θα προκύψουν από το θάνατο που της σχεδιάζουν. Αναπόφευκτη η βδελυγμία των ανθρώπων για τη μιαιφονία. Αν σκοτώσουν πάλι το παιδί , θα έχουν να κάνουν με τον πατέρα του. Μετά το θάνατο του παιδιού πρέπει να φύγει στο πατρικό της σπίτι η Ερμιόνη. Εκεί χήρα πια θα περιμένει τα γεράματα να της ασπρίσουν τα μαλλιά. Κανένας δε θα βρεθεί να πάρει γυναίκα του τη φόνισσα. Ας σκεφτεί σαν άντρας ο Μενέλαος κι ας μη παρασύρεται από μια άμυαλη κοπελίτσα σε αθεράπευτες ενέργειες.
«Άλλα είναι τα ελατήρια των πράξεών μου», απαντάει ο Μενέλαος (366-380). «Δε με παρασύρει μια γυναίκα». Η στοργή του τον οδηγεί. Δε θέλει να χάσει τον άντρα της η κόρη του. Κι επανέρχεται σκληρός στο δίλημμα: Ας διαλέξει η Ανδρομάχη το θάνατο το δικό της ή το θάνατο του παιδιού της.
«Ένας από τους δυο σας ανάγκη να φύγει από τη ζωή».
Τώρα πια μπροστά σε τόση ασπλαχνία, κύματα αλλεπάλληλα έρχονται οι θλιβερές αναμνήσεις στην Ανδρομέδα: Βουτηγμένη μέσα στις πιο πικρές δυστυχίες πέρασε η ζωή της. Μια τέτοια ζωή ας χαθεί για χάρη του παιδιού της. Και με την καρδιά της ξεχειλισμένη από στοργή για το παιδί της, αποτραβιέται από το άγαλμα της θεάς και παραδίνεται στα χέρια του εχθρού της. Ας ζήσει ο γιος της κι ας πεθάνει αυτή. Παντού οι γονείς ζωή τους έχουν τη ζωή των παιδιών τους:
«...Όλοι οι άνθρωποι ζωή έχουν τα παιδιά τους...» (418-419).
Και τώρα κοντά στην ασπλαχνία θα εμφανιστεί άλλο χαρακτηριστικό του Μενέλαου, η απιστία. Με προσταγή του δένεται πισθάγκωνα η Ανδρομάχη (425). Και για να μη λείψει κι ο κυνισμός από το βασιλιά της Σπάρτης μπρος στους θεατές της αθηναϊκής τραγωδίας. «Σε γέλασα», της λέει (426 κ.ε.), «θάνατος σας περιμένει κι εσένα και το γιο σου!».
Έτσι κι ο Μενέλαος, ο βασιλιάς της Σπάρτης, με τις πράξεις του, αλλά και όλοι οι Σπαρτιάτες, με την κρίση (445-452) της αγανακτισμένης Ανδρομάχης για την παγίδα που της έστησε ο βασιλιάς της Σπάρτης, φορτώνονται όλα τα ελαττώματα που έδειξαν και άλλα που το αθηναϊκό μίσος βρήκε στους αντιπάλους από την αρχή και σε όλη τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου και που με μεγάλη προθυμία σπεύδει να τα διαλαλήσει με την τραγωδία αυτή ο Ευριπίδης στο πλήθος των θεατών που θα την παρακολουθήσουν. Πρέπει να γίνει γνωστό τι άνθρωποι κατοικούν εκεί κάτω στον Ευρώτα και να έχει το νου του ο καθένας. Έτσι ο Ευριπίδης δίνει το «παρών» του στη μεγάλη σύγκρουση που έχει η πατρίδα του με τη Σπάρτη.
