Ο Ηρακλής χρονολογείται ανάμεσα στα 421 και 415 π.Χ. Η μετρική του έργου, τα τροχαϊκά δηλαδή τετράμετρα, αρχαϊστικό χαρακτηριστικό των όψιμων έργων του Ευριπίδη, το τοποθετούν μάλλον κοντά στις Τρωάδες του 415.
Σύμφωνα με τη συνηθισμένη πρακτική του ποιητή, ο Ηρακλής αρχίζει με πρόλογο, που αποσκοπεί στο να εκθέσει περιληπτικά τα κύρια γεγονότα του παρελθόντος και του παρόντος, που σχετίζονται με τη ζωή των πρωταγωνιστών, και παράλληλα να εξηγήσει τις συνθήκες μέσα στις οποίες έχει διαμορφωθεί η πλοκή του έργου.
Ο πρόλογος εκφωνείται από τον Αμφιτρύωνα, τυπικό πατέρα του Ηρακλή. Ήταν γιος του Αλκαίου και εγγονός του Περσέα. Είχε περάσει τη νεανική του ηλικία κοντά στον αδελφό του πατέρα του Ηλεκτρύωνα, βασιλιά των Μυκηνών και μαζί του συμμετείχε στην εκστρατεία κατά των Ταφίων. Όταν τυχαία και άθελά του σκότωσε τον Ηλεκτρύωνα, εξορίστηκε από τον αδελφό του νεκρού Σθένελο, ο οποίος πήρε το θρόνο των Μυκηνών και στη συνέχεια τον κληροδότησε στο γιο του Ευρυσθέα. Ο Αμφιτρύωνας κατέφυγε στη Θήβα. Ο βασιλιάς της πόλης και θείος του (αδελφός της μητέρας του Αστυδάμειας) Κρέοντας τον δέχτηκε και τον εξάγνισε. Εκεί παντρεύτηκε την κόρη του Αλκμήνη και ύστερα από παράκλησή της ανέλαβε να εκδικηθεί το φόνο των αδελφών της απ’ τους Ταφίους. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του ο Δίας, παίρνοντας τη μορφή του Αμφιτρύωνα, πλάγιασε με την Αλκμήνη και από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Ηρακλής. Από τη γέννησή του και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Ηρακλής καταδιωκόταν από την Ήρα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα και την πραγματοποίηση των γνωστών του άθλων.
Τη στιγμή που αρχίζει το έργο, ο ήρωας έχει φέρει ήδη σε πέρας τους έντεκα άθλους του και απομένει μόνο ο τελευταίος, να φέρει δηλαδή από τον κάτω κόσμο τον Κέρβερο. Κατά τη διάρκεια της μεγάλης απουσίας του Ηρακλή στον Άδη, όπου είχε κατέβει με εντολή του Ευρυσθέα για να φέρει τον Κέρβερο, άφησε τον πατέρα του Αμφιτρύωνα, τη γυναίκα του Μεγάρα και τους τρεις μικρούς γιους του στη φύλαξη του πεθερού του Κρέοντα, βασιλιά της Θήβας. Επειδή αργούσε να γυρίσει, διαδόθηκε η φήμη, ενισχυμένη και από τον Ευρυσθέα, ότι ο ήρωας πέθανε. Στη Θήβα άρχισαν ταραχές που τις υποκίνησαν κακοποιά στοιχεία και φτωχοί Θηβαίοι. Επιδίωκαν να εκθρονίσουν τον Κρέοντα και στη θέση του να βάλουν κάποιον ξένο, τον Λύκο από την Εύβοια. Αυτός, αφού σκότωσε τον Κρέοντα και σφετερίστηκε το θρόνο του, σκόπευε να εξολοθρεύσει όλα τα μέλη της οικογένειας του Ηρακλή, για να μην μπορέσει ποτέ κανείς να εκδικηθεί το φόνο του Κρέοντα.
Αναπάντεχα όμως ο Ηρακλής επέστρεψε από τον Άδη κι έσωσε τους δικούς του σκοτώνοντας τον Λύκο. Η Ήρα, ισόβιος εχθρός του Ηρακλή, έστειλε την Ίριδα και τη Λύσσα, που προκάλεσε διασάλευση του λογικού του ήρωα. Έτσι σκότωσε τη γυναίκα του και τα παιδιά του, νομίζοντας ότι είναι η γυναίκα και τα παιδιά του εχθρού του Ευρυσθέα. Στο τέλος ο φίλος του Ηρακλή, ο Θησέας, έρχεται να τον συντρέξει και να τον πάρει μαζί του στην Αθήνα, ενώ ο Αμφιτρύωνας μένει στη Θήβα για να θάψει τους νεκρούς.
