Από τους ομηρικούς ως τους τελευταίους ιστορικούς χρόνους οι αρχαίοι πίστευαν ότι η ψυχή του άταφου δεν αξιωνόταν να μπει στον Άδη, αλλά ότι τριγυρνούσε αιώνια έξω από τις πύλες του. Έτσι ο νεκρός Πάτροκλος παρουσιάζεται στον Αχιλλέα στον ύπνο του και του ζητάει ταφή (Ιλιάδα Ψ 71 κ.ε.):
«Θάψε με, όσο μπορείς πιο γρήγορα, για να περάσω τις πόρτες του Άδη. Μακριά με κρατούν οι ψυχές, οι ίσκιοι των πεθαμένων, κι ακόμα δε με αφήνουν να διαβώ πέρα από το ποτάμι, και να σμίξω μαζί τους, μόνον έτσι τριγυρνώ επάνω-κάτω μπρος στου Άδη το παλάτι με τις πλατιές τις πόρτες».
Για τους αρχαίους, λοιπόν, ήταν η πιο φρικτή απανθρωπιά το να αρνηθεί κανείς σ’ ένα νεκρό τάφο και αυτό προκαλούσε την οργή των θεών, όπως έγινε στη Θήβα, που πλήρωσε με τόσους θανάτους και πρόωρους τοκετούς (Σοφοκλή, Οιδίπους Τύραννος, 22 κ.ε.) την προσταγή του Κρέοντα να μη ταφεί ο Πολυνείκης.
Για τη ματαίωση ακριβώς αυτής της απανθρωπιάς ένας «νόμος παλαιός δαιμόνων», όπως λέγεται εδώ (Ικέτιδες 563), που ίσχυε σε όλο τον ελληνικό κόσμο, «Πανελλήνων νόμος» (Ικέτιδες 526), όριζε να μην αφήνονται άταφοι οι νεκροί, ακόμα και οι εχθροί που έπεφταν στις μάχες. Στο Μαραθώνα οι Αθηναίοι έθαψαν και τους νεκρούς των Μήδων, αφού ο Δάτις και ο Αρταφέρνης τους είχαν παρατήσει στο πεδίο της μάχης (Παυσανίας 1, 32, 4).
Η διαδικασία της παραλαβής των νεκρών γινόταν ως εξής: Οι νικημένοι ζητούσαν τους νεκρούς από το στρατό των νικητών κι αυτοί, αν δεν ήθελαν να ασεβήσουν, έπρεπε να τους παραδώσουν. Αυτή η πράξη των νικημένων λογαριαζόταν ως παραδοχή τους ότι είχαν ηττηθεί.
Ένα επεισόδιο του Πελοποννησιακού πολέμου με ήρωα τον ευσεβή στρατηγό Νικία στα 425, δείχνει πόση σημασία έδιναν στην ταφή των νεκρών.
Οι Αθηναίοι είχαν νικήσει τους Κορινθίους και μετά, μόλις έμαθαν ότι έρχονταν για να τους κτυπήσουν άλλοι Πελοποννήσιοι, πήραν στα πλοία τους νεκρούς τους, εκτός από δύο, που παρόλα τα ψαξίματα δεν μπόρεσαν να τους βρουν, κι έφυγαν στα κοντινά νησιά, που είναι απέναντι στον Κρομμυώνα, τους σημερινούς Αγίους Θεοδώρους (Θουκυδίδης Δ' 97 κ.ε.).
Από τα νησιά αυτά έστειλε ο Νικίας κήρυκες στους Κορινθίους και, νικητής αυτός, πήρε τη θέση ηττημένου, έσκυψε το κεφάλι και ζήτησε τους δύο νεκρούς. Έτσι προτίμησε, όπως σχολιάζει ο Πλούταρχος («Νικίας» ΙV), να αρνηθεί τη νίκη και τη δόξα παρά να αφήσει άταφους δύο πολίτες.
Για τον Ισοκράτη στον «Πλαταϊκό» του (55) η παρεμπόδιση της ταφής είναι κακό πολύ πιο φοβερό γι’ αυτούς που το προστάζουν παρά γι’ αυτούς που σε βάρος τους γινόταν.
Είναι γνωστή η καταδίκη το 406 σε θάνατο έξι στρατηγών, των νικητών στις Αργινούσες, που από κακοκαιρία δε μπόρεσαν να μαζέψουν από τη θάλασσα τους νεκρούς της ναυμαχίας. Ήταν βέβαιη αυτή η καταδίκη μια προμελετημένη δολοφονία του αθηναϊκού δήμου (τώρα έχει γίνει όχλος), δείχνει όμως πόσο θα μπορούσε να θολώσει τη διαύγεια του πνεύματος ενός όχλου και επικίνδυνα να τον εξαγριώσει, γιατί όταν οργιστεί ο δήμος παραφέρεται (Ευριπίδη Ορέστης 685).