Και για να ολοκληρωθεί η ψυχογραφία της γελασμένης με δόλο Ανδρομάχης, που δεν έχει τίποτα να ελπίζει από ένα σκληρό και πανούργο αντίπαλο, τον ταπεινώνει και ξεθυμαίνει με την υπόμνηση της φυγής του μπρος το κοντάρι του άντρα της του Έκτορα κι επειδή δε μπορεί να αμυνθεί με άλλον τρόπο, καταφεύγει στο όπλο των ανίσχυρων που τους πνίγει η αγανάκτηση: Δεν αποκλείεται να δυστυχήσει κάποτε κι αυτός:
«...Κι αν τώρα εγώ δυστυχώ, καθόλου μην αλαζονεύεσαι. Μπορεί να δυστυχήσεις κι εσύ».
ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (465-500): Όταν οι ακόλουθοι του Μενέλαου έσυραν την Ανδρομάχη στο παλάτι δεμένη πισθάγκωνα και όταν μπήκε μέσα, πίσω από αυτούς κι ο ίδιος, ο Χορός που μένει πια μόνος στην ορχήστρα, αποδοκιμάζει τον έρωτα του ενός ανδρός σε δυο γυναίκες. Είναι πηγή διχασμών και πολλών δεινών μέσα στο σπίτι (στροφή 1), όμοια με τους δυο τους βασιλιάδες σε μια χώρα, σαν τους δυο τους τεχνίτες τραγουδιών, που μισούνται μεταξύ τους αν συνθέσουν τραγούδι με το ίδιο θέμα (αντιστροφή 1). Μια κυρά χρειάζεται μέσα στο σπίτι, όχι δύο, όπως και στο τιμόνι ένας τιμονιέρης, όχι πολλοί (στροφή 2). Να, στο σπίτι του Νεοπτόλεμου, όπου υπάρχουν δυο κυράδες, η μια σχεδιάζει τον ανόσιο αφανισμό της άλλης και του παιδιού. Αλλά το κακό θα πληρωθεί (αντιστροφή 2), βεβαιώνει τελευταία ο Χορός, με την πεποίθηση των αγανακτισμένων για την αδικία που βλέπουν να γίνεται μπροστά στα μάτια τους.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (501-765): Το κακό φαίνεται τελικά ότι θα γίνει. Ο Μενέλαος και οι ακόλουθοί του βγάζουν την Ανδρομέδα από το παλάτι, με τα χέρια ματωμένα από το σφιχτό το δέσιμο, για να τη θανατώσουν. Μαζί της φέρνουν και το παιδί της. Θα το σφάξουν κι αυτό. Οι λυγμοί των μελλοθάνατων παίρνουν τη μορφή «κομμού» (θρήνου) σε μια λυρική δυωδία, καθώς άσπλαχνα και ανέκκλητα σέρνονται στο μαχαίρι του φονιά (501-536). Άσπλαχνος ο Μενέλαος, μόνο σκληρά λόγια έχει να πει (515-522). Φρόνιμος άνθρωπος είναι αδύνατο να αφήσει να ζήσουν τα παιδιά των εχθρών του. Και στη γενιά των εχθρών ανήκει η Ανδρομάχη και το παιδί της. Μάταια πέφτει μπροστά στα πόδια του το παιδί. Ο Μενέλαος ο ίδιος το λέει, ότι στην καρδιά δε διαφέρει από θαλασσόβραχο ή από άσπλαχνο κύμα (537-538). Και σέρνει το σπαθί του. Τώρα θα τους σφάξει και τους δυο, μάνα και παιδί. Τέλειωσε, θα πεθάνουν.
