ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ
Ο βίος και το έργο του Ευριπίδη συμπίπτουν με την πιο θριαμβευτική, αλλά και την πιο ταραχώδη περίοδο της αθηναϊκής ιστορίας. Η πόλη επεκτείνεται κι αναπτύσσεται, φτάνει στο αποκορύφωμα της πολιτικής και οικονομικής της δύναμης, επηρεάζοντας την τύχη των άλλων ελληνικών πόλεων, αλλά και τόπων απομακρυσμένων από την Ελλάδα. Φυσικά, η ακμή αυτή, το άνοιγμα προς τον κόσμο, η οικονομική ευεξία επιδρούν και στην ίδια την Αθήνα. Η τέχνη, η ποίηση, ο φιλοσοφικός στοχασμός δίνουν τον σφυγμό της περιόδου που θέτει σε δεινή δοκιμασία τα παλαιά ήθη, τον παραδοσιακό τρόπο ζωής και την ανάλογη νοοτροπία.
Ο Ευριπίδης γεννήθηκε το 480 π.Χ., τα χρόνια των θριάμβων της πόλης στις Θερμοπύλες και τη Σαλαμίνα. Η Αθήνα έχει αρχίσει την πορεία της προς τη δόξα, εξελίσσεται σε κλεινόν άστυ, λαμπρή κι ένδοξη πόλη. Εδώ, στην ατμόσφαιρα αυτή της οικονομικής άνεσης και της αμφισβήτησης των μέχρι τότε πνευματικών αξιών, ο ποιητής θα δώσει τα πρώτα δείγματα της δημιουργικής του μεγαλοφυΐας. Είχε κιόλας συμπληρώσει 40 χρόνια συγγραφικής δραστηριότητας, όταν η Αθήνα γνωρίζει την τραγική κατάληξη της εκστρατείας της στη Σικελία. Ο θάνατος έρχεται να προφυλάξει τον Ευριπίδη από θλιβερά γεγονότα, που θα τραυματίσουν ανεπανόρθωτα το υψηλό φρόνημα των συμπολιτών του: ταπείνωση της Αθήνας στις Αργινούσες, βαριά καταστροφή στους Αιγός ποταμούς.
Ο Ευριπίδης ήταν από αριστοκρατική οικογένεια με αρκετά μεγάλη περιουσία και, πράγμα σπάνιο για την εποχή εκείνη, διέθετε μια εξαιρετικά πολύτιμη βιβλιοθήκη. Εμφανίζεται ως δραματουργός σε εποχή σκληρού ανταγωνισμού στο χώρο αυτό. Ο Αισχύλος είχε μόλις πεθάνει ύστερα από μια αδιάλειπτη και επιτυχημένη σχέση με το κοινό για 45 χρόνια. Ο Σοφοκλής είχε κιόλας δεκαετή παρουσία στο θέατρο και θα συνέχιζε να γράφει για τα επόμενα 50 χρόνια. Υπήρχε ακόμα πλήθος άλλων δραματουργών που τώρα είναι ξεχασμένοι, επειδή δεν διασώθηκαν ακέραια έργα τους, αλλά τότε γνώριζαν μεγάλες επιτυχίες, κερδίζοντας πολλά βραβεία δραματικών αγώνων. Ήταν δύσκολο λοιπόν για ένα νέο ποιητή να καθιερωθεί ανάμεσα σε τόσους καλά δοκιμασμένους ανταγωνιστές. Επιπλέον, ο Ευριπίδης δεν περιοριζόταν στο να κερδίσει απλώς μια θέση ανάμεσα στους άλλους δραματουργούς ακολουθώντας τις δοκιμασμένες μεθόδους της δραματικής τέχνης. Προτίμησε διαφορετικούς τρόπους και ιδέες.
Έγινε ο νεωτεριστής της τραγωδίας: μεταχειρίστηκε τα θρησκευτικά και ηθικά θέματα των παλαιών μύθων με πρωτοτυπία, χωρίς να διστάσει να τους παραλλάξει, προκειμένου να πετύχει το δραματουργικό ή ιδεολογικό του στόχο. Εισήγαγε καινοτομίες στη σκηνική παρουσίαση των έργων του. Όπως είναι φυσικό, η πρωτοτυπία του αντιμετώπισε τη συντηρητικότητα και τις προκαταλήψεις των συγχρόνων του προκαλώντας άλλοτε τη χλεύη και άλλοτε την απόρριψη, πράγμα που φαίνεται από το γεγονός ότι παρά τη μεγάλη συγγραφική του παραγωγή κέρδισε πρώτο βραβείο σε θεατρικούς αγώνες μόνο πέντε φορές για ολόκληρη τη δραματουργική του δραστηριότητα.
