ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-76): Δυο σκηνές αποτελούν τον Πρόλογο της τραγωδίας. Η πρώτη (στίχοι 1-27) είναι μονόλογος του θεού Απόλλωνα μπρος στο παλάτι του αγαπημένου του βασιλιά των Φερών Άδμητου και η δεύτερη (στίχοι 28-76) διάλογος του ίδιου θεού με το Θάνατο στο ίδιο πάλι μέρος.
Από το μονόλογο μαθαίνουμε πως ο Δίας είχε σκοτώσει με κεραυνό το γιο του Απόλλωνα Ασκληπιό. Οργισμένος τότε ο Απόλλωνας για τη θανάτωση του γιου του, σκότωσε τους Κύκλωπες, που είχαν φτιάξει τους κεραυνούς του Δία. Οργισμένος κι ο Δίας γι’ αυτό το φόνο των Κυκλώπων, υποχρέωσε τον Απόλλωνα να φύγει από τον Όλυμπο και να πάει, ένας θεός αυτός, να γίνει για μια χρονιά δούλος ενός θνητού, του Άδμητου. Δούλος πια του Άδμητου ο Απόλλωνας εκτίμησε την καλοσύνη του θνητού αφέντη του, τον αγάπησε και του έγινε προστάτης. Έπεισε λοιπόν τις Μοίρες που ρυθμίζουν το ριζικό των ανθρώπων να μη πεθάνει ο Άδμητος, αν έβρισκε κανέναν αντικαταστάτη στο θάνατό του. Τη θυσία αυτή, που δεν τη δέχτηκαν ούτε οι γονείς του, πρόθυμα τη δέχτηκε η γυναίκα του η Άλκηστη.
Έτσι ως εδώ μάθαμε τα έξω του δράματος, όπου με την ηρωική απόφαση που πήρε η Άλκηστη, την εμπνευσμένη από ανεξάντλητη αφοσίωση στον άνδρα της, αστράφτει για πρώτη φορά η φεγγοβολή που θα τυλίξει σ’ ολόκληρη την τραγωδία αυτήν τη νέα την καμωμένη για τη ζωή και την ευτυχία, που όμως αυτή τις αρνήθηκε, για να υψωθεί σε ασύγκριτο πρότυπο συζυγικής αγάπης πλάι στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, άλλο πρότυπο άλλης αρετής, της αγάπης αδελφής προς αδελφό.
Τώρα η Άλκηστη χαροπαλεύει μέσα στο παλάτι.
Σαν τέλειωσε το μονόλογό του ο Απόλλωνας ξεκίνησε να φύγει από το παλάτι του Άδμητου, για να μη μολυνθεί από το ψυχομαχητό και την τελετή της Άλκηστης. Αλλά παρουσιάζεται ο Θάνατος. Είναι μαυροντυμένος, φοβερός στην όψη, κρατάει σπαθί στο χέρι και στις πλάτες του έχει μαύρες φτερούγες. Μπαίνουμε πια στη δεύτερη σκηνή του Πρόλογου, τη διαλογική μεταξύ Θανάτου και Απόλλωνα.
Ο Θάνατος, μόλις είδε τον Απόλλωνα, του βάζει τις φωνές. Δεν σου έφτασε, του λέει, που ματαίωσες το θάνατο του Άδμητου, τώρα θέλεις να μου πάρεις και την Άλκηστη; Αυτό πια πάει πολύ, αδύνατο να το δεχτεί. Δεν του έλλειψε του Θανάτου κι ένα βαρύηχο επιχείρημα: Αδικούνται οι θεοί του Κάτω κόσμου. Του κάκου προσπαθεί ο Απόλλωνας να του αλλάξει τη γνώμη και να του πάρει μια αναβολή. Ο Θάνατος είναι αμετάπειστος και σκληρός, όπως τον είπαν κι όλες οι χαροκαμένες γυναίκες στα πικρά τους μοιρολόγια.
Φεύγοντας ο Απόλλωνας, ύστερα από τα άκαρπα παρακάλια του προς το Θάνατο, έχει να του απευθύνει μια πρόρρηση χαιρέκακη και γεμάτη περιφρόνηση, που μας αφήνει μια ελπίδα ισοδύναμη με βεβαιότητα. Είπε ο θεός, που μπορούσε αλάθευτα να βλέπει στα ανεξιχνίαστα σκότη του μέλλοντος, πως σε λίγο θα φτάσει εδώ στο παλάτι του Άδμητου, περαστικός για τη Θράκη, κάποιος ατρόμητος και δυνατός, που θα πάρει την Άλκηστη μέσα από τα χέρια του Θανάτου. Και τα χείλη του Απόλλωνα, του Θεού της μαντικής, ψέματα δε λένε. Ελπίζουμε.
Δε χάνει η τραγωδία το ενδιαφέρον της με αυτή την προαγγελία για την τελική τύχη της Άλκηστης, τη γνωστή κι από τους θρύλους στο ακροατήριο, που δεν πήγε στο θέατρο για να δοκιμάσει αγωνία από απρόβλεπτα γεγονότα ούτε για να ικανοποιήσει παιδαριώδη περιέργεια, σαν αυτή που προκαλείται από τα σύγχρονα αστυνομικά δράματα. Το ακροατήριο ενδιαφέρεται για την άρτια και καλλιτεχνική ηθογραφία μιας νεαρής γυναίκας στις τελευταίες της στιγμές, που αφήνει άντρα αγαπημένο, ζωή ευτυχισμένη, νιάτα και μικρά παιδιά.