Μα την κρίσιμη στιγμή φτάνει ο Πηλέας (547). Η οργή συνταράσσει το γέρικο κορμί του. Παίρνει την Ανδρομάχη από τα χέρια των δημίων της. Της λύνει τα δεσμά. Τη γλυτώνει από το θάνατο κι αυτή και το παιδί της. Έτοιμος είναι σπάσει με το σκήπτρο του και το κεφάλι του Μενέλαου και με λόγια γεμάτα πικρία και χλευασμό του τα ψάλλει, που πολύ ευχάριστα θα τα άκουγαν Αθηναίοι και φίλοι τους, γιατί τα λόγια του δε χτυπούν μόνο το Μενέλαο, βρίσκουν και τους Σπαρτιάτες μισητούς εχθρούς της Αθήνας στον πόλεμο που είχε ανάψει πια για καλά, όταν γραφόταν η «Ανδρομάχη». Κι όταν ο Μενέλαος δηλώνει απροσδόκητα, ότι τώρα φεύγει γιατί κάποιος πόλεμος τον καλεί και ότι θα ξανάρθει αργότερα για να ρυθμίσει τα πράγματα με το Νεοπτόλεμο, ενώ μόλις τώρα είχε σύρει το σπαθί του για να κόψει κεφάλια, μια βοή χλεύης αναδύεται από το πλήθος των θεατών. Γελούν. Ο βασιλιάς της Σπάρτης[1] παρουσιάστηκε γελοίος: εύκολα αλλάζει γνώμη, εύκολα τραβάει το σπαθί του κι ακόμα πιο εύκολα, χωρίς καθόλου να το ματώσει, το ξαναβάζει στο θηκάρι, ο ψευτοπαλληκαράς!
ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (766-801): Ο Χορός, φέρνοντας στο νου του την αναπάντεχη σωτηρία της Ανδρομάχης και του παιδιού, βρίσκει ότι μεγάλη σημασία έχει στη ζωή η λαμπρή καταγωγή. Η αίγλη των προγόνων (υπαινιγμός στον Αχιλλέα) σώζει τους απογόνους (στροφή). Ύμνος του δικαίου είναι η αντιστροφή, πολύ επίκαιρα βαλμένος ύστερα από την επιβολή δικαιοσύνης στο προηγούμενο επεισόδιο από τον γέρο-Πηλέα, που εξυμνείται πια κι αυτός στην επωδό, αφού και τώρα στα γεράματά του δε ξέχασε την ορμή του παλιού μαχητή των Κενταύρων, του ατρόμητου Αργοναύτη και του γενναίου συμπολεμιστή του Ηρακλή και υπεράσπισε το δίκαιο.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Δ' (802-1008): Από εδώ μπαίνουμε στο δεύτερο μέρος του δράματος. Πλέκεται από στοιχεία των θρύλων του Νεοπτόλεμου, του Ορέστη, της Ερμιόνης και από το θρύλο για την τελευταία τύχη της Ανδρομάχης.
Μια σκλάβα, η γερόντισσα Τροφός (Βάγια) της Ερμιόνης, έντρομη βγαίνει από το παλάτι και αναγγέλλει στο Χορό ότι οι συμφορές έρχονται απανωτές στο παλάτι. Η Ερμιόνη, τώρα που με την αναχώρηση του πατέρα της απέμεινε πια μόνη στο παλάτι, τρέμοντας μη κακοπάθει από το Νεοπτόλεμο για τα όσα σχεδίασε να κάνει στην Ανδρομέδα και στο παιδί τους, θέλει να αυτοκτονήσει. Σκλάβοι φρουροί μόλις τη συγκρατούν.
Αλλά να, με λυμένα μαλλιά η Ερμιόνη (έτσι φαίνεται η θλίψη της) προβάλλει από το παλάτι. Την αβάσταχτη απελπισία και τον τρόμο της και τον πόθο της να μπορούσε να έφευγε με φτερά πουλιού ή με γοργοτάξιδο πλεούμενο σε ξένους τόπους μακριά από τα δεινά, που την περιμένουν εδώ στη Φθία με τον ερχομό του Νεοπτόλεμου, δείχνουν οι λυρικοί στίχοι του «κομμού» της (829 κ.ε.).