Ο αριθμός όμως των επίσημων αυτών διακρίσεων δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική δημοτικότητα του Ευριπίδη, στην απήχηση που είχε, όχι μόνο στους συμπατριώτες του, αλλά και σε όλους όσοι μιλούσαν ή καταλάβαιναν την ελληνική γλώσσα. Μετά τον θάνατό του έγινε, και παραμένει, ο πιο δημοφιλής από τους τρεις τραγικούς. Είναι ο δραματουργός με τη μεγαλύτερη επιρροή στο θέατρο του καιρού του, αλλά και στη μεταγενέστερη ευρωπαϊκή θεατρική παραγωγή. Τον πρόσκαιρο παραγκωνισμό του έργου του τον 19ο αιώνα ακολούθησε η αναγνώριση από την παγκόσμια κριτική, αλλά και από τους λογοτέχνες του καιρού μας, ότι αποτελεί μια από τις σπάνιες και βαθιές μελέτες των αντινομιών του ανθρώπινου χαρακτήρα.
Σε ηλικία 73 ετών αφήνει την Αθήνα και τους θορυβώδεις αντιπάλους του για την αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας. Εκεί, ως τιμώμενο πρόσωπο, μακριά από τις μικρότητες, τις κακίες, τις πικρόχολες κριτικές, τις πολιτικές αναταραχές και τα επερχόμενα δεινά που απειλούσαν την Αθήνα, έγραψε ελεύθερα, με βάθος, διανοητική ζέση και απαστράπτοντα λόγο. Ποτέ δεν είχε αγγίξει αυτό το υψηλότατο επίπεδο γραφής στα έργα του. Πέθανε το 406 π.Χ. Όλη η Αθήνα μετανιωμένη για τη στάση της απέναντί του, άφησε τώρα να εκδηλωθεί ο θαυμασμός και η αγάπη της γι’ αυτόν. Όπως και τον Σοφοκλή, τον θρήνησε όλη η πόλη. Λίγο μετά το θάνατό του ανέβηκαν τέσσερα από τα έργα που είχε γράψει κατά τη διαμονή του στη Μακεδονία και τιμήθηκαν με το πρώτο βραβείο παρά το γεγονός ότι λίγους μήνες πριν ο Αριστοφάνης είχε επιχειρήσει στην κωμωδία του Βάτραχοι να μειώσει τη μεγάλη του αξία και να ειρωνευτεί τον τρόπο γραφής του.
Τα χαρακτηριστικά του ως τραγικού, συγκρινόμενα με εκείνα των δύο άλλων μεγάλων συναδέλφων του, μπορούν να περιγραφούν συνοπτικά ως εξής: Ο Αισχύλος είναι ο δραματουργός των μεγάλων, αμετάβλητων και θείων αρχών. Τα έργα του διακατέχει η έννοια της σταθερής και τιμωρού θείας Δίκης. Κινείται στο χώρο της θεολογίας. Ο Σοφοκλής παριστά τους μεγάλους και υπέροχους ανθρώπινους χαρακτήρες. Για τον Σοφοκλή ο άνθρωπος είναι κυρίαρχος της μοίρας του. Πιστεύει χωρίς ουσιαστικές αμφιβολίες. Ο Ευριπίδης αναλύει την ανθρώπινη φύση, τα ένστικτά της, τα πάθη της, τα κίνητρά της με ρεαλισμό. Αμφιβάλλει, ανησυχεί, αναρωτιέται για τα πάντα, χωρίς να εξαίρει το αλάνθαστο των θεών και παλαιών ηθικών αρχών. Από τα 90 έργα που έγραψε έχουν σωθεί οι τίτλοι των 81, και από αυτά υπάρχουν ακέραια μόνο τα 19, ένα σατυρικό δράμα, ο Κύκλωψ και 18 τραγωδίες: Άλκηστις, Ανδρομάχη, Βάκχαι, Εκάβη, Ελένη, Ηλέκτρα, Ηρακλείδαι, Ηρακλής Μαινόμενος, Ικέτιδες, Ιππόλυτος, Ιφιγένεια η εν Αυλίδι, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, Ίων, Μήδεια, Ορέστης, Ρήσος, Τρωάδες, Φοίνισσαι.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Ορέστης είναι το τελευταίο έργο που διδάχτηκε στην Αθήνα, πριν από την αναχώρηση του Ευριπίδη για τη Μακεδονία. Η διδασκαλία του τοποθετείται το 408 π.Χ. Με το όψιμο αυτό δράμα, ο ποιητής αποχαιρετά τους συμπολίτες του, αφήνοντας πίσω του τον απόηχο των ιδεών και της δραματουργικής του τέχνης.