Όταν έφυγε ο Απόλλωνας, για να μη μολυνθεί, όπως είπε, μπήκε κι ο Θάνατος στο παλάτι για την Άλκηστη. Η σκηνή άδειασε.
ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (77-135): Δεκαπέντε Φεραίοι, που αποτελούν το Χορό της τραγωδίας, μπαίνουν στην ορχήστρα. Έρχονται να μάθουν τι απέγινε η ετοιμοθάνατη λατρεμένη βασίλισσά τους. Και επειδή δε βγαίνει κανείς από το παλάτι να τους πει τίποτε, δεν ξέρουν τι να πιστέψουν. Ταλαντεύονται ανάμεσα σε δυο συναισθήματα. Ελπίζουν στην αρχή πως ζει, τελευταία όμως τους πιάνει μαύρη απαισιοδοξία.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α' (136-434): Μια σκλάβα βγαίνει κλαίγοντας από το παλάτι κι αναγγέλλει στο χορό πως δεν υπάρχει ελπίδα να σωθεί η βασίλισσα. Μονάχη της λούστηκε και στολίστηκε για το αγύριστο ταξίδι. Ύστερα γονατιστή μπρος στο άγαλμα της Εστίας, της προστάτισσας του σπιτιού, της ζήτησε να προστατεύει τα παιδιά της, που σε λίγο θα έμεναν ορφανά. «Δάκρυ δεν έχυνε η γενναία κι ούτε άλλαξε το ωραίο φυσικό της χρώμα», λέει με θαυμασμό η σκλάβα, γιατί θαυμάζεται πάντοτε η γενναιότητα.
Άνοιξαν όμως οι κρουνοί των δακρύων της Άλκηστης, όταν μπήκε στη νυφική της κάμαρη κι έπεσε επάνω στην κλίνη της. Εκεί ξέσπασε ο πόνος της: Άλλη γυναίκα θα πλαγιάσει σ’ αυτή την κλίνη, κράζει με απόγνωση η Άλκηστη, η τόσο ηρωική με την απόφαση που πήρε, αλλά και τόσο ανθρώπινη στον πόνο της. Κάνει να φύγει από την κλίνη, και πάλι ξαναγυρίζει σέρνοντας μαζί της και τα παιδιά της, που πιασμένα από τα πέπλα της και με δάκρυα στα μάτια δεν φεύγουν από κοντά της. Λίγες είναι οι στιγμές που θα τα βλέπει και γι’ αυτό θλιμμένη τα αρπάζει κι αχόρταγα τα σφίγγει στην αγκαλιά της.
Με μάτια δακρυσμένα κι οι δούλοι του σπιτιού ξεπροβοδίζουν για τον Άδη την καλή τους την κυρά, που για τον καθένα έχει έναν καλό λόγο να του πει. Πόσο δυστυχισμένος είναι ο Άδμητος που χάνει τέτοια γυναίκα, τέτοιο πόνο ποτέ δε θα τον ξεχάσει (στίχος 198), είναι το συμπέρασμα της σκλάβας, που δεν του λείπει κι ένας τόνος αποδοκιμασίας για τον Άδμητο που γλύτωσε τη ζωή του και δεν έσβησε, τόνος πολύ αδύνατος βέβαια, γιατί λέγεται για βασιλιά κι αφέντη. Συντριμμένος κι ο Άδμητος από τον πόνο του, κρατάει στην αγκαλιά του τη γυναίκα του που χαροπαλεύει και την ικετεύει να μην τον αφήσει μόνο στη ζωή.
Με τα λόγια της ταπεινής σκλάβας μάς απεικόνισε ο Ευριπίδης τις τελευταίες στιγμές της βασίλισσας, που μας την παρουσιάζει πονεμένη να διατρέχει το σπίτι της, να κλαίει επάνω στην κλίνη της, να στρέφεται γεμάτη μητρική στοργή προς τα παιδιά της και να αποχαιρετάει τους ανθρώπους του σπιτιού. Ένας ρεαλισμός λεπτομερειών μας παρουσιάζει τον αποχαιρετισμό μιας ζωντανής, που σε λίγο θα φύγει για πάντα με τον πόνο πως χωρίζεται από πρόσωπα αγαπημένα.
Είπε η σκλάβα όσα είχε να πει και ξαναμπήκε στο παλάτι, για ν’ αναγγείλει πώς πιστοί στη βασιλεία Φεραίοι βρίσκονται μπρος στις πόρτες.
Αλλά, να, η βασίλισσα βγαίνει έξω από το παλάτι. Την κρατάει ο άνδρας της. Τα δυο παιδιά της την κρατούν από τα πέπλα της. Σκλάβοι και σκλάβες ακολουθούν. Τοποθετούν ένα ανάκλιντρο. Επάνω σ’ αυτό βάζουν την Άλκηστη. Έτσι έγινε και ο τελευταίος της πόθος: βγήκε έξω, βλέπει τον ήλιο και το φως της ημέρας. Τον ήλιο και το φως και τα νέφη, που αρμενίζουν στο γαλάζιο ουρανό, τη γη και το παλάτι χαιρετάει τώρα στο ψυχομαχητό της και ταξιδευτής ο νους της φτάνει στην Ιωλκό στο πατρικό της σπίτι, όπου έζησε τα ξένοιαστα παιδικά της χρόνια. Τα θυμάται τώρα που θα φύγει, μέσα σε τούτη τη δυστυχία ξαναφέρνει στο νου της όλη την περασμένη ευτυχία, και γι’ αυτό από τα βάθη του στήθους βγαίνει η κραυγή «παρθενικό κρεβάτι στην πατρίδα μου την Ιωλκό» (249).