Όπως και στις Τραχίνιες του Σοφοκλή, έτσι και στον Ηρακλή έχουμε το μοτίβο μανίας που κυριεύει τον ήρωα. Τα αποτελέσματά της είναι εξίσου φριχτά γι’ αυτόν. Στο δράμα του Σοφοκλή τον οδηγούν αναπόφευκτα στον επί της πυράς θάνατό του, ενώ στο έργο του Ευριπίδη τον μεταβάλλουν σε ακούσιο σφαγέα της οικογένειάς του. Ο λόγος του Ηρακλή, όταν συγκινημένος ξεσπά σε αθέλητα δάκρυα (1353-1357), παρουσιάζει χαρακτηριστική ομοιότητα με τους στίχους 1071-1075 των Τραχινιών, η ομοιότητα όμως είναι επιβεβλημένη από τη σύμπτωση της δραματικής κατάσταση, στην οποία έχει περιπέσει και στις δύο περιπτώσεις ο ήρωας. Ως προς αυτό μπορεί ενδεχομένως να υποστηριχθεί ότι ο Ευριπίδης επηρεάστηκε από τις Τραχίνιες του ομότεχνού του, που οπωσδήποτε η διδασκαλία του προηγήθηκε.
Η τρέλα του Ηρακλή και ο φόνος της γυναίκας και των παιδιών του ήταν στοιχεία παραδομένα από τον μύθο. Ο ποιητής όμως τον παραλλάσσει, όπως κάνει συνήθως, και ενώ στον μύθο τα γεγονότα αυτά τοποθετούνταν πριν από τους άθλους, που ο Ηρακλής έπρεπε να εκτελέσει υπηρετώντας τον Ευρυσθέα, ο ποιητής τα έθεσε στο τέλος της ηρωικής πορείας, επιτυγχάνοντας με τον τρόπο αυτό τραγικότερο αποτέλεσμα. Έτσι, ενώ ο Ηρακλής θα εξιλεωνόταν από τους φόνους με τους άθλους του, τώρα που καταλήγει σε αυτούς ύστερα από μια ένδοξη πορεία, αποκαλύπτει το ευμετάβλητο και την τραγικότητα του ανθρώπινου μεγαλείου.
Όταν ο Ηρακλής συνέρχεται από τη μανία του και συνειδητοποιεί τις φρικτές του πράξεις, μας υπενθυμίζει ανάλογη κατάσταση του Αίαντα στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή. Ο τρόπος όμως που αντιμετωπίζουν το θέμα οι δύο ποιητές σηματοδοτεί το πέρασμα από τον ηρωικό και μεγαλόπρεπο κόσμο του Σοφοκλή και του Αθηναϊκού μεγαλείου σε μια καινούρια και φωτισμένη αντίληψη τιμής. Για τον Αίαντα ύστερα από την αναγνώριση του τι διέπραξε μέσα στον παραλογισμό του δεν μένει άλλος δρόμος από το θάνατο και αυτόν ακολουθεί ακλόνητος. Και ο Ηρακλής αρχικά δεν βλέπει άλλη λύση. Ο Θησέας όμως του δείχνει άλλο δρόμο: το ηρωικό ήθος του Ηρακλή δεν θα επικυρωθεί με την αυτοκτονία αλλά με την αντοχή να συνεχίσει τη ζωή του μέσα στις αδιάκοπες τύψεις, που θα τον τυραννούν (αν και δεν αναφέρεται εδώ ρητά κάτι τέτοιο), οι οποίες τονίζονται σαφώς στα έργα του Ευριπίδη Ορέστης και Ηλέκτρα.
Μερικοί κατέταξαν το έργο στα πολιτικό-πατριωτικά. Βέβαια βρίσκουμε ένα γνήσιο Αθηναϊκό ανθρωπιστή και φωτισμένο Θησέα, που όμως δεν είναι εκφραστής της Αθηναϊκής μεγαλοψυχίας, με την έννοια που τον συναντάμε στις Ικέτιδες και στους Ηρακλείδες του Ευριπίδη. Εδώ εμφανίζεται κυρίως ως συμπαραστάτης και βοηθός στα δεινά του φίλου του, ανταποδίδοντας την οφειλόμενη χάρη.
Όπως είπαμε, ο Ηρακλής τοποθετείται μάλλον στην όψιμη συγγραφική περίοδο του ποιητή. Κάποιοι, στηριζόμενοι στο χορικό των στίχων 637 κ.ε., όπου ο ποιητής υμνεί τη νιότη και τη θεωρεί ανώτερη από τον πλούτο, υποστήριξαν ότι ο Ηρακλής πρέπει να γράφτηκε κατά την περίοδο διαμονής του ποιητή στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαου, και μάλιστα στα δύο ή τρία τελευταία χρόνια της ζωής του. Αν η εικασία αυτή είναι σωστή, μπορούμε να συγκρίνουμε την τραγωδία με τον Οιδίποδα επί Κολωνώ του Σοφοκλή, γραμμένο περίπου την ίδια περίοδο.