Ένας ξένος ορμά από την αριστερή πάροδο. Είναι ο Ορέστης. Περαστικός από τη Φθία στο ταξίδι του για τη Δωδώνη, έμαθε τα βάσανα της Ερμιόνης, πρώτης του ξαδέλφης και παλιάς του αρραβωνιαστικιάς. Αλλά δε θα την εγκαταλείψει στην κακοτυχία της. Την παίρνει και φεύγει. Είναι πονετικός συγγενής, θα την πάει στο πατρικό της. Όσο για το Νεοπτόλεμο, τη λέει, θα έρθει σε λίγο. Τον έχει μπλέξει σε παγίδα θανάτου. Ζωντανός από τους Δελφούς δε θα γυρίσει στη Φθία.
ΣΤΑΣΙΜΟ Δ' (1009-1016): Όλα τα δεινά που μπρος στα μάτια των θεατών έχει εμφανίσει μέχρι τώρα η «Ανδρομάχη», πρωταρχική αιτία έχουν τον Τρωικό πόλεμο. Αυτή την πρωταρχική αιτία θυμάται ο Χορός σε τούτο το Χορικό, που δεν προέρχεται βέβαια από την ουσία των πραγμάτων της τραγωδίας και ούτε αντιλαλεί τις μεγάλες συγκινήσεις που προκάλεσε η πλοκή του έργου. Μερικά δεινά που χτύπησαν και τους Τρώες και τους Έλληνες ιστορούνται εδώ σε στίχους, που η ομορφιά τους μας αφήνει ζωηρή εντύπωση.[2]
ΕΞΟΔΟΣ (1047-1288): Έρχεται ο Πηλέας και βεβαιώνεται ότι αυτό που είχε μάθει στα Φάρσαλα είναι αληθινό: Η Ερμιόνη έφυγε με τον Ορέστη (1047-1062). Μαθαίνει ακόμα ότι στους Δελφούς έχει οργανωθεί από τον Ορέστη δολοφονία του Νεοπτόλεμου (1063-1065).
Ο γέρο-Πηλέας προστάζει να τρέξει ένας γρήγορα και να ειδοποιήσει τον εγγονό του στους Δελφούς για όλα (1066-1069). Αλλά είναι πια αργά. Ένας αγγελιοφόρος έρχεται από τους Δελφούς και αναγγέλλει ότι ο φόνος έγινε (1070-1165). Σε λίγο δούλοι φέρνουν με φορείο το λείψανο του σκοτωμένου (1166-1172).
Ερείπιο ψυχικό πια, ο Πηλέας πέφτει πάνω στο νεκρό και με ασυγκράτητα αναφιλητά τον αγκαλιάζει. Και ο θρήνος του (κομμός 1173 κ.ε.), πικρός λυγμός και γόος από τα στήθη γέρου, που με το θάνατο του εγγονού του βλέπει το σπίτι του ρημάδι, απλώνει τη συγκίνηση σε κύματα αλλεπάλληλα για την αθεράπευτη συμφορά, που παρηγοριά δεν έχει. Χίλιες φορές καλύτερα να είχε πεθάνει αυτός ο γέρος, λέει σιγά με συμπόνια η Κορυφαία (1208) για τον Πηλέα, που του κάκου του είχαν ευχηθεί καλή μοίρα οι θεοί (1218) και τώρα έρημος κι ολομόναχος θα τριγυρνάει σε παλάτια άδεια από ανθρώπους (1221). «Τώρα μπορεί να έρθει», φωνάζει ο γέρος, «η Νηρηίδα η Θέτη από τις σκοτεινές σπηλιές της να δει το άθλιο κατάντημά μου» (1222-1225).
Αλλά δεν άργησε να έρθει κι αυτή. Ανάερη παρουσιάζεται η Θέτη «από μηχανή» κι από εκεί ψηλά του φανερώνει τι πρέπει να γίνει (1231-1272). Ας σταματήσει πια η θλίψη του. Να πάει το νεκρό του Νεοπτόλεμου στους Δελφούς και να τον θάψει εκεί, κοντά στο βωμό του Απόλλωνα, για να είναι αιώνια μαρτυρία της αδικίας των Δελφών και του Ορέστη. Για την Ανδρομάχη ορίζει να πάρει άνδρα της τον Έλενο, μάντη και γιο του Πρίαμου και να κατοικήσει μαζί του στη Μολοσσία της Ηπείρου, όπου θα μεγαλώσει ο γιος της από το Νεοπτόλεμο και θα γίνει βασιλιάς και πρόγονος ευτυχισμένων βασιλιάδων, που θα διαδέχονται αιώνια ο ένας τον άλλο. «Κι εσύ», του λέει του Πηλέα, «απαλλάσσεσαι πια από τα ανθρώπινα βάσανα». Θα γίνει αθάνατος θεός και θα κατοικεί αιώνια μαζί της στα παλάτια του Νηρέα.