Μέσα στην αγωνία της και στην έξαψη της φαντασίας της (252-264) βλέπει την ακρογιαλιά της Αχερουσίας κι εκεί το Χάροντα, τον περάτη των νεκρών. Όρθιος στη βάρκα του βιάζεται να περάσει τη λίμνη και της φωνάζει να μην αργοπορεί. Βλέπει και τον Θάνατο. Τον γνώρισε από τις μαύρες του φτερούγες. Και καθώς απλώνει το χέρι του να την πάρει, έντρομη κραυγάζει: «Άφησέ με! Τι θέλεις να κάνεις;» Ολότελα αδυνατισμένη πια, ζητάει να την ξαπλώσουν.
«Νύχτα σκοτεινή έρχεται στα μάτια μου σιγά-σιγά», λέει με σβηστή φωνή και στα παιδιά της που θα μείνουν ορφανά, αφήνει την ευχή της: «Άμποτε, παιδιά μου, αυτό το φως χαρούμενα να το θωρείτε».
Μπροστά σ’ αυτήν την αγωνία της Άλκηστης ο Άδμητος, που είχε βρει φυσικό να δεχτεί τη θυσία της γυναίκας του, δεν κράτησε το στόμα του κλειστό (273-279). Την παρακαλούσε να μην τον αφήσει και φύγει για τον Άδη, στέναζε για τη σκληρή τους τύχη, για το θάνατο εκείνης και για τη δική του εγκατάλειψη μονάχου στη ζωή, και την ικέτευε ούτε αυτόν να απαρνηθεί ούτε τα παιδιά της να αφήσει ορφανά, και τη διαβεβαίωνε πως η δική της ζωή είναι και δική του, κι ο θάνατός της θάνατός του. Φίλαυτος, όταν δέχτηκε τη θυσία της γυναίκας του, φίλαυτος και τώρα στον πόνο του.
Δεν ακούσαμε από τη σκλάβα να θύμισε η Άλκηστη στον άνδρα της τη μεγάλη αυτοθυσία γι’ αυτόν. Τόσο καλή είναι. Αλλά τώρα (280-325) στις τελευταίες στιγμές της ζωής που της απομένει, με το δικαίωμα που της δίνει η υπέρτατη αυτοθυσία, θα μιλήσει για το δώρο που του έκανε και που του αρνήθηκαν κι οι ίδιοι οι γονείς του, όταν τους παρακάλεσε να πεθάνουν εκείνοι γι’ αυτόν. Δεν έχει να του ζητήσει τίποτε για τον εαυτό της αυτή η πολύ καλή γυναίκα, που την ψυχική της καθαρότητα καμιά σκιά δεν την λεκιάζει. Στα παιδιά της προσηλώνεται όλη η μέριμνά της. Αυτά δε θέλει να δυστυχήσουν. Ας τα αγαπάει ο πατέρας τους κι ας μην τους πάρει μητριά στο σπίτι.
Αυτό είναι το αντάλλαγμα που του ζητάει για τη θυσία της ζωής της, που απ’ αυτήν, το τονίζει, τίποτε δεν μπορεί να είναι πιο ακριβό. Του πρόσφερε πολλά και ζητάει λιγότερα. Και ακόμα του αφήνει το δικαίωμα να καυχιέται πως υπήρξε ο άνδρας της πιο καλής γυναίκας, καθώς και στα παιδιά της, πως είχαν την πιο καλή μητέρα. Ξέρει τι ήταν και πως της αξίζει μια άσβηστη ανάμνηση.
Θα τη θυμάται, της υπόσχεται (328-368) ο Άδμητος, σ’ όλη του τη ζωή, που θα τη γεμίζει η αγάπη του προς αυτή και το μίσος του προς τους γονείς του, που δε θέλησαν να πεθάνουν γι’ αυτόν. Όλη του η ζωή θα είναι ακόμα ένα ατέλειωτο πένθος. Θα έχει και το ομοίωμά της στην κλίνη του. Και την παρακαλεί να μη το λησμονήσει, αλλά να έρχεται στα όνειρά του. Έτσι θα περάσει τη ζωή του, και να τον περιμένει στον Άδη, όπου θα μένουν παντοτινά μαζί. Μαζί θα μένουν και στον τάφο: θα αφήσει στα παιδιά του παραγγελία να θάψουν το κορμί του δίπλα στο κορμί της.
Ήσυχη πια για την τύχη των παιδιών της η Άλκηστη, ύστερα από την υπόσχεση του Άδμητου, πως δε θα ξαναπαντρευτεί, του τα παραδίνει στα χέρια του, και μέσα στ’ αδιάκοπα παρακάλια του άνδρα της να μη φύγει, λέει το τελευταίο χαίρε και αφήνει και την τελευταία της πνοή (375-392).
Έντονο ξεσπάει (393 κ.ε.) το κλάμα του γιου της Ευμήλου, μικρού παιδιού, σε μια μονωδία. Κλαίει την ορφάνια και τη δική του και της μικρής του αδελφής, την ερημιά του πατέρα του και το χαλασμό του σπιτιού.
Ορίζει τώρα (425 κ.ε.) κι ο Άδμητος, ο ηθικός αυτουργός της αυτοθυσίας της γυναίκας του, να κρατηθεί δημόσιο πένθος για ένα χρόνο σ’ ολόκληρη τη Θεσσαλία.
Θα μπορούσε βέβαια ο Άδμητος να αποφύγει τη θυσία της Άλκηστης, αν είχε το σθένος να πεθάνει ο ίδιος για τον εαυτό του κι αν εύρισκε λιγότερο φυσικό να πεθαίνουν άλλοι για χάρη του. Αλλά τότε και μύθος και τραγωδία θα είχαν άλλο περιεχόμενο κι άλλα χαρακτηριστικά θα είχε ο Άδμητος. Θα έβγαινε μια άλλη τραγωδία.
Η ερώτηση, γιατί άφησε ο Άδμητος τη γυναίκα του να πεθάνει, δε μας αφήνει σ’ ολόκληρο το επεισόδιο, παρ’ όλους τους θρήνους του, που αντίθετα τον κάνουν αντιπαθή και αφυπνίζουν την αγανάκτησή μας. Και το μακροχρόνιο πένθος που όρισε δε μας φαίνεται πένθος ψυχής γεμάτης πόνο, αλλά προσπάθεια να εξιλεωθεί μπρος στη σκιά εκείνης που άνανδρα της φόρτωσε μια ανήκουστη θυσία και την έστειλε μάνα με μικρά παιδιά και πριν την ώρα της στον Άδη, κι ας είδε όλη της τη λαχτάρα για τα παιδιά της, που τα άφηνε ορφανά, και για το φως του ηλίου που σαν το ήθελε αβασίλευτο μέσα στην ψυχή της να το πάρει στα σκοτάδια του Κάτω κόσμου, βγήκε από τις σκιερές κάμαρες του παλατιού να το δει για τελευταία φορά στις στερνές της στιγμές.
Γλεντζές προσηλωμένος στη ζωή και στις χαρές της ο Άδμητος (που λογαριάζει για μεγάλη αντίχαρη στη θυσία της Άλκηστης το σταμάτημα των διασκεδάσεών του), δειλός μπροστά στο θάνατο, πρόθυμος να ζητιανεύει από τους άλλους την παράταση της ζωής, αποτελεί με την επονείδιστη φιλαυτία του χτυπητή αντίθεση στην αυτοθυσία της γυναίκας του. Έβλεπε τις τελευταίες ανάσες της γυναίκας του και τα μάτια της φαντασίας του δεν είχαν την οξυδέρκεια να δουν τι μοναξιά τον περίμενε μέσα στο έρημο παλάτι, το στοιχειωμένο από την καλοσύνη και την ομορφιά της. Αυτό το κατάλαβε και το είπε (145) ωραία η σκλάβα: «Ακόμα το κακό, ώσπου να το πάθει, δεν το νιώθει καλά ο βασιλιάς».
Δεν ήξερε ή μάλλον δεν μπόρεσε να διδαχθεί από το παράδειγμα της γυναίκας του, τι θυσίες επιβάλλει η αγάπη. Και γι’ αυτό όλα του τα δεινά κι ο πόνος του δε μας συγκινούν. Είναι η μοίρα των εγωιστών, των δειλών, των νωθρών ή τέλος των απερίσκεπτων να λειώνει η καρδιά τους από τον πόνο και συμπόνια να μη βρίσκουν. Πλήθος άνθρωποι αυτής της ψυχικής υφής ζούσαν, ζουν και πιθανότατα θα ζουν στον κόσμο. Τους ανακαλύπτει ο τραγικός κι αυτούς και τα ελαττώματα τους τα αποκρουστικά, αλλά φυσικά, και γι’ αυτό εικονίζει, κατά την κρίση του Σοφοκλή, τους ήρωες των τραγωδιών του «το ποιοι είναι».
Κι έτσι στις τραγωδίες του βάζει πλάι-πλάι ωραίους και κακούς, όπως είναι και στη ζωή, φως και σκιές.
Πεθαμένη πια η Άλκηστη την ξαναβάζουν στο παλάτι. Έξω απομένει μόνον ο Χορός.
ΣΤΑΣΙΜΟ Α' (435-475): Θερμά αισθήματα προς την πρόωρα χαμένη εκφράζει ο Χορός. Ας είναι καλόκαρδη στον ανήλιο Άδη κι ας ξέρουν την αξία της κι ο θεός του Κάτω κόσμου κι ο Χάρων, ο γέροντας νεκροπομπός που με τη βάρκα του θα την περάσει από την Αχερουσία λίμνη. Αυτό είναι το περιεχόμενο της Α' Στροφής.
Το θαυμασμό του λαού, που πάντα τον συγκινεί η μεγάλη πράξη (και μεγάλη πράξη είναι και η αυτοθυσία) συνοψίζει ο Χορός στην Α' Αντιστροφή, βεβαιώνοντας πως αδιάκοπα και στη Σπάρτη και στην Αθήνα με τα τραγούδια των ποιητών θα υμνολογείται η πολύ καλή γυναίκα.
Πολύ θα το ποθούσε ο Χορός (Στροφή Β') να είχε τη δύναμη να την ξαναφέρει στο φως του ήλιου από τον σκοτεινό Άδη και θα επιφυλάξει, λέει, όλο το μίσος του για τον Άδμητο, αν την ξεχάσει, γιατί (Αντιστροφή Β') αυτή πάνω στον ανθό της νιότης της έκανε για τον άνδρα της εκείνο που του αρνήθηκαν οι γονείς του.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β' (476-567): Το μοιρολόι του Χορού το διακόπτει ο ερχομός ενός ξένου. Είναι ο Ηρακλής. Γνωρίζεται από το ρόπαλο και τη λεοντή που είναι ριγμένη στην πλάτη του. Είναι περαστικός για τη Θράκη, όπως είπε ο Απόλλωνας (65-67). Τον στέλνει ο Ευρυσθέας να του φέρει τις ανθρωποφάγες φοράδες του βασιλιά των Θρακών Διομήδη. Ο Άδμητος του κρύβει το θάνατο της Άλκηστης και τον κρατάει να τον φιλοξενήσει. Ναι, έχει κάποιο πένθος, του λέει, μα είναι μια ξένη γυναίκα που ζούσε στο σπίτι του. Η φιλοξενία, απαίτηση και εντολή του Ξένιου Δία, είναι κοσμοξάκουστη αρετή με την οποία αχώριστος ζει ο Άδμητος στους θρύλους. Ποτέ του δεν έκλεισε την πόρτα σε ξένους. Το ίδιο κάνει και σήμερα, που είναι η πικρότερη μέρα της ζωής του.
ΣΤΑΣΙΜΟ Β' (568-604): Δοξολογία για το φιλόξενο σπίτι του Άδμητου είναι τούτο το Στάσιμο. Έπνιξε τον πόνο του ο νοικοκύρης τούτου του σπιτιού, άνοιξε τις πόρτες του και δέχτηκε τον ξένο. Είναι καλός και θεοφοβούμενος, γιατί φόβος θεού είναι η φιλοξενία.
Δε μένει απαρατήρητη από το Χορό η ωραία πράξη, η σύμφωνη με το θέλημα του προστάτη των ξένων, και βγαίνει το συμπέρασμα: Τέτοιος άνθρωπος μπορεί να μην ευτυχήσει τελικά; Κάτι ελπίζει ο Χορός. Κάτι ελπίσαμε κι εμείς, όταν ήρθε ο Ηρακλής, και λέμε μέσα μας: Γιατί να μη του πει τίποτα ο Άδμητος;
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ' (605-860): Στην πόρτα του παλατιού προβάλλει νεκρική συνοδεία. Βγάζουν την Άλκηστη για την τελευταία της κατοικία. Δεν πρόφτασαν να βγουν καλά-καλά από το παλάτι και φτάνει ο Φέρης, ο πατέρας του Άδμητου, με πλούσια χαρίσματα για τη νεκρή. Αλλά ο Άδμητος, που του είναι αδύνατο να ξεχάσει πως δε δέχτηκαν οι γονείς του να πεθάνουν γι’ αυτόν και πως έτσι αναγκάστηκε να στείλει τη γυναίκα του στον Άδη, δεν καταδέχεται τίποτε από τα χαρίσματα του πατέρα του.
Εδώ ο Ευριπίδης έχει την ευκαιρία να παρουσιάσει έναν πολύ διασκεδαστικό για τους φιλόδικους Αθηναίους «αγώνα λόγων», τη φιλονικία γιου (629-672) και πατέρα (673-705) μπρος στο λείψανο.
Είναι γενναιόδωροι και οι δυο σε βρισιές, διατυπωμένες με όλους τους κανόνες της ρητορείας της γεμάτης οξύτητα, πικρία, αγανάκτηση και σαρκασμό. Και η φιλονικία τους δεν ξεθυμαίνει με τον «αγώνα λόγων», παρατείνεται (710-738) με στιχομυθία γεμάτη απειλές μέχρι την ώρα που έφυγε ο Φέρης, σταλμένος στα τσακίδια από τον εξοργισμένο γιο του.
Τώρα προχωράει ξανά η νεκρική πομπή και την ακολουθεί κι ο Χορός (μετάσταση Χορού) με βήμα που το ρυθμίζουν οι αποχαιρετιστήριοι (741-746) προς τη νεκρή ανάπαιστοι του κορυφαίου. Έτσι μένει άδεια η σκηνή από ηθοποιούς κι η ορχήστρα από το Χορό.
Όταν άδειασε ορχήστρα και σκηνή, ο δούλος που είχε λάβει παραγγελία από τον Άδμητο να οδηγήσει τον Ηρακλή στον ξενώνα και να τον φιλέψει, βγαίνει πολύ αγανακτισμένος από το παλάτι και μονολογεί: Φίλεψε κόσμο και κοσμάκη ως τώρα στο παλάτι του αφέντη του, μα τέτοιον αφιλότιμο ξένο τώρα πρωτοβλέπει. Ακούς εκεί να καθίσει να φιλοξενηθεί, ενώ είδε δακρυσμένο τον αφέντη! Στρώθηκε στο τραπέζι και δεν είχε χορτασμό ούτε από φαΐ ούτε από πιοτό. Μέθυσε και δεν ξέρει τι κάνει. Εδώ θρηνούν νεκρό, κι αυτός τραγουδάει! Και το τραγούδι του σα γάβγισμα σκύλου! Ξένος μισητός και σιχαμένος, που με τον ερχομό του έγινε αφορμή να μην παρακολουθήσει το ξόδι της καλή του κι αλησμόνητης κυράς ο καημένος ο δούλος, που τόσο την αγαπούσε.
Επάνω στο μονόλογο του δούλου βγαίνει ο Ηρακλής μισομεθυσμένος, με στεφάνι στο κεφάλι και με μια κανάτα στο χέρι. Δε χωνεύει το σκλάβο που τον περιποιήθηκε με μούτρα κατσουφιασμένα. Τον βλέπει και του φωνάζει: Δε φιλεύουν έτσι τους επισκέπτες. Τι μούτρα είναι αυτά; Ε, πέθανε κάποιος, αλλά αυτός δεν είναι του σπιτιού. Ας μη το παίρνει λοιπόν βαριά. Η ζωή θέλει καλοπέραση, κρασί και ερωτικά παιχνίδια. Ας μη ξεχνούμε, πως θα πεθάνουμε μια μέρα. Έτσι ο ακατάβλητος ήρωας, που πηγαίνει για τον όγδοο άθλο του, ξεστράτισε εδώ σε κήρυκα υλιστικής βιοθεωρίας. Αλλά δε θα βαστάξει για πολύ η ανάπτυξη της φιλοσοφίας του. Θα ξαναγίνει Ηρακλής. Από τη συζήτηση που κάνει με το δούλο, μαθαίνει πως δεν ήταν ξένος ο σημερινός νεκρός, ήταν η Άλκηστη. Ξαφνιάζεται τώρα ο Ηρακλής κι αμέσως πετάει κάτω στεφάνι και κανάτα. Και παίρνει την απόφασή του: Θα ξεπληρώσει τη φιλοξενία του Άδμητου. Θα τρέξει στον τάφο της Άλκηστης. Εκεί θα βρει το Θάνατο και θα του την αρπάξει από τα χέρια του και θα την ξαναφέρει στον άνδρα της, που έσφιξε την καρδιά του και δεν του είπε τίποτε, για να μην του χαλάσει τη διάθεση. Αυτά είπε και φεύγει. Θυμόμαστε πως ο Απόλλωνας προανήγγειλε τον ερχομό του. Περιμένουμε να πραγματοποιηθεί η προαγγελία του μαντικού θεού και στο δεύτερο σημείο της, στην αρπαγή της Άλκηστης από τα χέρια του Θανάτου, γιατί τον ξέρουμε τον Ηρακλή σαν κουρσευτή του Άδη.
ΕΠΙΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΥ (861-961): Όταν έφυγε ο Ηρακλής, επιστρέφει ο Άδμητος από την κηδεία με τη νεκρώσιμη ακολουθία του. Τον ακολουθεί κι ο Χορός (επιπάροδος) που ξαναπαίρνει τη θέση του στην ορχήστρα.
Τώρα που βρίσκεται ο Άδμητος μπροστά στο έρημο παλάτι του, αντιλαμβάνεται την αθεράπευτη πραγματικότητα. Θλίψη τον καταπιέζει, όταν συλλογίζεται τις σκοτεινές μέρες που τον περιμένουν εκεί μέσα.
Τρομάζει όταν φέρνει στο νου του την καταφρόνια του κόσμου που θα τον βαραίνει σ’ όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, γιατί έβαλε τη γυναίκα του να πεθάνει για χάρη του.
Τώρα για πρώτη φορά βλέπουν καθαρά τα μάτια του, που του τα είχε σκοτίσει η εγωιστική του προσήλωση στη ζωή, και του αποκαλύπτεται πως θα ήταν πολύ πιο καλύτερα, αν είχε πεθάνει.
Τούτος ο πόνος του τον εξαγνίζει. Τον ξέρουμε τόσο ευτυχισμένο και τώρα τον βλέπουμε τόσο δυστυχισμένο, ώστε τον λυπούμαστε. Το ίδιο συναίσθημα κατέχει και το Χορό, που προσπαθεί να τον παρηγορήσει. Δέχεται ο Χορός πως μεγάλη είναι η συμφορά, για να προσθέσει πως δε γίνεται τίποτε με τη θλίψη, πως αυτή η μοίρα των θνητών, να τους χτυπούν βαριές συμφορές, πως χρειάζεται υπομονή.
Αλλά για τον Άδμητο παρηγοριά δεν υπάρχει. Σκεπάζεται με τον μανδύα του. Δεν μπαίνει στο παλάτι. Στέκει μπροστά στην πόρτα σιωπηλός και ακίνητος.
ΣΤΑΣΙΜΟ Γ' (962-1005): Συγκινημένος ο Χορός από το βαρύ χτύπημα του Άδμητου, που του το έδωσε μοίρα σκληρή, αίρεται σε απαισιόδοξη θεώρηση (Στροφή 1) των ανθρώπινων πραγμάτων. Δεν υπάρχει τίποτε πιο δυνατό από την «Ανάγκη», την άσπλαχνη θεότητα, την κουφή στις ικεσίες, που όλα τα νικάει, που γι’ αυτήν ούτε ο Ορφέας άφησε γιατροσόφια, ούτε ο Απόλλωνας βρήκε βότανα. Μερικεύοντας τη σκέψη του έρχεται (Στροφή 2) στον Άδμητο: Τώρα τον έπιασε κι αυτόν στα δυνατά της χέρια η Ανάγκη. Όσο κι αν κλάψει ο άμοιρος, τίποτε δεν θα κάνει. Ας έχει όμως υπομονή. Αυτή είναι η μοίρα των θνητών. Αλλά (αντιστροφή 2) ας την πήρε ο Θάνατος, θα ζει στην ανάμνηση των ανθρώπων, που τον τάφο της θα τον τιμούν σαν βωμό θεών, γιατί υπήρξε σύζυγος ιδανική.
ΕΞΟΔΟΣ (1006-τέλος): Με τις τελευταίες λέξεις του Γ' Στάσιμου έρχεται από τα αριστερά ο Ηρακλής κρατώντας από το χέρι μια γυναίκα σκεπασμένη με πέπλο. Θυμόμαστε τα λόγια του Απόλλωνα, κι είμαστε βέβαιοι ότι είναι η Άλκηστη. Πρώτα-πρώτα (1006-1018) διατυπώνει παράπονα προς τον Άδμητο, που δεν του φανέρωσε το θάνατο της Άλκηστης. Έδειξε μ’ αυτή του την παράληψη πως δεν τον λογάριαζε για φίλο γκαρδιακό. Και του έκανε και μια μεγάλη προσβολή: τον άφησε να γλεντάει μέσα σ’ ένα σπίτι που κλαίγανε το νεκρό.
Τώρα θα επακολουθήσει μια σκηνή διασκεδαστική. Τη γυναίκα που φέρνει ο Ηρακλής, κερδισμένη, καθώς του λέει, σ’ έναν αγώνα, του προτείνει του Άδμητου να την κρατήσει στο σπίτι του, ώσπου να γυρίσει από τη Θράκη. Κι αν δε γυρίσει, χάρισμά του.
Ξαφνιασμένος ο Άδμητος από τούτη την απροσδόκητη δωρεά, δε τη δέχεται. Όχι, του λέει, γυναίκα στο σπίτι του δε μπάζει. Άδικα προσπαθεί ο Ηρακλής να τον ηρεμήσει και του δίνει τη συμβουλή να κοιτάξει να παρηγορηθεί με καμιά άλλη γυναίκα και να γιατρευτεί από τον πόθο της Άλκηστης με καινούργιο γάμο. Όχι, ο Άδμητος είναι αφοσιωμένος στη μνήμη της.
Μα τον λύγισε η επιμονή του Ηρακλή. Δίνει λοιπόν διαταγή στους δούλους του ο Άδμητος να την οδηγήσουν επιτέλους μέσα στο παλάτι του. Όμως του Ηρακλή η φορτικότητα δεν εξαντλήθηκε ακόμα. Θέλει να δει τον Άδμητο να την πιάσει με το χέρι του και να την οδηγήσει αυτός ο ίδιος μέσα στο παλάτι. Δεν έχει, λέει, εμπιστοσύνη στους δούλους. Μα η αλήθεια είναι πως δε ζητάει τίποτε περισσότερο τίποτε λιγότερο, παρά να τον κάνει να φερθεί σα γαμπρός που οδηγεί τη νύφη στο νυφικό θάλαμο. Τέλος, θέλοντας και μη θέλοντας ο Άδμητος πειθαναγκάζεται από τον ενοχλητικό και φορτικότατο φίλο του να απλώσει το χέρι του στην κουκουλωμένη γυναίκα, που του φαίνεται μάλιστα και νέα κάτω από τα πέπλα της, και να την πιάσει. Καθώς την πιάνει, στρέφει το κεφάλι του προς την αντίθετη μεριά, λες και είχε μπροστά του, όπως του λέει γελώντας ο Ηρακλής, τη Μέδουσα, που απολίθωνε όσους την έβλεπαν, και φοβάται α την αντικρύσει με τον απολιθώσει κι αυτόν. Γέλια ξεσπούν στο θέατρο. Ξέρουν πως η γυναίκα, που του έφερε ο Ηρακλής, και που ο Άδμητος τη βλέπει σαν πειρασμό, είναι η Άλκηστη. Αρκετά διασκεδάζει ο Ηρακλής, που τώρα του αποκαλύπτεται και μια άλλη ιδιότητά του: είναι χωρατατζής.
Τώρα που την κρατάει ο Άδμητος, ο Ηρακλής της τραβάει το πέπλο και επιμένει να γυρίσει να την δει ο φίλος του στο πρόσωπο: «Για δες την, του λέει, μήπως μοιάζει με τη γυναίκα σου; Άδμητε, είσαι ευτυχής, μη στενοχωριέσαι!» (1122).
Τι να κάνει μ’ αυτόν τον ενοχλητικό τον ξένο; Γύρισε και την είδε. Η Άλκηστη! Αλήθεια, αυτή είναι ή τον κοροϊδεύει κανένας θεός;
Η Άλκηστη είναι, τον βεβαιώνει ο Ηρακλής. Την έβγαλε από μέσα από τα χέρια του Θανάτου. Τρελός σχεδόν από την απροσδόκητη ευτυχία του ο Άδμητος, παίρνει τη γυναίκα του και την κλείνει στην αγκαλιά του. Και στην απορία του, γιατί δεν του μιλάει, ο Ηρακλής δίνει την πληροφορία, πως σε τρεις μέρες θα ακούσει τη φωνή της.
Τον τύπο της αφοσιωμένης συζύγου ο Ευριπίδης τον βρήκε έτοιμο στη μυθολογική παράδοση, που τροφοδοτούσε την Τραγωδία, όπως παλαιότερα είχε τροφοδοτήσει και το Έπος. Η μυθολογική παράδοση πρόσφερε το υλικό για την κατασκευή μιας τραγωδίας, όπως η πείρα της ζωής, οι τύποι και τα πάθη των ανθρώπων, σ’ ένα σύγχρονό μας δραματικό ποιητή. Πήρε από την παράδοση λοιπόν ο Ευριπίδης έναν εξατομικευμένο τύπο, την Άλκηστη, κι ανέλαβε να παρουσιάσει με την τραγωδία του, τις τελευταίες της ώρες της ζωής της. Και μας την εμφανίζει σε μια θυμική κατάσταση, όπου μας συγκινεί και ως γυναίκα που χωρίζεται τον άνδρα της και ως μητέρα που αφήνει τα παιδιά της και ως άνθρωπος που του προσφέρεται το πικρό ποτήρι του θανάτου στο άνθισμα της νιότης. Δεν είναι απαθής προς το θάνατο η Άλκηστη. Την αγαπάει τη ζωή και πονάει που τη χάνει. Έτσι η αυτοθυσία της υψώνεται σ’ επίπεδο ηρωικής πράξης.
Στο θέατρό του ο Ευριπίδης πλάι στις ωραίες μορφές παρουσιάζει και τύπους άνανδρων, σκληρών, φιλόδοξων, άπιστων, εγωιστών. Φως και σκιές συνθέτουν και τούτο το δράμα, όπως και τη ζωή, όπου οι κακοί διαγκωνίζονται με τους καλού. Παρουσιάζει τα ελαττώματα των κακών δίπλα στις αρετές των καλών, το ωραίο πλάι στο άσχημο, το κακό πλάι στο αγαθό, τη φιλαυτία πλάι στη συγκινητική αφοσίωση. Έτσι με αυτή την αντιθετική παράθεση εξαίρεται το αγαθό και το ωραίο, η αρετή φεγγοβολάει και η σκοτεινιά του κακού γίνεται πιο χτυπητή.
Τύπος νεαρού και με αδύνατο χαρακτήρα φίλαυτου, που έχει ευκολότερα τα δάκρυα από την ανδρική πράξη, μας παρουσιάζεται εδώ ο Άδμητος με τη νοοτροπία του την εγωιστική, πως η αγάπη των γονέων ή της συζύγου πρέπει να μεταφράζεται σε εκούσιο θάνατο για χάρη του. Και τη φιλαυτία και του Άδμητου και του πατέρα του, που πλάι στην ακτινοβολία της Άλκηστης φαίνονται πιο αποκρουστικές, δεν κοίταξε καθόλου ο Ευριπίδης να τις συγκαλύψει, αντίθετα τις επιδεικνύει. Δεν είναι λοιπόν εδώ ο Ευριπίδης μονάχα υμνητής του καλού, κρατάει και μαστίγιο για το κακό. Και του κακού το τσουχτερότερο μαστίγωμα είναι το ρεαλιστικό φανέρωμά του. Δε μας κάνει εντύπωση όμως που η Άλκηστη θυσιάζεται για έναν ανάξιό της. Δε λογικεύεται ο έρωτας. Πολλοί αγάπησαν ανάξιες, και πολλές πάλι αφοσιώθηκαν σε ανάξιους.
Η «Άλκηστις», το αρχαιότερο απ’ όσα δράματα του Ευριπίδη σώζονται, παίχτηκε στα Μ. Διονύσια του 438 π.Χ. αντί σατυρικού δράματος, που παιζόταν μετά τη σεμνή τραγική τριλογία, και για διατήρηση της παράδοσης της διονυσιακής ευθυμίας και για ξεκούρασμα των θεατών ύστερα από τις συγκινήσεις τριών στη σειρά τραγωδιών.
Την ευθυμία που άλλοι τραγικοί ποιητές, ή και ο ίδιος άλλοτε, μετέδιδαν με σατυρικό δράμα, τώρα ο Ευριπίδης την μεταδίδει με τα κωμικά, δηλαδή τα γνήσια διονυσιακά στοιχεία της τραγωδίας του, που τα απαιτούσε η διονυσιακή γιορτή. Έτσι η «Άλκηστις» με τα εύθυμα στοιχεία της ξαναγύρισε στην ευθυμία προτύπων παλαιότερου σταδίου της Τραγωδίας, που άφησε τα ίχνη του στο όνομα «τραγωδία», που συνδέεται με τράγους και εύθυμους Σάτυρους.
Η «Άλκηστις» αρχίζει από δυστυχία και καταλήγει σ’ ευτυχία,[1] «πράγματα που ανήκουν στην κωμωδία μάλλον», όπως σημειώνει στην «Υπόθεση» του έργου ο αρχαίος γραμματικός.Κωμικός εμφανίζεται ο Ηρακλής με όσα λέει γι’ αυτόν ο δούλος που τον περιποιήθηκε, και κωμικό τον βλέπουμε κι εμείς, όταν βγαίνει μεθυσμένος από το παλάτι με την κανάτα στο χέρι και καταπιάνεται να μυήσει τον δούλο του Άδμητου στα διδάγματα μιας βιοθεωρίας που την ανακάλυψε με τη βοήθεια του κρασιού. Όταν φέρνει την Άλκηστη στον Άδμητο, παίζεται μπροστά μας μια σκηνή αρκετά γουστόζικη που μας κάνει και γελάμε.[2]
Υποσημειώσεις:
[1] Από τις 17 τραγωδίες του Ευριπίδη, πέντε καταλήγουν σ’ ευτυχία: Άλκηστις, Ελένη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, Ίων, Ορέστης, χωρίς να αντικαθιστούν, όπως η Άλκηστις, δράμα σατυρικό.
[2] Ο μύθος της Άλκηστης, που κυκλοφορούσε στην αρχαία Ελλάδα σε δημοτικά τραγούδια, έφτασε κάπως μεταπλασμένος έως τη Νεοελληνική δημοτική ποίηση. Τον βρίσκουμε σε δημοτικό τραγούδι του Πόντου (Ν. Ανδριώτη, «Ο μύθος της Άλκηστης στη δημοτική ποίηση του Πόντου», στο Ημερολόγιο της Μ. Ελλ., 1930, σελίδες 452-457). Βλέπε και Ν. Πολίτη στη «Νεοελληνική Μυθολογία», 1874, σελίδα 278, στη «Λαογραφία» Α' σελίδα 202 κ.ε. και ΣΤ' 278. Ο μύθος βρίσκεται και στους Ινδούς, τους Βαλκανικούς και άλλους Ευρωπαϊκούς λαούς, είναι δηλαδή μύθος ινδοευρωπαϊκός.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου