ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι «Βάκχες» του Ευριπίδη, γραμμένες λίγο πριν πεθάνει, το 407 π.Χ., στην Πέλλα της Μακεδονίας, όταν ήταν φιλοξενούμενος του βασιλιά Αρχέλαου και σκηνοθετημένες από το γιο του ποιητή το 405 στην Αθήνα, αποτελούν ένα από τα πλέον ολοκληρωμένα και μοναδικά έργα στην παγκόσμια δραματουργία, καθώς σ’ αυτό συνυπάρχουν στην εντέλεια τα τρία στοιχεία: το τραγικό, το δραματικό, το θεατρικό. Είναι η μήτρα όπου επιτελείται η σύλληψη, η κύηση και η γέννηση της τέχνης, των τεχνών, που προστατεύει ο θεός Διόνυσος.
Κατ’ αρχήν εδώ συναντιόνται ο μύθος με την ιστορία με υπόβαθρο την ποιητική αναγωγή. Παρουσιάζεται με όλη την πρωτογενή της μορφή η λατρεία του Διονύσου, απ’ όπου γεννήθηκε το αρχαίο Ελληνικό δράμα: ο διθύραμβος, το τραγούδι του Διονύσου, ο ύμνος στον τράγο. Είναι το μοναδικό έργο της αρχαίας δραματουργικής, όπου ο Διόνυσος πρωταγωνιστεί ως ανθρωποποιημένος θεός, καθώς τούτο αποτελεί το δράμα του θεού, που είναι το δράμα του ανθρώπου.
Με άλλα λόγια δραματοποιούνται τα θεοφάνεια του Διονύσου και ενανθρωπίζεται το θείο. Το έργο αποτελεί τι πιο ζωντανό παράδειγμα κατά το οποίο η θρησκεία γίνεται αντικείμενο ερευνητικής κριτικής και αναλυτικού ορθολογικού στοχασμού. Μια νέα λατρεία έρχεται να καταστρέψει το κατεστημένο, μια καινούργια δύναμη εμφανίζεται, που θέλει να επιβάλει τη λατρεία της ποίησης, της χαράς, της ελευθερίας. Είναι το κορυφαίο παράδειγμα της Διονυσιακής ποιητικής στιγμής μέσα στην αρχαία Γραμματολογία. Έτσι, από λατρευτικό πανηγύρι του Διονύσου, οι «Βάκχες» αποτελούν κατάδυση στη μήτρα της αρχαίας τραγωδίας αλλά και εμβάθυνση στις ρίζες του Βακχισμού στη Μακεδονία.
Η παράδοση ήθελε τον Διόνυσο ως την προσωποποίηση όλων των δημιουργικών δυνάμεων της γης. Η λατρεία του, λατρεία γεωργικής μαγείας, χάνεται στα βάθη του τοτεμισμού, στη διάσπαση της πρωτόγονης κοινότητας και στη μητριαρχία. Τόσο στην παράδοση όσο και στο έργο ο Διόνυσος και συνεπώς ο Διονυσιασμός ενσαρκώνει όλους τους ζωικούς χυμούς και τα υγρά συστατικά της ζωής: νερό, κρασί, γάλα, αίμα, σπέρμα. Ας μη ξεχνάμε ότι το κρασί, το νερό και το μέλι αποτελούσαν τις χοές προς τους νεκρούς, ενώ το γάλα, το αίμα και το σπέρμα συνιστούσαν και πάντα συνιστούν την πηγή της ζωής και του έρωτα, πράγματα που συναντάμε αυτούσια και στις «Βάκχες».
Περνά από τον ομόφυλο ερωτισμό στην αρσενική επικύρωση και ζει όλα τα πάθη, τα θαύματα, τον θάνατο και την ανάσταση, ανάμεσα στον μυστικισμό και τον ρεαλισμό. Έτσι, η μυστική δύναμη του Διονύσου προσφέρει αγαλλίαση στους νέους, στις γυναίκες, στους σοφούς και στους ηλικιωμένους ισάξια, καθώς συγκρούονται το φυσικό με το θεϊκό στοιχείο αλλά και η βαρβαρότητα με τον πολιτισμό.