Το θέμα του Ορέστη είναι περίπου το ίδιο με αυτό των Ευμενίδων του Αισχύλου. Όλα όμως τώρα γίνονται πιο ανθρώπινα και οικεία. Από τον κόσμο των θεών και των ηρώων μεταφερόμαστε στον κόσμο των ανθρώπων με τις αδυναμίες και τις ενοχές τους. Οι ήρωες, σχεδόν υπεράνθρωποι και άψογοι, που γνωρίσαμε στις τραγωδίες του Αισχύλου και του Σοφοκλή, δεν έχουν θέση στα έργα του Ευριπίδη και στο τέλος του 5ου αιώνα. Ο αγώνας για τα ιδανικά έχει μετατραπεί σε αγώνα για την επιβίωση: κύριο μέλημα είναι τώρα η διατήρηση στη ζωή μέσα σ’ ένα κόσμο ανασφάλειας και παρακμής.
Ο Ορέστης και η Ηλέκτρα επιστρατεύουν όλες τους τις δυνάμεις για να μη θανατωθούν από το λαό του Άργους. Ο Ορέστης προσπαθεί να απαλλαγεί από το αφόρητο βάρος της ενοχής του για τη μητροκτονία, αποδίδοντάς το διαδοχικά στην Ελένη, στην Κλυταιμνήστρα, στον Απόλλωνα. Οι Ερινύες, τα μυθολογικά τέρατα, προσωποποίηση της δικαιοσύνης που συναντήσαμε στον Αισχύλο, μεταβάλλονται σε σωματική ασθένεια και συνειδησιακό βάρος ενοχής. Η δίκη του Ορέστη δεν γίνεται από δικαστήριο θεών, αλλά υπάγεται στη δικαιοδοσία της εκκλησίας του λαού. Την υπεράσπισή του δεν αναλαμβάνει κάποια ανώτατη θεϊκή εξουσία, αλλά ο ίδιος ο Ορέστης μεταχειρίζεται τα τεχνάσματα της σοφιστικής, αποσκοπώντας να πείσει τον Μενέλαο.
Με τις έντονες διενέξεις και αντιθέσεις ανάμεσα στους ήρωες, απεικονίζεται η προσωπικότητά τους αλλά και τα ήθη της εποχής. Ο Μενέλαος διαγράφεται ως «παράδειγμα ήρωα με αδικαιολόγητα κακό χαρακτήρα», όπως επισημαίνει ο Αριστοτέλης. Έτσι δικαιολογείται η επιθυμία του Ορέστη για εκδίκηση. Μας φέρνει στο νου τον Μενέλαο, όπως παρουσιάζεται στην επίσης τραγωδία του Ευριπίδη Ιφιγένεια η εν Αυλίδι. Από την αντιπαράθεσή του με τον Αγαμέμνονα, φαίνεται η μετριότητα που χαρακτηρίζει την αντιηρωική εποχή του Ευριπίδη και που ο ίδιος δεν δίστασε να αποθανατίσει στα έργα του.
Ο γέροντας Τυνδάρεως έρχεται να θυμίσει τους νόμους μιας άλλης εποχής: το έγκλημα τιμωρείται με εξορία. Αργότερα όμως σε παροξυσμό οργής, θα ζητήσει επίμονα τον θάνατο του Ορέστη. Μόνοι υπερασπιστές του δικαίου μένουν οι απλοί άνθρωποι. Ο αγγελιαφόρος θα τονίσει, μιλώντας για κάποιον άσημο αγρότη, ότι «αυτοί μόνον σώζουν τη χώρα» (919-920). Το αλάθευτο των βασιλιάδων και των ηρώων δεν ισχύει πια. Η ορθότητα της γνώμης και η αίσθηση της δικαιοσύνης ανήκει στις κατώτερες τάξεις. Αυτές ένιωσαν άμεσα τα ολέθρια αποτελέσματα των αποφάσεων των αρχόντων, που οδήγησαν στον πόλεμο και την αμαύρωση του αθηναϊκού μεγαλείου, όπως φαίνεται ότι υπαινίσσεται ο Ευριπίδης.
Ένας από τους ευρηματικούς ρόλους του έργου, είναι του Φρύγα. Με τη βαρβαρική ομιλία του δίνει εύθυμο τόνο και εκτόνωση στην ένταση, πριν ακριβώς αυτή φτάσει στο αποκορύφωμά της με τη σκηνή όπου εμφανίζεται πάνω στη στέγη του παλατιού ο Ορέστης, απειλώντας να σκοτώσει την Ερμιόνη. Ένα θαυμάσιο δείγμα της δραματικής τόλμης του ευριπίδειου θεάτρου.