Έτσι ως ένα από τα πιο ιερά καθήκοντα του ανθρώπου οι Έλληνες είχαν την ταφή των νεκρών, που μπροστά σε μια ανώτερη ανάγκη μπορούσε να την αντικαταστήσει και το πασπάλισμα λίγου χώματος επάνω στο σώμα του νεκρού.
Όμως παρά τούτον τον πανελλήνιο υποχρεωτικό νόμο της ταφής των νεκρών, που έσωζε τους Έλληνες από κατρακύλισμα σε ωμότητα, οι Θηβαίοι αφού είχαν νικήσει τους Αργείους στον περίφημο πόλεμο των «Επτά επί Θήβες», δεν έδιναν για ενταφιασμό στο βασιλιά του Άργους Άδραστο τα σώματα των νεκρών. Να τους τα πάρει με πόλεμο ο Άδραστος, του ήταν αδύνατο μετά από μια ήττα και εξουθένωση του ηθικού του στρατού του και μάλιστα ύστερα από θάνατο των Επτά αρχηγών. Ο στρατός είχε αποκεφαλιστεί.
Έρχεται, λοιπόν, ο Άδραστος, ο βασιλιάς του Άργους, στην Ελευσίνα μαζί με τις άτυχες γερόντισσες μητέρες των επτά σκοτωμένων αρχηγών και μαζί με τα παιδιά των «Επτά». Εκεί, στο ιερό της Δήμητρας, βρίσκουν την Αίθρα, μητέρα του Θησέα, η οποία είχε πάει για κάποια θυσία, για την οποία γίνεται λόγος στην τραγωδία (28-31).
Συγκινημένη η Αίθρα από τα παρακάλια τους να πείσει τον ήρωα γιο της να πάρει από τους Θηβαίους ή με το καλό και φιλικό τρόπο ή με το κοντάρι τους σκοτωμένους, στέλνει κάποιον στην Αθήνα να καλέσει το Θησέα στην Ελευσίνα, όπου θα του ανακοινώσει την παράκληση των Αργείων, βασιλιά και μανάδων.
Ανήσυχος ο Θησέας για το απροσδόκητο κάλεσμα της μητέρας του της Αίθρας, σπεύδει στην Ελευσίνα. Εκεί η Αίθρα το ζήτημα των Αργείων το έκανε ζήτημα δικό της και ικετεύει το γιο της να βοηθήσει τις μητέρες να πάρουν τα σώματα των σκοτωμένων παιδιών τους, για να τα θάψουν.
Στην αρχή ο Θησέας διστάζει να δώσει βοήθεια στον Άδραστο, το νικημένο βασιλιά του Άργους, τον οποίον η αλαζονεία και η απερισκεψία τον έκαναν να φέρει τον πόλεμο στη Θήβα.
Δε θέλει, λοιπόν, να ενώσει την τύχη του με αυτόν τον απερίσκεπτο, γιατί δεν αποκλείεται να τον βρει κι αυτόν κανένα κακό:
«Ενωμένα ο θεός θεωρεί τα ριζικά και με τις συμφορές του ατόμου αφανίζει κι εκείνον που, χωρίς να τον βαραίνει κανένα φταίξιμο, κολλάει από το μόλυσμα».
Θα εξουδετερώσει όμως τους δισταγμούς του η Αίθρα. Αυτή που νοιάζεται για τη δόξα και την τιμή της Αθήνας και του γιου της, θα διαθέσει τη γλώσσα, στην οποία θα ήταν αδύνατο σ’ έναν ήρωα να μένει κουφός και ασυγκίνητος. Η άρνησή σου, του λέει η Αίθρα, θα ήταν μια ανακολουθία στην ιστορική πορεία της Αθήνας. Αυτή η χώρα είχε μια ωραία συνήθεια, να μεγαλώνει με τους αγώνες (323).
Αλλά και των δικών του ηρωικών έργων θα θόλωνε τη λάμψη η αδράνειά του μπροστά στους κατατρεγμούς των αδύνατων, αφού μάλιστα είναι σίγουρη η βοήθεια των θεών. Οι θεοί βοηθούν τα δίκαια έργα.