Ο Διόνυσος λατρεύεται στη βάρβαρη Ανατολή και δεν λατρεύεται στην πολιτισμένη Ελλάδα. Έτσι, έρχεται ο ίδιος να επιβάλλει τη λατρεία του, αρχίζοντας από τον τόπο καταγωγής της μητέρας του. Εκεί γεννήθηκε από τον Δία και τη Σεμέλη, η οποία πέθανε στη σύλληψη-κύησή του, πράγματα που αρνούνται οι αδελφές και θείες του θεού, όπως και ο πατέρας τους ο Κάδμος, και ο πρώτος ξάδελφος του θεού, Πενθέας. Ωστόσο, αν ένας από το σόι, ο παππούς των πρώτων εξαδέλφων, δέχεται τον θεό τώρα, ενώ προηγουμένως τον αρνιόταν, το κάνει από υστεροβουλία: για να τιμηθεί το γένος του ότι έβγαλε ένα θεό.
Επιστροφή λοιπόν στη Θήβα της Βοιωτίας, τον μητρικό χώρο ή τον «θάλαμο», όπου τον γέννησε ο Δίας με τη Σεμέλη, για να «γεννηθεί» κι αυτός από μόνος του, αλλά ως θεός τώρα, και να πάρει εκδίκηση, σκοτώνοντας το έτερον ήμισυ του συγγενικού του αίματος. Με την «εμφάνισή» (γέννησή) του γκρεμίζονται τα παλάτια του Πενθέα και καπνίζει ο τάφος της μητέρας του. Τελείται έτσι το διπλό μυστήριο της ζωής και του θανάτου, της ανάστασης των νεκρών.
Το τραγικό θέμα και το δραματικό αποτέλεσμα είναι τόσο στενά ταυτισμένα όσο σε κανένα άλλο έργο της αρχαίας δραματουργίας, ενώ ο ανταγωνισμός των δύο πρωταγωνιστών εξασφαλίζει την πληρότητά του. Πρώτα απ’ όλα, στην τραγωδία συμμετέχει ολόκληρο το βασιλικό σόι του Πενθέα ως συλλογικά ένοχο. Τιμωρείται ο παππούς του Κάδμος, γιατί αγνοούσε τον Διόνυσο,[1] η Αγαύη σκοτώνει τον γιο της, αλλά και ταπεινώνει την αδελφή της Σεμέλη μαζί με τις δύο άλλες αδελφές. Η Ινώ αναθρέφει μεν τον Διόνυσο, αλλά δεν προλαβαίνει, γιατί τρελαίνεται από την Ήρα. Ο γιος της Αυτονόης Ακταίων κατασπαράζεται από τα ίδια του τα σκυλιά, γιατί πρόσβαλε τη θεά Άρτεμη, ενώ τη νεκρή μητέρα του Διονύσου (γι’ αυτό φταίει η Ήρα) πρόσβαλαν όλες μαζί λέγοντας ότι είχε συλλάβει τον Διόνυσο με κάποιο θνητό και όχι με τον Δία. Όλα αυτά παρουσιάζονται ως μυθολογικά στοιχεία για να στηρίξουν την έννοια της ύβρεως, ενώ ο φόνος του Πενθέα και η εξορία των λοιπών μελών στηρίζουν το δράμα, φτιάχνουν την ιστορία. Οι «Βάκχες» λοιπόν αποτελούν μια τραγωδία κι ένα δράμα τόσο εξωτερικών όσο και εσωτερικών εντάσεων.
Ο Διονυσιασμός ως κίνημα αλλά και ο ίδιος ο Διόνυσος ως θεός αποτελούν νέο θρησκευτικό φαινόμενο, που αντλεί στοιχεία από τις παραδόσεις, αλλά ταυτόχρονα είναι μια λατρεία γήινη και στα μέτρα του ανθρώπου. Αυτός είναι ο λόγος που ο Διόνυσος πρέπει να εμφανιστεί στην αρχή ως άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως και ο Πενθέας θα μεταμφιεστεί σε γυναίκα, για να βρεθεί ανάμεσα στις γυναίκες. Συμβολίζει και επαγγέλλεται την απελευθέρωση του ανθρώπου από κάθε είδους πλέγματα, παλιές συνήθειες και φραγμούς.
Συγκεκριμένα, ο Διόνυσος συμβολίζει τον αρσενικό θεό της γονιμότητας, τη μετενσάρκωση της αρχής της ζωτικότητας και της ανάπτυξης στη φύση, καθώς ταυτίζεται με τον τράγο, το λιοντάρι, τον ταύρο. Συμβολίζει επίσης την «επικοινωνία» με τον θεό μέσω του σπαραγμού και της ωμοφαγίας, όπως τούτα γίνονταν στην παμπάλαια λατρεία. Η προσωπικότητα του Διονύσου στο δράμα διαδηλώνεται ως εξής: α) με εκρήξεις που θυμίζουν άγριες φάσεις φυσικών φαινομένων, β) με την ηρεμία αγίου (λόγος και κίνηση), γ) με τη φιλήδονη γοητεία ενός ακόλαστου ανάμεσα στις γυναίκες, δ) με ταχυδακτυλουργικά θαύματα ενός μάγου και ε) με τη σκληρή μορφή του πατριάρχη στο τέλος του έργου.
Χάρη της σκηνικής-θεατρικής σκοπιμότητας ο Διόνυσος διέρχεται τις φάσεις του ταύρου που δένεται, αλλά λύνεται με μεγάλη ευκολία, όπως λύνονται και οι Μαινάδες από τα δεσμά του Πενθέα. Είναι ο δημιουργός του σεισμού που γκρεμίζει το παλάτι, η πηγή του φωτός πάνω από το μνήμα της μητέρας του, όπως είχε κάνει και ο Δίας στη γέννηση του Διονύσου, είναι ο σατανικός και σαρκαστικός σύντροφος-ιερέας των Βακχών της Ανατολής, καθώς αυτές τρόμαξαν από τα θαύματά του, και γενικά προβάλλει το δαιμονικό χιούμορ του δεξιοτέχνη στο λόγο.
Ο Πενθέας από την άλλη, ως γόνος δράκοντα ή φιδιού, δηλαδή του Εχίονα, δεν φοβάται κανέναν. Συμβολίζει την τάξη, η οποία στηρίζεται στις απαγορεύσεις αλλά και στην ηθικολογία, και δεν βολεύεται ούτε στην πόλη ούτε στη φύση. Προτού όμως οι πρόγονοί του γίνουν ξανά φίδια στο τέλος του δράματος, θα πρέπει και ο ίδιος να «αποσυντεθεί» από τα συστατικά που αποτελούσαν το σώμα του, την οντότητά του, την υπόσταση και τη δύναμή του. Και πραγματικά, η πιο τραγική εικόνα είναι η συγκομιδή και μεταφορά-συγκόλληση των κομματιών του σώματος του Πενθέα, σώμα που με άγριο τρόπο διαμέλισε η μητέρα του, αυτή που τον είχε συλλάβει, κυοφορήσει και γεννήσει.
Όσον αφορά τη συλλογική υπόσταση του έργου, παρατηρούμε ότι στην αρχιτεκτονική δομή του ενεργούν το επίπεδο των απίστων και το επίπεδο των πιστών, που είναι αντίστοιχα επίπεδο εξουσιαστών και επίπεδο κλητών. Το δραματικό αυτό στοιχείο προέρχεται από το τραγικό υπόβαθρο της βακχείας, που ήταν ομαδική αλλά και ατομική μέθεξη. Η ομάδα που πιστεύει και μετέχει στη λατρεία του θεού, η ομάδα που αναγκάζεται σε υποταγή και σύρεται από το πάθος, η ομάδα που πείθεται, δηλαδή προσηλυτίζεται. Από τα άτομα που εισέρχονται στην ομαδική μέθεξη, ο Κάδμος το κάνει λόγω γοήτρου και συγγένειας, ενώ ο Τειρεσίας από φόβο ή και πίστη. Αυτοί είναι οι μόνοι άντρες που προσηλυτίζονται, ενώ η Αγαύη και οι αδελφές της κινούνται από την ομάδα που μάχεται το άτομα στην ατομικότητα που μάχεται την ομάδα.
Μένει λοιπόν εκτός νυμφώνα η άρνηση που είναι το άτομο Πενθέας. Το στοιχείο αυτό γίνεται πιο ενδιαφέρον και πιο δυναμικό, αν δεχτούμε ότι ο Ευριπίδης έκανε εδώ τον άνθρωπο να μάθει τι πραγματικά είναι, καθώς συγκρούεται με το μη ανθρώπινο. Το δράμα συνεπώς είναι μια αλληγορία, όπου οι δυνάμεις των ενστίκτων μάχονται με τις δυνάμεις της λογικής και της σοφίας, αλλά και αποτελεί απώλεια και κατάκτηση της εξουσίας επί των ανθρώπων, έστω και προσωρινά. Στο έργο αυτό καταγράφεται η απαρχή του αρχαίου δράματος, που εντοπίζεται στους λατρευτικούς χορούς του Διονύσου και ισορροπείται με τον υποκριτικό λόγο. Αρχικά βλέπουμε τον «ηθοποιό» (θεό - άνθρωπο) υποκριτή Διόνυσο να δρα μέσω των Θηβαίων γυναικών στον Κιθαιρώνα, όπου αυτές «ιδιωτεύουν», και να μιλάει στη σκηνή μέσω του χορού από την Ασία, που τον υμνεί. Ο χορός ήταν πρωταρχικά γενετικό και ουσιαστικό συστατικό της δραματουργίας και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δράματος. Είναι η κοινή γνώμη, η κοινή μοίρα και αποτελεί απαραίτητο φόντο, το κοινωνικό πλαίσιο πάνω στο οποίο κινούνται οι επώνυμοι ήρωες-χαρακτήρες και διαγράφονται οι διαφορετικές και αντιτιθέμενες γνώμες και η ξεχωριστή μοίρα των ηρώων, που δεν τραγουδούν, αλλά διαλέγονται μεταξύ τους.
Παρατηρούμε τον ομαδικό και ανώνυμο μονόλογο του χορού, που βρίσκεται σε αρμονική σύνδεση και συμμετέχει πλήρως στην πλοκή και δράση του έργου. Πραγματικά, το χορικό των πέντε στάσιμων διατηρεί ως το τέλος το υψηλό ποιητικό ύφος με τα βαριά σύνθετα, τις αλλεπάλληλες τολμηρές εικόνες και την υπερβατική και συχνά ακροβατική σύνταξη του λόγου. Τα στάσιμα έχουν την κίνηση που υποδηλώνει την κατάσταση και μεταφέρει τα στοιχεία της τρέλας και της απελευθέρωσης.
Ο επώνυμος ήρωας λοιπόν διαλογίζεται και διαλέγεται, το πλήθος αισθάνεται και εκφράζεται με τον ομαδικό χορό, την κίνηση, το τραγούδι. Η εναλλαγή των χορικών με τα διαλογικά μέρη αντιστοιχεί στην αντιδιαστολή ανάμεσα στο ατομικό και στο ομαδικό, στον κανόνα και στην εξαίρεση, ανάμεσα στα οριακά πάθη και την προχωρημένη σκέψη των εκλεκτών. Όμως στην περίπτωση των εκλεκτών είναι πιο τραγικό να ασπαστεί κανείς το παράλογο παρά να δει λογικά τον θεό. Στην περίπτωση του Πενθέα δεν μπορεί να διαχωριστεί η περιέργεια από τη μύηση. Η μανία και η παραφροσύνη του έχουν τη ρίζα τους στον ψυχολογικό ρεαλισμό και στο μείγμα και την ταύτιση του φυσικού με το υπερφυσικό, πολύ τυπική τεχνική του Ευριπίδη. Βλέπουμε τη σύγκρουση των δύο πρωταγωνιστών, του Διονύσου και του Πενθέα και τη μεταλλαγή τους: ο πρώτος από θύμα γίνεται τύραννος και ο δεύτερος από τύραννος μετατρέπεται σε θύμα. Η σχέση θύτη-θύματος ανατρέπεται.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι στην αρχαϊκή της μορφή η λατρεία προϋπόθετε οι λάτρεις κατά την ωμοφαγία να σφάζουν κατσίκι και να τρώνε ωμά κομμάτια από το κρέας του, συμβολίζοντας έτσι τον σπαραγμό του Διονύσου από τους Τιτάνες (μητέρα του στην παραλλαγή αυτή ήταν η Δήμητρα), οπότε είχε ταυτιστεί με κάποιο ζώο τοτέμ. Οι πιστοί έτρωγαν το κρέας και «έπιναν» το αίμα (κρασί) για να γίνουν «ένθεοι» και ύστερα επέστρεφαν στα σπίτια τους κρατώντας κλαδιά καθώς και το ομοίωμα του ζώου. Η καταστροφική άποψη του Διονυσιασμού εκδηλώνεται στην ένταση μεταξύ του φυσικού, της ενστικτώδους σοφίας των Βακχών και της λογικής σοφιστείας και σοφίας του Πενθέα. Αν και ο «σοφός», η «σοφία», το «φρονείν» συγκρούονται με την «αφροσύνη» κλπ., ωστόσο δεν αρκεί να ζει κανείς μόνο με τη λογική, που δεν είναι διόλου απίθανο να οδηγήσει στο κακό, αν χρησιμοποιηθεί λάθος. Ο Ευριπίδης φαίνεται να λέει ότι ο έξυπνος άνθρωπος δεν προκαλεί τους θεούς, που πιθανόν να ενεργούν παράλογα, είναι όμως παντοδύναμοι. Με το συλλογισμό αυτό θα δούμε ότι ο Διόνυσος κατέχει την άρτια τέχνη της πειθώς αλλά και την τέχνη της χειραγώγησης και της θαυματουργίας. Η άνοδος όμως του Διονύσου προϋποθέτει την πτώση του Πενθέα. Κι εδώ υποδηλώνεται η αμφισβήτηση της παντοδυναμίας των θεών. Ο Διόνυσος ανατρέπει τον Πενθέα δρώντας μέσω της Αγαύης κι έτσι εδραιώνει τη θέση του ως θεός στη Θήβα.
Οι δυο τους έρχονται αντιμέτωποι επώνυμα και με τις ιδιότητες και ιδιαιτερότητές τους ο καθένας. Ο Διόνυσος ως θεός ή απόστολος, άνθρωπος ξένος και άντρας με θηλυκή μορφή και ο Πενθέας ως άνθρωπος βασιλιάς και άντρας ανύπαντρος. Λειτουργούν δηλαδή οι διττότητες: θεός-βασιλιάς, ξένος-ντόπιος, θηλύμορφος-ανύπαντρος. Ωστόσο έχουν το ίδιο αίμα, καθώς είναι παιδιά δυο αδελφών. Εδώ εντοπίζεται και ο πυρήνας του δράματος: ποιος διέπραξε την ύβρη, ποιος κατείχε και εφάρμοσε τη σωφροσύνη και, τέλος, ποιος είχε δίκαιο.
Παρόλα αυτά οι αντιτιθέμενες, οι συγκρουόμενες αυτές δυνάμεις έχουν ως βάση το ότι η τραγική αίσθηση της ζωής βιώνεται μέσω του δράματος. Αν επιπλέον λάβουμε υπόψη μας ότι το κύριο σημείο αναφοράς είναι το σώμα (του Πενθέα και του χορού, ατομικό και συλλογικό) καταλήγουμε στο ότι εδώ συγκρούονται το λογικό του ανθρώπου με το ένστικτό του. Παράλληλα, ο Τειρεσίας αντιπροσωπεύει τη φιλοσοφική και τη διανοητική υποδοχή του Διονυσιασμού.
Ο Διόνυσος ολοκληρώνει την «οντότητα» (σώμα - μορφή) του Πενθέα ως μεταμορφωμένη Μαινάδα, φτιάχνοντας τις μπούκλες του, τη ζώνη του, τις πιέτες στη ρόμπα του, δίνοντάς του τον θύρσο, δείχνοντάς του πώς να πορεύεται σαν τέλεια Μαινάδα, που στην ουσία πορεύεται για να συναντήσει τον θάνατο. Φτάνοντας στον Κιθαιρώνα ο Διόνυσος εγκαταλείπει τον Πενθέα για να τον παραλάβει η μητέρα του. Η πομπή επιτελείται με την αναχώρηση και την πορεία προς τον Κιθαιρώνα, ο αγώνας διεξάγεται με την κατακρεούργηση, τη θυσία του ταύρου-Πενθέα και τη θριαμβευτική επιστροφή της Αγαύης στην πόλη στον κώμο της τραγωδίας. Αντίθετη πορεία «διαμελισμού» φαίνεται να επιχειρείται όταν ο Πενθέας διέλυε, ή νόμιζε ότι διέλυε, ρίχνοντας το σώμα του ξένου στη φυλακή, δένοντας με τις αλυσίδες τα χέρια του ή τοποθετώντας το ανάμεσα στις Βάκχες, στα γυναικεία σώματα.
Η συμπεριφορά των γυναικών του Κιθαιρώνα τις δείχνει σαν να διακατέχονται από οξεία ψύχωση που εκδηλώνεται με διέγερση, υπερκινητικότητα, σύγχυση, οπτικές ψευδαισθήσεις, διαταραχές της μνήμης, της κρίσης και της όρασης, παραλήρημα. Η κατάσταση αυτή μεταφέρεται στη σκηνή από την Αγαύη, καθώς προσκομίζει το τρόπαιό της στη Θήβα. Η Αγαύη αντιλαμβάνεται τον πατέρα της που της απευθύνει το λόγο, δεν καταλαβαίνει όμως τι κρατά στο χέρι της.
Στη συνέχεια γινόμαστε μάρτυρες μιας «ψυχοθεραπευτικής μεθόδου», που χρησιμοποιεί ο Ευριπίδης μέσω του Κάδμου (ατομική ψυχολογία, φύση, παιδικές αναμνήσεις, κοινότητα, ρασιοναλιστική αναγνώριση) για να τη βγάλει από την ατομική και συλλογική της παράκρουση. Πρόκειται για άριστο δείγμα «κλινικής ψυχολογίας», που περικλείεται μέσα σε λίγες γραμμές.
Οι Βάκχες είναι οι διανοούμενες ιεραπόστολοι του θεού, ενώ οι Μαινάδες του Κιθαιρώνα είναι οι άπιστες, χτυπημένες από τον θεό. Οι Βάκχες λοιπόν ήταν ένας θίασος γυναικών με αρσενικό (αρσενικοθήλυκο) ιερέα. Αυτές δεν εκστασιάζονται. Απλά συνοδεύουν σε εγρήγορση, είναι πιστές, γοητευμένες κι έτοιμες να μυήσουν στη νέα θρησκεία και άλλους. Βρίσκονται συνέχεια και δρουν στη σκηνή, ενώ οι Θηβαίες Μαινάδες του Κιθαιρώνα δεν εμφανίζονται παρά μόνο τις φανταζόμαστε μέσα από τις αφηγήσεις. Οι Μαινάδες λοιπόν αντιπαρατίθενται με τις Βάκχες, η συγκίνηση συγκρούεται με τη λογική. Με την έκσταση οι πιστοί χάνουν την προσωπικότητά τους για να βρεθούν σε μια άλλη κατάσταση ή ιδιότητα, ή παίζουν άλλο ρόλο. Πάντως δηλώνουν καθαρά εκείνο το άλλο που υποδύονται, οπότε το «προσωπείο» μεταθέτει το άτομο που το υποδύεται σε «πρόσωπο» του δράματος. Στις «Βάκχες» βλέπουμε τη μεταμφίεση και τη μεταμόρφωση του ατόμου σε όλο τους το μεγαλείο, να γίνονται οι κεντρικοί μοχλοί κίνησης και δράσης για να παιχθεί ένα «παιχνίδι ζωής και θανάτου».
Δεν υπάρχει πρόσωπο ή άτομο στο έργο αυτό που να μην υποδύεται κάτι άλλο από αυτό που είναι, ενώ ο ίδιος ο θεός θα μεταμορφωθεί από ζώο (τράγος, ταύρος, λιοντάρι) σε θνητό (γιος, γυναίκα, διάδοχος θρόνου, εραστής/θαυματοποιός, προφήτης κ.α.), ενώ τους ρόλους αντιστρέφει ο Πενθέας που από βασιλιάς γίνεται Μαινάδα, γίνεται ηδονοβλεψίας, αδύνατο παιδί, ελάφι, σφάγιο.
Άλλη διττότητα που γίνεται εμφανής στο έργο είναι τα λεγόμενα και τα δρώμενα. Δηλαδή, από τη μια ο Πρόλογος, οι διάλογοι, οι ρήσεις των δύο αγγελιαφόρων και ο προφητικός Επίλογος που αποτελούν τα λεγόμενα, και από την άλλη τα δρώμενα πάνω στη σκηνή είτε ορατά από το κοινό (τα θαύματα), οι μεταμορφώσεις σε άνθρωπο (Διόνυσος) και σε Μαινάδες (Κάδμος, Τειρεσίας, Πενθέας), καθώς και τα οργιαστικά βακχεύματα στον Κιθαιρώνα όπου επιτελείται και ο φόνος του Πενθέα, είτε όχι ορατά, εκτός από το κομμένο κεφάλι του Πενθέα, δείγμα της σύγκρουσης του τραγικού με το δραματικό. Όλα αυτά αποτελούν το θέατρο-θέαμα.
Το έργο δομείται με τον Πρόλογο, την Πάροδο, πέντε Επεισόδια, πέντε Στάσιμα, την Έξοδο. Οι στίχοι του είναι 1392, ενώ κάποιοι άλλοι (μάλλον ο κλαυθμός της Αγαύης) έχουν χαθεί.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Ο Διόνυσος, γιος του θεού Δία και της κόρης του Κάδμου[2] Σεμέλης, έφτασε στη Θήβα με ανθρώπινη μορφή για να επιβάλλει τη λατρεία του εκεί। Ωστόσο οι κόρες του Κάδμου αμφισβήτησαν τη θεϊκή του καταγωγή, γι’ αυτό τρελάθηκαν από το θεό και ως Μαινάδες παρέμεναν στον Κιθαιρώνα. Ο Πενθέας, γιος της Αγαύης και βασιλιάς της Θήβας, αρνήθηκε και αυτός να δεχτεί τη λατρεία του νέου θεού και αποφάσισε να στραφεί ενάντια στις Μαινάδες. Συνέλαβε τον Διόνυσο, αυτός όμως ελευθερώθηκε και με σεισμό κατέστρεψε το παλάτι. Στη συνέχεια έπεισε τον Πενθέα να μεταμφιεστεί σε Μαινάδα για να κατασκοπεύσει τις Θηβαίες στον Κιθαιρώνα. Όταν έφτασε στο βουνό, οι Μαινάδες και πρώτη η μητέρα του όρμησαν και τον διαμέλισαν. Όταν ο παππούς του Κάδμος το πληροφορήθηκε, πήγε στον Κιθαιρώνα και συνέλεξε τα κομμάτια του κορμιού του. Η Αγαύη επέστρεψε θριαμβευτικά στην πόλη μεταφέροντας το κεφάλι του Πενθέα, θεωρώντας το κεφάλι λιονταριού. Ο Κάδμος την κάνει να συνειδητοποιήσει τι έχει διαπράξει. Το έργο τελειώνει με την εμφάνιση του Διόνυσου ως θεού πια με ιερατική μορφή από το θεολογείο, που ανακοινώνει την τύχη των ηρώων και εδραιώνει τη θρησκεία του.
[1] Ο Διόνυσος ή Βάκχος γεννήθηκε από την κόρη του Θηβαίου βασιλιά Κάδμου, τη Σεμέλη, σε ένωσή της με τον Δία. Μετά τη δεύτερη γέννησή του από τον μηρό του Δία, τον μεγάλωσε η δεύτερη γυναίκα του βασιλιά του Ορχομενού Αδάμαντα, η Ινώ, που τιμωρήθηκε με τρέλα από την Ήρα. Στη συνέχεια τον μεγάλωσαν Νύμφες στη Νύσσα. Η Ήρα όμως τον έκανε να παραφρονήσει και να περιπλανηθεί στην Αίγυπτο και τη Συρία. Φτάνοντας στη Φρυγία τον εξάγνισε και τον μύησε στη λατρεία της θεάς Κυβέλης. Από εκεί πέρασε στη Θράκη, μετά πήγε στις Ινδίες και ξαναγύρισε στην Ελλάδα. Μετά τη δράση του στη Θήβα, που μεταπλάθεται στο έργο αυτό του Ευριπίδη, πηγαίνοντας στη Νάξο με Τυρρηνούς πειρατές, τους τιμώρησε για επιβολή εναντίον του. Έχοντας πια εκπληρώσει το ρόλο του στη γη και έχοντας επιβάλλει τη λατρεία του παντού, γύρισε στον ουρανό.
[2] Ο Κάδμος ήταν ο ιδρυτής και ο τέως βασιλιάς της Θήβας, προερχόταν από τη Φοινίκη και ήταν πατέρας της Σεμέλης, της Ινώς και της Αγαύης και παππούς του Πενθέα.