ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΘΥΡΑΜΒΟ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΑΤΥΡΙΚΟ ΔΡΑΜΑ
Ο μαρασμός του φυτικού κόσμου και μάλιστα του αμπελιού κατά το φθινόπωρο, ο φαινομενικός θάνατός τους κατά το χειμώνα και η αναγέννησή τους πάλι κατά την άνοιξη έδωσαν στους αγροτικούς πληθυσμούς την εντύπωση, ότι πίσω απ’ αυτά τα φαινόμενα υπάρχει ένας θεός, ο Διόνυσος, που διαδοχικά και με κανονική και απαραβίαστη σειρά πάσχει και ευτυχεί, πεθαίνει και αναγεννιέται, είναι δηλαδή ο ίδιος θεός και του θανάτου και της ζωής ή, όπως λέει ο Ηράκλειτος, «ο ίδιος θεός είναι ο Άδης και ο Διόνυσος, που για τιμή του τελούν τις μανιώδεις γιορτές των Ληναίων». Γι’ αυτό και τα Ανθεστήρια, διονυσιακή γιορτή κατά τον Ανθεστηριώνα (Φεβρουάριο), ήταν και γιορτή των νεκρών. Στους Δελφούς, στον τόπο της λατρείας του Απόλλωνα, κατά τους τρεις χειμερινούς μήνες του θανάτου του φυτικού κόσμου δεν μέλπεται ο παιάνας, άσμα αφιερωμένο στη λατρεία του Απόλλωνα, αλλά με το διθύραμβο «τούτον κατακαλούνται τον θεόν»[1] (δηλαδή το Διόνυσο) να γυρίσει από τα σκοτάδια και το βασίλειο του θανάτου στο φως του απάνω κόσμου. Κι αλήθεια ξανανεβαίνει από τον Άδη στη ζωή, όπως οι χυμοί από τους σκοτεινούς κόλπους της γης στους κλάδους των φυτών, και δημιουργεί τις διάφορες μορφές της βλαστικής ζωής.
Αυτές οι εναλλαγές των βλαστικών φαινομένων και μάλιστα στο κλήμα (βλάστηση, μαρασμός, θάνατος και πάλι αναγέννηση κοκ.), που, όπως είδαμε, τις προσωποποιεί ο Διόνυσος, έχουν μεταφραστεί σε πλήθος μύθων, άλλοτε μελαγχολικών και άλλοτε χαρωπών, που ιστορούν συμβάντα της ζωής του, νίκες και παθήματά του. Είναι λοιπόν η ιστορία του πολύπαθου θεού και γι’ αυτό στη λατρεία του μπορούν να εκδηλωθούν κι εκρήξεις χαράς με ξεφαντώματα κι εύθυμα τραγούδια, αλλά και οδυρμοί και πένθιμα μοιρολόγια. Από τα πρώτα θα προκύψει η κωμωδία, από τα δεύτερα η τραγωδία.
Ο διθύραμβος ήταν χορικό άσμα, δηλαδή τραγούδι μαζί και χορός, που εξιστορούσε τα παθήματα και τους θριάμβους του Διόνυσου στην πάλη του κατά του κατατρεγμού και του θανάτου. Παραδομένοι ολόψυχα οι πιστοί στο μεθυστικό θεό, τον έβλεπαν ολόσωμο μπροστά τους και στεφανωμένοι με κισσό και με προσωπίδα που τους έδινε τη μορφή Σατύρων,[2] αλλά και με την ψευδαίσθηση ότι είναι Σάτυροι και οι ίδιοι, γυμνοί σχεδόν, με διάζωμα από δέρμα τράγου, μ’ ένα φαλλό κρεμασμένο εμπρός και ουρά αλόγου πίσω, τραγουδούσαν με συνοδεία αυλού, τυμπάνων και κροτάλων, μέσα σε ισχυρό συγκλονισμό μανίας και κραυγών και παραληρημάτων, βγαλμένοι έξω από την καταθλιπτική πραγματικότητα, ανυψωμένοι σε έξαλλη κατάσταση μέθης και χαράς και χορεύοντας με τούμπες και πηδήματα και με άσεμνες χορευτικές κινήσεις μέσα στις κραυγές «ιω Βάκχε ευοί» του άλλου πλήθους των θιασωτών, που τους παρακολουθούσαν, ενθουσιασμένοι κι αυτοί και βυθισμένοι σε άρρητη χαρά.
Αρχικά ο διθύραμβος ήταν αυτοσχέδιο κατασκεύασμα και άτεχνο άσμα. Την έντεχνη μορφή του στη χορική ποίηση, όπου συνδέθηκε με ονόματα μεγάλων ποιητών, του Πρατίνου, του Βακχυλίδη, του Σιμωνίδη, του Πινδάρου, την οφείλει στον ποιητή και μουσικό Αρίωνα το Μηθυμναίο (γύρω στα 600 π.Χ.) (Ηρόδοτος 1,23).
