Σύμφωνα με το «Πάριο μάρμαρο»,[1] την αρχαιότερη σχετική μαρτυρία, ο Ευριπίδης γεννήθηκε στη Φλύα (σημερινό Χαλάνδρι), κατά το πρώτο έτος της 73ης Ολυμπιάδας, που αντιστοιχεί με το έτος 485 π.Χ. Όμως, μια άλλη μεταγενέστερη πληροφορία λέει ότι γεννήθηκε στη Σαλαμίνα κατά το πρώτο έτος της 75ης Ολυμπιάδας, δηλαδή το 480 π.Χ. και μάλιστα, όπως προσθέτει, κατά την ημέρα της ένδοξης ναυμαχίας (20 Σεπτεμβρίου). Φαίνεται ότι η δεύτερη αυτή χρονολογία γεννήθηκε από την επιθυμία να συνδεθεί κι ο Ευριπίδης, όπως ήταν συνδεδεμένοι και οι άλλοι δυο μεγάλοι ομότεχνοί του, με την ξακουστή ναυμαχία που σταμάτησε την επέκταση της Ασίας και του πνεύματός της προς την Ευρώπη και που υπήρξε η αφετηρία του μεγαλείου όχι μονάχα της αθηναϊκής θαλασσοκρατορίας, αλλά και των αθηναϊκών γραμμάτων, της τέχνης και του φιλοσοφικού στοχασμού. Τότε ο Αισχύλος στην ακμή της ανδρικής του ηλικίας, 41 χρονών, «ακλόνητος, βαριά οπλισμένος πολεμιστής, ολέθριος στους αντιπάλους» για να μεταχειριστώ μια δική του έκφραση,[2] πολεμούσε μεταξύ των υπερασπιστών της ελευθερίας, ο Σοφοκλής, ωραίο παλικάρι 16 χρονών, έσερνε το χορό των εφήβων κρούοντας τη λύρα γύρω από το τρόπαιο της νίκης. Δεν απέμενε λοιπόν για τον Ευριπίδη παρά να εφευρεθεί και γι’ αυτόν ότι εκείνη τη μέρα γεννήθηκε. Η συνάντηση αυτή των τριών μεγάλων τραγικών με τη μεγάλη μέρα φάνηκε πολύ ωραία, κι έτσι έγινε παραδεκτή από τον Πλούταρχο (Ηθ. 717 c), τον Διογένη τον Λαέρτιο (3ος αιώνας μ.Χ.), το «Βίο»,[3] τον Ησύχιο (5ος μ.Χ. αιώνας), που δέχονται ότι το 480 π.Χ. γεννήθηκε ο Ευριπίδης.
Με δύο τύπους παραδίδεται το όνομα του πατέρα του Ευριπίδη, Μνήσαρχος και Μνησαρχίδης. Κλειτώ λεγόταν η μητέρα του. Αντιφατικές είναι οι πληροφορίες για την κοινωνική θέση των γονέων του. Εμποράκο (κάπηλο) τον λέει τον πατέρα του ο «Βιος». Η Κλειτώ έγινε διαρκής στόχος της χλεύης της Κωμωδίας που δεν έπαυε να τη λέει και να την ξαναλέει χορταρού (λαχανοπώλιν). Έτσι κακολογήθηκε ο Ευριπίδης, πως τάχα δεν κρατούσε από ευγενική καταγωγή, αλλά από ανθρώπους κατωτέρου ποιού, που το φανέρωνε η ενασχόλησή του με δουλειές της αγοράς. Γιατί επικρατούσε η πρόληψη (που λίγο-πολύ την έχουμε κι εμείς), πως όλοι τους εκεί ήταν λιγάκι απατεώνες. Μα στους βάναυσους αστεϊσμούς της Κωμωδίας που τους υιοθέτησε με καταπληκτική ακρισία κι ένας βιογράφος, ο Σάτυρος (3ος αιώνας π.Χ.) και που πέρασαν και στον «Βίο», αντιτίθεται η πληροφορία που πήρε ο Σουίδας (10ος αιώνας μ.Χ.) από άλλο βιογράφο, τον Φιλόχορο (3ος αιώνας μ.Χ.), ότι η μητέρα του Ευριπίδη ήταν από πολύ καλή οικογένεια («των σφόδρα ευγενών»). Παραδίδεται ακόμα ότι ο πατέρας του είχε τιμηθεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του με κάποιο αξίωμα τοπικής λατρείας του Απόλλωνα.
Ο Ευριπίδης ανήκε λοιπόν σε καλή και ευκατάστατη οικογένεια, πράγμα που βεβαιώνεται κι από την πληροφορία του Θεόφραστου, που την αναφέρει ο Αθηναίος (2ος μ.Χ. αιώνας), πως ο Ευριπίδης στα νιάτα του είχε διαλεχτεί οινοχόος των «ορχηστρών», μέλη των πρώτων και πιο ευγενικών αθηναϊκών οικογενειών, που χόρευαν γύρω από το βωμό του Δήλιου Απόλλωνα. Στο «Βίο» αναφέρεται ότι στα παιδικά του χρόνια ήταν «πορφυρός του Ζωστηρίου Απόλλωνα», είχε δηλαδή το αξίωμα να κρατά τη δάδα στην πομπή, που μια ορισμένη νύχτα καρτερούσε στο Χωστήρα (σημερινή Βουλιαγμένη) το Δήλιο Απόλλωνα, που ερχόταν από τη Δήλο, και τον συνόδευε στην Αθήνα. Δε θα έπαιρνε κανένα από αυτά τα δύο θρησκευτικά αξιώματα, αν η καταγωγή του ήταν κατώτερη.
Πάντως, ό,τι κι αν αληθεύει σχετικά με την καταγωγή του, δεν φαίνεται να έχει παραμεληθεί η αγωγή του και η μόρφωσή του.
Τη φήμη και το ξεχώρισμα από το πλήθος το αναζήτησε αρχικά στον αθλητισμό. Ένας χρησμός[4] προείπε στον Μνήσαρχο πως ο γιος του θα κέρδιζε στεφάνια νίκης σε δημόσιους αγώνες. Συμπέρανε λοιπόν ο φιλόστοργος πατέρας, που ήθελε να τιμηθεί και να διακριθεί ο γιος του, πως έπρεπε να τον κάνει αθλητή. Έτσι ο Ευριπίδης ασχολήθηκε με το παγκράτιο (πάλη και πυγμαχία). Αναφέρονται μάλιστα και βραβεύσεις του σε αγώνες.[5] Μα γρήγορα παράτησε τον αθλητισμό, που του έριξε μάλιστα και λίθο αναθέματος σ’ ένα απόσπασμα που σώζεται από τον «Αυτόλυκο», χαμένο πια σατυρικό του δράμα: «Κακών γαρ όντων μυρίων καθ’ Ελλάδα ουδέν κάκιόν εστιν αθλητών γένος».
Οι βιογράφοι του βεβαιώνουν πως η δεύτερη ασχολία που τον τράβηξε στα νιάτα του ήταν η ζωγραφική, που με την εμφάνιση του Πολύγνωτου σημείωνε αλματώδη πρόοδο στην Αθήνα. Ζωγραφικούς πίνακες από το χέρι του Ευριπίδη είχαν την υπερηφάνεια να δείχνουν στα Μέγαρα οι Μεγαρείς. Όταν, διαβάζοντας ή βλέποντας τραγωδίες του Ευριπίδη, αντικρίζουμε ωραία συμπλέγματα κι άλλες υπέροχες εικόνες, ζωγραφισμένες με στίχους ποιητή προικισμένου με γοητευτική και δημιουργική φαντασία, έρχεται στο νου μας η σκέψη πως έναν μεγάλο ποιητή κέρδισε η λογοτεχνία κι ένα μεγάλο ζωγράφο έχασε η ζωγραφική. Όμως, πάρα πολλές σκηνές από τα δράματά του απεικόνισαν η ζωγραφική και η γλυπτική.
Ο Ευριπίδης είχε την ευτυχία να ζήσει στην εποχή στην οποία έγινε το πιο καταπληκτικό πνευματικό ξύπνημα που είδε ο κόσμος και το οποίο ολοφάνερα και αποφασιστικά επέδρασε στο πνεύμα του. Ο Αναξαγόρας τον μύησε στη φιλοσοφία. Άκουσε τα μαθήματα του Πρόδικου, του Πρωταγόρα,[6] του φυσικού Αρχέλαου και όπως λένε, είχε φιλία με τον Σωκράτη, που ήταν θαυμαστής του ποιητή, κι ενώ δε συνήθιζε να πηγαίνει στο θέατρο, δεν άφηνε καμιά παράσταση του Ευριπίδη και του έδινε μάλιστα τη γνώμη του και σχετικές συμβουλές για τα δράματά του. Κατείχε σπουδαία βιβλιοθήκη.
Η παράδοση μας λέει για τον ποιητή, πως ζούσε αποτραβηγμένος από τον κόσμο στη Σαλαμίνα, σ’ ένα απόμερο παραλιακό σπήλαιο, που το είχε διασκευάσει σε κατοικία και σπουδαστήριο, όπου μελετούσε κι έγραφε τις τραγωδίες του έχοντας μπροστά του τα αμέτρητα χαμογέλια των κυμάτων. Αυτό το σπήλαιο ήταν γνωστό ή υπήρχε ως τα χρόνια του Πλινίου (1ος-2ος αιώνας μ.Χ.) και οι τουρίστες εκείνης της εποχής που έφταναν ως τη Σαλαμίνα δεν ξεχνούσαν να το επισκεφτούν.
Μα αυτή η απομάκρυνσή του από τον κόσμο του έφερε μαζί με άλλα αίτια, για κέρδος την αντιδημοτικότητα. Την τάση του να απομονώνεται την πέρασαν για αλαζονεία και περιφρόνηση, αφού μάλιστα «και αυστηρός εφαίνετο και μισόγελως» (Βίος, 65-66).
Στις προτομές του και στους ανδριάντες του[7] οι τεχνίτες του έδωσαν φυσιογνωμία σκυθρωπού, αγέλαστου και πικραμένου ανθρώπου, με κάπου βυθισμένα τα βαθουλά του μάτια - ίσως στα δράματα του νου του, που μας τα έχει εξομολογηθεί ο ποιητής στον «Ηρακλή» του (673-678):
Τις χάρες δε θα πάψω εγώ να σμίγω με τις Μούσες σ’ ένα ζευγάρωμα γλυκό!
Δίχως τις Μούσες να μη ζω, και πάντοτε στεφάνι σ’ όλη τη ζωή μου να φορώ!
Με δύο τύπους παραδίδεται το όνομα του πατέρα του Ευριπίδη, Μνήσαρχος και Μνησαρχίδης. Κλειτώ λεγόταν η μητέρα του. Αντιφατικές είναι οι πληροφορίες για την κοινωνική θέση των γονέων του. Εμποράκο (κάπηλο) τον λέει τον πατέρα του ο «Βιος». Η Κλειτώ έγινε διαρκής στόχος της χλεύης της Κωμωδίας που δεν έπαυε να τη λέει και να την ξαναλέει χορταρού (λαχανοπώλιν). Έτσι κακολογήθηκε ο Ευριπίδης, πως τάχα δεν κρατούσε από ευγενική καταγωγή, αλλά από ανθρώπους κατωτέρου ποιού, που το φανέρωνε η ενασχόλησή του με δουλειές της αγοράς. Γιατί επικρατούσε η πρόληψη (που λίγο-πολύ την έχουμε κι εμείς), πως όλοι τους εκεί ήταν λιγάκι απατεώνες. Μα στους βάναυσους αστεϊσμούς της Κωμωδίας που τους υιοθέτησε με καταπληκτική ακρισία κι ένας βιογράφος, ο Σάτυρος (3ος αιώνας π.Χ.) και που πέρασαν και στον «Βίο», αντιτίθεται η πληροφορία που πήρε ο Σουίδας (10ος αιώνας μ.Χ.) από άλλο βιογράφο, τον Φιλόχορο (3ος αιώνας μ.Χ.), ότι η μητέρα του Ευριπίδη ήταν από πολύ καλή οικογένεια («των σφόδρα ευγενών»). Παραδίδεται ακόμα ότι ο πατέρας του είχε τιμηθεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του με κάποιο αξίωμα τοπικής λατρείας του Απόλλωνα.
Ο Ευριπίδης ανήκε λοιπόν σε καλή και ευκατάστατη οικογένεια, πράγμα που βεβαιώνεται κι από την πληροφορία του Θεόφραστου, που την αναφέρει ο Αθηναίος (2ος μ.Χ. αιώνας), πως ο Ευριπίδης στα νιάτα του είχε διαλεχτεί οινοχόος των «ορχηστρών», μέλη των πρώτων και πιο ευγενικών αθηναϊκών οικογενειών, που χόρευαν γύρω από το βωμό του Δήλιου Απόλλωνα. Στο «Βίο» αναφέρεται ότι στα παιδικά του χρόνια ήταν «πορφυρός του Ζωστηρίου Απόλλωνα», είχε δηλαδή το αξίωμα να κρατά τη δάδα στην πομπή, που μια ορισμένη νύχτα καρτερούσε στο Χωστήρα (σημερινή Βουλιαγμένη) το Δήλιο Απόλλωνα, που ερχόταν από τη Δήλο, και τον συνόδευε στην Αθήνα. Δε θα έπαιρνε κανένα από αυτά τα δύο θρησκευτικά αξιώματα, αν η καταγωγή του ήταν κατώτερη.
Πάντως, ό,τι κι αν αληθεύει σχετικά με την καταγωγή του, δεν φαίνεται να έχει παραμεληθεί η αγωγή του και η μόρφωσή του.
Τη φήμη και το ξεχώρισμα από το πλήθος το αναζήτησε αρχικά στον αθλητισμό. Ένας χρησμός[4] προείπε στον Μνήσαρχο πως ο γιος του θα κέρδιζε στεφάνια νίκης σε δημόσιους αγώνες. Συμπέρανε λοιπόν ο φιλόστοργος πατέρας, που ήθελε να τιμηθεί και να διακριθεί ο γιος του, πως έπρεπε να τον κάνει αθλητή. Έτσι ο Ευριπίδης ασχολήθηκε με το παγκράτιο (πάλη και πυγμαχία). Αναφέρονται μάλιστα και βραβεύσεις του σε αγώνες.[5] Μα γρήγορα παράτησε τον αθλητισμό, που του έριξε μάλιστα και λίθο αναθέματος σ’ ένα απόσπασμα που σώζεται από τον «Αυτόλυκο», χαμένο πια σατυρικό του δράμα: «Κακών γαρ όντων μυρίων καθ’ Ελλάδα ουδέν κάκιόν εστιν αθλητών γένος».
Οι βιογράφοι του βεβαιώνουν πως η δεύτερη ασχολία που τον τράβηξε στα νιάτα του ήταν η ζωγραφική, που με την εμφάνιση του Πολύγνωτου σημείωνε αλματώδη πρόοδο στην Αθήνα. Ζωγραφικούς πίνακες από το χέρι του Ευριπίδη είχαν την υπερηφάνεια να δείχνουν στα Μέγαρα οι Μεγαρείς. Όταν, διαβάζοντας ή βλέποντας τραγωδίες του Ευριπίδη, αντικρίζουμε ωραία συμπλέγματα κι άλλες υπέροχες εικόνες, ζωγραφισμένες με στίχους ποιητή προικισμένου με γοητευτική και δημιουργική φαντασία, έρχεται στο νου μας η σκέψη πως έναν μεγάλο ποιητή κέρδισε η λογοτεχνία κι ένα μεγάλο ζωγράφο έχασε η ζωγραφική. Όμως, πάρα πολλές σκηνές από τα δράματά του απεικόνισαν η ζωγραφική και η γλυπτική.
Ο Ευριπίδης είχε την ευτυχία να ζήσει στην εποχή στην οποία έγινε το πιο καταπληκτικό πνευματικό ξύπνημα που είδε ο κόσμος και το οποίο ολοφάνερα και αποφασιστικά επέδρασε στο πνεύμα του. Ο Αναξαγόρας τον μύησε στη φιλοσοφία. Άκουσε τα μαθήματα του Πρόδικου, του Πρωταγόρα,[6] του φυσικού Αρχέλαου και όπως λένε, είχε φιλία με τον Σωκράτη, που ήταν θαυμαστής του ποιητή, κι ενώ δε συνήθιζε να πηγαίνει στο θέατρο, δεν άφηνε καμιά παράσταση του Ευριπίδη και του έδινε μάλιστα τη γνώμη του και σχετικές συμβουλές για τα δράματά του. Κατείχε σπουδαία βιβλιοθήκη.
Η παράδοση μας λέει για τον ποιητή, πως ζούσε αποτραβηγμένος από τον κόσμο στη Σαλαμίνα, σ’ ένα απόμερο παραλιακό σπήλαιο, που το είχε διασκευάσει σε κατοικία και σπουδαστήριο, όπου μελετούσε κι έγραφε τις τραγωδίες του έχοντας μπροστά του τα αμέτρητα χαμογέλια των κυμάτων. Αυτό το σπήλαιο ήταν γνωστό ή υπήρχε ως τα χρόνια του Πλινίου (1ος-2ος αιώνας μ.Χ.) και οι τουρίστες εκείνης της εποχής που έφταναν ως τη Σαλαμίνα δεν ξεχνούσαν να το επισκεφτούν.
Μα αυτή η απομάκρυνσή του από τον κόσμο του έφερε μαζί με άλλα αίτια, για κέρδος την αντιδημοτικότητα. Την τάση του να απομονώνεται την πέρασαν για αλαζονεία και περιφρόνηση, αφού μάλιστα «και αυστηρός εφαίνετο και μισόγελως» (Βίος, 65-66).
Στις προτομές του και στους ανδριάντες του[7] οι τεχνίτες του έδωσαν φυσιογνωμία σκυθρωπού, αγέλαστου και πικραμένου ανθρώπου, με κάπου βυθισμένα τα βαθουλά του μάτια - ίσως στα δράματα του νου του, που μας τα έχει εξομολογηθεί ο ποιητής στον «Ηρακλή» του (673-678):
Τις χάρες δε θα πάψω εγώ να σμίγω με τις Μούσες σ’ ένα ζευγάρωμα γλυκό!
Δίχως τις Μούσες να μη ζω, και πάντοτε στεφάνι σ’ όλη τη ζωή μου να φορώ!
(απόδοση από τον Δημ. Σάρρο)
Ο «Βίος» δίνει την πληροφορία, που πολλοί δεν τη δέχονται για αληθινή, πως η ζωή του πικράθηκε από δυο ατυχείς γάμους, που δεν του έδωσαν την ευτυχία που του άξιζε. Αν αυτό είναι αληθινό, θα του μεγάλωσε η δυστροπία, που την είχε φυσικό του ελάττωμα.
Το 408 π.Χ., γέρος πια, άφησε για πάντα την Αθήνα και πήγε στη Μαγνησία, την Ασιανή (αυτήν που είναι στον Μαίανδρο) πιθανότατα. Την πόλη αυτή την είχε χαρίσει ο Αρταξέρξης στον Θεμιστοκλή (Θουκυδίδης Α' 138), ο οποίος διωγμένος από την Αθήνα είχε καταφύγει στην περσική Αυλή. Τώρα την κυβερνούσαν απόγονοι του Θεμιστοκλή, υποτελείς στον βασιλιά των Περσών.[8]
Μπορούμε να πιστεύουμε μαζί με το «Βίο» πως στη Μαγνησία έγινε δεκτός με σεβασμό, όπως με σεβασμό θα τον δέχονταν και στη μακρινή και εχθρική Σικελία, όπου πολλοί Αθηναίοι αιχμάλωτοι, απαγγέλλοντας μονόλογους ή τραγουδώντας χορικά του κι αυτοί γλύτωσαν από τα φρικτά δεινά της αιχμαλωσίας (Πλούταρχου, Νικίας 29) κι έκαναν γνωστά ποιητικά αριστουργήματα του Ευριπίδη στην περιοχή του ελληνισμού της Σικελίας.
Πολλές αιτίες αναφέρονται γι’ αυτόν τον εκπατρισμό του Ευριπίδη σε μια ηλικία που δύσκολα τον αποφασίζει ένας γέρος και μάλιστα αν πρόκειται να διαπλεύσει το Αιγαίο, που δεν είναι πάντοτε στις καλές του. Ο ποιητής είχε πικραθεί από τη δυσμένεια των Αθηναίων, από τους χλευασμούς της Κωμωδίας και στενοχωριόταν που στους ποιητικούς αγώνες ήταν υποχρεωμένος να συναγωνίζεται και να συγκρίνεται με μέτριους ποιητές. Ασφαλώς θα το εύρισκε πολύ οδυνηρό, ποιητής αυτός όχι της αράδας, να αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στο θέατρο (έγραψε 92 τραγωδίες), και να πάρει βραβείο μονάχα 4 φορές. Είδε παραγνώριση της αξίας του και πικράθηκε. Έπειτα ήταν και τα γεράματα. Καλά το είπε ο Περικλής (Θουκυδίδης, ΙΙ 44, 4), οι γέροι τις θέλουν τις τιμές, είναι χαρά τους. Έβρισκε φρικτή πόλη την Αθήνα, όπως την είπε και με το στόμα του Ίωνα στην ομώνυμη τραγωδία του (στίχος 598 και 635). Μονάχα βαρυθυμία μπορούσε να νιώθει ο Ευριπίδης στην Αθήνα που παραδομένη στην κυριαρχία των δημαγωγών είχε φύγει πολύ μακριά από την Αθήνα των χρόνων του Περικλή και είχε πέσει σ’ εκείνη τη βαθύτατη ηθική αλλοίωση, όπως και όλος ο ελληνικός κόσμος που πολύ παραστατικά την περιγράφει ο Θουκυδίδης. Ακόμα και την ημέρα που έφευγε από την Αθήνα ο Ευριπίδης, δοκίμασε μια μεγάλη πίκρα για κάποια κοινή εις βάρος του χαιρεκακία. Ποιος ήταν ο λόγος αυτής της χαιρεκακίας δεν ξέρουμε. Μαρτυρείται μονάχα πως η χαρά αυτή τον στενοχώρησε.