Έτσι, η γλώσσα αυτών των επιχειρημάτων της Αίθρας βγάζει τον Θησέα από την ουδετερότητα. Στέλνει λοιπόν ένα κήρυκα στο βασιλιά της Θήβας και του ζητάει να αποδοθούν για ενταφιασμό οι νεκροί των Αργείων, αφού μάλιστα αυτό απαιτούσε ο πανελλήνιος θρησκευτικός νόμος. Αλλά οι Θηβαίοι έχουν αντίθετη γνώμη και ζητούν από τον Θησέα να διώξει από τη χώρα του τον Άδραστο και τους Αργείους, πριν δύσει ο ήλιος. Του ζητούν δηλαδή να πράξει ένα ανοσιούργημα. Γιατί ανοσιούργημα προς τον ξένιο Δία ήταν η άρνηση να δώσουν βοήθεια και υποστήριξη στους κατατρεγμένους, όπως τώρα ήταν οι Αργείοι.
Αγανακτισμένος πια κι ο Θησέας με τους Θηβαίους για την τόση τους θρασύτητα συγκεντρώνει το στρατό του. Εισβάλλει στη Βοιωτία, νικά, παίρνει τα άταφα σώματα και τα φέρνει στην Ελευσίνα, όπου τα παρέδωσε στη νεκρική πυρά, ενώ στη ρίζα του βράχου, που ήταν μπροστά στο ναό, ετοιμάζεται μια άλλη πυρά, μόνο για τον Καπανέα. Ήταν ιερός νεκρός αυτός, αφού τον είχε κτυπήσει κεραυνός, και θα τον κήδευε χωριστά από τους άλλους.
Ξαφνικά και ενώ ακόμα καίονται οι νεκροί, παρουσιάζεται επάνω στο βράχο η Ευάδνη, η γυναίκα του Καπανέα. Κάτω στη ρίζα του βράχου παρουσιάζεται κι ο πατέρας της ο Ίφις, γέροντας Αργείος. Αναζητώντας την κόρη του, που είχε φύγει κρυφά από το σπίτι, έφτασε στην Ελευσίνα. Θλιμμένη η Ευάδνη για το θάνατο του άντρα της, δηλώνει από εκεί επάνω ότι δε θέλει πιανα ζήσει, αφού έχασε τον άντρα της, θα πέσει στη φωτιά.
Μάταια, ο πατέρας της με τα μάτια στυλωμένα στην κορυφή του βράχου, όπου στέκει η Ευάδνη, έτοιμη να για το θανάσιμο πήδημα κάτω στη φωτιά, την ικετεύει γεμάτος απόγνωση, να μην το κάνει αυτό που έβαλε στο νου της. Αυτή δεν τον ακούει, έρωτας θανάτου φλογίζει την καρδιά της, κι αφήνοντας τον πατέρα της στην ταλαιπωρία του, πηδάει κάτω στη φωτιά, όπου καίεται αγκαλισμένη με τον άντρα της.
Η τραγωδία τελειώνει με την εμφάνιση της Αθηνάς, που προστάτισσα της Αθήνας, νοιάζεται για την τύχη της αγαπημένης χώρας και συμβουλεύει το Θησέα να πάρει όρκο από τον Άδραστο,, ότι ποτέ δε θα εισβάλλουν Αργείοι στην Αθήνα και ότι αιώνια θα είναι πιστοί της φίλοι και σύμμαχοι. Και για να είναι ευχαριστημένοι όλοι, η Αθηνά προλέγει, ότι μια μέρα τα παιδιά των τωρινών νεκρών θα πάρουν εκδίκηση, θα πατήσουν τη Θήβα και δοξασμένα πια θα ονομαστούν «Επίγονοι».
Δυο χρόνια πριν παιχθούν οι «Ικέτιδες» (424 π.Χ.), οι Θηβαίοι είχαν επαναλάβει την παλαιά ασέβεια των προγόνων. Αφού είχαν νικήσει τους Αθηναίους στο Δήλιο, κοντά στο σημερινό Δήλεσι, για πολλές μέρες εμπόδιζαν τον ενταφιασμό των Αθηναίων νεκρών. Είναι αδύνατο να μη θυμήθηκαν οι Αθηναίοι, κατά την παράσταση της τραγωδίας, την τωρινή ασέβεια των Θηβαίων (και αυτός ήταν ένας από τους σκοπούς του Ευριπίδη) και ήταν ακόμα πιο αδύνατο να μην είπαν με το νου τους ότι εκεί, πέρα από τον Κιθαιρώνα, πάντοτε οι ίδιοι και απαράλλαχτοι ωμοί άνθρωποι κατοικούν και ασεβούν, επεκτείνοντας έτσι τις σκέψεις τους και τους χαρακτηρισμούς τους πάνω σε όλους, δίκαιους και άδικους, όπως γίνεται σε κάθε πόλεμο. Τότε ανακαλύπτονται όλα τα ελαττώματα των αντιπάλων.
Ο Ευριπίδης κατάφερε λοιπόν να δυναμώσει την αγανάκτηση των Αθηναίων κατά των αντιπάλων, που τόσο απαραίτητη είναι, για να καταλήξει ένας πόλεμος σε νίκη. Έρανος του ποιητή στον αγώνα της πατρίδας.
Αλλά εδώ οι «Ικέτιδες» εκτελούν και άλλο έργο. Καλούνται τώρα οι Αργείοι να θυμηθούν την ένορκη υπόσχεσή τους και να συμμαχήσουν με τους Αθηναίους. Ένα χρόνο μετά, μια συμμαχία έδεσε την Αθήνα με το Άργος.
Είναι δύσκολο βέβαια να πει κανείς ότι αυτό το διπλωματικό επίτευγμα οφείλεται πέρα για πέρα και ολοκληρωτικά στην υπόμνηση των παλαιότατων υποσχέσεων και υποχρεώσεων. Ούτε η ροή της ιστορίας ούτε η πορεία και τα αποτελέσματα των διπλωματικών ζυμώσεων ρυθμίζονται από την υπόμνηση της παλαιότερης ιστορίας ή από το συναίσθημα. Άλλοι παράγοντες ρυθμίζουν αυτά τα πράγματα. Κοινά συμφέροντα, κοινοί κίνδυνοι, κοινές επιδιώξεις οδήγησαν σε συμμαχία το Άργος και την Αθήνα. Ο Ευριπίδης, όμως, αν και δεν ανακατεύτηκε στην πολιτική, δεν έμεινε αδιάφορος και αδρανής. Δεν ήταν αυτός ακροατής των λόγων και θεατής των έργων, αλλά διέθεσε κι αυτός κάτι, τη συγκινητική τραγωδία του με τις πονεμένες γερόντισσες και τους λυγμούς τους, για τη σύναψη αυτής της συμμαχίας.
Ύμνος στην ανθρωπιά των Αθηναίων ή, όπως έλεγε και αρχαίος Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (3ος-2ος αιώνας π.Χ.), αυτή η τραγωδία είναι «εγκώμιο των Αθηναίων». Οι πρόγονοι παρουσιάζονται υπερασπιστές του δικαίου, επίκουροι των αδύνατων, πολέμιοι της απανθρωπιάς, τέλος πάντων προασπιστές αρχών ανθρωπισμού, αυτού του πράγματος που αποτελεί τη ζύμη του πολιτισμού.
Την Αθήνα και το πνεύμα της αντιπροσωπεύει ο Θησέας και με το στόμα του η Αθήνα είναι που εξομολογείται όταν ακούμε τον ήρωα να λέει (340-41):
«Διάλεξα για τον εαυτό μου τη συνήθεια, πάντοτε να είμαι τιμωρός των κακών».
Ο Ευριπίδης αντλεί θέματα από τους θησαυρούς των μεγάλων προγονικών θρύλων, που μέσα τους παρουσιάζονται αρετές των προγόνων και τις προβάλλει στις τραγωδίες του φανερώνοντας έτσι τα ανθρωπιστικά και ηθικά στοιχεία του βίου τους. Και καθώς είχε γίνει πεποίθηση στον ελληνικό κόσμο ότι η αρετή είναι καρπός του αίματος, βασίζεται δηλαδή κατά μεγάλο μέρος, όπως λέμε και παραδεχόμαστε σήμερα, σε κληρονομικές καταβολές, υποδεικνύει έτσι ο Ευριπίδης στους σύγχρονούς του Αθηναίους, «αγαθοί» αυτοί από προγονική κληροδοσία, να μη διακόψουν την εξακολούθηση της ηθικής αποστολής στον κόσμο και να θεωρήσουν χρέος τους την ιστορική πορεία πάνω στην οδό, που οι πρόγονοί τους στα βάθη των περασμένων αιώνων είχαν βαδίσει ως προασπιστές του δικαίου και των κατατρεγμένων χωρίς εξωτερικό καταναγκασμό, αλλά μονάχα από αίσθηση ευθύνης και καθήκοντος, που ελεύθερα οι ίδιοι μόνοι τους είχαν διαλέξει και με το δίκιο τους θα μπορούσαν να λένε: «Διαλέξαμε για τον εαυτό μας τη συνήθεια, πάντοτε να είμαστε τιμωροί των κακών». Δεν είναι καθόλου ασήμαντο πράγμα η ζωή για έναν άντρα ή ένα λαό, που στρατεύει τον εαυτό του στην εξυπηρέτηση υψηλών ιδανικών, όπως για παράδειγμα οι Αθηναίοι. Γνώστης και θαυμαστής της ιστορίας των Αθηναίων ο Φίλων ο Ιουδαίος, δεν εξέφρασε μονάχα το θαυμασμό του, αλλά φανέρωσε μια αλήθεια, όταν είπε: «Όπως η κόρη του ματιού είναι ο λογισμός της ψυχής, έτσι είναι και η Αθήνα στην Ελλάδα».