Ηρέμησε πια ο Πηλέας. Δε θα παραλείψει τίποτα από όσα του είπε η θεά.
Θαυμασμός για τις απροσδόκητες λύσεις που δίνουν οι θεοί στα ανθρώπινα πράγματα είναι τα λόγια της Κορυφαίας (1284-1288), καθώς ο Χορός αποχωρεί από την ορχήστρα.
Στην «Ανδρομάχη» συνενώνονται δυο μύθοι: ο μύθος του Νεοπτόλεμου και της Ερμιόνης κι ο μύθος της Ανδρομάχης. Αυστηρή ενότητα δεν έχει το έργο αυτό. Διαβάζοντας την «Ανδρομάχη» και φτάνοντας στο στίχο 765 νομίζουμε ότι τέλειωσε το έργο, που μέχρις εδώ παρουσίασε το κυνηγητό του Μενέλαου και της Ερμιόνης κατά της Ανδρομάχης και του παιδιού της και τη σωτηρία τους από τον Πηλέα. Κι όμως προστίθεται και δεύτερο μέρος, χαλαρά συνδεδεμένο με το πρώτο, που αναφέρεται στη μεταμέλεια της Ερμιόνης για τα κακά της σχέδια, στην εμφάνιση του Ορέστη που παίρνει την Ερμιόνη και φεύγει, στο θάνατο του Νεοπτόλεμου και στην τύχη της Ανδρομάχης μετά το θάνατο του Νεοπτόλεμου. Σε όλο το έργο όμως δε ξεχνάμε την Ανδρομάχη, που γύρω της, έστω και χαλαρά συνδεδεμένη με αυτή σε μερικά σημεία, πλέκεται όλη η ιστορία.
Η «Ανδρομάχη» όμως έχει θαυμάσια μέρη όπου απεικονίζονται πολύ ζωηρά και αφήνουν δυνατή εντύπωση ψυχικές καταστάσεις των προσώπων, όπως η ζηλοτυπία και το αδυσώπητο μίσος της Ερμιόνης, της ξιπασμένης για τα πατρικά της πλούτη, όπως και η απελπισία της όταν συλλογίστηκε μετά τι κακό πήγαινε να κάνει, που καθόλου δε θα της το συγχωρούσε ο Νεοπτόλεμος. Ο τύπος του τιποτένιου ανθρώπου, που πολύ κυνικά είναι άπιστος, ούτε ντρέπεται ούτε διστάζει να εξαντλήσει όλη τη σκληρότητά του σε μια γυναίκα και σ’ ένα παιδάκι, απεικονίζεται στο Μενέλαο, που, όταν παρουσιάστηκε ο γέρο-Πηλέας και του πήρε τα θύματα από τα χέρια του, έγινε και γελοίος με μια απροσδόκητη υποχώρηση. Η συγκινητική στοργή της Ανδρομάχης εκδηλώνεται σε λόγια για το παιδί της, λόγια αιώνιας αλήθειας και συγκινητικά, και στην απόφασή της να παραδοθεί στα χέρια των εχθρών της, για να ζήσει ο μοναχογιός της, όπως θα έκανε κάθε μάνα, που θα της πρότειναν το δίλημμα να ζήσει ή αυτή ή το παιδί της. Και πολύ φυσικά μετά, αφρίζοντας από οργή, ξεσπάει σε σαρκασμούς και σε βρισιές προς το Μενέλαο. Δεν είχε άλλα όπλα, καλή και η ταπείνωση που του κάνει. Τύπος παρμένος από τη ζωή ο Πηλέας, όπου πάντοτε οι παππούδες λαχταρούν για τα εγγόνια τους. Η οργή του για τον κίνδυνο του δισέγγονου του ξαναφέρνει όλη την ορμή που είχε, όταν ήταν νέος και παλληκάρι.
Και η οδύνη του πάνω στο λείψανο του μονάχου εγγονού του, του Νεοπτόλεμου, είναι η οδύνη κάθε παππού, που του παιδιού του το παιδί είναι δυο φορές παιδί του, και οδύνη του κάθε γέροντα που βλέπει να ρημάζει το σπίτι του. Γνώριμος ο τύπος της Τροφού και από άλλες τραγωδίες (τη Μήδεια, τον Ιππόλυτο), που όταν μεγαλώσει στα γόνατά της τη κόρη της κυράς της, την κάνει μετά κυρά της και συμμερίζεται τις θλίψεις της.
Λυρικός ποιητής ως τα βάθη της ψυχής του ο Ευριπίδης, δεν αντιστέκεται στον πειρασμό να απλώσει το λυρικό στοιχείο και στα πρόσωπα της τραγωδίας (Πηλέας, Ανδρομάχη, παιδί), που τα συναισθήματα και οι στοχασμοί τους πολλές φορές δηλώνονται με λυρικούς στίχους μονωδιών και αμοιβαίων ασμάτων παθητικούς και υπέροχους, όσο και τα απαράμιλλα χορικά του.Η τραγωδία του Ευριπίδη δεν έμεινε απαρατήρητη σε δυο μεγάλα κέντρα πολιτισμού, στη αρχαία Ρώμη και στο Παρίσι του 17ου αιώνα. Με πρότυπο την «Ανδρομάχη» του Ευριπίδη, έγραψε ομώνυμη τραγωδία ο Κόιντος Έννιος (3ος π.Χ. αιώνας), ο πατέρας, όπως τον είπαν, της λατινικής λογοτεχνίας, που και σε άλλες τραγωδίες του (Medea, Hecuba, Iphigenia κλπ.) μιμήθηκε τον Ευριπίδη. Ο Ρακίνας, μελετητής και ζηλωτής του Ευριπίδη, στόλισε τα Γαλλικά Γράμματα με την πεντάπρακτη τραγωδία του «Ανδρομάχη», που τον ανέδειξε μεγάλο τραγικό ποιητή.
Υποσημειώσεις:
[1] Κανένας δε σκέφτηκε ότι η Δωρική Σπάρτη του Πελοποννησιακού πολέμου και της εποχής της τραγωδίας μας δεν έχει καμιά σχέση με το βασιλιά και τους άνδρες της Αχαϊκής Σπάρτης της εποχής του Μενέλαου. Πίστευαν, όπως φαίνεται από τον Πλάτωνα (Νόμοι 6-2 d), ότι οι Αχαιοί, που είχαν διωχθεί μετά τον Τρωικό πόλεμο, ξανακατέβηκαν στη Λακωνική και την ξαναπήραν με το όνομά τους αλλαγμένο σε Δωριείς.
[2] Πολύ χαλαρή σχέση του Χορικού με την υπόθεση του έργου βρίσκουμε και σε άλλες τραγωδίες του Ευριπίδη. Ο Αριστοτέλης (Ποιητικά 1456α) αποδοκιμάζει αυτή την παρεμβολή χορικών που συνδέονται χαλαρά με την τραγωδία: «και τον χορό δε ανάγκη να θεωρούμε... ότι είναι μόριο του όλου και ότι λαμβάνει μέρος στο δράμα, όχι όπως στον Ευριπίδη, αλλά όπως στο Σοφοκλή». Παρόμοια επικρίνουν τον Ευριπίδη και αρχαίοι φιλόλογοι.