Από τη Μαγνησία πήγε στη Μακεδονία καλεσμένος του βασιλιά Αρχέλαου, δίνοντας έτσι με αυτό το δεύτερο ταξίδι του απόδειξη της ζωτικότητάς του και της αντοχής του στους κόπους. Ικανός βασιλιάς ο Αρχέλαος, που τότε θεμελίωνε κράτος, που θα έδειχνε όλη τη μεγαλοσύνη του λίγες δεκαετηρίδες αργότερα, είχε φιλοδοξήσει να ανυψώσει την Πέλλα σε κέντρο πνευματικό και γι’ αυτό καλούσε στην Αυλή του φημισμένους ανθρώπους των γραμμάτων και καλλιτέχνες. Στην Πέλλα ο Ευριπίδης βρήκε τον ποιητή Αγάθωνα, τον μουσικό Τιμόθεο, το ζωγράφο Ζεύξη και ίσως και τον Θουκυδίδη. Πολύ τιμητικά τον δέχτηκε ο βασιλιάς. Μα κι ο Ευριπίδης έκανε του υψηλού του φίλου ένα δώρο: Έγραψε στην Πέλλα, για να παιχθεί στο θέατρό της, τον «Αρχέλαο», τραγωδία εμπνευσμένη από τη ζωή και τις περιπέτειες του παλιού Αρχέλαου, μακρινού απογόνου του Ηρακλή και ιδρυτή της δυναστείας. Για το θέατρο της Πέλλας έγραψε στη Μακεδονία και τις «Βάκχες».
Στην πατρίδα του δε θέλησε ή δεν πρόφτασε να ξαναγυρίσει. Πέθανε στην Πέλλα, πιθανότατα το 407. Όταν μαθεύτηκε στην Αθήνα ο θάνατός του, ο Σοφοκλής φόρεσε πένθιμη ενδυμασία και παρουσιάζοντας «τον χορό και τους υποκριτές αστεφάνωτους εν τω προαγώνι» («Βίος») απέσπασε τα δάκρια του δήμου.
Μια παράδοση, που η παράλειψή της από τον Αριστοφάνη στους «Βατράχους» (Λήναια, 405) την κάνει ύποπτη και δύσκολα πιστευτή, λέει ότι τάχα τον κατασπάραξαν σκύλοι κυνηγετικοί του Αρχέλαου.
Θάφτηκε στη Μακεδονία (Βίος 36, Παυσανίας 1, 2, 2), στην κοιλάδα της Αρέθουσας (Πλούταρχου, Λυκούργος 31), κοντά στην Αμφίπολη, κι ο μεγαλοπρεπής του τάφος, κατασκεύασμα του Αρχέλαου, έγινε τόπος προσκυνήματος των θαυμαστών του. Οι Αθηναίοι τον τίμησαν με κενοτάφιο. Η πληροφορία του «Βίου» για τον συνθέτη του επιγράμματος επάνω στο κενοτάφιο ταλαντεύεται μεταξύ του ιστορικού Θουκυδίδη και του μελοποιού Τιμόθεου. Πάντως, ο πρώτος στίχος μας θυμίζει τη φράση από τον Θουκυδίδη «ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος». Παραθέτουμε το επίγραμμα σε μετάφραση:
«Τάφος του Ευριπίδη είναι όλη η Ελλάδα. Τα οστά του τα κρατάει η Μακεδονία, όπου δέχτηκε τον θάνατο. Πατρίδα του είναι η Αθήνα, η Ελλάδα της Ελλάδας. Πολλές είναι οι χαρές που έδωσε με τα τραγούδια του, και γι’ αυτό πολλοί είναι κι εκείνοι που τον τιμούν».
Τον επόμενο αιώνα οι Αθηναίοι του έστησαν χάλκινο ανδριάντα μαζί με τους ανδριάντες του Αισχύλου και του Σοφοκλή στο θέατρο του Διονύσου, κατά πρόταση του ρήτορα Λυκούργου, που έκανε και την πρώτη επίσημη έκδοση των τριών τραγικών.[9]
Ένας θρύλος που τον διέσωσε ο Πλούταρχος (Λυκούργος, 31), λέει πως μια εξαιρετική τιμή έκανε κι ο θεός των κεραυνών στον Ευριπίδη, που μονάχα στο νομοθέτη Λυκούργο είχε γίνει πρωτύτερα. Κεραυνός έπεσε και στον τάφο του Ευριπίδη στην Αρέθουσα, όπως είχε πέσει και στου Λυκούργου στη Σπάρτη. Τούτο το ιστόρημα δείχνει τη γνώμη που είχε απλωθεί στην Ελλάδα για τον ποιητή.
Άφησε τρεις γιους, τον Μνησαρχίδη, που είχε γίνει έμπορος, τον ηθοποιό Μνησίλοχο και τον δραματικό ποιητή Ευριπίδη. Στα κατάλοιπά του βρέθηκαν ο «Αλκμέων ο δια Κορίνθου» και η «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι».
Ο Ευριπίδης έγραψε και ελεγείες και άλλα λυρικά ποιήματα. Στον Πλούταρχο (Νικίας 17) διατηρείται το επίγραμμα που είχε γράψει για τους νεκρούς του εκστρατευτικού σώματος των Αθηναίων στη Σικελία. Από τον Πλούταρχο (Αλκιβιάδης 11), πάλι μαθαίνουμε ότι έγραψε κι έναν επινίκιο ύμνο για τιμή του Αλκιβιάδη, που στα Ολύμπια είχε κερδίσει τρία στεφάνια νίκης σε αρματοδρομία.
Έγραψε ενενήντα δράματα. Από όλον αυτόν το μεγάλο θησαυρό γλύτωσαν 18 τραγωδίες και ένα δράμα σατυρικό, ο «Κύκλωψ». Σημειώνονται εδώ τα σωζόμενα έργα του κατά τη σειρά που τα παρουσίασε, που γι’ άλλα είναι βέβαιη και γι’ άλλα εικάζεται και παραμένει μονάχα πιθανή.
Άλκηστις 438 π.Χ., Μήδεια 431, Ηρακλείδαι 430-427, Ιππόλυτος στεφανηφόρος 428, Ανδρομάχη 427-425, Εκάβη 424, Ικέτιδες 422, Ηρακλής Μαινόμενος 424-420, Ίων 418, Τρωάδες 415, Ιφιγένεια η εν Ταύροις 414-410, Ηλέκτρα 413, Ελένη 412, Φοίνισσαι 411-408, Ορέστης 408. Το σατυρικό δράμα «Κύκλωψ» στα 428-425. Μετά το θάνατό του «Βάκχαι» και «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι» 405. Ο «Ρήσος» αμφισβητείται, Θεωρείται έργο του 4ου αιώνα, άλλοι τον κατεβάζουν στους χρόνους των Πτολεμαίων. Ο Murray τον θεωρεί νεανικό έργο του ποιητή, που αργότερα αρκετά μέρη του ξαναδουλεύτηκαν. Ο Grosens το θεωρεί γνήσιο έργο του Ευριπίδη και θεωρεί ότι κάτω από το όνομα του Ρήσου κρύβεται ο βασιλιάς της Θράκης Σιτάλκης και πως η τραγωδία παίχτηκε στα 424 π.Χ.
Από τα δράματα που χάθηκαν έχουν διασωθεί πάρα πολλά και πολύ αξιόλογα αποσπάσματα σε κείμενα άλλων συγγραφέων ή σε περγαμηνές και παπύρους, που ξεθάβονται στην Αίγυπτο.
Από τα ονόματα των τραγωδιών του βρίσκουμε πως τις υποθέσεις του ο ποιητής τις πήρε από τον Τρωικό κύκλο, από τους Θηβαϊκούς θρύλους, που σχετίζονται με τον Ηρακλή και τον οίκο των Λαβδακιδών, από τους θρύλους του Άργους για τον Περσέα και τους Ατρείδες. Σε άλλες πάλι τραγωδίες βρήκαν θέση θρύλοι Θεσσαλικοί και σε άλλες θρύλοι Αττικοί.
Από τις 23 τετραλογίες που έγραψε ο Ευριπίδης, μονάχα 5 τιμήθηκαν με πρώτο βραβείο. Για πρώτη φορά πήρε βραβείο 13 χρόνια μετά την εμφάνισή του στο θέατρο, το 442, με μια τετραλογία άγνωστη σε μας. Το πέμπτο βραβείο το πήρε μετά το θάνατό του με τις «Βάκχες». Από τις νίκες που κέρδισε, όσο ζούσε, ξέρουμε μια μονάχα, τη νίκη για τον «Ιππόλυτο». Υπήρξε δυσμενής απέναντί του η επίσημη αθηναϊκή κριτική.
Παρόλη τη δυσμένεια της επίσημης κριτικής είχε μεγάλη εκτίμηση από το μεγάλο πλήθος των Αθηναίων. Αυτό ακριβώς συνάγεται από τους αδιάκοπους χλευασμούς του Αριστοφάνη, που σε καμιά από τις σωζόμενες κωμωδίες του δεν τον λησμονεί. Αν ήταν αφανής ο Ευριπίδης, θα αναζητούσε κι ο Αριστοφάνης αλλού το στόχο των βελών του. Καλά είπε ο Σοφοκλής (Αίας 154): «Και βέβαια στις μεγάλες ψυχές αν σημαδέψεις, κάπου θα πετύχεις» (απόδοση Δημ. Σάρρος).
Από τον ίδιο τον Αριστοφάνη έχουμε την ένδειξη, πως ο Ευριπίδης ήταν ο αγαπημένος της νεολαίας, που εκπρόσωπός της ο Φειδιππίδης στις «Νεφέλες» (στίχος 1377) τον λέει «σοφότατον».
Λίγο μετά το θάνατο του Ευριπίδη ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» του (869) είχε πει πως η ποίηση του ποιητή, τον οποίο με λύσσα πολέμησε σ’ όλες του τις κωμωδίες, ήταν λιγόζωη και πως μαζί του πέθανε κι αυτή. Μα έγινε το αντίθετο. Ο Ευριπίδης κυριολεκτικά λατρεύτηκε σε όλον τον κόσμο. Ο Μ. Αλέξανδρος κατά την εκστρατεία του τον είχε στην κινητή του βιβλιοθήκη (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 8), και κρίσεις του εξέφραζε με στίχους ή μάλλον γνωμικά του Ευριπίδη (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 53). Ο Κλείτος, και μεθυσμένος που ήταν, στίχο του Ευριπίδη θυμήθηκε για να λοιδορήσει τον Αλέξανδρο (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 51).
Η φήμη του απλώθηκε κι έξω από τον Ελληνισμό. 300 χρόνια αργότερα ο Ιούλιος Καίσαρας, που κάποτε είχε δηλώσει πως τα δευτερεία στη Ρώμη θα τα θυσίαζε πρόθυμα για τα πρωτεία σ’ ένα χωριό, συχνά και με ευχαρίστησή του με στίχους του Ευριπίδη (Φοίνισσαι 504-506) φανέρωνε τη φιλαρχία που του φλόγιζε τα σωθικά, όπως και ο Οκταβιανός σε στίχο του Ευριπίδη κατέφευγε πάλι (Φοίνισσαι 599), για να δικαιολογήσει την πολιτική του. Έγινε ο ποιητής των θεατρικών παραστάσεων στις Αυλές των βασιλιάδων της Ασίας (Πλουτάρχου, Κράσος 33). Ρήτορες τον διαβάζουν και αναφέρουν περικοπές του, όπως π.χ. ο Λυκούργος στο λόγο του «Κατά Λεωκράτους». Οι ποιητές της Νέας Κωμωδίας τον έχουν για οδηγό τους και δάσκαλο. Της Νέας Κωμωδίας ποιητής, ο Φιλήμων, δηλώνει πως δε θα είχε κανένα δισταγμό να τερματίσει τη ζωή του, αν ήταν βέβαιος πως θα συναντούσε τον Ευριπίδη.
