ΗΡΑΚΛΕΙΔΕΣ
Είναι συλλογική ονομασία μυθολογικών προσώπων που θεωρούνταν απόγονοι του Ηρακλή και συγκεκριμένα εκείνων που ως επικεφαλής των βορειότερων ελληνικών φύλων κατέβηκαν και κυρίευσαν ή, σύμφωνα με την έκφραση των επιδρομέων, «ανέκτησαν» την Πελοπόννησο και αποκατάστησαν την ισχύ των παλαιών κληρονομικών τους δικαιωμάτων. Η επάνοδος των Ηρακλειδών στην Πελοπόννησο αποτελεί τη μυθολογική ερμηνεία της πρώτης σημαντικής ομαδικής μετακίνησης ελληνικών φύλων που παρέμεινε στην ιστορία γνωστή ως μετανάστευση των Δωριέων και με το μυθικό της όνομα ως «κάθοδος των Ηρακλειδών». Η μετανάστευση αυτή αποτελεί το όριο μεταξύ προϊστορικών και ιστορικών χρόνων, επειδή προκάλεσε και τις μεταναστεύσεις άλλων φύλων και ιδίως των Αχαιών και των Ιώνων και τη μόνιμη πλέον εγκατάστασή τους σε ορισμένες ελληνικές. Αποτέλεσε μάλιστα και την αρχή της δημιουργίας του καθεαυτού ελληνικού πολιτισμού της. Επειδή παράλληλα με τον πεισματικό και μερικές φορές σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο ισόπαλων δυνάμεων, των Δωριέων υπό τους Σπαρτιάτες και των Ιώνων υπό τους Αθηναίους, για την απόκτηση της ηγεμονίας της Ελλάδας, αναπτύχθηκε και η ευγενής άμιλλα για τους ειρηνικούς αγώνες, την πρόοδο του πλουτοπαραγωγικού εμπορίου και της ναυτιλίας και στη συνέχεια των επιστημών και των τεχνών.
Τα κληρονομικά τους δικαιώματα πάνω στην Πελοπόννησο οι Ηρακλείδες τα στήριζαν, σύμφωνα με τις παραδόσεις τους, στην εκθρόνιση κυρίως του Αμφιτρύωνα και τον σφετερισμό του θρόνου των Μυκηνών από τον Σθέναλο, και στη συνέχεια, μετά τον θάνατο του Ηρακλή, την εκδίωξη από τις Μυκήνες του γιου του Ύλλου, και των υπόλοιπων παιδιών του ήρωα, που απέκτησε με τη Δηιάνειρα, από το γιο του Σθέναλου, τον Ευρυσθέα, στον οποίον στο παρελθόν είχε υποταγεί κι ο ίδιος ο Ηρακλής. Αρχικά οι Ηρακλείδες κατέφυγαν στον βασιλιά Κήυκα της Τραχίνας (στην Οίτη) και ζήτησαν βοήθεια, αλλά εκείνος δεν μπόρεσε να τους βοηθήσει. Αργότερα στράφηκαν στην Αθήνα, όπου σύμφωνα με τους αττικούς μύθους (Ευριπίδη, Ηρακλείδες), πέτυχαν τη φιλοξενία και την προστασία του Θησέα. Ξαναγύρισαν στις Μυκήνες με επικεφαλής τον γιο του Ηρακλή, Ύλλο, και σκότωσαν τον Ευρυσθέα. Όταν όμως εξαπλώθηκε φοβερός λοιμός, που οφειλόταν (σύμφωνα με σχετικό χρησμό) σε θεϊκή οργή, υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν, μετά από συμβουλή του Απόλλωνα και πάλι από την Πελοπόννησο. Κατά τον χρησμό, οι θεοί είχαν εξοργιστεί γιατί οι Ηρακλείδες γύρισαν στην πατρίδα τους πριν λήξει ο χρόνος που είχε ορίσει η Μοίρα. Εγκαταστάθηκαν τότε στην πεδιάδα του Μαραθώνα και παραιτήθηκαν οριστικά από κάθε προσπάθεια να επιστρέψουν στην Πελοπόννησο.
Σύμφωνα με άλλη παράδοση, οι Ηρακλείδες κατέφυγαν στον βασιλιά των Δωριέων που κατοικούσαν στους πρόποδες του Ολύμπου, Αιγίμιο, που ο Ηρακλής τον είχε βοηθήσει άλλοτε κατά των εχθρών του κι ο οποίος με συμφωνία τους παραχώρησε το τρίτο του βασιλείου του. Επικεφαλής αυτών των Δωριέων, που ενώθηκαν πια με τους Ηρακλείδες, ήταν ο Ύλλος που επιτέθηκε κατά της Πελοποννήσου. Για να αποφύγει την αιματοχυσία πρότεινε στους αρχηγούς των ενωμένων στρατών Αχαιών, Ιώνων και Αρκάδων, που τους συνάντησε στον Ισθμό, να λυθεί η διαφορά τους με το να μονομαχήσει μ’ έναν απ’ αυτούς. Ο Έχεμος, βασιλιάς της Τεγέας, σκότωσε κατά τη μονομαχία τον Ύλλο και οι Ηρακλείδες έπρεπε για 100 χρόνια να αποφύγουν κάθε εκστρατεία κατά της Πελοποννήσου. Ο Αριστόμαχος, γιος του Ύλλου, συνέχισε τις προσπάθειες των προγόνων του, επίσης χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, ο γιος του Αριστόμαχου, Τήμενος (μαζί με τους Ηρακλείδες Αριστόδημο και Κρεσφόντη), όταν έφτασε ο χρόνος που είχε ορίσει η Μοίρα (στην τρίτη γενιά), ναυπήγησε στόλο στην πόλη του Κορινθιακού που αργότερα ονομάστηκε Ναύπακτος, πέρασε στην Πελοπόννησο, που τη φορά αυτή κατέλαβε μετά από μάχη. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο Τισαμενός, ο γιος του Ορέστη, και οι γιοι του Αιγιμιού, καθώς και οι σύμμαχοι των Ηρακλειδών Πάμφυλος και Δήμας, γενάρχες των Παμφύλων και των Δυμάνων. Μετά από αυτό ιδρύθηκαν από τους Ηρακλείδες η πολιτεία του Άργους (από τον Τημένο), η πολιτεία της Μεσσηνίας (από τον Κρεσφόντη) και η πολιτεία της Λακεδαίμονας (από τον Ευρυσθένη και Προκλέα, γιους του Αριστόδημου).
Ηρακλείδες ήταν επίσης οι απόγονοι τούτων Τημενίδες, Ρηγνίδης και Φάλκης, που κατέλαβαν τις πόλεις Σικυώνα, Φλιούντα, Επίδαυρο και Τροιζήνα και οι απόγονοι του γιου του Ηρακλή Ιππόλυτου, του οποίου ο γιος Αλήτης κατέλαβε την Κόρινθο από τους Σισυφίδες, καθώς και οι βασιλείς της Λυδίας, των οποίων γενάρχης ήταν ο γιος του ήρωα Αλκαίου, από την Ομφάλη. Κυρίως όμως καυχιόνταν ως Τημενίδες οι βασιλείς της Μακεδονικής Ημαθίας, που κατάγονταν από την Ορεστίδα, απόγονος των οποίων ήταν και ο Αλέξανδρος ο Μέγας.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ
Η τραγωδία του Ευριπίδη Ηρακλείδες δημιουργήθηκε μέσα στον απόηχο του πελοποννησιακού πολέμου. Η διδασκαλία της τοποθετείται όχι αργότερα από το 427 π.Χ., όταν είχαν ήδη συμπληρωθεί περίπου τέσσερα χρόνια από την έναρξη της σύγκρουσης μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Είναι από τις συντομότερες του μεγάλου τραγικού και περιέχει πολλούς υπαινιγμούς για την εξωτερική και εσωτερική πολιτική. Ο ποιητής θέλησε να κάνει μια θεατρική προσέγγιση, ένα ποιητικό σχόλιο στην πολιτική πραγματικότητα και να αναπτύξει τον προβληματισμό του γύρω από σημαντικά ηθικά θέματα που προέκυψαν από την εμπειρία του πολέμου.
Από την άποψη αυτή οι Ηρακλείδες, όπως και η μεταγενέστερες Ικέτιδες, ανήκουν στην «πατριωτική» περίοδο του Ευριπίδη και διαπνέονται από αντισπαρτιατική διάθεση, η οποία εκφράζεται κυρίως με τη ρήση του κήρυκα του Ευρυσθέα, χαρακτηριστική της κτηνώδους αντίληψης για τη δύναμη. Ο ποιητής, όπως και κάθε Αθηναίος πολίτης, σίγουρα ευχόταν την επικράτηση της Αθήνας στον πόλεμο, αλλά το ίδιο και ίσως περισσότερο θα εκτιμούσε μια ευνοϊκή ειρήνη: «Βέβαια μ’ αρέσει να έχω Ειρήνη...» (371).
Κεντρικό θέμα του έργου είναι το εγκώμιο της Αθήνας. Η αθηναϊκή μεγαλοψυχία ενσαρκώνεται στο χαρακτήρα και τους λόγους του βασιλιά Δημοφώντα και των γερόντων του Μαραθώνα, που προθυμοποιούνται να προστατέψουν τα κυνηγημένα παιδιά του Ηρακλή, ακόμα και με τη δύναμη των όπλων. Παράλληλα με τη μεγαλοψυχία εγκωμιάζεται και ο αθηναϊκός πολιτισμός. Οι στίχοι 329-330 και 358-360 εκφράζουν την ακτινοβολία της αθηναϊκής παράδοσης, παρουσιάζοντας την Αθήνα ως το προπύργιο του δικαίου και της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Σκοπός του ποιητή είναι η αναζωπύρωση της πατριωτικής φλόγας. Υπενθυμίζει στους συμπολίτες του ότι δεν είναι ασήμαντη η πόλη τους και έχουν ιερό χρέος να την υπερασπίσουν. Παράλληλα ίσως θίγει το θέμα της ηθικής παρακμής και αναλγησίας που μπορεί να προκαλέσει ο πόλεμος και μάλιστα ο εμφύλιος. Ο οξυδερκής και διορατικός Ευριπίδης έχει νιώσει ίσως τον κίνδυνο της διαφθοράς των αρχών και της πολιτισμικής κατάπτωσης, που προκαλεί μια εμφύλια σύρραξη, και θέλει να την προλάβει θυμίζοντας τις αρχές του Δικαίου και του Λόγου. Αυτά πρέπει να καθοδηγούν τις ενέργειες της Αθήνας. Στόχος του είναι να προβάλλει την Αθήνα ως παράδειγμα δικαιοσύνης και λογικής συμπεριφοράς.
Από την τραγωδία προκύπτουν πολλά θέματα, τα οποία θίγει ο Ευριπίδης χωρίς να δίνει οριστικές και απόλυτα προφανείς απαντήσεις: το ζήτημα της υποχρέωσης της πόλης απέναντι σε φυγάδες που έρχονται να ζητήσουν άσυλο και το ζήτημα της ανθρωπιστικής μεταχείρισης των αιχμαλώτων. Επίσης θίγει το ζήτημα της ανθρώπινης θυσίας, αυτόβουλης ή όχι. Πρόκειται όμως για παλαιότατο μυθικό έθιμο, που προκαλείται από κάποιο παράλογο χρησμό και προφανώς ο ποιητής το χρησιμοποιεί ως μέσο εξύψωσης του πατριωτισμού. Στο μοτίβο αυτό επανέρχεται και σε άλλες τραγωδίες: Ιφιγένεια η εν Αυλίδι, Εκάβη, Τρωάδες, Φοίνισσαι. Ως ρεαλιστής ο Ευριπίδης παρουσιάζει την ανθρώπινη ψυχή χωρίς να την εξωραΐζει με την αντίθεση συμπεριφοράς: ο Ιόλαος ως ικέτης εκλιπαρεί για προστασία, ενώ η Αλκμήνη απαιτεί εκδίκηση και για να την επιβάλλει στον εχθρό της Ευρυσθέα, καταφεύγει σε σόφισμα. Έτσι έχουμε στο τέλος μια ειρωνική αντιστροφή των όρων. Οι κυνηγημένοι που ικέτευαν για το δίκαιο του ανθρωπισμού, τώρα τον ξεχνούν με την απάνθρωπη συμπεριφορά της Αλκμήνης.
Η τραγωδία αυτή έχει έντονα απασχολήσει τους μελετητές και ως προς την έκτασή της (είναι το μικρότερο δράμα του ποιητή), αλλά και σχετικά με τη θυσία της Μακαρίας. Φαίνεται ότι λείπει ένα ολόκληρο επεισόδιο, όπου ο αγγελιαφόρος θα περιέγραφε τη σκηνή της θυσίας, ακολουθούσε κομμός της Αλκμήνης και ανάλογο στάσιμο. Αντίθετα έχουμε μόνο έναν υπαινιγμό στον στίχο 821. Στον Στοβαίο διασώζονται στίχοι που αποδίδονται στην τραγωδία αυτή, γι’ αυτό υποθέτουν ότι η διασωθείσα μορφή της είναι μια συντομευμένη διασκευή που προοριζόταν για μεταγενέστερη παράσταση.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Ο γέροντας Ιόλαος, ανιψιός της αδελφής του Ηρακλή και πιστός σύντροφός του, καταφεύγει με τη μητέρα του Ηρακλή, Αλκμήνη, και τα παιδιά του Ηρακλή στην Αθήνα, επειδή τους καταδιώκει ο βασιλιάς του Άργους Ευρυσθέας και εχθρός του Ηρακλή. Εκεί προσπέφτουν ικέτες στον βωμό του Δία στο Μαραθώνα. Την προστασία, που ζητούν, την εξασφαλίζουν χάρη στον γιο του Θησέα, Δημοφώντα, βασιλιά της Αττικής, που τους υπόσχεται βοήθεια και στο Χορό των γερόντων. Ο κήρυκας του Ευρυσθέα, που έρχεται να τους πάρει με τη βία και να συνηγορήσει με την κτηνώδη αντίληψη για την εξουσία, αποπέμπεται έπειτα από λογομαχία, στην οποία ο Ιόλαος εκθέτει το ζήτημα των Ηρακλειδών μπροστά στον βασιλιά. Ο τελευταίος αποφασίζει να χρησιμοποιήσει τα αθηναϊκά όπλα για να υπερασπίσει τους καταδιωκομένους. Πριν τη μάχη, οι χρησμοί από τους μάντεις λένε ότι, για να κερδηθεί η νίκη, χρειάζεται εθελούσια ανθρώπινη θυσία μιας παρθένας. Η κόρη του Ηρακλή, Μακαρία, προσφέρεται να θυσιαστεί, για να σωθούν τα αδέλφια της. Στη μάχη που ακολουθεί, ανάμεσα στο στρατό του Δημοφώντα και του Ευρυσθέα, συμμετέχει με το δικό του στράτευμα και ο γιος του Ηρακλή Ύλλος. Οι Αθηναίοι νικούν. Ο Ιόλαος με θαύμα ξαναγίνεται νέος. Ο Ευρυσθέας αιχμαλωτίζεται κι οδηγείται στην Αλκμήνη, μητέρα του Ηρακλή, η οποία απαιτεί με άγριο μίσος τη θανάτωσή του, παρά την επέμβαση των Αθηναίων για τη σωτηρία του. Το αποτέλεσμα είναι μια εκπληκτική συμφωνία: η Αλκμήνη θα βάλουν να σκοτώσουν τον αιχμάλωτο, θα δώσει όμως το πτώμα του για ταφή. Ο Ευρυσθέας, αρκετά μεγαλόψυχος, για να μην εκλιπαρήσει να σωθεί, υποτάσσεται και αναγγέλλει για χάρη των Αθηναίων ένα χρησμό του Απόλλωνα, σύμφωνα με τον οποίο ο τάφος του θα αποτελεί προπύργιο για την Αττική, δηλαδή θα την προστατεύει.
Το τέλος της τραγωδίας δεν ικανοποιεί αισθητικά, εξασφάλιζε όμως το ενδιαφέρον των θεατών, γιατί το ζήτημα της τύχης των αιχμαλώτων απασχολούσε ζωηρά τους Αθηναίους.