Υψηλό ιδανικό είναι η υπεράσπιση των αρχών και των συνηθειών που δίνουν ομορφιά στη ζωή και η τιμωρία και η καταστολή των κακών που την ασχημίζουν. Δε θέλει η κακία πολύ, για να προκόψει. Φτάνει μόνο να μην υπάρχει ο φόβος του κολασμού. Ήξερε τι έλεγε ο Αισχύλος (Ευμενίδες 699):
«Ποιος άνθρωπος θα είναι δίκαιος, αν δεν έχει κανένα φόβο;»
Στις «Ικέτιδες» ο Ευριπίδης φανερώνει ακόμα τη λαχτάρα του για την ειρήνη (στίχος 488 κ.ε.), να τελειώσει ο τόσο ολέθριος από τη λυσσαλέα του αρχή Πελοποννησιακός πόλεμος. Δεν μας ξαφνιάζει όμως το ότι στην ίδια τραγωδία από τη μια μεριά ποθείται η ειρήνη και από την άλλη ο ίδιος ποιητής συνιστά να δεθεί συμμαχία με το Άργος και ψάχνει στους θρύλους της χώρας του να βρει τα δικαιώματα των Αθηναίων στη συμμαχία αυτή. Η ειρήνη δεν αποκλείει τη σύναψη συμμαχίας για κάθε ενδεχόμενο και ούτε πρέπει να πέφτουν σε διπλωματικό λήθαργο τα κράτη. Δεν είναι πράγματα ασυμβίβαστα η σύναψη μιας συμμαχίας και η εξύμνηση της ειρήνης.
Οι «Ικέτιδες» πολύ πιθανόν διδάχτηκαν στα Διονύσια του 422. Ποια ήταν τα άλλα δράματα της τριλογίας και ποιο το σατυρικό δράμα, δεν ξέρουμε. Ταίρι του στην αρχαία λογοτεχνία με πολλές ομοιότητες και με κοινό σκοπό τον εγκωμιασμό της Αθήνας, ο οποίος τόσο θα κολάκευε την εθνική υπερηφάνεια των Αθηναίων, είναι οι «Ηρακλείδες». Και στα δύο, έργα πατριωτικά, χωρίς να πάψουν να είναι και έργα τέχνης, ψέγονται οι εχθροί της Αθήνας, Θηβαίοι και Σπαρτιάτες, οι πρώτοι ως παραβάτες παλαιότατου και πανελλήνιου νόμου, που καθιέρωνε τα δικαιώματα των νεκρών, και οι δεύτεροι ως παραβάτες άλλου νόμου με πανελλήνια καθιέρωση, που καταδικάζει την αφιλοξενία, αυτήν τη δεινή περιφρόνηση του ξένιου Δία, του προστάτη των ξένων.
Το δράμα αυτό έχει αρετές που έχουν επισύρει τον έπαινο πολλών διακεκριμένων φιλολόγων. Δε λείπουν όμως και οι αντίθετες γνώμες άλλων διακεκριμένων επίσης φιλολόγων, οι οποίοι επισημαίνουν την εμφάνιση και το θάνατο της Ευάδνης ως κακό συνδεδεμένο παρέμβλημα στην τραγωδία, ως αταίριαστη παρέκβαση του στίχου 840-917 και τις γνώμες του Ίφιου (στ. 1080) ότι τους λείπει σοβαρότητα.
Αλλά για να πούμε και τα καλά, που τα δικαιούται ο Ευριπίδης, θερμοί πατριωτικοί λόγοι, που πάντοτε διατηρούν τη δύναμή τους, ωραιότατα και συγκινητικά χορικά, σφιχτοδεμένα με το έργο, τρυφερά συναισθήματα που περισσεύουν, όλα αυτά είναι τα στολίδια αυτής της τραγωδίας που θέλγει και με την έξοχη θεαματικότητα.