Με τον Ευριπίδη κι από τον Ευριπίδη άρχισε η αττική γλώσσα να παίρνει τον τύπο που κράτησε για χίλια χρόνια ως φιλολογική γλώσσα και όργανο πολιτισμού στον ελληνικό κόσμο. Τον διαβάζουν και τον μιμούνται οι τραγικοί της Ρώμης. Η δόξα του δεν έσβησε στο Μεσαίωνα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας απομνημονεύουν γνωμικά του. Η βασιλεία του παραμένει ακλόνητη και στους νέους χρόνους. Ο Ρακίνας, ο Κορνήλιος, ο Σίλερ τον μελετούν και προσπαθούν να τον μιμηθούν. Ο Γκαίτε, θαυμαστής κι αυτός και μιμητής του, λίγο πριν πεθάνει, γράφει στο Ημερολόγιό του (22/23 Νοεμβρίου 1831) μετά την ανάγνωση του «Ίωνα» τούτα τα βαρυσήμαντα λόγια: «Από τον καιρό του Ευριπίδη έχουν γεννήσει όλα τα έθνη του κόσμου κανένα δραματουργό, που να είναι άξιος να του πάει τις παντούφλες;».
«Σημείο αντιλεγόμενο» έγινε ο Ευριπίδης στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Βιεννέζος ποιητής και κριτικός G. Schlegel (1808) αρνήθηκε την ποιητική αξία του Ευριπίδη. Τη γνώμη αυτή δεν τη δέχτηκαν οι δυο μεγάλοι ποιητές της Γερμανίας, ο Schiller και ο Goethe, ο οποίος μάλιστα δεν απέκρυψε και την αγανάκτησή του στις συνομιλίες του με τον Eckermann: «Μόνο γονατιστός είχε ο Schlegel το δικαίωμα να βρει λάθη σ’ έναν τόσο μεγάλο αρχαίο. Για να αισθανθεί και να τιμήσει κανείς μια μεγάλη προσωπικότητα, πρέπει κάτι να είναι και ο ίδιος. Όλοι όσοι αρνήθηκαν στον Ευριπίδη το ύψος, ήταν ή κακόμοιρα ανθρωπάκια, ανίκανα να υψωθούν ως αυτόν, ή αγύρτες αδιάντροποι...».
Ο ποιητής του απέραντου ωκεανού των συγκινήσεων και των παθών, «ο πλατύς ποταμός των δακρύων» όπως τον είπε ο Όσκαρ Ουάιλντ, με τα φιλοσοφικά ακροάματα και μελετήματα έγινε και μαθητής της ελληνικής σοφίας, που είχε βλαστήσει στην Ιωνία και μεταφυτεύθηκε στην Αθήνα. Στίχοι του από άδηλο δράμα, που τους διέσωσε ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωματείς Δ' 25, 157), αποτελούν και αυτοβιογραφική εξομολόγησή του και εγκώμιο της «ιστορίας», της σοφίας δηλαδή στον κύκλο της φιλοσοφίας, της φυσικής, της ηθικής, που αν την αποχτήσει ο άνθρωπος, στέκει μακριά από τις μικρότητες και τις ασχήμιες του κόσμου, κι αυτό είναι ευτυχία, τότε μπορεί να λέγεται «όλβιος» ο άνθρωπος. Παραθέτουμε τους στίχους σε μετάφραση:
«Καλότυχος ο κάτοχος σοφίας! Μήτε τους συμπολίτες του πασχίζει να βλάψει, μήτε σε άδικες πράξεις έχει το νου του. Εξετάζοντας πάντα το αιώνιο σύμπαν και για ποιο σκοπό και από πού και πώς ορίστηκε η αμετάβλητη τάξη του, δε συλλογιέται να πράξει έργα αισχρά».
Ποιητής και στοχαστής βυθίζει το μάτι του στην ανθρώπινη ψυχή, εξετάζει θρησκευτικά, ηθικά, κοινωνικά και βιοτικά ζητήματα και πασχίζει να φέρει τους φιλοσοφικούς στοχασμούς στο μεγάλο κοινό. Άδικα δεν τον είπαν σκηνικό φιλόσοφο.
Διαλέγοντας τις πιο παθητικές υποθέσεις, τις πιο γόνιμες σε θλίψεις και σε βίαια πάθη, παρουσιάζει τις πιο σκοτεινές δυνάμεις που φωλιάζουν στα βαθύτερα και ζοφερότερα σπήλαια της ψυχής και δεν υπακούουν στη λογική και μάχονται την ηθική αντίσταση. Είναι ζωγράφος του ένστικτου και των θυελλωδών εκρήξεων της ψυχής, ο ποιητής των συναισθηματικών υπάρξεων, στου οποίου το θέατρο τα γυναικεία πρόσωπα, πλούσια σε συναισθήματα μεταλλείο, πήραν την πρώτη θέση. Μακρά σειρά γυναικών περνούν επάνω στη σκηνή του: Μαρτυρικές παρθένες, σαν την Ιφιγένεια και την Πολυξένη, που πάντα μας επιβάλλονται με τον αυτοσεβασμό τους και την υπερηφάνεια, με τη σεμνότητα και τον ηρωισμό τους. Μα παρουσίασε και άλλου τύπου γυναίκες, που τις βαραίνουν μνησικακία και λύσσα για άγρια εκδίκηση, ή άλλες, που αν τις βάλει στο σημάδι το φτερωτό παιδί της Αφροδίτης, χάνουν τη γαλήνη της ψυχής τους, θολώνει ο νους τους, δεν ξέρουν τι κάνουν. Φέρνει μπροστά μας ολοζώντανα πρόσωπα κυριαρχημένα από σφοδρά ψυχικά πάθη, όπως για παράδειγμα την Εκάβη στην άγρια λύσσα της όταν παγίδευσε τον Πολυμήστορα, όπως τη Φαίδρα, όταν μπλέχτηκε στο πάθος που τη σκοτώνει κι όπως τη Μήδεια, που παραδομένη σε πάθος ακυβέρνητο από το χαλινό της φρόνησης, μήτε θέλει μήτε μπορεί να αντισταθεί στις σφοδρές ριπές του ανέμου που δέρνουν την ψυχή της.
Αυτές σκανδάλισαν και Αθηναίους και Αθηναίες. Αν σταματούσε στου πρώτου τύπου τις γυναίκες δε θα μπορούσε να πει κανένας τίποτε, όπως δεν είπαν και για τον Σοφοκλή, που έφερε μπρος στον κόσμο την Αντιγόνη από τα άδυτα του γυναικωνίτη ηρωίδα και μάρτυρα στεφανωμένη με φως, κι ας ήθελε το αθηναϊκό ακροατήριο της τραγωδίας τη γυναίκα άγνωστη και στους επαίνους και στους ψόγους. Τώρα πια δεν χρειάζεται τίποτε άλλο για να θεωρηθεί ο Ευριπίδης σκληρός εχθρός των γυναικών. Δεν είδαν στο έργο ρεαλισμό, ρεαλιστική απεικόνιση. Είδαν μισογυνισμό. Αυτό προκάλεσε το σατυρικό παιχνίδι του Αριστοφάνη το 411 π.Χ., τις «Θεσμοφοριάζουσες».
Η τραγωδία του Ευριπίδη μπήκε μέσα στη ζωή, κι έτσι κέρδισε εδάφη που δεν τα είχε πρωτύτερα. Οικογενειακές προστριβές, η ζωή των ταπεινών, ελαττώματα και προτερήματα της γυναίκας, που αυτός κυριολεκτικά την ανακάλυψε, ψυχικές αρρώστιες βρήκαν θέση στην Τραγωδία του, που παρουσιάζει έναν εντελώς καινούργιο κόσμο.
Είναι ένας κόσμος απογυμνωμένος από τη μεγαλοσύνη και την ασύγκριτη λάμψη, που του είχε δώσει ως τότε η μούσα των ποιητών, όμοια σαν την παλαιότατη Ελλάδα, που ο Θουκυδίδης της είχε αφαιρέσει τη βασιλική πορφύρα τη ριγμένη επάνω της από τους θρύλους και την ποίηση. Οι παμπάλαιοι ήρωες δεν είναι πια στη σκηνή του υπεράνθρωποι, γιατί ήξερε πως οι άνθρωποι πάντα οι ίδιοι είναι, σαν αυτούς που συναντάμε κάθε μέρα. Το θέατρό του έχει πολύ ρεαλισμό, που ο Σοφοκλής τον διαπιστώνει με την εύστοχη παρατήρηση, πως ο Ευριπίδης πλάθει τους ανθρώπους όπως είναι. Κι όταν κάνει τους ήρωες του ρητορικούς και κριτικούς, ικανούς να παλεύουν σ’ έναν «αγώνα λόγων» (Ιάσωνας - Μήδεια, Αγαμέμνονας - Μενέλαος, Ετεοκλής - Πολυνείκης, Άδμητος - Φέρης κ.α.), και επαναστάτες κατά των καθιερωμένων αξιών, τότε στο θέατρό του παρουσιάζονται άνθρωποι της εποχής του.
Όλα αυτά που είπαμε, προκαλούσαν το θαυμασμό των θεατών των τραγωδιών του, αλλά και την κατάκριση, και μάλιστα αυτή σε μεγαλύτερο βαθμό. Έβλεπαν πως απομακρυνόταν από το πνεύμα που υπήρχε στην άλλη, την παλιά, την ιερή τραγωδία. Ήταν κι αυτό μια άλλη αφορμή δυσμένειας.
Ο μαθητής του Αναξαγόρα δεν πλησιάζει τους θρύλους της ελληνικής ιερής ιστορίας με το δέος των ομότεχνών του. Άλλοτε διορθώνει τις χονδροειδείς λαϊκές ιδέες για τη θεότητα, άλλοτε τις επαναλαμβάνει όπως είναι στη λαϊκή τους μορφή, προκαλώντας έτσι τον ακροατή να βγάλει μόνος του συμπεράσματα για την αξιοπιστία ιστορημάτων πλασμένων σε εποχή πολύ μακρινή και πολύ διαφορετική από την εποχή του αττικού διαφωτισμού. Αυτό ήταν μια πολύ τσουχτερή ειρωνεία για τους θρήσκους, που με κανένα τρόπο δε θα μπορούσαν να του τη συγχωρήσουν. Άλλοτε αρνείται ορθά-κοφτά την αξιοπιστία του θρησκευτικού θρύλου, όπως στην «Ιφιγένεια την εν Ταύροις» (380-392) και στον «Ηρακλή Μαινόμενο» (1341 κ.ε.). Δεν είχε γνωριστεί άδικα με τα φιλοσοφικά συστήματα του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη και με τον Σωκράτη. Τον έκαναν να μορφώσει καθαρά την ιδέα για τον θεό. Έτσι πολλές φορές δεν περιορίζεται στην άρνηση. Προχωρώντας και σε θετική προσφορά διατυπώνει την πνευματικότητα του θείου. Όταν ο Απόστολος των Εθνών, οπλισμένος με γερή ελληνομάθεια, κήρυττε τον Άγνωστο Θεό στους Αθηναίους, δεν στήριξε την αποκάλυψή του στον Άρατο μονάχα και στον Κλεάνθη. Αναζήτησε όπλο και στο οπλοστάσιο του Αθηναίου ποιητή: «ποίος δ’ αν οίκος τεκτόνων πλασθείς υπό δέμας το θείον περιβάλει τοίχων πτυχαίς;». Φαίνεται ότι οι στίχοι αυτοί γύριζαν στο μυαλό του κι επειδή δεν μπορούσε να τους θυμηθεί λέξη προς λέξη, έδωσε το νόημά τους με την παράφραση: «Ούτος ουρανού και γης υπάρχων Κύριος ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί».