Στο ίδιο συμπέρασμα όσον αφορά τη χρονολόγηση του έργου καταλήγουμε, αν κρίνουμε τις θεολογικές απόψεις που εκφράζονται. Στις επιθέσεις εναντίον της ανοησίας και διαφθοράς των θεών, που βάζει στο στόμα πολλών ηρώων του (339 κ.ε., 1315 κ.ε.), ο Ευριπίδης φανερά εκφράζει τις προσωπικές του απόψεις και τα συναισθήματά του, επηρεασμένα αναμφίβολα από τις διδασκαλίες της σοφιστικής. Πάνω απ’ όλα τα αινίγματα και τη φρίκη της ύπαρξης δεν υπάρχει καθόλου η πίστη, η οποία στηριζόταν στην παράδοση. Ο Ευριπίδης δεν είναι Σοφοκλής, για να πει, όπως ο προγενέστερός του στο τέλος των Τραχινιών (1278): «Και τίποτε δεν έγινε χωρίς τη θέληση του Δία». Αλλά από τον στίχο 1342 κ.ε., όπου ο Ηρακλής ανασκευάζει την κατηγορία ανηθικότητας των θεών, που εξέφρασε ο Θησέας, ο ποιητής μιλά από τη μάσκα του ήρωά του με τη στάση ενός Ξενοφάνη, αρνείται τις ανόητες ιστορίες των αοιδών για μοιχείες και έχθρες των επουρανίων και διαγράφει την εικόνα ενός θεού που δεν έχει ανάγκη από τίποτα, αν είναι αληθινός (1345). Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που πρέπει να το λάβουμε υπόψη μας. Το έργο ολόκληρο το υποκινούσε η οργή της Ήρας και είναι άξιο απορίας αν ο ποιητής, ασκώντας τέτοια κριτική στους θεούς και τα ταπεινά τους αισθήματα, δεν αναιρεί την ίδια την προϋπόθεση και βάση του έργου του. Είναι όμως φυσικό να υπάρχει αυτή η αντινομία σε δημιουργό που ήταν αναγκασμένος να κρατά το τυπικό της μυθικής παράδοσης, χωρίς όμως να μπορεί να περιορίσει το ανήσυχο και επινοητικό πνεύμα του σε αυτή.
Οι παλαιότεροι τραγικοί έβρισκαν στους μύθους ηθικό περιεχόμενο, καθώς πίστευαν ότι εκφράζουν το αλάθητο της θεϊκής δικαιοσύνης και την απαραίτητη σύνδεση του πόνου με το προγενέστερο αμάρτημα-σφάλμα του ανθρώπου που υποφέρει ή της γενιάς του. Ο Ευριπίδης δεν μπορεί να αποδεχτεί την αμεροληψία στη θεϊκή δικαιοσύνη. Την κριτική αυτή εκφράζει και η Λύσσα. Αντίθετα με τον Οιδίποδα, ο Ηρακλής στα βάθη της θλίψης του δεν βρίσκει καμιά παρηγοριά στην προσδοκία θεϊκών τιμών μετά θάνατο. Οι συνεχείς εναλλαγές χαράς και λύπης φαίνονται να συμβαίνουν στον Ευριπίδη τελείως αυθαίρετα, δεν είναι μέρος κανενός θεϊκού σχεδίου, όπως στον Σοφοκλή. Ο θρίαμβος της στιγμής επισκιάζεται πάντα από την επερχόμενη θλίψη. Ο Ηρακλής, ο ήρωας, που ακτινοβολεί μέσα στη λάμψη των τρομερών άθλων του, ο σωτήρας των δικών του και της ανθρωπότητας, εμφανίζεται στο δεύτερο μέρος του έργου ως φτωχός και τσακισμένος άνθρωπος του πόνου, που η δύναμή του τώρα δεν μπορεί σε τίποτε άλλο να του φανεί χρήσιμη, παρά μόνο στο να υπομείνει ζωή έσχατης δυστυχίας.Το θέμα της ενοχής του ήρωα είναι επίσης ένα πολύ συνηθισμένο μοτίβο της τραγωδίας. Η ενοχή μπορεί να τιμωρηθεί με θάνατο, όπως στην περίπτωση της Κλυταιμνήστρας ή να εξαγνιστεί ύστερα από πολλά δεινά, όπως στον Ορέστη. Πού όμως έγκειται η ενοχή στον Ηρακλή; Από το έργο είναι φανερό πως για τίποτε απ’ όσα φοβερά έπραξε δεν είναι ηθικά υπεύθυνος ο ίδιος αλλά η τρέλα του, που είχε θεϊκή προέλευση. Ο ίδιος όμως ξέρει ότι είναι ένοχος και δεν αποποιείται τις ευθύνες του. Όπως και ο Οιδίποδας που έκανε εν αγνοία του ό,τι έκανε και είναι νομικά και ηθικά αθώος, εν τούτοις ο ίδιος νιώθει το μίασμα που φέρει και αισθάνεται υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να γυρέψει τόπο εξαγνισμού.