Ανάμεσα σε όλα αυτά τα πρόσωπα-δορυφόρους, στέκουν οι κεντρικοί ήρωες. Τονίζονται οι ανθρώπινοι κι ευγενικοί δεσμοί της αδελφικής αγάπης και της πιστής φιλίας: «έναν τους τρεις η φιλία μάς κάνει» (1192) παραδέχεται η Ηλέκτρα, και αυτός ακριβώς ο δεσμός προκαλεί τη συμπάθειά μας γι’ αυτούς. Και οι τρεις όμως διαφέρουν ως ήθος από τους αντίστοιχους ήρωες προγενέστερων δραμάτων. Σε κείνα η συμπεριφορά τους ήταν ηρωική, με την έννοια ότι χωρίς ή με λίγες αμφιβολίες μένουν πιστοί στους θεϊκούς χρησμούς αδιαφορώντας για την ίδια τη ζωή τους. Αντίθετα στον Ορέστη, από ένα σημείο και πέρα, το βασικό μέλημα των πρωταγωνιστών είναι η επιβίωση με κάθε τρόπο, ακόμα και με τον εκβιασμό। Το ήθος τους είναι βέβαια ανθρώπινο, αλλά οπωσδήποτε αντιηρωικό. Έτσι η τραγωδία δεν θα μπορούσε να τελειώσει με την εξ ανάγκης ειρήνευση ανάμεσα στον Μενέλαο και τον Ορέστη, γιατί τότε το περιεχόμενό της δεν θα είχε τραγικό τέλος. Ο Απόλλωνας έρχεται ως από μηχανής θεός να δώσει τη λύση στο δράμα και να επαναφέρει (με τις αναμφισβήτητες θεϊκές εντολές) την τάξη και την ισορροπία στον αποδιοργανωμένο κόσμο των θνητών.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Μπροστά στο παλάτι των Ατρειδών η Ηλέκτρα στέκεται δίπλα στον αδελφό της Ορέστη, που κείτεται άρρωστος μετά τη δολοφονία της μητέρας του Κλυταιμνήστρας. Ο Μενέλαος έχει έρθει από τη Σπάρτη στο Άργος μαζί με τη γυναίκα του Ελένη και από αυτόν περιμένουν τα δύο αδέλφια να εξευμενίσει τους κατοίκους της πόλης, που (μετά το έγκλημα) έχουν στραφεί εναντίον τους. Εκείνος όμως τους αρνείται τη βοήθειά του και σ’ αυτό συντελεί και η εμφάνιση του οργισμένου Τυνδάρεω, πατέρα της Κλυταιμνήστρας, που ζητά τον θάνατο του Ορέστη. Ο Πυλάδης, γιος του βασιλιά της Φωκίδας Στρόφιου, ξάδελφος και πιστός φίλος του Ορέστη, έρχεται να συμπαρασταθεί στα δύο αδέλφια. Προτείνει στον Ορέστη να παρουσιαστούν οι ίδιοι στη συνέλευση των Αργείων. Ο λαός όμως αποφασίζει τελικά την καταδίκη του Ορέστη και της Ηλέκτρας σε θάνατο και μάλιστα από τα ίδια τους τα χέρια. Οι ήρωες θέλουν, πριν πεθάνουν, να εκδικηθούν τον Μενέλαο σκοτώνοντας την Ελένη. Η Ηλέκτρα προτείνει να πιάσουν όμηρο την Ερμιόνη, κόρη του Μενέλαου και της Ελένης. Πραγματοποιούν το σχέδιό τους και μπαίνουν στο παλάτι. Σε λίγο ο Φρύγας, δούλος της Ελένης, βγαίνει και περιγράφει τα σχετικά με την προσπάθεια του Ορέστη να τη δολοφονήσει. Έρχεται ο Μενέλαος και τον βλέπει στη στέγη του παλατιού. Εκείνος τον απειλεί ότι θα σφάξει την Ερμιόνη και θα πυρπολήσει το παλάτι. Ο Μενέλαος φωνάζει σε βοήθεια το Άργος. Στο θεολογείο τότε επιφαίνεται ο Απόλλωνας που αναγγέλλει την ανάληψη της Ελένης, την αθώωση του Ορέστη από τον Άρειο Πάγο, επικυρώνει τον γάμο του Πυλάδη με την Ηλέκτρα και ανακοινώνει ότι ο Ορέστης πρόκειται να παντρευτεί την Ερμιόνη.