Δεν είναι παράξενο, που οι Πατέρες της Εκκλησίας βρήκαν πνεύμα χριστιανικό στις ιδέες του Ευριπίδη, και νεώτεροι φιλόλογοι τον είπαν πρόδρομο του Χριστιανισμού. Πρέπει όμως να προστεθεί ακόμα, πως όλα αυτά σκανδάλιζαν αρκετά το ακροατήριό του, έγιναν αφορμή να χαρακτηριστεί για άθεος και του έφεραν για κέρδος, τουλάχιστον από τους θρήσκους, τη δυσμένεια. Πιο τυχερός από το Σωκράτη δεν την πλήρωσε τόσο ακριβά, όσο εκείνος.
Με την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου στράτευσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της αθηναϊκής πολιτικής. Τη σπουδαιότητα της Αθήνας, στην υπεράσπιση της οποίας με επιβλητικό πεζό λόγο κάλεσε ο Περικλής (Θουκυδίδης Β' 41, 51) τους Αθηναίους, ο Ευριπίδης την εκφράζει με τρυφερό λυρισμό στο Γ' Στάσιμο της «Μήδειας», αποκορύφωμα μαγευτικής υμνολογίας της χώρας, την οποία θα χρειαστεί να υπερασπίσουν οι Ερεχθείδες. Απάντηση στο ιταμό τελεσίγραφο των Σπαρτιατών αποτελούν οι «Ηρακλείδες», που είναι και έκθεση της ιστορικής αποστολής των Αθηναίων να μένουν πιστοί σε ό,τι κάνει Ελλάδα την Ελλάδα. Συμβουλή στους Αθηναίους να συμμαχήσουν με το Άργος δίνει με τις «Ικέτιδες» και με άλλες δύο χαμένες του τραγωδίες, τον «Κρεσφόντη» και τον «Ερεχθέα», και συμβουλή στους Μολοσσούς να συμμαχήσουν με την Αθήνα δίνει με την «Ανδρομάχη», τραγωδία αντιλακωνική, που την προόριζε να παιχτεί στο θέατρο της Δωδώνης ή, σύμφωνα με τελευταία πιθανότερη γνώμη, στην Πασσαρώνα, την πρωτεύουσα των Μολοσσών.
Εύρημα δικό του είναι ο Πρόλογος, που έδινε τις πληροφορίες για το έργο, που σήμερα δίνουν τα προγράμματα των θεατρικών παραστάσεων. Ήταν απαραίτητη αυτή η παροχή πληροφοριών, γιατί ο Ευριπίδης προτιμούσε να εργάζεται με όχι πολύ γνωστούς μύθους ή με όχι πολύ γνωστές παραλλαγές τους, ή και γιατί πολλές φορές πραγματεύεται τους θρύλους με μεγάλη ελευθερία, τους τροποποιεί. Μετά τις επεξηγηματικές πληροφορίες του Προλόγου μπορούσε να καταπιαστεί με τα παθητικότερα μέρη του δράματος.
Ο από μηχανής θεός, δική του εφεύρεση κι αυτός, τερματίζει απότομα κι απροσδόκητα τη δύσκολα να ξεδιαλύνει πλοκή των γεγονότων και προλέγει τι θα απογίνουν οι ήρωες της τραγωδίας, πράγμα που είναι αδύνατο να το δουν τα μάτια των ανθρώπων στα άγνωστα βάθη του μέλλοντος. Έτσι, ικανοποιώντας και την κοινή απαίτηση και τη γιορτή που ήταν θρησκευτικά, παραδίδει κατά το τέλος της τραγωδίας τη μοίρα των θνητών στη βουλή και στα χέρια των θεών.
Τα χορικά του τραγούδια, παρόλο που φροντίζει να τα συνδέει με τα πράγματα της τραγωδίας, αφήνουν την εντύπωση πως δεν είναι σφιχτοδεμένα με το έργο. Μοιάζουν με ιντερμέδια. Έχουν όμως για αποζημίωση θέλγητρο και γλαφυρότητα και δυνατό συναίσθημα της φύσης και ωραίες εικόνες, κεντημένες σε πλούσια σχέδια, που γοητεύον τα μάτια. Διάθεση λυρική απλώνουν στις τραγωδίες του τα αμοιβαία άσματα των ηθοποιών και οι μονωδίες, που τις μεταχειρίστηκε πολύ περισσότερο από τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή. Η γοητεία τού άσματός του έσωσε και την Αθήνα από την καταστροφή και τους Σπαρτιάτες από την ντροπή να γίνουν καταστροφείς της (Πλουτάρχου, Λύσανδρος 15).Μετά το θάνατο του Ευριπίδη η τραγωδία πέφτει σε παρακμή. Νέοι ποιητές θα εμφανίζονται μέχρι τα χρόνια του Μ. Αλέξανδρου και θα προσπαθούν να ανανεώσουν παλαιά θέματα με θεατρικές εκπλήξεις, έντεχνους συνδυασμούς, αναγνωρίσεις κι επίδειξη ρητορικής, όχι με απεικόνιση χαρακτήρων. Θα τροφοδοτείται λοιπόν το ρεπερτόριο των θεατρικών παραστάσεων από τους παλαιότερους. Θίασοι ηθοποιών δίνουν παραστάσεις σε θέατρα που υπάρχουν σε όλες τις πόλεις, κυρίως από το δραματολόγιο του Ευριπίδη, που είναι ο ευνοημένος ποιητής της εποχής. Αυτός θα μεταδίδει τις δραματικές συγκινήσεις και θα συντελέσει κι αυτός, κοντά στους άλλους παράγοντες, να απλωθεί στην Ασία ο Ελληνισμός κι απ’ όσα συνδέονται μ’ αυτόν ό,τι ήταν δυνατόν.
Υποσημειώσεις:
[1] «Πάριο μάρμαρο», ή «Πάριο Χρονικό», είναι μεγάλη μαρμάρινη επιγραφή, καμωμένη στην Πάρο το 264 π.Χ. Αρχίζει από τον Κέκροπα και τελειώνει στη χρονιά 264 π.Χ. Περιέχει ειδήσεις για την πολιτική ιστορία, για την ιστορία των γραμμάτων, σημειώνει τη χρονιά της γέννησης και του θανάτου ποιητών, των νικών τους, μιλάει για την ίδρυση των αγώνων. Βρέθηκε στη Σμύρνη το 1627. Τώρα βρίσκεται στην Οξφόρδη. Το 1897 βρέθηκαν και άλλα κομμάτια.
[2] Αισχύλου απόσπασμα 4 στην Anthologia Lyrica, έκδοση Ed. Hiller.
[3] Άμορφο συμπίλημα για τη ζωή του Ευριπίδη, καμωμένο από πολλά χέρια.
[4] Βίος 5: Κατά τον Αύλο Γέλλιο (2ος μ.Χ. αιώνας) Χαλδαίοι είχαν προειπεί στον Μνήσαρχο την ευδοκίμηση του γιου του σε δημόσιους αγώνες (Noctes Atticae XV, 20).
[5] Βίος 7, Θωμάς Μάγιστρος (13ος-14ος μ.Χ. αιώνας), Αύλος Γέλλιος.
[6] Ο Διογένης ο Λαέρτιος (9, 54) παρέχει την πληροφορία πως στο σπίτι του Ευριπίδη είχε συγκεντρωθεί το ακροατήριο στο οποίο ο Πρωταγόρας διάβασε το έργο του «Περί θεών».
[7] Πιθανότατα παραστάσεις της μορφής του παρμένες από το χάλκινο ανδριάντα που του είχαν στήσει οι Αθηναίοι στο Διονυσιακό θέατρο μετά το θάνατό του.
[8] Τον 1ο μ.Χ. αιώνα εξακολουθούσε να έχει κάτι προνόμια στη Μαγνησία ένας ομώνυμος απόγονος του Θεμιστοκλή, φίλος και συμμαθητής του Πλούταρχου στη σχολή του Αμμωνίου (Πλούταρχου, Θεμιστοκλής 32).
[9] Είναι άγνωστο αν ο Ευριπίδης είχα κάνει, όσο ζούσε, συνολική έκδοση των δραμάτων του. Κατά τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα ο Λυκούργος κατάρτισε και κατάθεσε στα αρχεία της Πολιτείας ένα επίσημο χειρόγραφο των δραμάτων των τριών τραγικών, για να το συμβουλεύονται οι ηθοποιοί κι έτσι να αποφεύγονται νοθείες και παρεμβολές. Στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα ο Πτολεμαίος Γ' ο Ευεργέτης έδωσε στους Αθηναίους εγγύηση 15 τάλαντα και δανείστηκε το χειρόγραφο του Λυκούργου, για να διορθώσει τα χειρόγραφα των 3 τραγικών που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Μα προτίμησε να μη τηρήσει το λόγο του και να χάσει την εγγύηση. Κράτησε λοιπόν το χειρόγραφο του Λυκούργου και στους Αθηναίους έστειλε ένα αντίγραφο, που με όση προσοχή κι αν έγινε, κανένας δεν μπορεί να βεβαιώσει πως δεν είχε κανένα λάθος.
Το 408 π.Χ., γέρος πια, άφησε για πάντα την Αθήνα και πήγε στη Μαγνησία, την Ασιανή (αυτήν που είναι στον Μαίανδρο) πιθανότατα. Την πόλη αυτή την είχε χαρίσει ο Αρταξέρξης στον Θεμιστοκλή (Θουκυδίδης Α' 138), ο οποίος διωγμένος από την Αθήνα είχε καταφύγει στην περσική Αυλή. Τώρα την κυβερνούσαν απόγονοι του Θεμιστοκλή, υποτελείς στον βασιλιά των Περσών.[8]
Μπορούμε να πιστεύουμε μαζί με το «Βίο» πως στη Μαγνησία έγινε δεκτός με σεβασμό, όπως με σεβασμό θα τον δέχονταν και στη μακρινή και εχθρική Σικελία, όπου πολλοί Αθηναίοι αιχμάλωτοι, απαγγέλλοντας μονόλογους ή τραγουδώντας χορικά του κι αυτοί γλύτωσαν από τα φρικτά δεινά της αιχμαλωσίας (Πλούταρχου, Νικίας 29) κι έκαναν γνωστά ποιητικά αριστουργήματα του Ευριπίδη στην περιοχή του ελληνισμού της Σικελίας.