Ο Αρίων, ενώ τον φιλοξενούσε ο Περίανδρος στην Κόρινθο, συνέθεσε τους στίχους και τη μελωδία και σχεδίασε το χορευτικά πατήματα διθυράμβου. Ένας χορός από 50 άντρες που ήταν μεταμφιεσμένοι σε Σάτυρους ή Τράγους όπως τους έλεγαν και τούτο το όνομα, από το οποίο βγήκε το όνομα τραγωδία, δηλαδή τράγων ωδή, εκτέλεσε τον διθύραμβο αυτόν χορεύοντας γύρω από το βωμό (κύκλιος χορός).
Ο διθύραμβος στην Κόρινθο έκανε καταπληκτική εντύπωση για την πρωτότυπη καλλιτεχνική του σύνθεση και τη θαυμαστή εκτέλεση και η φήμη του έφτασε και στην Αθήνα. Εδώ ο Πεισίστρατος ίδρυσε τα μεγάλα Διονύσια κι έβαλε και το διθύραμβο στο πρόγραμμα της γιορτής.
Στην Αττική περίμενε το διθύραμβο μια μεταβολή, που θα του ανοίξει μελοδραματική σταδιοδρομία: θα γίνει δράμα. Κάποτε (πότε ακριβώς δεν ξέρουμε) ο ποιητής Θέσπις από την αμπελόφυτη Ικαρία, το σημερινό Διόνυσο, έκανε κάτι, που του δίνει το δικαίωμα να διεκδικεί τον τίτλο του πρώτου τραγικού ποιητή. Μαζί με τον όμιλο, που θα τραγουδούσε το διθύραμβο, παρουσίασε κι ένα ακόμα πρόσωπο (πιθανότατα ήταν ο ίδιος), τον υποκριτή (σήμερα τον λέμε ηθοποιό, αφότου υπέδειξε τη λέξη ο Αλέξανδρος Ραγκαβής), που θα έπαιζε το ρόλο του θεού και με στίχους φτιαγμένους για απαγγελία κι όχι για να τραγουδηθούν, θα απαντούσε (υποκρίνομαι = απαντώ) στις ερωτήσεις του κορυφαίου του χορού και θα εξιστορούσε τις περιπέτειές του, τους θριάμβους και τα παθήματά του, που σαν θα τα άκουγε ο χορός, θα ξανατραγουδούσε και θα ξαναχόρευε για να εκδηλώσει τα συναισθήματα που τον κατείχαν. Έτσι, με το νεωτερισμό αυτόν, ενώθηκε με το άσμα του χορού, ο διάλογος. Ο δρόμος για τη δραματική ποίηση είχε ανοίξει.
Τα θέματα των έργων τους, με τα οποία επρόκειτο να λαμπρύνουν τις διονυσιακές γιορτές, οι τραγικοί τα έπαιρναν από κύκλους ηρωικών θρύλων, όπως του Αργοναυτικού, του Θηβαϊκού, του Τρωικού, που δεν έχουν καμιά σχέση με το Διόνυσο. Το πώς και πότε έγινε δεκτό να χρησιμοποιούνται στις διονυσιακές γιορτές έργα με μύθο άσχετο προς τον Διόνυσο, δεν το ξέρουμε. Αλλά στις τραγωδίες αυτές, όπου η προσοχή στρεφόταν προς την αδυσώπητη μοίρα που παίζει με την κακοδαιμονία των ανθρώπων, δεν θα ταίριαζε καθόλου η γνωστή από τις θρησκευτικές δοξασίες τρελή ευθυμία των Σατύρων και η σύμφωνα με το χαρακτήρα τους καθορισμένη πια στο θέατρο παιχνιδιάρικη και με τρελά πηδήματα και τραγούδια εμφάνισή τους. Εδώ χρειαζόταν ένας χορός από πρόσωπα που να ενδιαφέρονται για τα παθήματα του τραγικού ήρωα και που να τον συμπονούν για την τύχη του. Αποκλείεται λοιπόν από τις τραγωδίες, που είπαμε, ο χορός των Σατύρων.
Αλλά διονυσιακή γιορτή χωρίς χορό Σατύρων ήταν κάτι το αδιανόητο, όσο τουλάχιστον στα χωριά μας Πάσχα χωρίς κόκκινα αβγά και χωρίς λαμπάδες ή Αποκριά χωρίς αποκριάτικα ξεφαντώματα. Η γιορτή ήθελε χορό Σατύρων (το καλούσε η μέρα). Τότε στη Σικυώνα σε κάποια παράσταση τραγωδίας, που με θέμα της τον ήρωα του Άργους Άδραστο δεν είχε χορό Σατύρων, ακούστηκε σαν διαμαρτυρία η κραυγή «ουδέν προς Διόνυσον», δηλαδή δεν βλέπουμε τίποτα σχετικό με το Διόνυσο. Έτσι σαν αποτέλεσμα σεβασμού στα πατροπαράδοτα διατηρήθηκε η διδασκαλία (το παίξιμο) και του δράματος με χορό Σατύρων, που λεγόταν σατυρικό δράμα και σάτυροι (όπως στις Θεσμοφοριάζουσες 157), και κατά τον Πλάτωνα (Συμπόσιο 222β) σειληνικό δράμα, από το όνομα του Σειληνού, αρχηγού του χορού των Σατύρων.
Την υπόθεση του σατυρικού δράματος την έπαιρναν, όπως και της τραγωδίας, από τους θησαυρούς των ηρωικών θρύλων, με πρόσωπα όμως που στον χαρακτήρα τους είχαν κάποια κωμικότητα. Ήταν ένα διασκεδαστικό παιχνίδι πάνω στη σκηνή χωρίς τη βαρύτητα της τραγωδίας, παίζουσα τραγωδία. Και καθώς ήταν προσαρμοσμένο σε αγροτικό περιβάλλον, ερχόταν εντελώς φυσική η παρουσία αυτών των δαιμόνων των δασών. Το σατυρικό δράμα ο ποιητής το παρουσίαζε (εδίδασκε) ως τέταρτο δράμα της τετραλογίας του αμέσως μετά την τραγική τριλογία του.
Αλλά το σατυρικό δράμα δεν ικανοποιούσε μόνο μια απαίτηση, που την επέβαλαν τα πατροπαράδοτα, αλλά και μια ψυχική ανάγκη του θεατή. Ήταν ένα αντίρροπο στην τραγική εικόνα που έδινε η τραγική τριλογία παρουσιάζοντας τη συντριβή της ευδαιμονίας των ανθρώπων και συνταράσσοντας την ψυχή του θεατή με τον έλεον και τον φόβον. Τώρα με το σατυρικό δράμα φαιδρύνεται ο κατατρομαγμένος και καταθλιμμένος θεατής, καθώς εισορμούν χείμαρροι χαράς στην πονεμένη ψυχή του με την πολυθόρυβη εισβολή των Σατύρων στην ορχήστρα. Μέσα σε πανδαιμόνιο εύθυμων τραγουδιών και χορευτικών σκιρτημάτων, με χίλια αστεία καμώματα και απερίφραστα πειράγματα οι Σάτυροι, αυτά τα ξωτικά των δασών, που δεν γνώριζαν τη σοβαρότητα και την όχι σπάνια σκυθρωπότητα των ηρώων της τραγωδίας και που δεν τα καταδυνάστευαν ευθύνες και έννοιες καθηκόντων και ηθικών αξιών, όπως τους τραγικούς ήρωες και τον καθένα που ζει σε πολιτισμένη κοινωνία, καλούσαν τον θεατή σε μεθύσι χαράς, σε λήθη της πίκρας, σε πέταγμα προς την ανέφελη ζωή, όπου δεν υπάρχει το σαράκι των μεριμνών και των προβλημάτων που εμφανίζει η πραγματική ζωή, από τα οποία όλοι μας θα θέλαμε, άλλος λίγο άλλος πολύ, να απομακρυνθούμε, νοσταλγοί της ξεγνοιασιάς.
Αντί σατυρικού δράματος ο ποιητής μπορούσε να παρουσιάσει και μια ακόμα, τέταρτη, τραγωδία με κωμικά στοιχεία, όπως έκανε ο Ευριπίδης στην Άλκηστη. Είναι κι αυτή παίζουσα τραγωδία, γιατί φαιδρύνει τον θεατή.
Από την πολύ πλούσια παραγωγή σατυρικού δράματος έφτασε ως εμάς ο Κύκλωψ του Ευριπίδη, το μισό ή κάτι περισσότερο από τους Ιχνευτές που έγραψε ο Σοφοκλής και καμιά πενηνταριά τίτλοι σατυρικών δραμάτων του Αισχύλου (11), του Σοφοκλή (17), του Ευριπίδη (8), του Αχαιού (10) και άλλων του 5ου, του 4ου, και του 3ου αιώνα π।Χ.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-40): Ο γέρο-Σειληνός βγαίνει από μια σπηλιά και με την τσουγκράνα, που κρατάει στα χέρια του, μας δίνει να καταλάβουμε ότι τώρα μόλις τέλειωσε το σάρωμα εκεί μέσα. Τώρα με ένα μονόλογο θα μας κατατοπίσει για το πώς βρίσκεται εδώ στη σπηλιά.
Είχε μάθει ότι κουρσάροι είχαν πιάσει κάπου τον Διόνυσο και τον πήγαιναν να τον πουλήσουν σε τόπους μακρινούς. Κι αμέσως μπαίνει σε πλεούμενο κι αυτός και τα παιδιά του οι Σάτυροι κι οργώνουν τα πελάγη αναζητώντας το σκλαβωμένο θεό. Σφοδροί άνεμοι όμως τους έφεραν στη Σικελία, στους πρόποδες της Αίτνας, όπου κατοικούν οι Κύκλωπες και ο γνωστός μας από την Οδύσσεια Πολύφημος.
Σκλάβοι τώρα του άγριου Κύκλωπα και ο Σειληνός και οι Σάτυροι, έχουν για έργο τους, αυτός να καθαρίζει τη σπηλιά και τις μάντρες του αφέντη του κι εκείνοι να βόσκουν τα κοπάδια του. Αλλά καθώς με το μονόλογό του κλαίει τα βάσανά του, θόρυβος χοροπηδημάτων και χαρούμενα τραγούδια των Σατύρων, όπως εκείνο τον ευτυχισμένο καιρό, που ήταν μαζί με τον Διόνυσο και τον συνόδευαν στις καντάδες του σε κάποια αγαπημένη του, τραβάει την προσοχή του προς την αριστερή πάροδο.
ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (41-81): Δεκαπέντε Σάτυροι οδηγούν ολόκληρο κοπάδι στην ορχήστρα χορεύοντας έναν πηδηχτό χορό με τούμπες και τρελά τινάγματα των ποδιών και των χεριών και τραγουδώντας ένα τραγούδι, που η στροφή του (41-54) και η αντιστροφή του (55-62) λες και στέλνουν για παράδειγμα σε όλες τις στάνες, από το Θεόκριτο (Νομείς, στίχοι 46-49) μέχρι σήμερα, τα μαλώματα των βοσκών προς τα ανυπάκουα ζωντανά. Αλλά γρήγορα στην επωδό (63-81), όπου θυμούνται την ευτυχία του κοντά στο Βάκχο και τη συγκρίνουν με την τωρινή τους κακομοιριά κοντά στον Κύκλωπα, η χαρά τους γυρίζει σε λύπη, που πάντοτε με την ανάμνηση των περασμένων ευτυχιών γίνεται πικρότερη.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (82-355): Πριν ακόμα σβήσει ο αχός από τα τελευταία λόγια του τραγουδιού των Σατύρων, κάτι ανησυχεί το Σειληνό κι έντρομος τους παραγγέλλει να βάλουν γρήγορα – γρήγορα το κοπάδι στη σπηλιά. Πέρα στην ακρογιαλιά βλέπει ότι έχει αράξει ένα πλοίο ελληνικό. Να, διακρίνει και ναύτες να έρχονται με τον αρχηγό τους προς τη σπηλιά.
Από τα καλάθια που έχουν φορτωθεί καταλαβαίνει ο γέρο-Σειληνός ότι έρχονται για τρόφιμα, χωρίς να ξέρουν σε τι θεριού δόντια έχουν πέσει (82-95). Φτάνουν τέλος οι ξένοι. Είναι ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του. Με φρίκη του μαθαίνει από το Σειληνό σε ποια χώρα βρίσκεται και τι τρομερός κίνδυνος τους περιμένει: θα τους φάει ο Κύκλωπας. Όποιος ξένος ήρθε εδώ δε γλύτωσε από τα δόντια του.
Τους ζητάει τρόφιμα και για αντάλλαγμα ο Οδυσσέας λέει ότι μπορεί να προσφέρει γλυκό κρασί. Από την ώρα που ο γέρο-Σειληνός είδε το κρασί, δε σκέπτεται τίποτε άλλο παρά να πιεί και να μεθύσει. Σε μια σκηνή, έντονα ευτράπελη, δηλώνει ότι είναι έτοιμος να δώσει όλα τα κοπάδια των Κυκλώπων για μια κανάτα κρασί. Το δοκίμασε κι ενθουσιάστηκε. Κρασί και πάλι κρασί και το πουλάει όλο το βιος του χαζού του αφέντη: Το κρασί δίνει τη δύναμη να χαίρεται κανένας τα δώρα της Αφροδίτης, λέει χαρούμενος με άσεμνες βωμολοχίες, πολύ ταιριαστές και στον εαυτό του και στο σατυρικό δράμα (82-174).
Αλλά οι βωμολοχίες δεν είναι μονάχα δικό του προνόμιο. Βωμολοχεί και ο Κορυφαίος των Σατύρων (179-181) με αντικείμενο της βωμολοχίας του την Ελένη. Δεν μπορεί να της συγχωρέσει ούτε το ξελόγιασμά της μπροστά σ’ ένα Ανατολίτη με βράκα πλουμιστή και χρυσά γιορντάνια στο λαιμό ούτε και την απιστία της προς ένα απονήρευτο ανθρωπάκι, καθώς χαρακτηρίζει το Μενέλαο (182-186). Και καταλήγει στην πολύ προσφιλή ευχή του Ευριπίδη «να μην υπάρχουν γυναίκες στον κόσμο», για να την κλείσει με ευτράπελη διάθεση, που στο κοινό θα έφερνε πολύ ιλαρότητα: «παρά μονάχα για μένα» (186-187).
Όση ώρα μιλούσε ο Κορυφαίος στον Οδυσσέα, ο Σειληνός έλειπε μέσα στη σπηλιά για να φέρει τρόφιμα στους ξένους. Βγαίνει τώρα με τυριά κι αρνιά, τα προσφέρει στον Οδυσσέα και ζητάει την πληρωμή του, το κρασί. Όλα πάνε καλά: εκείνοι θα έχουν τρόφιμα κι ο Σειληνός κρασί. Οι Σάτυροι δε σταματούν το χορό και τα τραγούδια (189-192).
Μα τι φρίκη! Ο Κύκλωπας Πολύφημος με ένα πελώριο ρόπαλο στο χέρι, με πλήθος λαγωνικά γύρω του, γεμίζει με το πελώριο κορμί του την αριστερή πάροδο. Ήρθε και οι ξένοι βρίσκονται ακόμα εδώ κι αυτός έχει τη συνήθεια να τρώει όποιον ξένο φτάσει στα χέρια του! Τον βλέπουν και τρέμουν. Πού να πάνε; Κάθε προσπάθεια φυγής είναι μάταιη. Ο Οδυσσέας αποφασίζει να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο (193-202).
Δεν τους είδε ακόμα τους ξένους ο Πολύφημος, τον απασχολούν οι αταξίες των Σατύρων, που άγρια τους κόβει τα χοροπηδήματα. Και με μια στιχομυθία με τον Κορυφαίο, που από τη μεριά του είναι αυστηρή κι από τη μεριά του Κορυφαίου είναι διασκεδαστική, ο Πολύφημος μαθαίνει ότι το φαγητό του είναι έτοιμο, κι όσοι την ακούν, καθώς έχουν μάθει πια για την αδυναμία του στις ανθρώπινες σάρκες, φτάνουν στο τρομακτικό συμπέρασμα ότι δύσκολα χορταίνει.
Ξαφνικά το μάτι του πέφτει πάνω στον Οδυσσέα και τους ναύτες, που κρατούν αρνιά και τυριά στα χέρια τους. Δεν αμφιβάλλει ότι τον έχουν ληστέψει. Να και η απόδειξη: του γέρο-Σειληνού το πρόσωπο φαίνεται γρονθοκοπημένο. Ναι, αυτοί τον έδειραν, επιβεβαιώνει ο Σειληνός και αραδιάζει ένα σωρό ψευδολογίες, που ερεθίζουν τη θηριωδία του Κύκλωπα.
Τώρα αμέσως, μουγκρίζει, θα φάει τα κρέατά τους, άλλα βραστά κι άλλα ψητά. Τα άλλα κρέατα τα μπούχτισε, τώρα έχει όρεξη για ανθρώπινο κρέας. Ο Οδυσσέας δεν έχασε την ψυχραιμία του. Του λέει όλη την αλήθεια: με το στανιό δεν πήρε τίποτα. Ό,τι πήρε το πήρε δίνοντας κρασί. Και προσπαθώντας να τον φιλοτιμήσει του θυμίζει ότι πάντοτε οι Έλληνες τα είχαν καλά με τον πατέρα του τον Ποσειδώνα και του προστάτεψαν τα ιερά. Να, κι αυτός ο ίδιος κάθεται σε χώρα ελληνική, στη Σικελία. Και προχωρώντας στα παρακάλια, του θυμίζει, όπως και ο ομηρικός Οδυσσέας (Ομήρου Οδύσσεια, ι 266 κ.ε.), τους ιερούς νόμους της φιλοξενίας και τον ικετεύει να λυπηθεί όσους πια έχουν γλιτώσει από τους σκοτωμούς του Τρωικού πολέμου (285-312).
Στην αρνητική, όπως και στον Όμηρο (Οδύσσεια ι 273), απάντηση του Πολύφημου (316-345), με την οποία δηλώνει με χυδαία έπαρση ότι το Δία δεν τον λογαριάζει καθόλου και ότι, όταν καλοφάει και καλοπιεί, έχει κι αυτός βροντές για τις βροντές του, ο Ευριπίδης προσθέτει αρκετή δόση υλισμού (336-338), που οι θεατές θα τον λογάριασαν για αντίλαλο ή συνοπτική έκθεση βιοθεωρίας ακόλαστων του καιρού τους. Κοντά στο νου ότι η τοποθέτησή της στα χείλη του Κύκλωπα κάνει ολοφάνερη τη διάθεση του ποιητή να τη χλευάσει. Τέλειωσε, αποφασισμένος πια να τους φάει, τους μπάζει με σπρωξιές στη σπηλιά, ενώ ο Οδυσσέας επικαλείται την Παλλάδα και τον ξένιο Δία να τον βοηθήσουν σε τούτον τον κίνδυνο, τον πιο μεγάλο από όσους τον έχουν απειλήσει και στο Ίλιο και στη θάλασσα (347-355).
ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (356-374): Λες και ακούμε καγχασμούς των Σατύρων στους δύο πρώτους στίχους (356-357) της στροφής για τη ζωώδη διαμόρφωση του Κύκλωπα. Μετά ακολουθούν οι άλλοι μέχρι το στίχο 360, που εξαίρουν την αναισθησία του ανήμερου θεριού και οι άλλοι μέχρι το τέλος της στροφής, που εκφράζουν τη βδελυγμία των χορευτών και την κατάρα τους για τον ανθρωποφάγο. Αντίλαλος των λόγων του Οδυσσέα η αντιστροφή, τονίζει την ασπλαχνιά του Κύκλωπα, που δε σεβάστηκε τους ξένους που ήρθαν στην κατοικία του ικέτες.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (375-482): Με την ψυχική κατάσταση ανθρώπου, ο οποίος είδε φοβερά πράγματα που δεν περίμενε να δει, πετιέται από τη σπηλιά ο Οδυσσέας με το ασκί του κρεμασμένο από τον ώμο και διηγείται στους Σάτυρους, με μικρή παραλλαγή απ’ την Οδύσσεια (289 κ.ε.), ότι ο θεομίσητος ανθρωποφάγος σκότωσε δυο ναύτες κι έφαγε λαίμαργα τα κρέατά τους, άλλα ψητά κι άλλα βραστά και ότι αυτός ήταν υποχρεωμένος να τον υπηρετεί στο ανόσιο τραπέζι του, ενώ οι άλλοι σύντροφοί του είχαν ζαρώσει με κομμένο αίμα στα βάθη της σπηλιάς. Αλλά από φώτιση θεού πρόσφερε κρασί στον Κύκλωπα και του σκότισε το νου. Τώρα δεν μπορεί παρά να αποκοιμηθεί το άγριο θεριό και τότε θα του μπήξει στο μάτι ένα αναμμένο δαυλί και θα του σβήσει το φως. Καλεί λοιπόν τους Σάτυρους να τον βοηθήσουν, αν θέλουν την απελευθέρωσή τους και το γυρισμό τους στα παλάτια του Βάκχου, όπου θα έχουν τη συντροφιά των Ναϊάδων νυμφών, τους λέει ο Οδυσσέας, όπου θα έχουν, προσθέτουν οι Σάτυροι με μια ασεμνολογία, ερωτικές χαρές που καιρό τώρα τις έχουν στερηθεί.
Ψευτοπαλληκαράς ο Κορυφαίος, δηλώνει ότι είναι πρόθυμος να βοηθήσει κι αυτός στην τύφλωση του Κύκλωπα. Ήσυχος ο Οδυσσέας για τη βοήθεια που θα του δοθεί, ξαναμπαίνει στη σπηλιά.
ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (483-502): Δεν ήρθε ακόμα η ώρα του κινδύνου και έτσι ο Χορός με το στόμα του Κορυφαίου μπορεί να δείχνει εδώ την ανδρεία του (383-486). Μα από μέσα ακούγεται ένα τραγούδι. Είναι του Κύκλωπα, και αναγνωρίζεται από τις παραφωνίες. Ο Κορυφαίος δεν αντέχει στον πειρασμό και καλεί το χορό να του απαντήσουν στις παραφωνίες με καλό τραγούδι, που μέσα του να τυλίξουν την χαιρέκακη πρόρρηση για την τύφλωση που τον περιμένει. Και από το Α' Ημιχόριο αρχίζει ένα παραπλανητικό τραγούδι (495-502), ταιριαστό με τη θυμική κατάσταση του Κύκλωπα: δοξολόγημα της χαροκοπιάς, που έρχεται με το κρασί και της ευτυχίας που χαρίζουν οι ερωτικοί εναγκαλισμοί.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (503-607): Είναι αρκετά τα λόγια μιας μικρής μονωδίας του Κύκλωπα (503-510), για δείξουν όλη τη χαρά του για το φαΐ που καταχώνιασε και για το κρασί που αδιάκοπα του προσφέρει ο Οδυσσέας. Θέλει μάλιστα να πάει να μοιραστεί πιοτό και ευτυχία με τους άλλους Κύκλωπες. Τώρα ήρθε η σειρά του Β' Ημιχορίου να του πει με μια ολιγόστιχη μονωδία (511-518), καλυμμένα και αλληγορικά, τη φρικτή τύχη που τον περιμένει.
Ο Οδυσσέας και ο Σειληνός τον πείθουν να μη πάει στους Κύκλωπες, αλλά να καθίσει στη σπηλιά του και να χαίρεται μοναχός το κρασί. Στρώνονται λοιπόν κατάχαμα στη χλόη και συνεχίζεται η κρασοκατάνυξη και μέσα στην παραζάλη του Κύκλωπα από το κρασί, ο Οδυσσέας του λέει ότι το όνομά του είναι «Ούτις», «Κανείς», όπως θα λέγαμε σήμερα, ενώ τριγύρω οι Σάτυροι πηδούν και γαργαλούν τον Κύκλωπα, που δε βλέπει πια και τους θαρρεί με όλη την ασκήμια που έχουν, πανέμορφες Χάριτες. Τώρα πια ο Κύκλωπας παράγινε: περνάει και το γέρο-Σειληνό για Γανυμήδη, τον αγκαλιάζει τρυφερά και τέλος τον σέρνει στη σπηλιά.
Μαζί τους πάει και ο Οδυσσέας. Αλλά αμέσως ξαναβγαίνει και λέει στους Σάτυρους ότι ο Κύκλωπας έπεσε σε βαθύ ύπνο, και ότι το δαυλί καίει στη φωτιά. Ήρθε η ώρα του τολμηρού έργου. Ο Κορυφαίος βεβαιώνει ότι σε τούτο το έργο η τόλμη του θα είναι βράχος και αλύγιστη σαν ατσάλι (596). Τα λόγια του είναι πάντοτε πρόχειρα και φτηνά.
Ο Οδυσσέας επικαλείται τη βοήθεια του Ήφαιστου, θεού της Αίτνας και της φωτιάς και ζητάει από τον Ύπνο να κρατήσει τον κύκλωπα βαθιά αποκοιμισμένο και ξαναμπαίνει στη σπηλιά (599-607).
ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (608-622): Χαρούμενοι οι Σάτυροι, είναι βέβαιοι ότι το καρβουνιασμένο δαυλί θα ξεριζώσει το μάτι του Κύκλωπα, νικημένου πια από το κρασί και ότι ήρθε γι’ αυτούς η μέρα να απελευθερωθούν και να ξαναβρούν τον αγαπητό τους Βάκχο.
ΕΞΟΔΟΣ (624-709): Πριν τελειώσει το δράμα, πρέπει οι θεατές να γελάσουν και με τη δειλία των Σατύρων, ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ψυχικής τους υφής. Βγαίνει ο Οδυσσέας από τη σπηλιά και τους καλεί να βοηθήσουν στην τύφλωση πιάνοντας κι αυτοί το έτοιμο δαυλί. Αλλά οι Σάτυροι και των δύο Ημιχορίων δεν μπορούν να κινηθούν από τη θέση τους. Τι κακό, έχουν τα πόδια στραμπουλιγμένα! Αλλά για να ενθαρρύνουν με φωνές και με τραγούδια τους ναύτες μέσα στη σπηλιά, δεν έχουν καμιά αντίρρηση, είναι πρόθυμοι.
Ο Οδυσσέας ξαναμπαίνει στη σπηλιά για να τελειώσει με μόνους τους συντρόφους του το έργο και οι Σάτυροι από έξω και μακριά από τον κίνδυνο χοροπηδούν. Τραγουδούν κι ένα κέλευσμα (652-655).[3] Με τους στίχους του μας παρουσιάζουν ζωηρά και παραστατικά, σαν να το βλέπουμε με τα μάτια μας, την τύφλωση του Κύκλωπα και με τη μουσική του δίνουν το ρυθμό στις κινήσεις των ναυτών για το χειρισμό του δαυλού μέσα στο μάτι του μεθυσμένου. Ο Κύκλωπας ουρλιάζει και με το πρόσωπό του καταματωμένο προβάλλει στην είσοδο της σπηλιάς. Εκεί απλώνει τα χέρια του για να μη του φύγουν από μέσα από τη σπηλιά ο Ούτις (αυτό το όνομα ξέρει ο Πολύφημος) και οι σύντροφοί του. Αλλά από κει τον αποσπούν οι Σάτυροι, καθώς, τάχα για να τον βοηθήσουν, στην πραγματικότητα όμως για να ελευθερωθεί η πόρτα και να πεταχτούν έξω οι έγκλειστοι, τον περιφέρουν με ψευδολογίες δεξιά και αριστερά, σε μια σκηνή από τις ζωηρότερες του δράματος, κατά την οποία ο άσπλαχνος χλευασμός δε μας στενοχωρεί, αλλά αντίθετα μας ευχαριστεί: ο κακός θέλουμε να πάσχει.
Έξω πια από τη σπηλιά ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του και μακριά από τα χέρια του τυφλού, που μάταια ψηλαφεί τους βράχους να τους πιάσει, φανερώνει, με την καύχηση για το κατόρθωμά του, το πραγματικό του όνομα Οδυσσέας. Αμέσως ο Πολύφημος θυμάται μια παλιά μαντεία, ότι από κάποιον Οδυσσέα θα έχανε το φως του. Αλλά από τον ίδιο μάντη έχει μάθει και κάτι άλλο ακόμα και το λέει: για χρόνια μετά την τύφλωση θα παραδέρνει θαλασσοδαρμένος στα πελάγη ο Οδυσσέας. Ισχνή βέβαια για τον Κύκλωπα παρηγοριά, βαριά όμως και οδυνηρή προφητεία για το νοσταλγό ταξιδευτή. Και γι’ αυτό βέβαια και τη φανέρωσε ο Κύκλωπας. Ο καθένας θέλει οπωσδήποτε να πικραίνει τον εχθρό του. Ο Οδυσσέας με τη χαρά του νικητή κατεβαίνει προς τη θάλασσα με τους ναύτες του και πίσω του ακολουθούν οι Σάτυροι ευχαριστημένοι που θα ξανασμίξουν με το Βάκχο.
Από την Κυκλώπεια του Ομήρου, παλιά ιστορία θριάμβου της ψυχραιμίας και της ανθρώπινης ευφυΐας κατά της κτηνωδίας ενός δράκου, ο Ευριπίδης έβγαλε τη δική του ιστορία, τον Κύκλωπα, στην οποία πάλι η ευφυΐα νικά την κτηνώδη δύναμη. Μέσα σ’ αυτήν την ιστορία, που και στον Όμηρο κι εδώ την κάνει φοβερή η παρουσία του Κύκλωπα, ο Ευριπίδης πρόσθεσε τη δική του εισφορά, τους Σατύρους, αυτά τα αγρίμια των δασών, που με αυλούς και τύμπανα, με τραγούδια και πηδηχτούς χορούς και τούμπες, με τα αδιάκοπα αστεία καμώματά τους και τα απροσδόκητα λόγια τους δίνουν στο έργο μια νότα ζωηρή και το κάνουν ελαφρό και πεταχτό.
Δε βρήκε ο Ευριπίδης στους παλιούς θρύλους καμιά ιστορία που να έγερνε σε συνάφεια τους Κύκλωπες με το Σειληνό και τους Σατύρους. Δική δημιουργία είναι αυτή η συνάφεια που παρουσιάζεται σε τούτο εδώ το σατυρικό δράμα. Κατά νόμο σταθερό, Σάτυροι έπρεπε να αποτελούν το χορό σατυρικού δράματος. Ο Ευριπίδης πήρε λοιπόν το μύθο που τον βρίσκουμε στον ομηρικό ύμνο Διόνυσος ή λησταί, όπου γίνεται λόγος ότι κουρσάροι άρπαξαν τον Διόνυσο, και στον μύθο αυτόν πρόσθεσε το δικό του κατασκεύασμα, ότι οι Σάτυροι έσπευσαν με πλοίο να τον βρουν και να τον ελευθερώσουν και ότι σπρωγμένοι από σφοδρό άνεμο έπεσαν στη χώρα των Κυκλώπων, όπου ο Πολύφημος τους έκανε σκλάβους του. Αυτά όλα ο Ευριπίδης τα έσμιξε με μερικά στοιχεία από την Ομηρική Κυκλώπεια και έτσι βγήκε το σατυρικό του δράμα.
Σε ποια τετραλογία ανήκει ο Κύκλωψ δεν ξέρουμε και ούτε οι γνώμες των φιλολόγων συμφωνούν στον καθορισμό του χρόνου της διδασκαλίας του।
[1] Πλούταρχος, «Περί του Ε του εν Δελφοίς», Θ' 389c.
[2] Οι Σάτυροι, δαίμονες των αρκαδικών δασών, όπου συντρόφευαν τον αρκαδικό θεό Πάνα, που ύστερα έγιναν (άγνωστο που και πότε) αχώριστοι ακόλουθοι του Διονύσου, τραγόμορφοι, με κορμί μαλλιαρό, με μύτη πλακωτή, μυτερά αυτιά και πόδια διχαλωτά σαν του τράγου, με κύριο χαρακτηριστικό τη λαγνεία του, πηγαίο ξέσπασμα της βιολογικής τους ζωτικότητας, προσωποποιούν τον οργασμό του φυτικού και ζωικού βασιλείου στην ανεξάντλητη αναπαραγωγικότητα. Καθώς δεν ήξεραν κανέναν περιορισμό στα ασυγκράτητα ορμέμφυτά τους ήταν ο τρόμος των Νυμφών, που τις κυνηγούσαν μέσα στα δάση, κάποτε μάλιστα είχαν τολμήσει να ενοχλήσουν και την Ήρα.
Στην ακολουθία του Διονύσου μπήκε και ο Σειληνός, άλλος ζωάνθρωπος αυτός, κι έγινε αρχηγός των Σατύρων και πατέρας τους, όπως θα δούμε στον «Κύκλωπα». Αρχικά η ελληνική τέχνη, πριν τον εικονίσει η Νέα Αττική Σχολή άντρα σοβαρό σε ώριμη ηλικία, τον είχε παρουσιάσει γέρο, ασχημομούρη, φαλακρό, κοντό, κοιλαρά, με τριχωτό κορμί, πάντα μεθυσμένο, με αυτιά και ουρά αλόγου. Κοντά του και τα παιδιά του πια οι Σάτυροι, οι τραγόμορφοι δαίμονες της Πελοποννήσου, άλλαξαν χαρακτηριστικά: πήραν τα αυτιά και την ουρά του, αυτιά και ουρά αλόγου, όπως είπαμε. Ο Σειληνός θεωρήθηκε ακόμα και ο παιδαγωγός που μεγάλωσε στα χέρια του το Διόνυσο. Παρακάτω στον «Κύκλωπα» θα μάθουμε από τον ίδιο τον Σειληνό, πως μεγάλωσε στα χέρια του κι ένα γιο του Διονύσου, τον Μάρωνα.
[3] Κελευσμοί ή κελεύσματα ήταν τραγούδια εργατικά, που με το ρυθμό τους οι εργάτες κανόνιζαν σ’ έργα ομαδικά τις κινήσεις τους, όπως π.χ. οι κωπηλάτες με τα κωπηλατικά επιφωνήματα πετύχαιναν το συντονισμό των ατομικών κινήσεων.