Πολλές αιτίες αναφέρονται γι’ αυτόν τον εκπατρισμό του Ευριπίδη σε μια ηλικία που δύσκολα τον αποφασίζει ένας γέρος και μάλιστα αν πρόκειται να διαπλεύσει το Αιγαίο, που δεν είναι πάντοτε στις καλές του. Ο ποιητής είχε πικραθεί από τη δυσμένεια των Αθηναίων, από τους χλευασμούς της Κωμωδίας και στενοχωριόταν που στους ποιητικούς αγώνες ήταν υποχρεωμένος να συναγωνίζεται και να συγκρίνεται με μέτριους ποιητές. Ασφαλώς θα το εύρισκε πολύ οδυνηρό, ποιητής αυτός όχι της αράδας, να αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στο θέατρο (έγραψε 92 τραγωδίες), και να πάρει βραβείο μονάχα 4 φορές. Είδε παραγνώριση της αξίας του και πικράθηκε. Έπειτα ήταν και τα γεράματα. Καλά το είπε ο Περικλής (Θουκυδίδης, ΙΙ 44, 4), οι γέροι τις θέλουν τις τιμές, είναι χαρά τους. Έβρισκε φρικτή πόλη την Αθήνα, όπως την είπε και με το στόμα του Ίωνα στην ομώνυμη τραγωδία του (στίχος 598 και 635). Μονάχα βαρυθυμία μπορούσε να νιώθει ο Ευριπίδης στην Αθήνα που παραδομένη στην κυριαρχία των δημαγωγών είχε φύγει πολύ μακριά από την Αθήνα των χρόνων του Περικλή και είχε πέσει σ’ εκείνη τη βαθύτατη ηθική αλλοίωση, όπως και όλος ο ελληνικός κόσμος που πολύ παραστατικά την περιγράφει ο Θουκυδίδης. Ακόμα και την ημέρα που έφευγε από την Αθήνα ο Ευριπίδης, δοκίμασε μια μεγάλη πίκρα για κάποια κοινή εις βάρος του χαιρεκακία. Ποιος ήταν ο λόγος αυτής της χαιρεκακίας δεν ξέρουμε. Μαρτυρείται μονάχα πως η χαρά αυτή τον στενοχώρησε.
Από τη Μαγνησία πήγε στη Μακεδονία καλεσμένος του βασιλιά Αρχέλαου, δίνοντας έτσι με αυτό το δεύτερο ταξίδι του απόδειξη της ζωτικότητάς του και της αντοχής του στους κόπους. Ικανός βασιλιάς ο Αρχέλαος, που τότε θεμελίωνε κράτος, που θα έδειχνε όλη τη μεγαλοσύνη του λίγες δεκαετηρίδες αργότερα, είχε φιλοδοξήσει να ανυψώσει την Πέλλα σε κέντρο πνευματικό και γι’ αυτό καλούσε στην Αυλή του φημισμένους ανθρώπους των γραμμάτων και καλλιτέχνες. Στην Πέλλα ο Ευριπίδης βρήκε τον ποιητή Αγάθωνα, τον μουσικό Τιμόθεο, το ζωγράφο Ζεύξη και ίσως και τον Θουκυδίδη. Πολύ τιμητικά τον δέχτηκε ο βασιλιάς. Μα κι ο Ευριπίδης έκανε του υψηλού του φίλου ένα δώρο: Έγραψε στην Πέλλα, για να παιχθεί στο θέατρό της, τον «Αρχέλαο», τραγωδία εμπνευσμένη από τη ζωή και τις περιπέτειες του παλιού Αρχέλαου, μακρινού απογόνου του Ηρακλή και ιδρυτή της δυναστείας. Για το θέατρο της Πέλλας έγραψε στη Μακεδονία και τις «Βάκχες».
Στην πατρίδα του δε θέλησε ή δεν πρόφτασε να ξαναγυρίσει. Πέθανε στην Πέλλα, πιθανότατα το 407. Όταν μαθεύτηκε στην Αθήνα ο θάνατός του, ο Σοφοκλής φόρεσε πένθιμη ενδυμασία και παρουσιάζοντας «τον χορό και τους υποκριτές αστεφάνωτους εν τω προαγώνι» («Βίος») απέσπασε τα δάκρια του δήμου.
Μια παράδοση, που η παράλειψή της από τον Αριστοφάνη στους «Βατράχους» (Λήναια, 405) την κάνει ύποπτη και δύσκολα πιστευτή, λέει ότι τάχα τον κατασπάραξαν σκύλοι κυνηγετικοί του Αρχέλαου.
Θάφτηκε στη Μακεδονία (Βίος 36, Παυσανίας 1, 2, 2), στην κοιλάδα της Αρέθουσας (Πλούταρχου, Λυκούργος 31), κοντά στην Αμφίπολη, κι ο μεγαλοπρεπής του τάφος, κατασκεύασμα του Αρχέλαου, έγινε τόπος προσκυνήματος των θαυμαστών του. Οι Αθηναίοι τον τίμησαν με κενοτάφιο. Η πληροφορία του «Βίου» για τον συνθέτη του επιγράμματος επάνω στο κενοτάφιο ταλαντεύεται μεταξύ του ιστορικού Θουκυδίδη και του μελοποιού Τιμόθεου. Πάντως, ο πρώτος στίχος μας θυμίζει τη φράση από τον Θουκυδίδη «ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος». Παραθέτουμε το επίγραμμα σε μετάφραση:
«Τάφος του Ευριπίδη είναι όλη η Ελλάδα. Τα οστά του τα κρατάει η Μακεδονία, όπου δέχτηκε τον θάνατο. Πατρίδα του είναι η Αθήνα, η Ελλάδα της Ελλάδας. Πολλές είναι οι χαρές που έδωσε με τα τραγούδια του, και γι’ αυτό πολλοί είναι κι εκείνοι που τον τιμούν».
Τον επόμενο αιώνα οι Αθηναίοι του έστησαν χάλκινο ανδριάντα μαζί με τους ανδριάντες του Αισχύλου και του Σοφοκλή στο θέατρο του Διονύσου, κατά πρόταση του ρήτορα Λυκούργου, που έκανε και την πρώτη επίσημη έκδοση των τριών τραγικών.[9]
Ένας θρύλος που τον διέσωσε ο Πλούταρχος (Λυκούργος, 31), λέει πως μια εξαιρετική τιμή έκανε κι ο θεός των κεραυνών στον Ευριπίδη, που μονάχα στο νομοθέτη Λυκούργο είχε γίνει πρωτύτερα. Κεραυνός έπεσε και στον τάφο του Ευριπίδη στην Αρέθουσα, όπως είχε πέσει και στου Λυκούργου στη Σπάρτη. Τούτο το ιστόρημα δείχνει τη γνώμη που είχε απλωθεί στην Ελλάδα για τον ποιητή.
Άφησε τρεις γιους, τον Μνησαρχίδη, που είχε γίνει έμπορος, τον ηθοποιό Μνησίλοχο και τον δραματικό ποιητή Ευριπίδη. Στα κατάλοιπά του βρέθηκαν ο «Αλκμέων ο δια Κορίνθου» και η «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι».
Ο Ευριπίδης έγραψε και ελεγείες και άλλα λυρικά ποιήματα. Στον Πλούταρχο (Νικίας 17) διατηρείται το επίγραμμα που είχε γράψει για τους νεκρούς του εκστρατευτικού σώματος των Αθηναίων στη Σικελία. Από τον Πλούταρχο (Αλκιβιάδης 11), πάλι μαθαίνουμε ότι έγραψε κι έναν επινίκιο ύμνο για τιμή του Αλκιβιάδη, που στα Ολύμπια είχε κερδίσει τρία στεφάνια νίκης σε αρματοδρομία.
Έγραψε ενενήντα δράματα. Από όλον αυτόν το μεγάλο θησαυρό γλύτωσαν 18 τραγωδίες και ένα δράμα σατυρικό, ο «Κύκλωψ». Σημειώνονται εδώ τα σωζόμενα έργα του κατά τη σειρά που τα παρουσίασε, που γι’ άλλα είναι βέβαιη και γι’ άλλα εικάζεται και παραμένει μονάχα πιθανή.
Άλκηστις 438 π.Χ., Μήδεια 431, Ηρακλείδαι 430-427, Ιππόλυτος στεφανηφόρος 428, Ανδρομάχη 427-425, Εκάβη 424, Ικέτιδες 422, Ηρακλής Μαινόμενος 424-420, Ίων 418, Τρωάδες 415, Ιφιγένεια η εν Ταύροις 414-410, Ηλέκτρα 413, Ελένη 412, Φοίνισσαι 411-408, Ορέστης 408. Το σατυρικό δράμα «Κύκλωψ» στα 428-425. Μετά το θάνατό του «Βάκχαι» και «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι» 405. Ο «Ρήσος» αμφισβητείται, Θεωρείται έργο του 4ου αιώνα, άλλοι τον κατεβάζουν στους χρόνους των Πτολεμαίων. Ο Murray τον θεωρεί νεανικό έργο του ποιητή, που αργότερα αρκετά μέρη του ξαναδουλεύτηκαν. Ο Grosens το θεωρεί γνήσιο έργο του Ευριπίδη και θεωρεί ότι κάτω από το όνομα του Ρήσου κρύβεται ο βασιλιάς της Θράκης Σιτάλκης και πως η τραγωδία παίχτηκε στα 424 π.Χ.
Από τα δράματα που χάθηκαν έχουν διασωθεί πάρα πολλά και πολύ αξιόλογα αποσπάσματα σε κείμενα άλλων συγγραφέων ή σε περγαμηνές και παπύρους, που ξεθάβονται στην Αίγυπτο.
Από τα ονόματα των τραγωδιών του βρίσκουμε πως τις υποθέσεις του ο ποιητής τις πήρε από τον Τρωικό κύκλο, από τους Θηβαϊκούς θρύλους, που σχετίζονται με τον Ηρακλή και τον οίκο των Λαβδακιδών, από τους θρύλους του Άργους για τον Περσέα και τους Ατρείδες. Σε άλλες πάλι τραγωδίες βρήκαν θέση θρύλοι Θεσσαλικοί και σε άλλες θρύλοι Αττικοί.
Από τις 23 τετραλογίες που έγραψε ο Ευριπίδης, μονάχα 5 τιμήθηκαν με πρώτο βραβείο. Για πρώτη φορά πήρε βραβείο 13 χρόνια μετά την εμφάνισή του στο θέατρο, το 442, με μια τετραλογία άγνωστη σε μας. Το πέμπτο βραβείο το πήρε μετά το θάνατό του με τις «Βάκχες». Από τις νίκες που κέρδισε, όσο ζούσε, ξέρουμε μια μονάχα, τη νίκη για τον «Ιππόλυτο». Υπήρξε δυσμενής απέναντί του η επίσημη αθηναϊκή κριτική.
Παρόλη τη δυσμένεια της επίσημης κριτικής είχε μεγάλη εκτίμηση από το μεγάλο πλήθος των Αθηναίων. Αυτό ακριβώς συνάγεται από τους αδιάκοπους χλευασμούς του Αριστοφάνη, που σε καμιά από τις σωζόμενες κωμωδίες του δεν τον λησμονεί. Αν ήταν αφανής ο Ευριπίδης, θα αναζητούσε κι ο Αριστοφάνης αλλού το στόχο των βελών του. Καλά είπε ο Σοφοκλής (Αίας 154): «Και βέβαια στις μεγάλες ψυχές αν σημαδέψεις, κάπου θα πετύχεις» (απόδοση Δημ. Σάρρος).
Από τον ίδιο τον Αριστοφάνη έχουμε την ένδειξη, πως ο Ευριπίδης ήταν ο αγαπημένος της νεολαίας, που εκπρόσωπός της ο Φειδιππίδης στις «Νεφέλες» (στίχος 1377) τον λέει «σοφότατον».
Λίγο μετά το θάνατο του Ευριπίδη ο Αριστοφάνης στους «Βατράχους» του (869) είχε πει πως η ποίηση του ποιητή, τον οποίο με λύσσα πολέμησε σ’ όλες του τις κωμωδίες, ήταν λιγόζωη και πως μαζί του πέθανε κι αυτή. Μα έγινε το αντίθετο. Ο Ευριπίδης κυριολεκτικά λατρεύτηκε σε όλον τον κόσμο. Ο Μ. Αλέξανδρος κατά την εκστρατεία του τον είχε στην κινητή του βιβλιοθήκη (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 8), και κρίσεις του εξέφραζε με στίχους ή μάλλον γνωμικά του Ευριπίδη (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 53). Ο Κλείτος, και μεθυσμένος που ήταν, στίχο του Ευριπίδη θυμήθηκε για να λοιδορήσει τον Αλέξανδρο (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 51).
Η φήμη του απλώθηκε κι έξω από τον Ελληνισμό. 300 χρόνια αργότερα ο Ιούλιος Καίσαρας, που κάποτε είχε δηλώσει πως τα δευτερεία στη Ρώμη θα τα θυσίαζε πρόθυμα για τα πρωτεία σ’ ένα χωριό, συχνά και με ευχαρίστησή του με στίχους του Ευριπίδη (Φοίνισσαι 504-506) φανέρωνε τη φιλαρχία που του φλόγιζε τα σωθικά, όπως και ο Οκταβιανός σε στίχο του Ευριπίδη κατέφευγε πάλι (Φοίνισσαι 599), για να δικαιολογήσει την πολιτική του. Έγινε ο ποιητής των θεατρικών παραστάσεων στις Αυλές των βασιλιάδων της Ασίας (Πλουτάρχου, Κράσος 33). Ρήτορες τον διαβάζουν και αναφέρουν περικοπές του, όπως π.χ. ο Λυκούργος στο λόγο του «Κατά Λεωκράτους». Οι ποιητές της Νέας Κωμωδίας τον έχουν για οδηγό τους και δάσκαλο. Της Νέας Κωμωδίας ποιητής, ο Φιλήμων, δηλώνει πως δε θα είχε κανένα δισταγμό να τερματίσει τη ζωή του, αν ήταν βέβαιος πως θα συναντούσε τον Ευριπίδη.
Με τον Ευριπίδη κι από τον Ευριπίδη άρχισε η αττική γλώσσα να παίρνει τον τύπο που κράτησε για χίλια χρόνια ως φιλολογική γλώσσα και όργανο πολιτισμού στον ελληνικό κόσμο. Τον διαβάζουν και τον μιμούνται οι τραγικοί της Ρώμης. Η δόξα του δεν έσβησε στο Μεσαίωνα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας απομνημονεύουν γνωμικά του. Η βασιλεία του παραμένει ακλόνητη και στους νέους χρόνους. Ο Ρακίνας, ο Κορνήλιος, ο Σίλερ τον μελετούν και προσπαθούν να τον μιμηθούν. Ο Γκαίτε, θαυμαστής κι αυτός και μιμητής του, λίγο πριν πεθάνει, γράφει στο Ημερολόγιό του (22/23 Νοεμβρίου 1831) μετά την ανάγνωση του «Ίωνα» τούτα τα βαρυσήμαντα λόγια: «Από τον καιρό του Ευριπίδη έχουν γεννήσει όλα τα έθνη του κόσμου κανένα δραματουργό, που να είναι άξιος να του πάει τις παντούφλες;».
«Σημείο αντιλεγόμενο» έγινε ο Ευριπίδης στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Βιεννέζος ποιητής και κριτικός G. Schlegel (1808) αρνήθηκε την ποιητική αξία του Ευριπίδη. Τη γνώμη αυτή δεν τη δέχτηκαν οι δυο μεγάλοι ποιητές της Γερμανίας, ο Schiller και ο Goethe, ο οποίος μάλιστα δεν απέκρυψε και την αγανάκτησή του στις συνομιλίες του με τον Eckermann: «Μόνο γονατιστός είχε ο Schlegel το δικαίωμα να βρει λάθη σ’ έναν τόσο μεγάλο αρχαίο. Για να αισθανθεί και να τιμήσει κανείς μια μεγάλη προσωπικότητα, πρέπει κάτι να είναι και ο ίδιος. Όλοι όσοι αρνήθηκαν στον Ευριπίδη το ύψος, ήταν ή κακόμοιρα ανθρωπάκια, ανίκανα να υψωθούν ως αυτόν, ή αγύρτες αδιάντροποι...».
Ο ποιητής του απέραντου ωκεανού των συγκινήσεων και των παθών, «ο πλατύς ποταμός των δακρύων» όπως τον είπε ο Όσκαρ Ουάιλντ, με τα φιλοσοφικά ακροάματα και μελετήματα έγινε και μαθητής της ελληνικής σοφίας, που είχε βλαστήσει στην Ιωνία και μεταφυτεύθηκε στην Αθήνα. Στίχοι του από άδηλο δράμα, που τους διέσωσε ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωματείς Δ' 25, 157), αποτελούν και αυτοβιογραφική εξομολόγησή του και εγκώμιο της «ιστορίας», της σοφίας δηλαδή στον κύκλο της φιλοσοφίας, της φυσικής, της ηθικής, που αν την αποχτήσει ο άνθρωπος, στέκει μακριά από τις μικρότητες και τις ασχήμιες του κόσμου, κι αυτό είναι ευτυχία, τότε μπορεί να λέγεται «όλβιος» ο άνθρωπος. Παραθέτουμε τους στίχους σε μετάφραση:
«Καλότυχος ο κάτοχος σοφίας! Μήτε τους συμπολίτες του πασχίζει να βλάψει, μήτε σε άδικες πράξεις έχει το νου του. Εξετάζοντας πάντα το αιώνιο σύμπαν και για ποιο σκοπό και από πού και πώς ορίστηκε η αμετάβλητη τάξη του, δε συλλογιέται να πράξει έργα αισχρά».
Ποιητής και στοχαστής βυθίζει το μάτι του στην ανθρώπινη ψυχή, εξετάζει θρησκευτικά, ηθικά, κοινωνικά και βιοτικά ζητήματα και πασχίζει να φέρει τους φιλοσοφικούς στοχασμούς στο μεγάλο κοινό. Άδικα δεν τον είπαν σκηνικό φιλόσοφο.
Διαλέγοντας τις πιο παθητικές υποθέσεις, τις πιο γόνιμες σε θλίψεις και σε βίαια πάθη, παρουσιάζει τις πιο σκοτεινές δυνάμεις που φωλιάζουν στα βαθύτερα και ζοφερότερα σπήλαια της ψυχής και δεν υπακούουν στη λογική και μάχονται την ηθική αντίσταση. Είναι ζωγράφος του ένστικτου και των θυελλωδών εκρήξεων της ψυχής, ο ποιητής των συναισθηματικών υπάρξεων, στου οποίου το θέατρο τα γυναικεία πρόσωπα, πλούσια σε συναισθήματα μεταλλείο, πήραν την πρώτη θέση. Μακρά σειρά γυναικών περνούν επάνω στη σκηνή του: Μαρτυρικές παρθένες, σαν την Ιφιγένεια και την Πολυξένη, που πάντα μας επιβάλλονται με τον αυτοσεβασμό τους και την υπερηφάνεια, με τη σεμνότητα και τον ηρωισμό τους. Μα παρουσίασε και άλλου τύπου γυναίκες, που τις βαραίνουν μνησικακία και λύσσα για άγρια εκδίκηση, ή άλλες, που αν τις βάλει στο σημάδι το φτερωτό παιδί της Αφροδίτης, χάνουν τη γαλήνη της ψυχής τους, θολώνει ο νους τους, δεν ξέρουν τι κάνουν. Φέρνει μπροστά μας ολοζώντανα πρόσωπα κυριαρχημένα από σφοδρά ψυχικά πάθη, όπως για παράδειγμα την Εκάβη στην άγρια λύσσα της όταν παγίδευσε τον Πολυμήστορα, όπως τη Φαίδρα, όταν μπλέχτηκε στο πάθος που τη σκοτώνει κι όπως τη Μήδεια, που παραδομένη σε πάθος ακυβέρνητο από το χαλινό της φρόνησης, μήτε θέλει μήτε μπορεί να αντισταθεί στις σφοδρές ριπές του ανέμου που δέρνουν την ψυχή της.
Αυτές σκανδάλισαν και Αθηναίους και Αθηναίες. Αν σταματούσε στου πρώτου τύπου τις γυναίκες δε θα μπορούσε να πει κανένας τίποτε, όπως δεν είπαν και για τον Σοφοκλή, που έφερε μπρος στον κόσμο την Αντιγόνη από τα άδυτα του γυναικωνίτη ηρωίδα και μάρτυρα στεφανωμένη με φως, κι ας ήθελε το αθηναϊκό ακροατήριο της τραγωδίας τη γυναίκα άγνωστη και στους επαίνους και στους ψόγους. Τώρα πια δεν χρειάζεται τίποτε άλλο για να θεωρηθεί ο Ευριπίδης σκληρός εχθρός των γυναικών. Δεν είδαν στο έργο ρεαλισμό, ρεαλιστική απεικόνιση. Είδαν μισογυνισμό. Αυτό προκάλεσε το σατυρικό παιχνίδι του Αριστοφάνη το 411 π.Χ., τις «Θεσμοφοριάζουσες».
Η τραγωδία του Ευριπίδη μπήκε μέσα στη ζωή, κι έτσι κέρδισε εδάφη που δεν τα είχε πρωτύτερα. Οικογενειακές προστριβές, η ζωή των ταπεινών, ελαττώματα και προτερήματα της γυναίκας, που αυτός κυριολεκτικά την ανακάλυψε, ψυχικές αρρώστιες βρήκαν θέση στην Τραγωδία του, που παρουσιάζει έναν εντελώς καινούργιο κόσμο.
Είναι ένας κόσμος απογυμνωμένος από τη μεγαλοσύνη και την ασύγκριτη λάμψη, που του είχε δώσει ως τότε η μούσα των ποιητών, όμοια σαν την παλαιότατη Ελλάδα, που ο Θουκυδίδης της είχε αφαιρέσει τη βασιλική πορφύρα τη ριγμένη επάνω της από τους θρύλους και την ποίηση. Οι παμπάλαιοι ήρωες δεν είναι πια στη σκηνή του υπεράνθρωποι, γιατί ήξερε πως οι άνθρωποι πάντα οι ίδιοι είναι, σαν αυτούς που συναντάμε κάθε μέρα. Το θέατρό του έχει πολύ ρεαλισμό, που ο Σοφοκλής τον διαπιστώνει με την εύστοχη παρατήρηση, πως ο Ευριπίδης πλάθει τους ανθρώπους όπως είναι. Κι όταν κάνει τους ήρωες του ρητορικούς και κριτικούς, ικανούς να παλεύουν σ’ έναν «αγώνα λόγων» (Ιάσωνας - Μήδεια, Αγαμέμνονας - Μενέλαος, Ετεοκλής - Πολυνείκης, Άδμητος - Φέρης κ.α.), και επαναστάτες κατά των καθιερωμένων αξιών, τότε στο θέατρό του παρουσιάζονται άνθρωποι της εποχής του.
Όλα αυτά που είπαμε, προκαλούσαν το θαυμασμό των θεατών των τραγωδιών του, αλλά και την κατάκριση, και μάλιστα αυτή σε μεγαλύτερο βαθμό. Έβλεπαν πως απομακρυνόταν από το πνεύμα που υπήρχε στην άλλη, την παλιά, την ιερή τραγωδία. Ήταν κι αυτό μια άλλη αφορμή δυσμένειας.
Ο μαθητής του Αναξαγόρα δεν πλησιάζει τους θρύλους της ελληνικής ιερής ιστορίας με το δέος των ομότεχνών του. Άλλοτε διορθώνει τις χονδροειδείς λαϊκές ιδέες για τη θεότητα, άλλοτε τις επαναλαμβάνει όπως είναι στη λαϊκή τους μορφή, προκαλώντας έτσι τον ακροατή να βγάλει μόνος του συμπεράσματα για την αξιοπιστία ιστορημάτων πλασμένων σε εποχή πολύ μακρινή και πολύ διαφορετική από την εποχή του αττικού διαφωτισμού. Αυτό ήταν μια πολύ τσουχτερή ειρωνεία για τους θρήσκους, που με κανένα τρόπο δε θα μπορούσαν να του τη συγχωρήσουν. Άλλοτε αρνείται ορθά-κοφτά την αξιοπιστία του θρησκευτικού θρύλου, όπως στην «Ιφιγένεια την εν Ταύροις» (380-392) και στον «Ηρακλή Μαινόμενο» (1341 κ.ε.). Δεν είχε γνωριστεί άδικα με τα φιλοσοφικά συστήματα του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη και με τον Σωκράτη. Τον έκαναν να μορφώσει καθαρά την ιδέα για τον θεό. Έτσι πολλές φορές δεν περιορίζεται στην άρνηση. Προχωρώντας και σε θετική προσφορά διατυπώνει την πνευματικότητα του θείου. Όταν ο Απόστολος των Εθνών, οπλισμένος με γερή ελληνομάθεια, κήρυττε τον Άγνωστο Θεό στους Αθηναίους, δεν στήριξε την αποκάλυψή του στον Άρατο μονάχα και στον Κλεάνθη. Αναζήτησε όπλο και στο οπλοστάσιο του Αθηναίου ποιητή: «ποίος δ’ αν οίκος τεκτόνων πλασθείς υπό δέμας το θείον περιβάλει τοίχων πτυχαίς;». Φαίνεται ότι οι στίχοι αυτοί γύριζαν στο μυαλό του κι επειδή δεν μπορούσε να τους θυμηθεί λέξη προς λέξη, έδωσε το νόημά τους με την παράφραση: «Ούτος ουρανού και γης υπάρχων Κύριος ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί».
Δεν είναι παράξενο, που οι Πατέρες της Εκκλησίας βρήκαν πνεύμα χριστιανικό στις ιδέες του Ευριπίδη, και νεώτεροι φιλόλογοι τον είπαν πρόδρομο του Χριστιανισμού. Πρέπει όμως να προστεθεί ακόμα, πως όλα αυτά σκανδάλιζαν αρκετά το ακροατήριό του, έγιναν αφορμή να χαρακτηριστεί για άθεος και του έφεραν για κέρδος, τουλάχιστον από τους θρήσκους, τη δυσμένεια. Πιο τυχερός από το Σωκράτη δεν την πλήρωσε τόσο ακριβά, όσο εκείνος.
Με την έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου στράτευσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της αθηναϊκής πολιτικής. Τη σπουδαιότητα της Αθήνας, στην υπεράσπιση της οποίας με επιβλητικό πεζό λόγο κάλεσε ο Περικλής (Θουκυδίδης Β' 41, 51) τους Αθηναίους, ο Ευριπίδης την εκφράζει με τρυφερό λυρισμό στο Γ' Στάσιμο της «Μήδειας», αποκορύφωμα μαγευτικής υμνολογίας της χώρας, την οποία θα χρειαστεί να υπερασπίσουν οι Ερεχθείδες. Απάντηση στο ιταμό τελεσίγραφο των Σπαρτιατών αποτελούν οι «Ηρακλείδες», που είναι και έκθεση της ιστορικής αποστολής των Αθηναίων να μένουν πιστοί σε ό,τι κάνει Ελλάδα την Ελλάδα. Συμβουλή στους Αθηναίους να συμμαχήσουν με το Άργος δίνει με τις «Ικέτιδες» και με άλλες δύο χαμένες του τραγωδίες, τον «Κρεσφόντη» και τον «Ερεχθέα», και συμβουλή στους Μολοσσούς να συμμαχήσουν με την Αθήνα δίνει με την «Ανδρομάχη», τραγωδία αντιλακωνική, που την προόριζε να παιχτεί στο θέατρο της Δωδώνης ή, σύμφωνα με τελευταία πιθανότερη γνώμη, στην Πασσαρώνα, την πρωτεύουσα των Μολοσσών.
Εύρημα δικό του είναι ο Πρόλογος, που έδινε τις πληροφορίες για το έργο, που σήμερα δίνουν τα προγράμματα των θεατρικών παραστάσεων. Ήταν απαραίτητη αυτή η παροχή πληροφοριών, γιατί ο Ευριπίδης προτιμούσε να εργάζεται με όχι πολύ γνωστούς μύθους ή με όχι πολύ γνωστές παραλλαγές τους, ή και γιατί πολλές φορές πραγματεύεται τους θρύλους με μεγάλη ελευθερία, τους τροποποιεί. Μετά τις επεξηγηματικές πληροφορίες του Προλόγου μπορούσε να καταπιαστεί με τα παθητικότερα μέρη του δράματος.
Ο από μηχανής θεός, δική του εφεύρεση κι αυτός, τερματίζει απότομα κι απροσδόκητα τη δύσκολα να ξεδιαλύνει πλοκή των γεγονότων και προλέγει τι θα απογίνουν οι ήρωες της τραγωδίας, πράγμα που είναι αδύνατο να το δουν τα μάτια των ανθρώπων στα άγνωστα βάθη του μέλλοντος. Έτσι, ικανοποιώντας και την κοινή απαίτηση και τη γιορτή που ήταν θρησκευτικά, παραδίδει κατά το τέλος της τραγωδίας τη μοίρα των θνητών στη βουλή και στα χέρια των θεών.
Τα χορικά του τραγούδια, παρόλο που φροντίζει να τα συνδέει με τα πράγματα της τραγωδίας, αφήνουν την εντύπωση πως δεν είναι σφιχτοδεμένα με το έργο. Μοιάζουν με ιντερμέδια. Έχουν όμως για αποζημίωση θέλγητρο και γλαφυρότητα και δυνατό συναίσθημα της φύσης και ωραίες εικόνες, κεντημένες σε πλούσια σχέδια, που γοητεύον τα μάτια. Διάθεση λυρική απλώνουν στις τραγωδίες του τα αμοιβαία άσματα των ηθοποιών και οι μονωδίες, που τις μεταχειρίστηκε πολύ περισσότερο από τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή. Η γοητεία τού άσματός του έσωσε και την Αθήνα από την καταστροφή και τους Σπαρτιάτες από την ντροπή να γίνουν καταστροφείς της (Πλουτάρχου, Λύσανδρος 15).Μετά το θάνατο του Ευριπίδη η τραγωδία πέφτει σε παρακμή. Νέοι ποιητές θα εμφανίζονται μέχρι τα χρόνια του Μ. Αλέξανδρου και θα προσπαθούν να ανανεώσουν παλαιά θέματα με θεατρικές εκπλήξεις, έντεχνους συνδυασμούς, αναγνωρίσεις κι επίδειξη ρητορικής, όχι με απεικόνιση χαρακτήρων. Θα τροφοδοτείται λοιπόν το ρεπερτόριο των θεατρικών παραστάσεων από τους παλαιότερους. Θίασοι ηθοποιών δίνουν παραστάσεις σε θέατρα που υπάρχουν σε όλες τις πόλεις, κυρίως από το δραματολόγιο του Ευριπίδη, που είναι ο ευνοημένος ποιητής της εποχής. Αυτός θα μεταδίδει τις δραματικές συγκινήσεις και θα συντελέσει κι αυτός, κοντά στους άλλους παράγοντες, να απλωθεί στην Ασία ο Ελληνισμός κι απ’ όσα συνδέονται μ’ αυτόν ό,τι ήταν δυνατόν.
Υποσημειώσεις:
[1] «Πάριο μάρμαρο», ή «Πάριο Χρονικό», είναι μεγάλη μαρμάρινη επιγραφή, καμωμένη στην Πάρο το 264 π.Χ. Αρχίζει από τον Κέκροπα και τελειώνει στη χρονιά 264 π.Χ. Περιέχει ειδήσεις για την πολιτική ιστορία, για την ιστορία των γραμμάτων, σημειώνει τη χρονιά της γέννησης και του θανάτου ποιητών, των νικών τους, μιλάει για την ίδρυση των αγώνων. Βρέθηκε στη Σμύρνη το 1627. Τώρα βρίσκεται στην Οξφόρδη. Το 1897 βρέθηκαν και άλλα κομμάτια.
[2] Αισχύλου απόσπασμα 4 στην Anthologia Lyrica, έκδοση Ed. Hiller.
[3] Άμορφο συμπίλημα για τη ζωή του Ευριπίδη, καμωμένο από πολλά χέρια.
[4] Βίος 5: Κατά τον Αύλο Γέλλιο (2ος μ.Χ. αιώνας) Χαλδαίοι είχαν προειπεί στον Μνήσαρχο την ευδοκίμηση του γιου του σε δημόσιους αγώνες (Noctes Atticae XV, 20).
[5] Βίος 7, Θωμάς Μάγιστρος (13ος-14ος μ.Χ. αιώνας), Αύλος Γέλλιος.
[6] Ο Διογένης ο Λαέρτιος (9, 54) παρέχει την πληροφορία πως στο σπίτι του Ευριπίδη είχε συγκεντρωθεί το ακροατήριο στο οποίο ο Πρωταγόρας διάβασε το έργο του «Περί θεών».
[7] Πιθανότατα παραστάσεις της μορφής του παρμένες από το χάλκινο ανδριάντα που του είχαν στήσει οι Αθηναίοι στο Διονυσιακό θέατρο μετά το θάνατό του.
[8] Τον 1ο μ.Χ. αιώνα εξακολουθούσε να έχει κάτι προνόμια στη Μαγνησία ένας ομώνυμος απόγονος του Θεμιστοκλή, φίλος και συμμαθητής του Πλούταρχου στη σχολή του Αμμωνίου (Πλούταρχου, Θεμιστοκλής 32).
[9] Είναι άγνωστο αν ο Ευριπίδης είχα κάνει, όσο ζούσε, συνολική έκδοση των δραμάτων του. Κατά τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα ο Λυκούργος κατάρτισε και κατάθεσε στα αρχεία της Πολιτείας ένα επίσημο χειρόγραφο των δραμάτων των τριών τραγικών, για να το συμβουλεύονται οι ηθοποιοί κι έτσι να αποφεύγονται νοθείες και παρεμβολές. Στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα ο Πτολεμαίος Γ' ο Ευεργέτης έδωσε στους Αθηναίους εγγύηση 15 τάλαντα και δανείστηκε το χειρόγραφο του Λυκούργου, για να διορθώσει τα χειρόγραφα των 3 τραγικών που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Μα προτίμησε να μη τηρήσει το λόγο του και να χάσει την εγγύηση. Κράτησε λοιπόν το χειρόγραφο του Λυκούργου και στους Αθηναίους έστειλε ένα αντίγραφο, που με όση προσοχή κι αν έγινε, κανένας δεν μπορεί να βεβαιώσει πως δεν είχε κανένα λάθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου